''The Turin Horse''








  The Turin Horse (A torinói ló)

Σκηνοθεσία: Μπέλα Ταρ
Παίζουν: Γιάνος Ντέρζσι, Ερίκα Μποκ, Μιχάλυ Κόρμος
Διάρκεια: 146′

Το «Άλογο του Τορίνο» είναι μια ταινία για τον Θάνατο. Τον Θάνατο, όμως, όχι σαν βιολογική πραγματικότητα ή σωματικό πεπρωμένο, όσο σαν αργόσυρτη πορεία προς το Τέλος. Και μ’ αυτή την έννοια, ο φιλμικός χρόνος και όλα όσα συμβαίνουν εντός του, γίνονται μια πένθιμη μαθητεία στο γήρας (τα δυσάρεστα πράγματα απαιτούν, επίσης, μια μέθοδο- αυτή είναι η διδασκαλίατων στωικών), στο θνήσκειν του Ανθρώπου και του Πολιτισμού. Πολλοί δυσκολεύονται να έρθουν αντιμέτωποι με έργα τέχνης, τόσο απόλυτα στην ειλικρίνειά τους. Είναι οι ίδιοι που θα σου πουν ότι η συγκεκριμένη ταινία «δεν αντέχεται». Μα πώς να αντέξεις το ολοφάνερο; Ότι είμαστε ταγμένοι στο Θάνατο; Έχουμε βρει χιλιάδες τρόπους για να αποστρέφουμε το βλέμμα μας από αυτό το γεγονός. Ο Bela Tarr αηδιάζει με τις υπεκφυγές μας. Η καθαρή, τίμια σε σημείο απελπισίας, πρόθεσή του, είναι να το αποκαλύψει σε όσους έχουν κουράγιο. Δεν τον ενδιαφέρει ο δειλός θεατής, ούτε ο ανυπόμονος. Δεν τον ενδιαφέρει, επίσης, όποιος δεν είναι εξοικειωμένος με τον στοχασμό του Νίτσε.

Γιατί το «Άλογο του Τορίνο» είναι και μια ταινία-σχόλιο πάνω στο έργο του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου. Ήδη από την εισαγωγή του, το καθιστά σαφές (και να σκεφτεί κανείς ότι υπήρξαν αφελείς, όπως ο κριτικός του Variety, που παρατήρησαν ότι ο Νίτσε δεν εμφανίζεται πουθενά- ήθελε, φαίνεται, να τον δει να σκάει μύτη με τη μουστάκα του για να πειστεί ότι η ταινία αναφέρεται σ’ αυτόν- ενώ όλο το φιλμ κινητοποιείται από τις ιδέες του). Αν λοιπόν τα μεγάλα θέματα της νεωτερικής φιλοσοφίας, όπως ο θάνατος του Θεού, ο προοπτικισμός, η κριτική της Αλήθειας και η αντιστροφή των αξιών, δε σου λένε κάτι, τότε καλύτερα να μείνεις μακριά. Στην αντίθετη περίπτωση, όμως, αν δηλαδή παραδέχεσαι -μαζί με όλη τη σύγχρονη διανόηση- το μεγαλείο μιας σκέψης που σημάδεψε την δυτική κουλτούρα και δεν έχει εξαντλήσει ακόμα τη δυνατότητά της να εμπνέει και να αναστατώνει, τότε θα βρεθείς αντιμέτωπος με ένα κατακόρυφο αριστούργημα. Απ’ αυτά τα σπάνια, τα μοναχικά, τα περήφανα, που όλο και λιγότερο εμφανίζονται σήμερα.

Φαινομενικά τίποτα συναρπαστικό δε διαδραματίζεται. Ένας γέρος με την κόρη του σε ένα απομονωμένο, πετρόχτιστο σπίτι, επαναλαμβάνουν καθημερινά τις ίδιες κινήσεις: ξυπνούν, η μικρή τον ντύνει (αφού το ένα του χέρι έχει παραλύσει), αυτός παίρνει το άλογό του και τραβάει προς την πόλη, εκείνη βγάζει νερό από το πηγάδι, μαζεύει με την τσουγκράνα ξερόχορτα, ανάβει φωτιά, όταν ο γέρος επιστρέφει, βράζουν πατάτες, τις τρώνε (ξεφλουδίζοντας τες με τα χέρια), πλένουν ρούχα, κοιμούνται. Την επόμενη μέρα τα ίδια. Η επανάληψη αυτή φορτίζεται με ένα κρίσιμο βάρος που την καθιστά δυσβάσταχτη. Δεν είναι τα εγχειρήματα ιδιαίτερα καθεαυτά, το αντίθετο. Το στήσιμο της κάμερας είναι που τα μετατρέπει σε σύμβολα της ανθρώπινης Πράξης εν γένει. Τα μακρόσυρτα πλάνα που ακολουθούν, κατά πόδας, τους χαρακτήρες στο υπαρξιακό αγκομαχητό τους, οι γωνίες λήψεις από κάτω προς τα πάνω, η εμβάθυνση του φακού στον σπαραγμό της πιο πρωτόλειας απομόνωσης. Οι σκιές, τα εκθαμβωτικά λευκά και τα αβυσσαλέα μαύρα της συγκλονιστικής φωτογραφίας. Η ανατριχιαστική μουσική που μοιρολογεί μια προαναγγελθείσα εξαφάνιση. Πρόκειται για μια φόρμα, θαυμαστά απαλλαγμένη από το οποιοδήποτε στολίδι, μια σκηνοθετική ασκητική, σχεδόν.

Κι επειδή ο λόγος περιορίζεται στην ελάχιστη χρήση του (με εξαίρεση τον νιτσεϊκό μονόλογο του περίεργου επισκέπτη κάπου στη μέση της ταινίας), οι δυο σιωπηλές φιγούρες παίρνουν στα μάτια μας, γιγαντιαίες διαστάσεις. Ο Σαρτρ έγραφε κάποτε, σχολιάζοντας ένα βιβλίο του Φώκνερ, ότι η απουσία διαλόγων και εσωτερικών μονολόγων, ήταν ένα, σοφά υπολογισμένο, συγγραφικό τέχνασμα προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση του απόμακρου, του υπερανθρώπινου. Και συμπλήρωνε: «οι θεοί των Μάγιας δεν πιάνουν ψιλοκουβέντα μεταξύ τους». Αυτή είναι κι εδώ η περίπτωση. Η γλώσσα προσφέρει μια όψη οικειότητας. Την καταργείς και ξάφνου όλα μοιάζουν προκατακλυσμιαία. Τα πλάσματα αυτά που δεν απαντώνται στο φλύαρο σύμπαν της καθημερινής πολυλογίας μας, αποκομμένα από τον κόσμο κι απ’ ό,τι τον κάνει να μοιάζει ακίνδυνος, έκθετα στις διαθέσεις μιας τερατώδους, ανυπότακτης απ’ την ιστορία, φύσης (ο άνεμος, με το διαρκές βουητό του, είναι ο αφανέρωτος πρωταγωνιστής της ταινίας), μοιάζουν με βιβλικά απολιθώματα, με θηρία που κατοίκησαν την πρώτη μέρα της δημιουργίας.

Ο μινιμαλισμός του Tarr, όμως, δεν είναι άποψη, είναι ηθική στάση. Δε θέλει να καλύψει τίποτα. Πρέπει να δώσει την ανθρώπινη συνθήκη, γυμνή. Γι’ αυτό και διαλέγει να εισάγει τον τόπο, τον χρόνο και τους ανθρώπους του, μέσα στο πιο ασφυκτικό πλαίσιο του στοιχειώδους. Κάπως έτσι φαντάζεται κανείς την πρωτόγονη κατάσταση των πρώτων κοινωνιών. Αμίλητοι κόβουν ξύλα, ανάβουν το τσουκάλι, πλένουν, κατασκευάζουν ό,τι τους είναι απαραίτητο. Οι ήρωες του Tarr περιστοιχίζονται από μια «στεγνή» εργαλειακότητα του περιβάλλοντος, από αντικείμενα που απαντούν στις πιο βασικές ανάγκες τους και μετά αχρηστεύονται. Τίποτα δεν θέτει σε πειρασμό τη συνείδηση, τίποτα δεν την σπρώχνει προς μια πνευματική αποτίμηση της κατάστασής τους. Ο κόσμος τους δεν είναι παρά ένας λαξεμένος βραχότοπος, χωρίς απολαύσεις. Τα πάντα είναι τυφλή, βουβή, στοιχειώδης εργασία. Βρίσκονται εκτός Ιστορίας; Υπάρχουν πριν απ’ αυτήν ή μετά την καταστροφή της;

Κάτι μας σπρώχνει να πιστέψουμε πως είναι οι τραγικοί φύλακες μιας αποπνευματοποιημένης ανθρωπότητας, ενός νεκρού πολιτισμού που το λείψανό του νιώθουν πως οφείλουν να συντηρήσουν. Πνιγμένοι στη γκρίζα μονοτονία μιας δράσης που εξαντλείται στα όρια της νύχτας και την επόμενη μέρα ξαναρχίζει το ίδιο κενή, το ίδιο αδιάφορη. Η πορεία προς το πηγάδι –με τον μανιασμένο αέρα να την μετατρέπει σε ριψοκίνδυνο άθλο-μοιάζει κάθε φορά με τελετουργικό εξιλασμού (και ο Tarr απαιτεί να την βιώσεις σε όλη της την κατάνυξη, γι’ αυτό και αφήνει τον φιλμικό χρόνο να κυλάει, χωρίς να βιάζεται να περάσει στο επόμενο πλάνο). Ποιος θεός απαιτεί αυτές τις θυσίες, ποια ανώτερη δύναμη ικανοποιείται με τον σταδιακό μαρασμό αυτών των ζωών που στερεύουν ώρα με την ώρα; Τους βλέπουμε να κοιτάνε έξω από το παράθυρο ανάμεσα στις δουλειές τους. Τι περιμένουν να δουν; Μια αναπάντεχη ανάσταση ίσως. Φυσικά τίποτα δεν έρχεται. Μόνο προμηνύματα για την ματαιότητα της αποστολής τους. Πρώτα ο ξένος που ανακοινώνει την ήττα των ανώτερων ανθρώπων, ( σκηνή που συνοψίζει το πιο συστηματοποιημένο έργο του Νίτσε, την «Γενεαλογία της Ηθικής» και που, παράλληλα, απηχεί τις θέσεις του Ζιλ Ντελέζ σχετικά με την αρχέγονη μετατροπή της Κατάφασης σε Άρνηση- θεμελιώδες γεγονός που επιτρέπει την κυριαρχία των σκλάβων απ’ την αρχή της Ιστορίας-, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν στη σημαντική μελέτη του «Ο Νίτσε και η Φιλοσοφία»), μετά οι τρελοί κι αδάμαστοι τσιγγάνοι που θα αποικήσουν με το γέλιο τους τη γη, όταν η θανάσιμη σοβαρότητα των τελευταίων ανθρώπων θα εκλείψει.

Κι ύστερα, φυσικά, είναι το άλογο. Αυτό το αγέρωχο, πανέμορφο ζώο που χάνει την όρεξη να ζήσει. Σταματάει να τρώει, να πίνει, αδυνατίζει συνεχώς. Η εγκατάλειψη του αλόγου θα γίνει προάγγελος της ανθρώπινης θνητότητας. Σύντομα θα σταματήσει η κοπέλα να τρώει, κι όπως εκείνη το έλεγε στο άλογο, έτσι θα προσπαθεί ο πατέρας της να τη συνεφέρει: «πρέπει να τρώμε». Αυτή η επίκληση στο ένστικτο της επιβίωσης προσκρούει σε κουφά αυτιά. Ο θάνατος έχει ήδη εγκατασταθεί στο σπίτι τους και τίποτα δε μπορεί να τον απομακρύνει. Το επαναλαμβανόμενο «ξόρκι» των καθημερινών δραστηριοτήτων (μπορεί κανείς να θυμηθεί και τον Καμύ, που χρησιμοποιεί τον Σίσυφο σαν σύμβολο αξιοπρέπειας σε έναν κόσμο φριχτά παράλογο, χωρίς τελικό προορισμό) δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Δε μπορούν να νικήσουν το Κακό. Ήδη η φύση είχε ξεκινήσει να τους αποδιώχνει, το πηγάδι στέρεψε, ο άνεμος, λυσσασμένος και εχθρικός, μοιάζει να θέλει να τους ξεριζώσει από το έδαφος. Τα μυθικά αυτά όντα, «σύμβολα ζωής υπερτέρας» όπως θα έλεγε κι ο Καρυωτάκης, με όλο το μεταφυσικό νόημα που έχει επενδύσει ο Tarr την κάθε χειρονομία τους, με το αλύγιστο της στάσης τους και την υπερκόσμια απαντοχή, πρέπει στο τέλος, κι αυτά με τη σειρά τους να εκλείψουν. Όπως ο πολιτισμός που τα γέννησε και τα εγκατέλειψε.

Ο Ζακ Ντεριντά, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, σε συνέντευξη που είχε δώσει, παρατηρούσε ότι κατά τον Πλάτωνα, όλο το εγχείρημα της φιλοσοφίας συνίσταται σε μια προσπάθεια να μάθει κανείς να πεθαίνει. Και παραδεχόταν, με μεγάλη ειλικρίνεια, πώς παρά τη σπουδαία διαδρομή του, δεν το είχε καταφέρει. Φοβόταν. Στο «Άλογο του Τορίνο» ο Bela Tarr υπενθυμίζει ότι κανείς δε μπορεί να προετοιμαστεί, συνειδητά, για το τέλος. Το μόνο που δύναται να κάνει, είναι να συνεχίζει με μικρές, πανομοιότυπες, περιορισμένες πράξεις, την σύμπλευση με τον Χρόνο, αφού η ίδια η διάρκεια εμπεριέχει μέσα της, αόρατη, την παύση κάθε διάρκειας. Αν υπάρχει κάποιου είδους άμυνα απέναντι στο αναπόφευκτο, αυτή βρίσκεται στη συνειδητοποίηση ότι μέσα στο Χρόνο κυοφορείται το άχρονο. Το οριοθετημένο εκβάλει σ’ αυτό που δεν έχει όριο, το Είναι πλαισιώνεται από το Μηδέν, το πεπερασμένο από το απέραντο. Γι’ αυτό, αντί να μας αποκρύπτει τη διάρκεια (κάτι που προσμετράται, συνήθως, στα θετικά μιας ταινίας- κι έτσι λέμε, προκειμένου να την τιμήσουμε: «ούτε που το κατάλαβα πως πέρασε η ώρα»), μας εγκλωβίζει σ’ αυτήν (για να αντιληφθούμε την ιδιάζουσα σημασία της, αυτήν που απέδιδε ο Χάιντεγκερ στην πλήξη, μέσα από την οποία η αγωνία μας εγκαλεί πίσω στον εαυτό μας, μας επαναφέρει στο ξεχασμένο -μέσα στην πολυκοσμία- γεγονός ότι είμαστε θνητοί) μας στερεί το οξυγόνο, ασφυκτιούμε από την πολλή διάρκεια. Διάρκεια των κινήσεων, των εργασιών, της συνήθειας, της χειρονομίας. Με λίγα λόγια: ύπαρξη, παράδοξα περικυκλωμένη, όμως, από την ανυπαρξία ( ανυπαρξία νοήματος, ελευθερίας, περιεχομένου, σκοπού, επιθυμίας).

Πρέπει να νιώσουμε την ύπαρξή μας σαν βάρος, αν θέλουμε να καταλάβουμε πού το πηγαίνει ο Tarr. Μόνο κατανοώντας την κυκλικότητα του βίου, το επανερχόμενο και ατέρμονο της, μέρα με τη μέρα, διαμονής μας στον κόσμο, την αβάσταχτη μικρότητα του καθημερινού και τον σιωπηρό καταναγκασμό της επιβίωσης, μπορούμε να κοιτάξουμε με θάρρος το τέλος. Ο Θάνατος είναι ήδη παρών μέσα στη ζωή, είναι η σκιερή, ανάποδη όψη του κάθε πράγματος. Έτσι, ο ρυθμός του έργου, είναι ο αντάτζιο ρυθμός της ζωής, το τέμπο της πικρής επανάληψης, η νιτσεϊκή αιώνια επιστροφή του ίδιου. Αυτή είναι η έννοια της «μαθητείας στο θνήσκειν» που αναφέραμε στην αρχή αυτού του κειμένου. Όταν τελειώνει η ταινία, τελειώνει κι η δοκιμασία. Και αντιλαμβάνεσαι αν είσαι γενναίος ή δειλός, αν μπορείς να αντικρίσεις έτσι γυμνό το Είναι, ή αν έχεις άμεση ανάγκη από τις καθησυχαστικές παραμυθίες για να μπορέσεις να συνεχίσεις. Ο Bela Tarr δεν κάνει τέχνη «διασκεδαστική» (αλίμονο μας αν υπάρχει τέτοιο πράγμα), κάνει Τέχνη αλύπητη, μεγαλεπήβολη, σεισμική. Αυτό είναι θηριώδες σινεμά. Για τους πολύ έντιμους, όχι για τους λιπόψυχους.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
  http://www.cinedogs.gr/reviews/torinoi-lo-turin-horse/#sthash.Ad0uWa6X.oVQeXf1A.dpuf






 ∆ιαµάντια στα σκουπίδια

Ελάχιστη, µικρή, τόση δα µικροκλίµακα της ελληνικής πραγµατικότητας αποτελεί η διαχείριση µιας αριστοτεχνικά χειροποίητης ουγγρικής παραγωγής µε τον τίτλο «Το άλογο του Τορίνο» (The Turin Horse) σκηνοθετηµένη από το δίδυµο Μπέλα Ταρ και Αγκνες Χρανίτζκι, το δεύτερο σπουδαιότερο βραβείο από την τελευταία Μπερλινάλε 
∆ύο πράγµατα µάνι µάνι. Το πρώτο, το παρασκήνιο. Ο επιχειρηµατίας που εξασφάλισε τα δικαιώµατα της ταινίας µοίρασε στους κριτικούς screeners,δηλαδή DVD, έτσι ώστε να τηδουν στον υπολογιστή τους ή στην τηλεόρασή τους. Περίπου σαν να έχεις στον πάγκο τον Μέσι και να τον χρησιµοποιείς πέντε λεπτά ως αλλαγή. Το δεύτερο η υποτίµηση ενός έργου τέχνης. Επειδή η φωτογραφία είναι ασπρόµαυρη. Επειδή η αισθητική του Μπέλα Ταρ λειτουργεί µε µονοπλάνα. Επειδή τοβάθος πεδίου είναι απροσµέτρητο. Επειδή πρωταγωνιστικό ρόλο σ' αυτήν την Αποκάλυψη (µε τη βιβλική σηµειολογία) παίζουν τα στοιχεία της φύσης, ιδιαίτερα ο βαρύς ουρανός και ο θυελλώδης άνεµος. Επειδή πρόκειται για µια ταινία, εκτός σηµερινού τόπου και χρόνου, εντελώς αντιτηλεοπτική, εντελώς ποιητική και «παλιάς κοπής», ως εκ τούτου είναι εντελώς ακατάλληλη προς οικιακή χρήση και DVD. Τουτέστιν ο άνθρωπος που την αγόρασε σχεδόν τη «δολοφόνησε». 

Πάµε στην ουσία. Απ' όσα κατάφεραν ναπροσλάβουν και να επεξεργαστούν οι αισθήσεις µου βλέποντας αυτές τις θηριώδεις εικόνες αιχµάλωτες και συρρικνωµένες στις µικροσκοπικές διαστάσεις ενός κουτιού. Αφετηρία αυτής της χριστιανικής προφητείας _ γιατί περί αυτού πρόκειται _ υπήρξε ένα περιστατικό που συνέβη στο Τορίνο το 1889 στον Φρίντριχ Νίτσε. Κάποιος αµαξάς αρχίζει να µαστιγώνει αλύπητα το άλογό του και τότε ο γερµανός φιλόσοφος τοαγκαλιάζει και αρχίζει να κλαίει µε αναφιλητά. Επιστρέφοντας στο δωµάτιό του βγάζει µια κραυγή «µητέρα είµαι τρελός». Τι σηµαίνουν όλα αυτά; 

Ηλικιωµένος, ταλαιπωρηµένος και ρακένδυτα ντυµένος µονόχειρας (από το δεξί του)ζει µε την κόρη του σε µια καλύβα, φυτεµένη σε µια απέραντη, άνυδρη πεδιάδα στο πουθενά. Μοναδικό εργαλείο ένα ψωραλέο άλογο που σέρνει σαραβαλιασµένο κάρο. Η τελετουργία µονότονα ρυθµισµένη. Τοξηµέρωµα σηκώνονται. Η κόρη βγαίνει από την καλύβα και γεµίζει δύο τενεκέδες νερό από το πηγάδι. Στη συνέχεια ο βιβλικός πατριάρχης δένει το κάρο στο άλογο και φεύγει. Γιαπού; Καµία σηµασία. Γιατί; Το ίδιο. Οταν επιστρέψει θα στρωθεί το τραπέζι µε δύο όλα κι όλα πιάτα τα οποία φιλοξενούν από µία βραστή πατάτα το καθένα. Τρώνε και αµέσως µετά κάθονται ακούνητοι µπροστά από το κάδρο ενός παράθυρουβλέποντας το απέραντο κενό. Κυρίαρχο ρόλο στη συµβολική ζωή αυτού του δίδυµου, παίζει η αόρατη, σαρωτική παρουσία ενός αέρα που φυσάει σαν να προαναγγέλλει τον επερχόµενο ολοκληρωτικό αφανισµό του ανθρώπινου «είδους» από τη Γη. 

Το πρώτο περιστατικό που διακόπτει αυτήν τη µονότονη, καταθλιπτική επανάληψη της προγραµµατισµένης τελετουργίας είναιη εµφάνιση κάποιου γείτονα που κάθεται και βγάζει φιλοσοφικό λογύδριο που συνοψίζεται σε µερικές λέξεις «ό,τι αγγίζουµε το αρπάζουµε και το εξευτελίζου µε». ∆ηλαδή τετέλεσται. Το δεύτερο η εχθρική εισβολή µιας οµάδας Τσιγγάνων που ορµάνε στο πηγάδι να αρπάξουν νερό, αλλά ο γέρος τούς απωθεί και τότε εκείνοι, όταν φύγουν θα αµολήσουν απειλή, ότι δηλαδή θα επιστρέψουν και θα τακάνουν όλα ρηµαδιό. Το τρίτο και τελευταίο περιστατικό, η άρνηση του αλόγου να φάει και να πιει. Το µοναδικό πλάσµα που λέει «όχι». Που αρνείται να συµφιλιωθεί µε αυτήν την καταστροφή. Το µοναδικόζωντανό που διαθέτει κάποιο ίχνος αντίστασης. Ψυχή. Ο Ούγγρος παραδίδει υποδειγµατικό µάθηµα χειροποίητης σκηνοθεσίας. Μέσαστο ίδιο πλάνο, µονοκοπανιά δηλαδή, διαµορφώνονται οι σχέσεις, οι αντιθέσεις, ηγεωµετρία του χώρου, τα πάντα. Η µονταζιέρα πάει περίπατο. Κάθε κόκκος φωτογραφίαςστάζει από σάρκα, ιδρώτα, πόνο, αίµα. Να χάσκεις µε το στόµα ανοικτό σα να βλέπεις τις πιο ζωντανές, εκφραστικές και ταυτόχρονα συµβολικές σκηνές που ούτε καν τις έχεις φανταστεί. Απίστευτο. Τα µονοπλάνα σε διάταξη έξι ηµερών. Περίπου τρία οκτάλεπτα µονοπλάνα για κάθε ηµέρα. Και όµως. ∆εν βαρέθηκα ούτε στιγµή. Απόµαζοχισµό; Λάθος. Αντε να το δείτε και θακαταλάβετε τι θέλω να πω. Τους ξεπερνάει, µας ξεπερνάει, µε ξεπερνάει αυτή ηδιαβολική του εµµονή µε έκφραση µοναδική. Τέλος, µια ένσταση εντελώς ιδεολογική.Σχηµατικοί οι συµβολισµοί. Θεοκρατούµενο, µεταφυσικό το περιεχόµενο. Είπαµε. Η ταινία που προαναγγέλλει τόσο πειστικά και τόσο µινιµαλιστικά την ολοσχερή καταστροφή όσο καµιά άλλη µέχρι στιγµής. Γιατί; Επειδή ο Ανθρωπος είναι άπληστος, άρπαγας, αχάριστος. ∆ιαφωνώ. Γιατί αυτό κολλάει στα πάντα. Από τον σταλινισµό και τον αχόρταγο καπιταλισµό, µέχρι τον πυρηνικό αφανισµό. Οµως η αισθητική µο-να-δι-κή!

Μάθηµα σκηνοθεσίας Ασπρόµαυρες σκηνές σε µονοπλάνα Το τέλος του κόσµου

 (...)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ 
http://www.athensmagazine.gr/portal/reviews/1953













Το άλογο του Τορίνο 
 (...)
Ενας αμαξάς, η κόρη του και το άλογό τους προσπαθούν να επιβιώσουν σ' έναν κόσμο στα πρόθυρα μιας νέας Αποκάλυψης, σε μια συγκλονιστική αλληγορία πάνω στη ζωή και το θάνατο - Αργυρή Αρκτος στο Βερολίνο.

Υστερα από μια εισαγωγή, όπου πληροφορούμαστε το λίγο γνωστό επεισόδιο με τον Νίτσε, στο Τορίνο το 1889 (μπήκε ανάμεσα σ' ένα άλογο και τον αμαξά που το μαστίγωνε βάναυσα, αγκάλιασε το άλογο κι ύστερα έπεσε λιπόθυμος), ο Ούγγρος σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ («Satantango») βάζει το ερώτημα: Τι απέγινε το άλογο; Για να μας αφηγηθεί τη δική του ιστορία σε μια συγκλονιστική ταινία.

Η ταινία καταγράφει τη ζωή του ανάπηρου (έχει χάσει το ένα του χέρι) αμαξά, της κόρης του και του αλόγου τους, στη μισοεγκαταλειμμένη φάρμα τους, σ' ένα έρημο τοπίο. Εξι μέρες ζωής, χωρίς καμιά αλλαγή, με τον αμαξά να επιστρέφει από τη δουλειά, την κόρη του να τον ντύνει και να τον ξεντύνει, να βράζει τις δυο πατάτες που είναι το μοναδικό φαγητό τους, να τρώνε σιωπηλά κι ύστερα να κοιμούνται. Με τον αέρα να σφυρίζει αδιάκοπα και, αργότερα, να μετατρέπεται σε θύελλα, άλλοτε με την κόρη και άλλοτε με τον πατέρα να κάθονται ανέκφραστοι μπροστά στο μοναδικό παράθυρο και να κοιτάνε έξω, ώς την έκτη και τελευταία μέρα που, όλοι κουρασμένοι, άνθρωποι και άλογο, περιμένουν υπομονετικά το θάνατο. Ενα μικρό διάλειμμα με έναν άντρα (έμμεση αναφορά στον Νίτσε) που, στη διάρκεια της θύελλας σταματά στην καλύβα τους για ν' αγοράσει αλκοόλ και με μια ομάδα Τσιγγάνων να τους απειλεί, τονίζει τη μεταφυσική πλευρά της ταινίας, φέρνοντας στο νου παρόμοια «διαλείμματα» στις «Αρμονίες του Werckmeister».


Ο Μπέλα Ταρ έφτιαξε ένα φιλοσοφικό και μεταφυσικό σχόλιο πάνω στον άνθρωπο και τη μοίρα του, αλλά και μιαν αναμενόμενη τελεσίδικη Αποκάλυψη. Με μια μινιμαλιστική σκηνοθεσία, με μια ηθελημένα μονότονη μουσική, συνθέτει, με τη βοήθεια της μαυρόασπρης φωτογραφίας του Φρεντ Κέλεμεν, εικαστικά έξοχες εικόνες, που μοιάζουν με πίνακες του Edvard Munch.

  ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
7-4-2011
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=265955





  Μπέλα Ταρ

 (...)
Τορίνο, 1899: ο Φρίντριχ Νίτσε σώζει ένα άλογο από την οργή του αφεντικού του. Οι επόμενες μέρες θα είναι σκοτεινές τόσο για τον Γερμανό φιλόσοφο όσο και για το ζώο και τον ιδιοκτήτη του.
 ------------
Ένα πραγματικό επίτευγμα της έβδομης τέχνης! Με βεβαιότητα από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ πάνω στον πλανήτη Γη και η καλύτερη τεχνική επεξεργασία που έχουμε δει εδώ και καιρό σε ταινίες ανάλογου ύφους. Αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά, εκείνο που συναρπάζει τον θεατή σε αυτήν εδώ την ταινία δεν είναι η υπόθεσή της, ούτε και το σενάριό της (δεν διαθέτει σχεδόν καθόλου διαλόγους) αλλά η εικαστική τελειότητά της. Ο Μπέλα Ταρ, πάντα τελειομανής, καδράρει εκπληκτικά τα τοπία της φύσης και η διεύθυνση φωτογραφίας όχι απλώς τα αναδεικνύει αλλά τα καθιστά πίνακες υψηλής τέχνης. Πραγματικά, κάποιοι άνθρωποι διαλέγουν λάθος επαγγέλματα σε αυτή την ζωή. Ο Μπέλα Ταρ δεν θα έπρεπε να ήταν σκηνοθέτης. Ακούγεται βαρύ; Ακούστε τα επιχειρήματά μου. Οι ταινίες του, πέρα από την εικαστική τους δύναμη και ομορφιά, δεν είναι προσιτές στο ευρύ κοινό λόγω των αργών ρυθμών τους και των νοημάτων που ενδέχεται να υποβόσκουν ακόμη και κάτω από πράγματα επουσιώδη. Ο Μπέλα Ταρ θα γινόταν ένας δεινός εικαστικός ζωγράφος ή ακόμα καλύτερα ένας εξαιρετικός φιλόσοφος. Με την τελευταία του αυτή, όπως δηλώνει, ταινία μας καταθέτει τις απόψεις του για την πορεία του ανθρώπου στο σύμπαν και στοχάζεται πάνω σε θέμα περιβαλλοντικά και ηθικά. Ο Άνθρωπος είναι αλαζόνας από την φύση του. Πάνω στην αλαζονεία του δεν διστάζει να καταστρέψει τον διπλανό του, να αναδειχθεί σε βάρος του, να καταπατήσει κάθε ανθρώπινο δικαίωμα. Καταπατώντας κάθε ανθρώπινο νόμο, όμως, εξισωνόμαστε με τα ζώα, δεν προάγουμε τον πολιτισμό και οδηγούμε την κοινωνία μας στην κατάρρευση, την απόλυτη καταστροφή. Μια ομάδα εναντίον μιας άλλης. Η φύση να επιβαρύνεται από την αλαζονεία μας και εμείς να γινόμαστε ποιο ηλίθιοι. Καταστρέφοντας την μητέρα φύση καταστρέφουμε ουσιαστικά και εμάς τους ίδιους γιατί της στερούμε το δικαίωμα να μας προσφέρει τα αγαθά της. Αλήθεια, υπάρχει Θεός; Δεν είμαι εγώ αυτός που θα απαντήσω. Κάθε θεατής θα δει την ταινία από την δική του πλευρά. Αυτή είναι και η μαγεία της τέχνης! Προωθεί τον διάλογο, την ανταλλαγή απόψεων. Και, πιστέψτε με, είναι μια ταινία που προσφέρεται για διάλογο. Υπότιτλος της ταινίας η ατάκα του Νίτσε πριν πεθάνει, ''Μητέρα, είμαι ηλίθιος''. Μα, είμαστε όλοι ηλίθιοι πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Καλοί, κακοί, αλαζόνες θα έχουμε όλοι τον ίδιο προορισμό : το σκοτάδι. Άρα, πόσο μάταια και επαναλαμβανόμενα είναι όλα! Κατάφωρη αδικία να μην προταθεί η ταινία στα Όσκαρ του 2011 για το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας όπως επίσης και για τα εκπληκτικά και απαράμιλλης ομορφιάς σκηνικά και κουστούμια της. Την ενδιαφέρουσα μουσική υπογράφει ο μόνιμος συνεργάτης του Ταρ, Mihaly Vig, ένα μουσικό θέμα που θυμίζει συνδυασμό επιθανάτιου ρόγχου αλόγου και θροΐσματος φύλλων που τα παρασέρνει ο δυνατός αέρας. Με αυτή την ταινία, λοιπόν, αποχαιρετάμε έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς και ανανεωτές της έβδομης τέχνης. Μια ταινία του σου προσφέρει τα πάντα: σκέψη, εικαστική απόλαυση, μοντάζ που κόβει την ανάσα, πλάνα-σεκάνς που λίγοι σκηνοθέτες μπορούν να γυρίσουν. Τι άλλο να ζητήσουμε από τον σπουδαίο δημιουργό; Ίσως όχι τόσο νωχελικούς ρυθμούς. Δεν είναι όμως η ώρα για μομφές. Όχι τώρα, που βρισκόμαστε μπροστά σε ένα από τα σπουδαιότερα κύκνεια άσματα σκηνοθέτη όλων των εποχών. Βιώστε την!


Π.Λ
http://kritiki-gr.blogspot.gr/2012/03/turin-horse.html


ΣΧΕΤΙΚΑ


VIDEOS:


















* * *

"The Lysol Horse" 

- Alternative Melvin's soundtrack to Bela Tarr's "The Turin Horse"