Τέσσερις γόρδιοι δεσμοί για την επόμενη κυβέρνηση
Οι εκλογές αυτές είναι ίσως οι πρώτες στην ελληνική ιστορία που έχουν ένα πρόταγμα ευρωπαϊκό και συναρθρώνουν την ελληνική με την ευρωπαϊκή πολιτική. Αυτό είναι αποτέλεσμα της κρίσης. Αν και αποτυπώθηκε κυρίως με οικονομικούς όρους, δεν ήταν μόνο οικονομική αλλά πολιτική και κοινωνική και το μέγεθός της δεν οφείλεται μόνο στις προ κρίσης αιτίες αλλά κυρίως στις πολιτικές που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπισή της. Προπαντός δεν ήταν αποκλειστικά ελληνική. Ηταν κρίση που συνάρθρωνε τις εσωτερικές αιτίες με τις ευρωπαϊκές και σε ευρύτερο πλαίσιο με τις διεθνείς. Ηταν οι συνέπειες στην Ελλάδα της πρώτης κρίσης της παγκοσμιοποίησης. Συνέπειες της μη προσαρμογής αλλά και ταυτόχρονα των νέων κανόνων που αυτή η κρίση επέβαλλε. Η αντιμετώπιση της κρίσης επίσης έδειξε τις αντιφάσεις της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης. Αφενός ο στενός κορσές του ενιαίου νομίσματος, αφετέρου τα διαφορετικά επιτόκια, οι διαφορετικοί κανόνες δανεισμού κ.τ.λ. Είναι κρίση των προτεραιοτήτων επάνω στις οποίες βασίστηκε η ευρωπαϊκή ενοποίηση, δηλαδή πρώτα ενοποίηση των αγορών, ακολούθως η πολιτική ενοποίηση και έπεται η όποια σύγκλιση των κοινωνιών. Τα αποτελέσματα γνωστά: συσσώρευση στον Βορρά, ελλείμματα στον Νότο. Η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα έναντι των αναδυομένων αγορών θυσίασε τους πιο ευάλωτους. Ερείπωσε τις αγορές εργασίας του Νότου. Ανεργία και κάθετη πτώση του επιπέδου δεν προκάλεσαν μόνο ανθρωπιστική κρίση αλλά ακύρωσαν τις όποιες δυνατότητες ανάπτυξης. Επομένως η επόμενη ημέρα παραμένει γριφώδης. Γρίφος με τέσσερις διαπλεγμένους κόμπους.
Ο πρώτος είναι ότι η κυβέρνηση της αυριανής ημέρας δεν μπορεί να διαπραγματευθεί αποκλειστικά και μόνο το ελληνικό πρόβλημα απέναντι στην Ευρώπη. Αυτό θα ήταν μια παθητική στάση, όπως αυτή που επιδείχθηκε από την αρχή της κρίσης. Οφείλει να έχει συνολική άποψη για την πορεία των ευρωπαϊκών πραγμάτων και να συμμετάσχει ενεργά στη δρομολόγηση αλλαγών οι οποίες θα βγάλουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες από το αδιέξοδο. Αυτή τη στιγμή το Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο υφίσταται ρωγμές, με προοπτική όχι το κλείσιμό τους αλλά τη γεφύρωσή τους. Επομένως μια καινούργια και ισχυρή ελληνική κυβέρνηση έχει έδαφος και ακροατήριο για να αναπτύξει την επιχειρηματολογία της. Το αντίτιμο για την ελληνική συμμετοχή στις ευρωπαϊκές διαδικασίες είναι οι μεταρρυθμίσεις. Και αυτός είναι ο δεύτερος κόμπος που πρέπει να λύσει. Ελάχιστες από τις μεταρρυθμίσεις που προτάθηκαν ως τώρα βελτίωσαν αδυναμίες και θεράπευσαν ελαττώματα. Το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε μια ατζέντα η οποία είχε να κάνει με τον περιορισμό του εργατικού κόστους μέσω του ακρωτηριασμού των κοινωνικών υπηρεσιών, την περικοπή συντάξεων και μισθών και τη διάλυση της νομικής πλαισίωσης της εργασίας. Αλλά το πρόβλημα της ελληνικής ανταγωνιστικότητας οφείλεται σε ένα πλέγμα διαφθοράς που επωφελείται από τη γραφειοκρατία, την έλλειψη κανόνων και τη θεσμική ανεπάρκεια. «Καπιταλισμός ή κλεπτοκρατία;» θα μπορούσε να ονομαστεί το ελληνικό οικονομικό σύστημα (Κ. Καλλίτσης, «Καθημερινή», 18.1.2015). Επομένως, καμία κυβέρνηση, με οσοδήποτε ισχυρή νωπή λαϊκή εντολή, δεν μπορεί να πάει στην Ευρώπη χωρίς ένα επεξεργασμένο, συνεκτικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και με την ανάλογη αποφασιστικότητα να το επιβάλει.
Αλλά αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να ενισχύουν, όπως έγινε ως τώρα, το άνοιγμα της κοινωνικής ψαλίδας. Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις κοινωνικές ανισότητες στην Ευρώπη. Το 1% του πληθυσμού κατέχει πάνω από το 50% του εθνικού πλούτου αυξάνοντας το μερίδιο κατά 10 μονάδες κατά τη διάρκεια της κρίσης, όταν στον άλλον πόλο κατά 10 μονάδες αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσμού κάτω από το όριο φτώχειας, από 23% στην αρχή της κρίσης στο 34% τώρα. Το μοντέλο αυτό ταιριάζει σε τριτοκοσμική, όχι ευρωπαϊκή χώρα. Οποιοδήποτε κόμμα θέλει να αυτοονομάζεται ευρωπαϊκό δεν μπορεί να υποστηρίζει παρόμοιο κοινωνικό μοντέλο. Η ψαλίδα πρέπει να αρχίσει να κλείνει και αυτός είναι ο τρίτος κόμπος της καινούργιας ελληνικής διακυβέρνησης.
Αλλά ποιο είναι το πρότυπο των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων; Τα μέσα παραγωγής άλλαξαν. Η τεχνολογία δημιούργησε έναν καινούργιο κόσμο στον οποίο απασχόληση και δεξιότητες μεταβάλλονται άρδην. Δημιουργείται ενδημική ανεργία, η νέα απασχόληση δεν περικλείεται στα όρια του εθνικού κράτους, ο τρόπος θέσμισης των νέων αγορών εργασίας έχει αλλάξει. Ποιες μεταρρυθμίσεις που να δημιουργούν απασχόληση χωρίς να διευρύνουν την ανισότητα θέλουμε; Και αυτό δεν είναι ηθικό πρόταγμα. Η διεύρυνση της ανεργίας βαθαίνει την ύφεση και η ύφεση υπονομεύει με τη σειρά της τις όποιες μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η ανισότητα αυξάνοντας τον πλούτο στην κορυφή και τη φτώχεια στη βάση κάνει τις κοινωνίες πολύ πιο ευάλωτες στις κρίσεις. Αυτή ήταν η μοίρα των μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα ως τώρα. Επομένως μια νέα κυβέρνηση χρειάζεται, μαζί με την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και του χρέους, να συγκροτήσει ένα νέο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα με χρονικό βάθος και συνέπεια. Ο τέταρτος κόμπος.
Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι άπαξ διατυπώσεις σε ένα πρόγραμμα αλλά μια επίμονη πολιτική. Η επιτυχία τους δεν εξαρτάται μόνο από τη δύναμη επιβολής αλλά από την αποδοχή τους. Και η αποδοχή τους από τις αρχές που αποτυπώνεται στις μεταρρυθμίσεις από την απάντηση που δίνουν στο ερώτημα «τι κοινωνία θέλουμε;». Η λύση των κόμπων της επόμενης ημέρας απαιτεί έναν ευρύ συνασπισμό δυνάμεων με διαφορετική σύνθεση και διάταξη εκείνου της προεκλογικής περιόδου.
Ο Θεμιστοκλής έλεγε ότι δεν τον άφηναν να κοιμηθεί οι επιτυχίες του Μιλτιάδη. Τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση της επόμενης ημέρας δεν θα πρέπει να τον αφήνουν να κοιμηθεί οι αποτυχίες των προηγούμενων πρωθυπουργών, κυρίως αυτών που ήθελαν να εφαρμόσουν πολιτικές αλλαγών και μεταρρυθμίσεις αλλά σκόνταψαν ή υπέκυψαν στην ετερογονία στόχων και αποτελεσμάτων.
24-1-2015
Αντώνης Λιάκος,
καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=670100