Remo Bodei:(1)Η ιδιωτικοποίηση του μέλλοντος (2)Πώς μοιράζονται τα κοινά αγαθά;
Ο Ιταλός φιλόσοφος Ρέμο Μποντέι
Remo Bodei:Η ιδιωτικοποίηση του μέλλοντος
Η ικανότητα να σκεφτόμαστε ένα συλλογικό μέλλον και να το φανταζόμαστε πέρα από τις δικές μας ατομικές προσδοκίες μειώνεται δραστικά. Η Ιστορία φαίνεται ήδη να στερείται την ενδογενή λογική της, η οποία -όπως πίστευαν πολλοί- την οδηγούσε προς έναν καθορισμένο σκοπό, είτε αυτός ήταν η πρόοδος είτε το βασίλειο της ελευθερίας ή η αταξική κοινωνία. Μια κουλτούρα χάνεται, η οποία -στον 18ο και τον 19ο αιώνα- είχε οδηγήσει δισεκατομμύρια πρόσωπα να πιστεύουν ότι τα γεγονότα θα βάδιζαν αναπόφευκτα προς μιαν ορισμένη κατεύθυνση, που είχε προαναγγελθεί ή ήταν προβλέψιμη. Εχουμε συνηθίσει επί μακρόν να σκεφτόμαστε ότι μια συνειδητή ανθρώπινη παρέμβαση ήταν σε θέση να συντομεύσει τον χρόνο που ήταν αναγκαίος ώστε το αναπόφευκτο να γεννηθεί, όπως επιταχύνουμε τις συστολές του τοκετού.
Η ιδέα μιας μοναδικής και προσανατολισμένης σε έναν σκοπό Ιστορίας έχει παρέλθει. Σήμερα, το νόημα του τρόπου με τον οποίο ζούμε μέσα στον χρόνο φαίνεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να έχει διασκορπιστεί σε μια πολλαπλότητα ιστοριών (με μικρό ι), σε προσωπικά πεπρωμένα που δεν συνδέονται στενά με τα κοινά γεγονότα. Αυτό συνεπάγεται μια ριζική μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε το μέλλον. Είμαστε υποχρεωμένοι να στοχαστούμε εκ νέου τα ορθολογικά εργαλεία με τα οποία αντιμετωπίζουμε αυτό το μέλλον, συνδέοντας με διαφορετικό τρόπο τα ατομικά γεγονότα με εκείνα που αφορούν το κοινωνικό σύνολο. Δεν μπορούμε πλέον να τοποθετούμαστε σε μιαν εποχή που ορίζεται από ένα παρελθόν αποτελούμενο από σχετικά σταθερές παραδόσεις και από ένα μακρινό μέλλον αποτελούμενο από ήδη καθορισμένες προσδοκίες.
Το μέλλον ξαναβρίσκει τον χαρακτήρα του της απόλυτης τυχαιότητας ή του τόπου που κυριαρχείται από δυνάμεις οι οποίες ξεφεύγουν από τον ανθρώπινο έλεγχο (αποκαλύπτεται επομένως ουσιαστικά αδύνατο να το προγραμματίσουμε ή φαίνεται να βρίσκεται ξανά στα χέρια του Θεού). Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι πολλαπλές. Με ηθικοπολιτικούς όρους διακρίνω ουσιαστικά τρεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η σημασία του μέλλοντος ως χρόνου της προσδοκίας, της λύτρωσης και της επικείμενης έλευσης του Βασιλείου του Θεού ή της Επανάστασης έχει αλλάξει προσανατολισμό. Γίνεται δύσκολο να φανταστούμε και να υπερασπιστούμε την ύπαρξη του καθένα ως φάση προετοιμασίας για μιαν άλλη ζωή ή ως κοσμικό εργαλείο οικοδόμησης ενός λαμπρού μέλλοντος -έστω και αν αυτό το μέλλον θα το γνώριζαν οι απόγονοί μας.
Πολλές καταστάσεις της ζωής των ανθρώπων (ο πόνος, η αρρώστια, τα γηρατειά, ο θάνατος) θεωρούνται σήμερα βαθιά ανεπανόρθωτες, επειδή δεν βρίσκουν πλέον δικαιολόγηση ούτε σε ένα θρησκευτικό υπερπέραν, σε μια κατάσταση επουράνιας μακαριότητας, ούτε σε ένα επίγειο μέλλον που θα χαρακτηριζόταν από μια αρμονική επίλυση των συγκρούσεων. Τόσο η «αλχημική» μετατροπή του αρνητικού σε θετικό, που θεωρητικοποιούσαν ορισμένες εκδοχές της διαλεκτικής, όσο και οι επαγγελίες αντιστάθμισης των βασάνων του παρόντος με τις χαρές του μέλλοντος φαίνεται να έχουν γίνει νεκρό γράμμα.
Αυτό παράγει ένα είδος εσωτερικού ρήγματος της ατομικής ύπαρξης, η οποία απομακρύνεται από την ελπίδα αλλά όχι από την αγωνία, την παραίτηση ή την αδιαφορία. Ολόκληροι τομείς της εμπειρίας και μεγάλες περιοχές του νοήματος -που προηγούμενα αντιμετωπίζονταν στην προοπτική της αιωνιότητας ή του μακρινού μέλλοντος- αναδιατυπώνονται και μεταγράφονται σε συνάρτηση με νέα κριτήρια εγκυρότητας. Αυτό που ισχύει για τις «αρνητικές» εμπειρίες ισχύει επίσης και για τις «θετικές» εμπειρίες: η επιθυμία να επωφεληθούμε άμεσα -σαν να πρόκειται για δώρα που δεν θα μας ξαναδοθούν- από τον έρωτα, τη φιλία, την απόλαυση ή την ευημερία φαίνεται να συμπυκνώνει σε ασυνεχείς στιγμές τη ζωή που θεωρούμε σκόπιμο να ζούμε.
Ο περιορισμός των προσδοκιών στο τόξο της ψυχικής μόνον ύπαρξης βυθίζει το άτομο μέσα στον χρόνο, χωρίς σωτηρία από τη φθαρτότητα, και το υποχρεώνει να μεταφυτεύσει τις ρίζες του από το στέρεο και αμετάβλητο έδαφος του υπερβατικού ή των μεγάλων εποχών της Ιστορίας στο ασταθές και εφήμερο έδαφος του σώματός του, της βιογραφίας του ή του περιβάλλοντός του. Σε αυτή τη δυσθυμία αντιδρούμε σήμερα με τη στρατηγική που έγκειται στο να καλλιεργούμε έντονα το παρόν, ώστε να το κάνουμε να καρποφορήσει γρήγορα, χωρίς να ενδιαφερόμαστε πολύ γι’ αυτό που θα συμβεί σε ένα πιο μακρινό μέλλον. Αυτό όμως συνεπάγεται ένα είδος ερημοποίησης του μέλλοντος, καθώς κινδυνεύει να τροφοδοτήσει μια καιροσκοπική και αρπακτική νοοτροπία.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το τέλος των μεγάλων συλλογικών προσδοκιών -οι οποίες πριν από μερικά χρόνια, όταν ο κόσμος ήταν ακόμη διαιρεμένος σε δύο συνασπισμούς, προσανατόλιζαν, έστω με ιδεολογικό τρόπο, δισεκατομμύρια ανθρώπους- συνεπάγεται μια τάση προς την ιδιωτικοποίηση του μέλλοντος και την κατασκευή ουτοπιών κατά παραγγελία, ουτοπιών για προσωπική χρήση. Τα ιδεώδη της εξάλειψης των ανισοτήτων που πλήττουν «ολόκληρη την ανθρωπότητα» ή της επέκτασης της ελευθερίας στον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων καταλήγουν να δημιουργούν απογοητεύσεις.
Οι παραδοσιακές κοινωνίες διέθεταν αρκετά αποτελεσματικά εργαλεία προκειμένου να παρηγορούν τους ανθρώπους για τα ενδεχόμενα μειονεκτήματα της κατάστασής τους και προκειμένου να δικαιολογούν τις ιεραρχίες. Οι σύγχρονες δημοκρατικές-εξισωτικές κοινωνίες διακηρύσσουν επίσημα το δικαίωμα όλων των ανθρώπων στην πραγματική ισότητα και στην εξάλειψη όλων των εμποδίων που θα μπορούσαν να την ανακόψουν. Ετσι, αυτές οι κοινωνίες δικαιολογούν την προσδοκία όλων να υπερβούν την αρχική τους κατάσταση και να φτάσουν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, στις πιο σημαντικές θέσεις, στον πλούτο ή στο κύρος.
Μπροστά στην προβλέψιμη αποτυχία όλων όσοι δεν θα κατορθώσουν να υλοποιήσουν τις προσδοκίες τους, αυτές οι κοινωνίες όφειλαν να επεξεργαστούν πολλαπλές τεχνικές, προκειμένου να διαχειριστούν τις απογοητεύσεις που θα προκύψουν από το γεγονός ότι οι υποσχέσεις τους δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. Τα σχέδια που ήθελαν να δώσουν στην ιστορία ένα συλλογικό νόημα αποτελούσαν ακριβώς μιαν από τις μορφές αντιστάθμισης και αποζημίωσης των ανικανοποίητων ατομικών προσδοκιών. Παραπέμποντας την υλοποίηση μιας τέλειας κοινωνίας στις μελλοντικές γενεές, δικαιολογώντας τη θυσία των τωρινών γενεών και θέτοντας τον λόγο στην υπηρεσία ενός μακροπρόθεσμου γενικού ιστορικού σχεδίου, αυτά προσέδιδαν νόημα στη ζωή των ατόμων.
Σήμερα όμως αυτή η μεταβίβαση, αυτός ο μηχανισμός αναβολής δεν λειτουργεί πλέον. Σε τρίτο επίπεδο, ένας κύκλος δύο αιώνων σκέψης και πρακτικής φτάνει στο τέρμα του. Στη διάρκεια αυτού του κύκλου, είχαν αποδώσει στην πολιτική μια λειτουργία λύτρωσης και είχαν υποσχεθεί στους λαούς και στις τάξεις μια μελλοντική ευτυχία, που θα προέκυπτε από την ένταξή τους στην πορεία της Ιστορίας. Το γεγονός της ένταξής τους στο ρεύμα των γεγονότων, το γεγονός ότι θα συγχρονίζονταν με διαδικασίες που ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη και ότι θα ακολουθούσαν την ορθολογική μηχανική τους, επέτρεπαν στην πολιτική να επωφελείται από την ανυψωτική ενέργεια του ιστορικού κινήματος για να πετυχαίνει τους σκοπούς της. Σήμερα, ακόμη και αυτό το κίνητρο έχει χαθεί, αφού ο μηχανισμός που το γεννούσε δεν λειτουργεί πλέον. […]
04.01.2015
Θανάσης Γιαλκέτσης
http://www.efsyn.gr/arthro/i-idiotikopoiisi-toy-mellontos
Remo Bodei: Πώς μοιράζονται τα κοινά αγαθά;
Ο Ιταλός φιλόσοφος Ρέμο Μποντέι έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής (Κέμπριτζ, Οτάβα, Νέα Υόρκη, Τορόντο κ.α.). Σήμερα διδάσκει στο UCLA του Λος Αντζελες. Το ακόλουθο άρθρο του δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα «Il Sole 24 Ore»:
Σε ποιο βαθμό είναι ρεαλιστικά εφικτό να μοιραζόμαστε τα αγαθά που –από ηθική άποψη– θα έπρεπε να ανήκουν σε όλους; Στην πραγματικότητα, ένα είδος φυσικής κληρωτίδας έχει μοιράσει τα δώρα της γης (γονιμότητα του εδάφους, πόσιμο νερό, ορυκτό πλούτο) με τρόπο τυχαίο σε σχέση με τους κατοίκους των διάφορων περιοχών. Υπάρχουν εκείνοι, οι πιο τυχεροί, που τα κατέχουν και τα έχουν οικειοποιηθεί και εκείνοι, οι λιγότερο τυχεροί, που τα διαθέτουν σε ανεπαρκή βαθμό ή και τα στερούνται εντελώς: οι κάτοικοι αφιλόξενων ή ερημικών ζωνών, εκείνοι που δεν έχουν πόρους στο υπέδαφός τους ή τους έχουν απαλλοτριώσει άλλοι. Ατομα και λαοί πάντοτε πάλευαν για την επιβίωσή τους και για τον σχετικό έλεγχο των πόρων και τα σύνορα έχουν χαραχτεί ως επί το πλείστον από πολέμους. Ακόμη και σήμερα, σε μια ιστορική φάση στην οποία η κατανάλωση ενέργειας που προέρχεται από το πετρέλαιο ή από το ουράνιο είναι πελώρια, η οικονομία και η πολιτική κυριαρχούνται από την ανάγκη να εξασφαλίζουν, συχνά με τη βία ή με την πανουργία, όχι μόνον αυτά τα αγαθά αλλά και άλλα, που είναι όλο και περισσότερο αναγκαία για την υψηλή τεχνολογία.
Ενα παράδειγμα είναι το κολτάν, ένα ανθεκτικό στη θερμότητα μετάλλευμα με τη μορφή μαύρης άμμου, από το οποίο αποσπάται το ταντάλιο, που χρησιμοποιείται για μικροαγωγούς, υπερκράματα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα. Αυτό το ραδιενεργό στοιχείο, το 80% του οποίου βρίσκεται στο Κονγκό, όπου συλλέγεται με γυμνά χέρια από ένα πλήθος αυτοσχέδιους σκαφτιάδες, έχει προκαλέσει αιματηρούς εμφύλιους και διεθνείς πολέμους. Θέτοντας το πιο ριζικό αλλά αναπόφευκτο ερώτημα: Με ποιο δικαίωμα ένα άτομο ή ένας λαός κατοικεί τη γη και εκμεταλλεύεται τα δώρα της με τρόπο αποκλειστικό; Το να έχουν κάποιοι ευνοηθεί περισσότερο από τη φύση τούς δίνει το δικαίωμα να διαθέτουν κατά βούληση ορισμένους αναγκαίους πόρους ή τα ευεργετήματά τους μπορούν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, να αναδιανέμονται ειρηνικά; Ποιος όμως αποφασίζει γι’ αυτό και με ποια κριτήρια; Δεν πρόκειται για ένα αφηρημένο ή αφελές ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί σε ένα μακρινό μέλλον.
Ας πάρουμε την περίπτωση του νερού. Πώς θα επιλυθεί η διαμάχη που έχει ξεσπάσει μεταξύ Αιθιοπίας και Αιγύπτου; Αν οι Αιθίοπες καταλήξουν να κατασκευάσουν το φράγμα τους για να συγκρατήσουν τη ροή του Γαλάζιου Νείλου (με βάση ένα σχέδιο αξίας πέντε εκατομμυρίων δολαρίων για την παροχή ενέργειας ισοδύναμης με εκείνη πέντε πυρηνικών σταθμών), η μείωση της λάσπης που προέρχεται από τις πλημμύρες του ποταμού, η οποία εδώ και χιλιετίες εξασφαλίζει στην Αίγυπτο μια ανθηρή γεωργία σε ζώνες που διαφορετικά θα ήταν ερημικές, θα θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη ενενήντα εκατομμυρίων Αιγυπτίων.
Η ειρήνη απειλείται από τους προβλέψιμους αγώνες που θα ξεσπάσουν, και ήδη διεξάγονται, για τον έλεγχο υλικών πόρων που δεν μπορούν να μοιραστούν πάνω σε αυτή τη γη. Θα μπορέσουν να βρεθούν, σε αυτήν ή σε άλλες περιπτώσεις, ικανοποιητικές συμφωνίες βασιζόμενες σε διαπραγματεύσεις και σε διεθνείς διαιτησίες; Ως ένα βαθμό –περιορισμένο ακόμα– μπορούν ήδη να τεθούν όρια, νομικά και πολιτικά, στον ιδιωτικό ή εθνικό σφετερισμό ορισμένων κοινών αγαθών, εκείνων των οποίων η κατανάλωση από μέρους κάποιου δεν αποκλείει υποχρεωτικά τους άλλους ή εκείνων που θα έπρεπε να προσφέρονται δωρεάν σε όλους (όπως τα ψάρια σε διεθνή νερά).
Δεν μπορούμε να οικειοποιούμαστε με αποκλειστικό τρόπο όλα τα αγαθά, ούτε όλα πρέπει να υποτάσσονται στους νόμους της αγοράς. Τα Ηνωμένα Εθνη και ορισμένα εθνικά κοινοβούλια έχουν αποδώσει την ιδιότητα των κοινών αγαθών στο πόσιμο νερό και τις υγειονομικές υπηρεσίες, τον θαλάσσιο βυθό και την Ανταρκτική και την επεκτείνουν στη Σελήνη και στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Γι’ αυτά τα αγαθά η συγκεκριμένη εφαρμογή αυτής της ιδιότητας παραμένει προς το παρόν μια προοπτική μακράς διάρκειας ή μια ουτοπία.
Επανεξετάζοντας το πιο επείγον πρόβλημα, εκείνο του νερού, είναι εύκολη προφητεία το να υποθέσουμε ότι ο «γαλάζιος χρυσός» θα γίνει η αιτία μεγάλων διενέξεων, όχι μόνον εξαιτίας της προβλεπόμενης αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, ιδίως στις φτωχότερες χώρες, αλλά και ως συνέπεια της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της συνακόλουθης ερημοποίησης πολλών περιοχών.
Ηδη σήμερα, περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι δεν διαθέτουν αρκετό πόσιμο νερό για να ικανοποιούν τη δίψα τους, να προετοιμάζουν την τροφή τους και να τρέφουν τα ζώα τους, ούτε και πόσιμο νερό για τις υπηρεσίες υγιεινής (η έλλειψη νερού είναι η δεύτερη αιτία θανάτου σε πλανητική κλίμακα). Ακόμα και αυτό που φαίνεται λιγότερο επείγον, όπως η διάσωση του γονιδιώματος, δεν πρέπει ωστόσο να παραβλεφθεί, επειδή αυτή αποβλέπει στην προστασία όχι μόνον της κοινότητας των ζώντων, αλλά του συνόλου του ανθρώπινου γένους, παρόντος και μελλοντικού.
Το ίδιο ισχύει και για τον πιθανό ή επίφοβο διακρατικό διαμοιρασμό της Ανταρκτικής και της Σελήνης (έστω και αν στην τελευταία περίπτωση μοιάζει να μιλάμε για σενάρια επιστημονικής φαντασίας), για τον μετασχηματισμό τους σε τόπους αποκλειστικής εκμετάλλευσης συγκεκριμένων πόρων –πετρελαίου, ορυκτών, σπάνιων γαιών, αλιευτικών προϊόντων– ή για να κατακτηθούν στρατιωτικά στρατηγικές θέσεις.
Ο επείγων χαρακτήρας του προβλήματος έχει ήδη γίνει ο κανόνας και το αίσθημα της ανασφάλειας έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε σοβαροί μελετητές υποστηρίζουν ότι, από τη στιγμή που η ανθρωπότητα έχει γίνει ικανή να αυτοκαταστραφεί είτε με τα όπλα μαζικής καταστροφής είτε φθείροντας τους όρους που είναι αναγκαίοι για την επιβίωσή της –κλίμα, εξάντληση των πόρων, μόλυνση του αέρα, του νερού και του εδάφους–, χρειάζεται να προετοιμαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τις ήδη συντελεσθείσες καταστροφές με βάση μια θεωρία που ορίζεται ως «πεφωτισμένος καταστροφισμός».
Ισως δεν είναι αναγκαίο να είμαστε τόσο τραγικοί, αλλά χρειάζεται να αποφεύγουμε και φυγές προς τα μπρος, όπως το να φανταζόμαστε ουτοπικά άλλες μορφές ζωής, βασιζόμενες στην έλευση μιας εποχής «ολιγαρκούς αφθονίας», στην οποία απαρνούμαστε το περιττό με αντάλλαγμα την ανακάλυψη προσδοκιών, αξιών και μοντέλων ύπαρξης διαφορετικών από τα ισχύοντα, που προχωρούν από την επανεκτίμηση της φιλίας στην αρμονική συμβίωση, από τη γαλήνη στη βραδύτητα, από την απόλαυση της γνώσης στην απόλαυση της σιωπής, από την άρνηση του καταναλωτισμού στην προαγωγή του πνεύματος του δώρου.
Μολονότι αυτές οι γενναιόδωρες προτάσεις αποτελούν ένα ακόμα σύμπτωμα του ότι οι σημερινές συνθήκες δεν είναι βιώσιμες και της συνακόλουθης απαίτησης για μια ριζική αλλαγή, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε αν έχουν μια κάποια εγκυρότητα και επικαιρότητα ή αν πρόκειται αντίθετα για διαδικασίες που προϋποθέτουν πολλές δεκαετίες ή αιώνες.
Η κατάστασή μας είναι πολύ σοβαρή και καθιστά άτομα, κοινότητες και λαούς έρμαιο φόβων εν μέρει διαφορετικών, αλλά σίγουρα όχι χειρότερων από εκείνους που βασάνιζαν τις ψυχές σε όλη την προηγούμενη ιστορία. Εχουμε βγει από μεγαλύτερες κρίσεις και χειρότερα βάσανα. Θα τα καταφέρουμε γι’ άλλη μια φορά;
29-7-2014
Από τον Θανάση Γιαλκέτση,
''Εφημερίδα των Συντακτών''
ΣΧΕΤΙΚΑ