Οδηγός διαπραγμάτευσης από την Angela Merkel


(...)
Όσο για την οικονομία της Ουκρανίας, εντυπωσιάζει η πληροφορία ότι “το Βερολίνο ανησυχεί ότι η υποστήριξη προς την κυβέρνηση” του Κιέβου “θα εξανεμιστεί σύντομα”, εάν από τους πιστωτές ζητηθεί “να γίνουν πολλά και σύντομα”. Εξ ού και η Merkel ανέθεσε στον οικονομικό της σύμβουλο Lars-Hendrik Roeller να παροτρύνει το ΔΝΤ να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, ώστε το πρόγραμμα βοήθειας “να μην αποσταθεροποιήσει την εγχώρια πολιτική της Ουκρανίας”. 
Ο Έλληνας αναγνώστης, ασφαλώς, δικαιούται στο σημείο αυτό ένα πικρό μειδίαμα...





Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται να αποκτήσει εικόνα των αντιλήψεων και των τακτικών με τις οποίες διαπραγματεύεται η γερμανική καγκελαρία θα ήταν χρήσιμο να μελετήσει το πολυσέλιδο άρθρο που συνυπογράφουν 9 συντάκτες του περιοδικού Der Spiegel και έχει ως αντικείμενο τη μεγαλύτερη (μαζί με το, ακόμη εκκρεμές, “ελληνικόν ζήτημα”...) πρόκληση που διαχειρίσθηκε το τελευταίο διάστημα η Angela Merkel: την ουκρανική κρίση.

Το άρθρο είναι πολλαπλά ενδιαφέρον, αφενός διότι δίνει μια γεύση της σχεδόν “αγιογραφικής” κάλυψης της οποίας χαίρει η Καγκελάριος στον Τύπο της χώρας της και αφετέρου διότι το γραφείο
  της αποτελεί εμφανώς την κυριότερη “πηγή” του ρεπορτάζ -όπως προκύπτει λ.χ. από το ότι αναφέρονται σημεία (προφορικής) συμφωνίας με τον Vladimir Putin στην συνάντηση του Μινσκ, τα οποία δεν έχουν αποτυπωθεί στα σχετικά κείμενα.

Σύμφωνα με το άρθρο, η ουκρανική κρίση έχει αλλάξει βαθιά τη γερμανική πολιτική και την ίδια την Angela Merkel: η Καγκελάριος δεν είναι πια η πολιτικός που δίσταζε μπροστά στις μεγάλες αποφάσεις, αλλά “κάνει κινήσεις που θα απέφευγε στο παρελθόν”. Παίρνει την πρωτοβουλία και “σε αντίθεση προς τον αγαπημένο της modus operandi, ενεπλάκη σε μιαν αποστολή με αβέβαιη έκβαση”.

"Αναγνωρίζουμε τις ευθύνες μας" 
Κατά το Spiegel, η αλλαγή έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι ότι η Angela Merkel (και μαζί της μεγάλο μέρος της γερμανικής ηγεσίας) αναμετριέται με το μέγα ερώτημα της “ευρωπαϊκής χειραφέτησης”, δηλ. το ερώτημα κατά πόσον η Ευρώπη είναι σε θέση να επιλύει τις συγκρούσεις της χωρίς βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήδη, πριν από έναν χρόνο, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Joachim Gauck τόνισε την ανάγκη να επιδείξει η γερμανική εξωτερική πολιτική περισσότερη αυτοπεποίθηση απέναντι στις διεθνείς συγκρούσεις. Η έκκλησή του, διαπιστώνει το γερμανικό περιοδικό, μοιάζει να έχει βρει ανταπόκριση -αν λάβουμε υπ΄ όψιν τις πρόσφατες δηλώσεις της καγκελαρίου και του Σοσιαλδημοκράτη υπουργού Εξωτερικών Frank-Walter Steinmeier ότι “η Γερμανία αναγνωρίζει τις ευθύνες της έναντι της Ευρώπης και του κόσμου”.

Δεν θα πρέπει αυτού του είδους τη χειραφέτηση να την φανταστούμε ως συγκρουσιακή με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ρεπορτάζ του Spiegel περιγράφει το πώς οι πρωτοβουλίες Merkel στο ουκρανικό εκτυλίσσονταν σε συντονισμό με τον Barack Obama, ο οποίος μάλιστα δηλώνει “ευτυχής για κάθε πρόβλημα που δεν καταλήγει στο δικό του γραφείο”. Ο ένοικος του Λευκού Οίκου περιγράφεται ως “ένας πρόεδρος που δίνει στη Merkel χώρο να εφαρμόσει μια δική της, ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική”.

Ειδικότερα, ο Barack Obama αντιστεκόταν στις πιέσεις του αντιπροέδρου Joe Biden και του υπουργού Εξωτερικών John Kerry για την αποστολή αμερικανικού οπλισμού στα κυβερνητικά στρατεύματα της Ουκρανίας και είχε κάθε λόγο να ενθαρρύνει την Angela Merkel (που η προοπτική αυτή την είχε θέσει σε συναγερμό) να δοκιμάσει μια διπλωματική λύση στο Μινσκ. Όπως όμως κατέστησε σαφές στην καγκελάριο κατά την συνάντησή τους στη Ουάσιγκτον (δύο ημέρες μετά την πρώτη συνάντηση των Merkel και Hollande με τον Putin στο Κρεμλίνο και δύο ημέρες πριν από την τετραμερή του Μινσκ), εάν η προσπάθεια αποτύγχανε, ο ίδιος δεν θα ήταν πλέον σε θέση να παρεμποδίζει την αποστολή οπλισμού. “Επρόκειτο” γράφει το Spiegel “για ένα είδος τελεσιγράφου”. Άλλωστε, αν οι συνομιλίες του Μινσκ αποτύγχαναν, πολλοί στην Ουάσιγκτον “θα χαμογελούσαν πικρόχολα” και θα διαπίστωναν ότι οι Ευρωπαίοι έχουν ανάγκη από τον “μεγάλο αδελφό” για να λύσουν τα προβλήματά τους.

Εξ ού και η Merkel, που επιδόθηκε την προηγούμενη εβδομάδα σε έναν πραγματικό διπλωματικό μαραθώνιο ήταν, κατά το άρθρο, μια διαφορετική Merkel από αυτήν που έχουν συνηθίσει οι Γερμανοί στην εγχώρια πολιτική: έβγαινε μπροστά και ρίσκαρε την αποτυχία. Όσο και αν αυτό που έπραττε ήταν αυτό ακριβώς που επιθυμούσαν οι συμπατριώτες της: να αγωνισθεί για την ειρήνη, να αναζητήσει έναν συμβιβασμό με τους Ρώσους, να αντισταθεί στους Αμερικανούς.

Φυσικά, σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι η εικόνα του αρραγούς διδύμου, που υπηρετούσε η παρουσία του Francois Hollande στο Κρεμλίνο και το Μινσκ, δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα, ώστε να αποκρυβεί η (πολιτικά δυσβάστακτη) πραγματικότητα ότι το Βερολίνο διαπραγματεύεται διμερώς με τη Μόσχα. “Ήταν καλό για την Ευρώπη” σημειώνει το Spiegel ότι η περίσταση έδωσε την ευκαιρία να αποκατασταθεί ο γαλλο-γερμανικός άξονας.

"Απειράριθμες τεχνικές λεπτομέρειες" 
Όσο για την διαπραγματευτική τακτική που ακολούθησε η γερμανική πλευρά, αυτή συνίστατο στην υποδιαίρεση της σύγκρουσης σε απειράριθμες τεχνικές λεπτομέρειες, χονδροειδώς αναντίστοιχες προς το διακύβευμα, όπως παρατηρεί το Spiegel. “Όταν υπάρχει απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης, μπορείς να μάχεσαι μέχρι θανάτου για το οτιδήποτε” δηλώνει συνεργάτης της καγκελαρίου. Η απάντηση της Merkel σε αυτό είναι “ότι θα πρέπει να επιλύεται το κάθε σημείο της σύγκρουσης, το ένα μετά το άλλο”.

Άλλωστε, μία λέξη που επαναλαμβάνεται συχνά στο ρεπορτάζ είναι η “υπομονή” και επίσης η “ελπίδα”. “Πρέπει να προσπαθούμε ξανά και ξανά σε σχέση με τον Πούτιν. Για αυτό είμαστε πολιτικοί” φέρεται ειπούσα η καγκελάριος στους Αμερικανούς συνομιλητές της.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για την δοκιμασμένη γερμανική συνταγή της εξαγοράς χρόνου και της συμφιλίωσης με το “κάτι”, που ελπίζεται ότι θα αποδειχθεί καλύτερο από το “τίποτα”.

Ο συσχετισμός δύναμης είναι το παν 
Κατά το Spiegel, πάντως, αυτού του τύπου η τακτική υπαγορεύεται κυρίως από τη δεύτερη μεγάλη αλλαγή στη “φιλοσοφία” της Angela Merkel: την πλήρη προσχώρησή της στην realpolitik, η οποία, όπως εξηγούν συνεργάτες της εστιάζεται στην ισχύ και την έλλειψή της.

“Πρέπει να αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα ως έχει” αρέσκεται να λέει η ηγέτιδα της Γερμανίaς, η οποία, σε παλαιότερες εποχές εμφανιζόταν υπέρμαχος της “ιδεαλιστικής σχολής” -όπως όταν, δημοσίως διαφοροποιούμενη από τον τότε καγκελάριο Schroeder με άρθρο της στη Washington Post υπεραμύνθηκε της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ το 2003, επικαλούμενη τις “δυτικές αξίες”.

Τώρα, τίποτε δεν μοιάζει να κυριαρχεί στη σκέψη της από τον συσχετισμό δύναμης -ο οποίος, εν προκειμένω, ήταν ευνοϊκός για τη Ρωσία. “Δεν μπορώ να φανταστώ κανένα σενάριο στο οποίο οποιασδήποτε εξοπλισμός της ουκρανικής πλευράς θα εντυπωσιάσει τον πρόεδρο Putin τόσο, ώστε να πιστέψει ότι μπορεί να χάσει στρατιωτικά” δήλωσε ευθέως στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, μία ημέρα πριν από το ταξίδι της στη Ουάσιγκτον.

Η δε επείγουσα ειρηνευτική πρωτοβουλία υπαγορευόταν όχι μόνο από την ανάγκη να προλάβει τους Αμερικανούς σκληροπυρηνικούς, αλλά και από την επίγνωση ότι η Ουκρανία καταρρέει στρατιωτικά και οικονομικά.

“Οι Ευρωπαίοι προσπαθούσαν να σώσουν τους Ουκρανούς από τους εαυτούς τους” αναφέρει το Spiegel, περιγράφοντας διεξοδικά πώς ο Petro Poroshenko δεν είχε συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της κατάστασης στο Debaltseve, όπου η “καρδιά” των ουκρανικών κυβερνητικών δυνάμεων είχε περικυκλωθεί.

Όσο για την οικονομία της Ουκρανίας, εντυπωσιάζει η πληροφορία ότι “το Βερολίνο ανησυχεί ότι η υποστήριξη προς την κυβέρνηση” του Κιέβου “θα εξανεμιστεί σύντομα”, εάν από τους πιστωτές ζητηθεί “να γίνουν πολλά και σύντομα”. Εξ ού και η Merkel ανέθεσε στον οικονομικό της σύμβουλο Lars-Hendrik Roeller να παροτρύνει το ΔΝΤ να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, ώστε το πρόγραμμα βοήθειας “να μην αποσταθεροποιήσει την εγχώρια πολιτική της Ουκρανίας”.

Ο Έλληνας αναγνώστης, ασφαλώς, δικαιούται στο σημείο αυτό ένα πικρό μειδίαμα...

ΚΩΣΤΑΣ ΡΑΠΤΗΣ
20-2-2015

http://www.capital.gr/
gmessages/showTopic.asp?id=4907973&nid=2234773