Αντιμέτωποι με τη φτώχεια



Η Ντονατέλα ντι Τσέζαρε είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης. Το ακόλουθο κείμενό της δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο «Il Rasoio di Occam».


Η έκρηξη της φτώχειας στην πλούσια Δύση μάς υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε ένα φαινόμενο που έμοιαζε εκτοπισμένο στο παρελθόν και στις περιφέρειες του κόσμου. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν κυριαρχήσει μέχρι τώρα η αναστάτωση, η αγανάκτηση και η παραίτηση. Και έχει ακουστεί ξανά το μήνυμα: «Η φτώχεια μάς απελευθερώνει». Λες και στον φιλόσοφο δεν απομένει, μπροστά στη φτώχεια των άλλων, παρά μόνο να τη συμμεριστεί, αναγορεύοντάς την σε υπόδειγμα ζωής. Κατανοούμε βέβαια την ανάγκη η δημόσια ζωή να μην ταπεινώνει ακόμα περισσότερο εκείνον που είναι φτωχός.

 Ο αναίσχυντος πλούτος έχει στους καιρούς μας μια θλιβερή όψη. Δεν πρέπει όμως να εξυψώνουμε ηθικά τη φτώχεια, για να απαλύνουμε τον πόνο του φτωχού. Οποιος είναι φτωχός υφίσταται μια στέρηση που δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να δικαιολογηθεί –ούτε ως θεία βούληση, ούτε ως φυσική καταστροφή, ούτε, πολύ λιγότερο, ως αναπόφευκτη έκβαση της Ιστορίας. Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, απαιτεί δικαιοσύνη. Η φτώχεια συνδέεται με τη σκλαβιά και όχι με την ελευθερία. Και είναι επομένως ένα από τα χειρότερα δεινά. Γιατί ο φτωχός καταπιέζεται από την έλλειψη, είναι δέσμιος του χρέους, είναι ο σκλάβος. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στην αρχαιότητα.

Οι νέες μορφές σκλαβιάς –με πρώτη τη δημιουργία χρεών που ενθαρρύνεται από το οικονομικό σύστημα– είναι μπροστά στα μάτια όλων μας. Είτε το χρέος είχε συμφωνηθεί είτε, όπως συμβαίνει συχνότερα, είχε κληρονομηθεί, οι νέοι σκλάβοι συνθλίβονται από το βάρος του παρελθόντος, που δεν τους επιτρέπει να διακρίνουν το μέλλον. Γι’ αυτό δεν προξενεί έκπληξη το ότι η φτώχεια αντιμετωπίζεται πάντοτε όχι μόνον ως στέρηση των υλικών αγαθών. Ο φτωχός, πνιγμένος από την ένδεια, ζει μέσα στο άγχος και την αγωνία. Και αυτή η υπαρξιακή συνθήκη συμβαδίζει με τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο φτωχός είναι απομονωμένος, κλεισμένος στον εαυτό του, απόβλητος από το μοίρασμα όχι μόνον της ιδιοκτησίας αλλά και της αξιοπρέπειας.

Ιδού γιατί στη Βίβλο συγκρίνεται με τον ξένο, που εξαιτίας της αδυναμίας του μοιάζει με το ορφανό και τη χήρα. Από δω προκύπτει και η εντολή: «Αν ένας συμπατριώτης σου, που ζει κοντά σου, φτωχύνει και δυστυχήσει, εσύ πρέπει να τον ενισχύσεις, όπως θα έκανες αν ήταν ξένος ή πάροικος, ώστε να μπορέσει να ζήσει κι αυτός μαζί σου». Στη βάση αυτού του χωρίου υπάρχει η ιδέα –που λησμονήθηκε σε πολλές εποχές και αποκρύβεται στον καπιταλισμό- ότι η φτώχεια δεν είναι ένα φυσικό και αναπόφευκτο γεγονός. Φτώχεια και πλούτος είναι καταστάσεις προσωρινές, οφειλόμενες σε μια διαδικασία που με τον καιρό γίνεται άδικη και γι’ αυτό πρέπει να διακοπεί. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη εγγενής στην αγορά.

Οποιος εργάζεται σκληρά πρέπει να επιβραβεύεται. Αλλά αυτό δεν γίνεται πάντοτε. Και όποιος μοχθεί πολύ μπορεί να δει τις προσπάθειές του να μην ανταμείβονται. Στην πορεία του χρόνου οι προσωπικές κακοτυχίες, οι οικογενειακές αντιξοότητες, οι οικονομικές αναποδιές προκαλούν τη φτώχεια των πολλών και τον πλούτο των λίγων. Από την πορεία των οικονομικών σχέσεων δεν προκύπτει μια δίκαιη αναδιανομή. Και αν είναι έτσι, θα ήταν κλοπή να μετατρέψουμε την προσωρινή κατοχή σε οριστική ιδιοποίηση. Ο φτωχός δεν είναι ένοχος. Κουβαλάει το βάρος του χρέους και όχι εκείνο της ενοχής. Δεν χρειάζεται οι άλλοι να συμμεριστούν την κατάστασή του εμπνεόμενοι από ένα ιδεώδες αυταπάρνησης. Εκείνο που ο φτωχός, με την ίδια του την παρουσία, απαιτεί είναι να σπάσει ο φαύλος κύκλος της φτώχειας.

Με κανέναν τρόπο επομένως ο φτωχός δεν πρέπει να στιγματίζεται. Αυτή είναι η θέση του Μαρξ, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, ριζοσπαστικοποιεί τον τρόπο θεώρησης του ζητήματος: εκεί όπου από τη μια μεριά υπάρχει συσσώρευση κεφαλαίου, από την άλλη υπάρχει συσσώρευση φτώχειας, εργασιακά βάσανα, σκλαβιά. Στην καπιταλιστική παραγωγή, ο πλούτος βασίζεται πάνω στη φτώχεια. Το ζητούμενο επομένως δεν είναι ούτε να περιφρονούμε αλλά ούτε και να εγκωμιάζουμε τη φτώχεια, παίρνοντας τον δρόμο μιας εξισωτικής γενίκευσης της εξαθλίωσης. Χρειάζεται μάλλον να αντιληφθούμε ξανά, έξω και πέρα από την πολιτική οικονομία, τις ανθρώπινες αξίες που κρύβουν ο πλούτος και η φτώχεια. Πλούσιος είναι αυτός που χρειάζεται την ανθρωπιά του άλλου, όποιος μέσα στη φτώχεια αντιλαμβάνεται εκείνο τον δεσμό που «κάνει τον άνθρωπο να νιώθει την ανάγκη του πιο μεγάλου πλούτου, του άλλου ανθρώπου» (Μαρξ).

Σήμερα δεν είναι δυνατόν να αγνοούμε πόσο βαθιά φθορά έχει προκαλέσει ο καπιταλισμός στις διαπροσωπικές σχέσεις. Δεν υπάρχει οικονομία που να μην πρέπει να ανταποκρίνεται στις επιταγές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Προσλαμβάνει έτσι νέα σημασία το ερώτημα για τη φτώχεια που δεν πρέπει να μετριέται μόνο με βάση το εισόδημα. Είναι πολλοί –από τον Αμάρτια Σεν ώς τη Μάρθα Νούσμπαουμ- εκείνοι που έχουν εισαγάγει πρόσθετα κριτήρια, που παίρνουν υπόψη τους την ανθρώπινη ύπαρξη σε όλη της την πολυπλοκότητα. Ετσι η φτώχεια δεν περιορίζεται μόνον στις υλικές ανάγκες της επιβίωσης, αλλά επεκτείνεται στην εκπαίδευση, τη συμμετοχή, την προσωπική ελευθερία, τον σεβασμό της αξιοπρέπειας, το μοίρασμα των κοινών αγαθών. Από αυτή την τελευταία άποψη εγκαλείται η ίδια η κοινότητα. Με δυο λόγια, το να είμαστε φτωχοί σημαίνει να μην μπορούμε να ενεργοποιήσουμε τις ικανότητές μας. Εξάλλου, ήδη το Ταλμούδ διέκρινε μεταξύ αυτού που ο φτωχός «χρειάζεται» και εκείνου που «θα του λείψει». Τροφή, κατοικία, αναγκαία επίπλωση αποτελούν εκείνες τις υλικές ανάγκες που μας αφορούν όλους.

Ας μην παραγνωρίζουμε ωστόσο μια περαιτέρω φτώχεια, που είναι πιο δύσκολο να την ορίσουμε, και για τον λόγο ότι διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση: είναι η απουσία αυτού που είχαμε πριν και που τώρα μας λείπει. Αυτή η φτώχεια προκαλεί ταπείνωση, κλονίζει την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό, αφαιρεί την αξιοπρέπεια. Και υποδουλώνει με τους πιο δόλιους τρόπους.

Οι νέοι φτωχοί τού σήμερα, οι οποίοι ξαφνικά μένουν χωρίς αυτό που είχαν πριν, με πρώτες την εργασία και την κατοικία, πλήττονται από αυτή την «έλλειψη». Ενοχοποιημένοι για την αποτυχία τους, την ίδια στιγμή που παραπέμπονται για βοήθεια σε άλλους, απομονώνονται παράδοξα από όλους τους κοινωνικούς δεσμούς. Η φιλανθρωπία δεν αρκεί. Επειδή δεν αλλάζει τις υπάρχουσες σχέσεις. Εστω και αν ανακουφίζει λίγο από τα βάσανα, αφήνει τον φτωχό μέσα στη φτώχεια του. Η βοήθεια δεν μπορεί όμως να είναι περιστασιακή. Και η υποστήριξη είναι καταστατική υποχρέωση της κοινότητας. Οποιος έχει μείνει μέσα στην ένδεια πρέπει να επανενταχθεί, για να ξαναβρεί την ελευθερία του.

Η υπέρτατη πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης είναι να του προσφερθεί μια θέση εργασίας. Να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της στέρησης σημαίνει να αποκαταστήσουμε τη δυνατότητα του φτωχού να προσφέρει. Υπάρχει πράγματι μια ανθρώπινη αξιοπρέπεια της προσφοράς, που μεταφράζεται σε κοινή ευθύνη για έναν τρίτο. Πριν ακόμα από το μοίρασμα της ιδιοκτησίας, κανείς δεν μπορεί να αποκλείεται από το μοίρασμα αυτής της αξιοπρέπειας.

Συντάκτης: Θανάσης Γιαλκέτσης

http://www.efsyn.gr/arthro/antimetopoi-me-ti-ftoheia

29-3-2015