Νίκος Καρούζος

 Νίκος Καρούζος
Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα
Φιλολογική επιμέλεια Μαρία Αρμύρα. 
Εκδόσεις Ικαρος, 
σελ. 431, τιμή 20 ευρώ


Ο άγνωστος Καρούζος

Ποιήματα δημοσιευμένα από τον ίδιο σε περιοδικά και εφημερίδες από το 1949 και μετά και αδημοσίευτα ποιήματα που προέρχονται είτε από το δικό του αρχείο είτε από αρχεία φιλικών του προσώπων

Μία από τις πιο ιδιότυπες φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Νίκος Καρούζος (1926-1990), θα ξεκινήσει την ποιητική του διαδρομή από το κατάλυμα της θρησκευτικής πίστης, για να υιοθετήσει βαθμιαία το πνεύμα μιας θεμελιακής αμφισβήτησης: κάνοντας την αρχή από το γκρέμισμα των ουράνιων και των επίγειων θεών, θα φτάσει αργότερα μέχρι την προκήρυξη για την ανάγκη μιας επαναστατικής διαστολής του κόσμου. Ο Καρούζος δεν είναι, βεβαίως, ούτε συνηθισμένος πιστός ούτε κλασικός επαναστάτης. Με κέντρο έκφρασής του τη γλώσσα (το συνεχές παιχνίδι με την ανασημασιοδότηση κάθε έννοιας και κάθε παράστασης), ο ποιητής θα υπονομεύσει εκ των ένδον τις παραδοχές τόσο του πιστού όσο και του επαναστάτη, αποκαλύπτοντας στο βάθος της θερμής καρδιάς του πρώτου ή στα άδυτα της εξεγερμένης ψυχής του δεύτερου το ίδιο πάντα θέμα: την καταστρατηγημένη υπόσταση της καθημερινής ύπαρξης η οποία, βασανισμένη από την αδυναμία της να βρει ένα στήριγμα σε έναν περίγυρο που μοιάζει να έχει απολέσει οριστικά όλες τις μείζονες αξίες και αναφορές του, υποχρεώνεται σε μιαν άσκοπη και συνάμα εξαιρετικά οδυνηρή περιδίνηση στο εσωτερικό της, προσπαθώντας απεγνωσμένα να πιαστεί από τις φθαρμένες όσο και έτοιμες να καταλήξουν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα λαβές του.

Η ανά χείρας έκδοση (ο τίτλος είναι επιλογή του Ευγένιου Αρανίτση από ομότιτλο ποίημα) δεν περιλαμβάνει, παρά τον όγκο της, τα Απαντα του Καρούζου. Κρατώντας από το εκδεδομένο έργο του μόνο τις πρώτες συλλογές (1953-1956), εντάσσει στο υλικό της δύο επιπλέον κατηγορίες ποιημάτων: ποιήματα δημοσιευμένα από τον ίδιο σε περιοδικά και εφημερίδες από το 1949 και μετά (δεν εντάχθηκαν σε καμία συλλογή του) και αδημοσίευτα ποιήματα, που προέρχονται είτε από το δικό του αρχείο είτε από αρχεία φιλικών του προσώπων. Εχουμε, λοιπόν, εδώ μια διπλή ευκαιρία: να διαβάσουμε ή να ξαναδιαβάσουμε ποιητικές συλλογές του Καρούζου που λείπουν πολλά χρόνια από την εκδοτική αγορά, αλλά και να πιάσουμε επαφή με ποιήματα που δεν έχουν συμπεριληφθεί στους δύο συγκεντρωτικούς τόμους οι οποίοι κυκλοφόρησαν τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, ούτε στη μεταθανάτια έκδοση της συλλογής Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο (1991).

Ως προς τις πρώτες συλλογές και την καθοριστική τους σημασία για τη συνολική  πορεία του Καρούζου, η Μαρία Αρμύρα, που έχει τη φιλολογική επιμέλεια του τόμου, περιγράφει με σαφήνεια τις πρώιμες κατακτήσεις τους: υπαρξιακό άγχος που θα βιωθεί ως διαρκής ερωτική πάλη και θα αγκαλιάσει στο φιλοσοφικό επίπεδο τον Σωκράτη, τον Ηράκλειτο και τον Κίρκεγκορ, τραγικά πρόσωπα όπως ο Αμλετ, αλλά και σύμβολα αντλημένα από την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και την αρχαιοελληνική μυθολογία, από τις οποίες ο Καρούζος θα αποσπάσει και θα αναπλάσει τις μορφές του Χριστού και του Προμηθέα. Εύστοχα η επιμελήτρια παρατηρεί πως στις πρώτες συλλογές του θα διακρίνουμε αμέσως και κάτι άλλο: τις προδιαθέσεις που θα οπλίσουν το κατοπινό επαναστατικό του φρόνημα.

Τι ακριβώς όμως συμβαίνει με τα άλλα ποιήματα του Καρούζου και πώς θα πρέπει να τα συσχετίσουμε με εκείνα που αποτελούν τον κανόνα του; Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς, ακόμα κι αν μείνει σε μια βιαστική ματιά, πως η σκόρπια ή η αδημοσίευτη παραγωγή του, που αναπτύσσεται σε όλο το χρονικό μήκος της γραμμής την οποία χαράσσουν τα δημοσιευμένα του βιβλία, δεν αλλάζει θεματικούς και γλωσσικούς τόπους ενώ έχει εξίσου καλά διασφαλισμένο το συγκινησιακό της αποτέλεσμα. Και θέλω να επιμείνω στο ζήτημα του συγκινησιακού αποτελέσματος γιατί πολλά από τα ποιήματα που προέρχονται από τα αρχεία των κοντινών ανθρώπων του Καρούζου έχουν γραφτεί κυριολεκτικώς στο χέρι: σε ταβέρνες και σε μπαρ, για να χαριστούν ύστερα στα μέλη της βραδινής συντροφιάς, και με όλα τα απροσδόκητα τα οποία μπορεί να σημαίνει το γράψιμο ενός ποιήματος εν μέσω κοινωνικής συναναστροφής: διάσπαση της προσοχής, διακοπή, παραίτηση από την προσπάθεια για ολοκλήρωση (η Αρμύρα περιγράφει με σχεδόν συναρπαστικό τρόπο τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται ο φιλολογικός επιμελητής ενώπιον τέτοιων ποιητικών καταλοίπων). 

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στις πρώτες συλλογές του ο Καρούζος είναι ένας ανεσταλμένος λυρικός: ένας λυρικός που μαγεύεται από τα χρώματα και τη φύση, που ξέρει πώς να δοξάσει ακόρεστα τον θεό του, μολονότι η αχλή του φόβου του θανάτου έρχεται συχνά πυκνά να σκιάσει τον αναθηματικό του λόγο και να υποσκελίσει τη λατρεία του. Γι' αυτό και ο Καρούζος σπεύδει να παρεμβάλει στις δοξαστικές αποστροφές του χθόνιες λέξεις και εικόνες μαζί με παράταιρα, σχεδόν στριγκά ακούσματα που επιδιώκουν να προλάβουν το λυρικό ξέσπασμα και να μεταμορφώσουν την έξαρση των αισθημάτων σε έξαρση του κενού. Είναι ένα κενό το οποίο θα αρχίσει να αποκτά τερατώδεις διαστάσεις ύστερα από τον τερματισμό της πρώτης περιόδου του ποιητή, κάτι που δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στα επόμενα βιβλία του για να το επιβεβαιώσουμε: αρκούν τα σκόρπια και τα αδημοσίευτα, που θα μετακινηθούν από τον ανεσταλμένο λυρισμό προς ένα τοπίο απόλυτης ερήμωσης. Η ύπαρξη έχει βρεθεί τώρα στο σημείο μηδέν και η γλώσσα έχει πάψει από τη μεριά της να παράγει νοήματα. Οι αποδιαρθρώσεις και το αλύπητο σφυροκόπημά της θα μετατρέψουν την υπαρξιακή περιπέτεια σε εκκωφαντική εκκένωση της ποίησης, και αντί για το άρρητο ο Καρούζος θα αγγίξει το μη σημαίνον: 
Μεσημέρι Μεσάνυχτα / ποιος ξέρει; / Εγώ διαφέρω από τη Μνήμη / και διαγράφομαι πυγμάχος / εθελούσιας ηττοπάθειας / προς το μηδέν του αέναου Σύμπαντος. / Ενυπάρχω φερόμενος άναυδος.

Χατζηβασιλείου Βαγγέλης 
  22/03/2015  
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=687967









 Νίκος Καρούζος (1926-1990).
 Ο Νίκος Καρούζος του Δημήτρη και της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη, γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διώχτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό κλονισμό. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη, με την οποία έζησε λίγους μόλις μήνες και το 1963 τη Μαίρη Μεϊμαράκη, από την οποία χώρισε το 1980. Από το 1981 και ως το τέλος της ζωής του τον συντρόφεψε η Εύα Μπέη. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Σίμων ο Κυρηναίος" στο περιοδικό "Ο Αιώνας μας". Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές "Η έλαφος των άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα". Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση", γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά όπως "Νέα Εστία", "Αθηναϊκά Γράμματα", "Ευθύνη", "Σπείρα", "Τομές", "Η Λέξη". Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Καρούζου βλ. Ι. Μ. Χατζηφώτης, "Καρούζος Ν.Δ.", στη "Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας", τ. 8, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Αλέξανδρος Αργυρίου, "Νίκος Καρούζος", στο "Η ελληνική ποίηση· η πρώτη μεταπολεμική γενιά", Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Αλέξης Ζήρας, "Καρούζος Νίκος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 4, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κωστής Παπακόγκος, "Αιχμάλωτος της ελευθερίας", περιοδικό "Η λέξη", τχ. 88-89, 10-11/1989, Ελισσάβετ Λαλουδάκη, "Νίκος Καρούζος (1926-1990): Χρονολόγιο", περιοδικό "Διαβάζω", τχ. 393, 2/1999 και Αλέξης Ζήρας, "Καρούζος, Νίκος" στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).


ΣΧΕΤΙΚΑ 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

30 VIDEOS:
www.youtube.com -30 ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΟ ΔΙΣΚΟ ΒΙΝΥΛΙΟΥ "ΟΜΟΡΦΑΙΝΩ ΤΗ ΜΟΙΡΑ".ΗΧΟΓΡΑΦΗΘΗΚΕ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1989











 Οχι μόνο με λέξεις, αλλά και με έννοιες και με ιδέες... και με τη ζωή του την ίδια, περιπλανήθηκε στο αυτοσχέδιο όραμά του για τον κόσμο, για τον άνθρωπο, για τη ζωή. Ο Νίκος Καρούζος, εκφραστής της απλότητας και της άκρας λιτότητας στην προσωπική του ζωή, συστηματικά αποφεύγοντας την «υποταγή» στις «μικροανάγκες βολής», αφού η σχέση του με την ύλη περιοριζόταν στα εντελώς απαραίτητα για τη διαβίωση, κατάφερε να παραμείνει αλώβητος, σαν πραγματικός «αντιστασιακός» του συστήματος μέχρι τα στερνά της ύπαρξής του.
Φτωχός σαν ποιητής, πλούσιος σαν ψυχή, περήφανος σαν τη γενιά του, δε λύγισε μπροστά στο οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε και όταν η πολιτεία τον έκρινε ως ποιητή β΄ κατηγορίας δίνοντάς του σύνταξη 55.000, κατά 5.000 μικρότερη από την α΄ κατηγορία, ο αξιοπρεπής ποιητής δεν τη δέχτηκε. Το είχε άλλωστε προβλέψει από τα νεανικά του ποιήματα. «Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα». Και πέρασε από αυτό τον κόσμο μεταποιώντας την οδύνη σε ασυμβίβαστη ποιητική φωνή.

Συνυπάρχουμε συνοδυνόμενοι
Γέννημα, θρέμμα της Εθνικής Αντίστασης και της θυελλώδους μεταπολεμικής εποχής, άφησε πίσω του ένα μεγάλο καινοτόμο ποιητικό έργο και μια σεμνή αγωνιστική συνεισφορά στην υπόθεση της κοινωνικής προόδου.
«Είχα πάντα - είχε πει ο ίδιος, στο "Διαβάζω"- την κοινωνική διάσταση. Πώς θα μπορούσε να γινότανε κι αλλιώς; Είμαστε κοινωνία, είμαστε ιστορία. Συνυπάρχουμε, συνοδυνόμενοι».
Αλλά και η ποίησή του εκφράζει αυτή την κοινωνικότητα: «Κι αν χιονίζει στο πνεύμα/ Κι αν κρυώνουν οι μεγάλες ιδέες/ Ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει»... και ταυτόχρονα «συνθηματογραφούσε» με μια αυθεντική δυναμική: «Οταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα/ δεν το βλέπεις/ αλλά αργότερα κάπου/ θα πονέσει ο πολιτισμός».

Επάγγελμα: η ψυχή μου
Δεκατέσσερα χρόνια από τη μέρα που ο θάνατος (28/9/1990), «βασιλέας των πραγμάτων» τον «ταξιδεύει στον ουρανό», εκείνος επιμένει να «γυρίζει μόνος», με ελάχιστους να τον θυμούνται πολύ περισσότερο να τον τιμούν. Τα «όνειρά» του δεν τον «έσωσαν» και δεν είναι σίγουρο αν με την αγάπη «σήκωσε την απελπισία του». Είχε δίκιο «σα να μην υπήρξαμε ποτέ κι όμως πονέσαμε απ' τα βάθη». Κι όμως, ήπιε και «της μοναξιάς το ηδύποτο», διάβηκε «αγιάτρευτος μέσ' στ' όνειρό του», και σίγουρα «δε θα μπορούσε δίχως θάνατο»... Αλλά μέσα από τη σιωπή που επιβάλλει ο θάνατος και περισσότερο η λησμονιά που συνοδεύει το τέλος ενός ανθρώπου, εκείνος «κατέγραψε» την «εκδίκηση» στη λησμονιά και την αδιαφορία, συστηνόμενος: «Επάγγελμα: η ψυχή μου»...
Οπως έλεγε ο Νικηφόρος Βρεττάκος «κατά βάθος η ποίηση, είναι μι' ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο».
Αυτό ήταν και η ποίηση του Νίκου Καρούζου, «μια καρδιά φορτωμένη» τον πόνο και τα όνειρα όλο του κόσμου. Στην περιπλάνησή της τούτη η καρδιά δεν ακίστηκε με τις λέξεις, με ιδέες και έγνοια, με πλήρη επίγνωση του θρυμματισμού των οραμάτων, αναζήτησε την ουσία της ύπαρξης, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα την πίστη του ότι «η Ιστορία φυσικά/ δε μας περιμένει/ στη στάση του τρόλεϊ»... και εκτοξεύοντας έτσι βέλη στη στάση αδράνειας, παθητικότητας και βολέματος.
Το οπλοστάσιο του Καρούζου, δεν υπέκυψε στην ευκολία. Η πείνα και η δίψα του για ελευθερία ενδυνάμωνε τις αλήθειες για τη ζωή και την ποίηση. Η διάπυρη ύλη του πάθους, της οργής, της υπαρξιακής έκρηξης μεταβολίζεται σε μια «συνομιλία», που αποκτά νόημα με τον βαθύ ήχο με τον οποίο υπερασπίζεται αυτή τη «συνομιλία».

«Ενθύμια φρίκης»
Μπορεί ο ίδιος να έλεγε «Ποτέ στ' αλήθεια δεν το μαθα/ τι είναι τα ποιήματα/ Είναι πληγώματα/ είν' ομοιώματα/ φενάκη/ φρεναπάτη;/... Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα./ Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης», όμως «συνομιλώντας» μέσα από την ποίησή του αναγνωρίζεις τον ποιητή που μοχθεί να μεταδώσει νοήματα, που πασχίζει, με τη «λεκτική αθανασία», «για μάτωμα πιο πέρα κι απ' το αίμα».
Βαθιά πάσχων ως πολίτης ο Νίκος Καρούζος, με μοναχή οπλοφορία το «στήθος» του, πάλεψε την «ακαμψία», μίσησε «την ορατή μυθολογία τους παπάδες/ τη λεκτική τους αθανασία/ τους χλοερούς τόπους ψαλτικής αναψύξεως/ τρομακτικά ψέματα/... ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με το «θάνατο» στην ποίησή του, με την «εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης», είκαζε «πως ο θάνατος θα έρθει όπως ο ύπνος,/ ο σκοτεινός θάλαμος όπου τραβά η ζωή, φωτογραφίες απ' το υποσυνείδητο», για να δώσει την τελευταία του μάχη «με το θάνατο μέσα μου πλέον ορατό/ - σχεδόν αδιανόητο -/ μεράκι που το 'χω να υπάρξω ακόμη!/ Φτερουγισμένος είμαι σήμερα στα ύψη/ στην πιο βλακώδη αστρογειτονιά μου πέρα./ Η τόση θεωρητική ωμότητα σε πανικού δροσούλα/ γιομάτη σωματικά γεγονότα./ Η ύλη δε με θέλει. Κι αφουγκράζομαι μόνος/ ουσιαστική τίγρη./ Πού πας με τόση ομορφιά;/ Στο βάθος θάνατος». (30/3/1989).

«Αιωρούμαι μονάχος»
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο τον Ιούλη του 1925, από πατέρα δάσκαλο και κόρη παπά. Αρχισε σπουδές νομικών και πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας χωρίς να τις ολοκληρώσει. Ο πατέρας του ενταγμένος στο ΕΑΜ, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και αργότερα υπέστη όλα τα δεινά της περιόδου. Ο ίδιος ΕΠΟΝίτης τον καιρό του αγώνα, γνώρισε από νωρίς τις εξορίες (Ικαρία, Μακρόνησο). Πρώτη παρουσία του στη λογοτεχνία το 1949, όταν δημοσίευσε ένα ποίημα στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας». Ο ίδιος σε συνέντευξή του στο «Ρ» είχε πει ότι τα πρώτα του ποιήματα τα είχε στείλει στο περιοδικό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά», το 1945. Η πρώτη του ποιητική συλλογή ήταν «Η επιστροφή του Χριστού» (1954) και ακολούθησαν «Νέες δοκιμές», «Είκοσι ποιήματα», «Διάλογοι», «Η Ελαφος των άστρων», «Πενθήματα», «Απόγονος της νύχτας», «Αντισεισμικός τάφος», «Ερυθρογράφος» κ.ά.
Για το έργο του «Νεολιθική νυχτωδία στην Κρονστάνδη», τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο το 1989. Επίσης το 1963 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο των Δώδεκα, ενώ το 1972 μοιράστηκε με τον Μίλτο Σαχτούρη και τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, το Εθνικό Βραβείο ποίησης.
Βέβαια όπως για τους περισσότερους ποιητές, ήταν περιπετειώδης ο τρόπος έκδοσης των βιβλίων του Νίκου Καρούζου. Για πολλά χρόνια, μέχρι τη δεκαετία του '70, τύπωνε με έξοδα δικά του τα βιβλία του. Στη συνέχεια, συνέβαλαν η Εγνατία, το Πολύπλανο, το Υψιλον, ο Εξάντας, ο Ακμων (μία σημαντική ανθολογία, στα 1981), η Γοργώ, η Εστία, ο Καστανιώτης, ο Μίμνερμος, και η Απόπειρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι εκδόσεις Ερατώ, προχώρησαν στην έκδοση των Απάντων του ποιητή, σε τόμους ανάλογα με τη δημιουργική του περίοδο. Εκδόθηκαν η Πρώτη Εποχή και η Δεύτερη Εποχή. Μετά το θάνατο του Νίκου Καρούζου, το έργο του εκδίδεται συγκεντρωμένο σε τόμους από τις εκδόσεις Ικαρος. Εχουν κυκλοφορήσει τα Ποιήματα A΄ και τα Ποιήματα B΄.
Ο,τι και να γράψεις για τον Νίκο Καρούζο, δύσκολο να κατακτήσεις με λέξεις τη φυσιογνωμία του ποιητή που μπήκε με σώμα και πνεύμα στις αγωνίες και τις ελπίδες των καιρών, τη φυσιογνωμία του Νίκου Καρούζου που με την ποίησή του - όπως έγραψε και ο Μ. Μουντές, «ενίσχυσε την αμυντική λειτουργία των ψυχών μας απέναντι στα καταιγιστικά συμπτώματα της καθημερινής κατακρήμνισης ονείρων και αξιών».
Το σίγουρο είναι πως ο Νίκος Καρούζος υπάρχει μαζί μας, γιατί εκείθε, πέρα από την ολόφωτη σιωπή της αιωνιότητας, μας θυμίζει ότι «σε μια κραυγή της νύχτας όλοι συνυπάρχουμε κι ανασαίνουμε τρόμο».

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
http://www.rizospastis.gr/story.do?&id=2502442



  

.













ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ

1.''ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ''-VIDEO:
ΑΡΓΟΛΙΔΑ - ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


Στη σειρά «ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», ο ποιητής ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα, διαβάζει ποιήματά του από τις συλλογές «ΠΟΙΗΜΑΤΑ», «Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ», «ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ», «ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ» και «Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ», ενώ ο φακός του σκηνοθέτη περιηγείται τον κάμπο και στους πορτοκαλεώνες της ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ. Ο σκηνοθέτης ΠΑΝΟΣ ΚΑΡΚΑΝΕΒΑΤΟΣ αποκαλύπτει την ομορφιά της παλιάς πόλης του ΝΑΥΠΛΙΟΥ, της ιδιαίτερης πατρίδας του ποιητή ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ. Οι εικόνες από το καφενείο, το παλιό ρολόι τοίχου, το ερειπωμένο σπίτι και τα χιονισμένα βουνά της ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ δίνουν την προσωπική χροιά του σκηνοθέτη στην ποίηση του ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ.
http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=0000008154&tsz=0&autostart=0]


2.   ''ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ''-VIDEO:
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=0000097855&tsz=0&autostart=0

[Σε αυτό το επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ σκιαγραφείται η προσωπικότητα του ποιητή ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ, μέσα από την μνήμη ανθρώπων που έζησαν και γνώρισαν τον ίδιο και το έργο του. Οι ποιήτριες ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥK, ΜΑΡΙΑ ΣΕΡΒΑΚΗ-BLACKSTONE και ΕΛΕΝΗ ΔΡΟΥΖΑ, ο συνθέτης ΧΑΡΗΣ ΒΡΟΝΤΟΣ, ο ιατρός ΘΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ και η ζωγράφος και σύντροφός του κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, ΕΥΑ ΜΠΕΗ, αναφέρονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και περιγράφουν τον άμεσο τρόπο με τον οποίο ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ συνέδεσε την ίδια του τη ζωή με την ποίηση. Εξαίρουν το επίπεδο της ποίησής του και αναδεικνύουν τα στοιχεία εκείνα που την καθιστούν υψηλή. Ο ζωγράφος ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ περιγράφει τη γνωριμία του με τον ποιητή και τη μακρά φιλία που τους ένωσε, ενώ ο συγγραφέας ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ και ο κριτικός ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ αναφέρονται στο έργο του ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ και τη σχέση του με μια σειρά ποιητών που έχουν αφήσει το στίγμα τους στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ειδικά για τη γλώσσα και τον τρόπο με τον οποίο αυτή υπηρετεί το έργο του ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ, μιλάνε οι φιλόλογοι ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ και ΜΑΡΙΑ ΑΜΡΥΡΑ, ενώ η εκδότρια ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΥΔΗ επισημαίνει το αυξανόμενο ενδιαφέρον των νέων ερευνητών, αλλά και του αναγνωστικού κοινού για το ποιητικό έργο του ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ. Υπογραμμίζεται σε όλη τη διάρκεια του επεισοδίου το βάθος της μόρφωσης και της καλλιέργειας που τον διέκριναν και η αγάπη που έτρεφε για την μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και της βυζαντινής γραμματείας. Ειδικά ο καθηγητής ΑΛΕΞΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ και ο ΧΑΡΗΣ ΒΡΟΝΤΟΣ αναφέρουν ενδεικτικά παραδείγματα, ενώ υπογραμμίζεται διαρκώς η επιλογή του ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ να ζει μακριά από το κυνήγι της υλικής ευμάρειας και της φιλοδοξίας και η επιμονή του να ζει στο παρόν με κάθε δυνατό μέσο. Επισημαίνεται επίσης η στάση του ποιητή απέναντι στην πολιτική, την ιδεολογία και τη θρησκεία, το ασυμβίβαστο και ελεύθερο φρόνημά του. Το επεισόδιο διανθίζεται από αποσπάσματα από ηχητικό αρχειακό υλικό με ανάγνωση ποιημάτων από τον ίδιο τον ποιητή, αλλά και από συνεντεύξεις του σε παλαιότερες εκπομπές όπως οι ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ, ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ και ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ.
http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=0000097855&tsz=0&autostart=0 ] 





3. ''ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ''-VIDEO:
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ 

http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=0000007100&tsz=0&autostart=0

 [Η συγκεκριμένη εκπομπή "ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ" είναι αφιερωμένη στον ποιητή ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ. Με τη βοήθεια του κινηματογραφικού φακού και την αφήγηση του ίδιου του ποιητή περιηγούμαστε στη γενέτειρά του, το Ναύπλιο. Η μητέρα του ποιητή κάνει αναφορά στα παιδικά του χρόνια, ενώ ο ίδιος μεταφέρει τις αναμνήσεις του από την πόλη. Αρχικά, ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ μιλά για τις επιρροές που διαμόρφωσαν τον προσανατολισμό του στην ποίηση παραθέτοντας στοιχεία και της ιδιωτικής του ζωής. Κάνει, επίσης, λόγο για την αφετηρία του ποιητικού του έργου και αναφέρει τις πρώτες εκδόσεις του. Στη συνέχεια, υπογραμμίζει την ξεχωριστή λεπτότητα της τοπιογραφίας του Ναυπλίου, εκφράζει το ενδιαφέρον του για το βίωμα του απείρου που προσφέρουν τα μυκηναϊκά ερείπια, κάνει λόγο για τη σημερινή εικόνα του Ναυπλίου και σχολιάζει την εικονογραφία της σύγχρονης Αθήνας. Αναφέρεται, επίσης, στη σημασία της μουσικής και αναλύει την ουσία της ποίησης, επισημαίνοντας τη σπουδαιότητα του τρόπου βίωσης της καθημερινότητας. Παράλληλα με την αφήγηση παρακολουθούμε πλάνα από το Ναύπλιο και την Αθήνα και ακούμε αποσπάσματα από ποιήματά του. Προβάλλεται αρχειακό φωτογραφικό υλικό.]




Παράδοξα
Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ

Αν είσαι 16 έως 25, ιδού η ευκαιρία!

Ο Ιάλυσος, γιος της Κυδίππης και του Κέρκαφου, είχε ιδρύσει την πόλη Ρόδο και πολύ σωστά έπραξε αφού, στην αντίθετη περίπτωση, οι ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη δεν θα είχαν αγοράσει το νησί το 1309.

Κατόπιν, ο Χιλιανός Αλεχάντρο Χοντορόφσκι ίδρυσε το σουρεαλιστικό κίνημα S.ΝΟΒ. Τέλος, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης, το 1987, ίδρυσε τη «Ράμπα», το διάσημο μπαράκι στην Τσαμαδού. Εκεί σύχναζε διψασμένος ο Νίκος Καρούζος, ο προ-προτελευταίος ίσως μεγάλος μας ποιητής, με τις τσέπες του συνήθως άδειες, εκτός κι αν είχε εισπράξει κάποια σωτήρια προκαταβολή απ' τον Καστανιώτη ή απ' την «Εστία». Ο Σκούρτης βέβαια ήταν κάθε άλλο παρά απρόθυμος να αποτελέσει υπόδειγμα οικοδεσπότη απέναντι στον ξεχωριστό του θαμώνα· αυτός, με τη σειρά του, σκάρωνε πού και πού, επί τόπου, ένα ποίημα και το άφηνε με τον πομπώδη, βαθυστόχαστο, κάπως σπασμωδικό του τρόπο πάνω στον πάγκο, σαν κλητήριο θέσπισμα.

Η συνήθεια του Καρούζου να χαρίζει ποιήματα σε φίλους και γνωστούς ή να αποζημιώνει, μέσω αυτών, για τις οφειλές του σε ορισμένα μπαρ ή και εστιατόρια, όπως έκανε ο Πικάσο με τα σκίτσα του αν πιστέψουμε τον θρύλο, μας καλεί να του αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία της άσκησης μιας ιδιαίτερης μορφής αφιέρωσης. Οχι εκείνης της τετριμμένης που συνοδεύει το χειρόγραφο δίκην ρητής προμετωπίδας -στον τάδε ή στη δείνα-, επαναλαμβανόμενη στο τυπωμένο κείμενο, και την οποία έβρισκες στη μαύρη αγορά για πενταροδεκάρες, όχι! Εδώ γινόταν παραχώρηση του ίδιου του αντικειμένου, της ίδιας της σελίδας, οριστικά και αποκλειστικά δικής σου, εσένα του παραλήπτη, δίχως καν ο συγγραφέας να έχει κρατήσει αντίγραφο. Που σημαίνει ενδεχομένως το αποκορύφωμα μιας γενναιόδωρης παρόρμησης εν ονόματι του παρόντος ως ενεργοποιημένου λίκνου αυθόρμητων συμβάντων. Θα λέγαμε το ίδιο και για τους παραχωρητικούς αυτοσχεδιασμούς του Λάγιου, αν δεν ήταν πασίγνωστη η τερατώδης μνημονική του ικανότητα, κατά τι ανώτερη εκείνης του Καρούζου, οπότε όλοι υποπτεύονταν ότι κρατούσε αντίγραφα στα νευρικά κύτταρα του ιππόκαμπου του εγκεφάλου του. Οι ομοιοκαταληξίες σχημάτιζαν τις αλυσίδες των πρωτεϊνών.

Αυτή είναι άλλωστε η υπονοούμενη αντιστοιχία με το χρήμα, όταν ποιήματα γραμμένα επί τόπου εξοφλούσαν το κέρασμα της βότκας στη «Ράμπα» ή στο «Dada» ή στο «Flower» ή στο «18», αραιωμένης με ελάχιστο τόνικ, για να μην αναφέρουμε και τα ούζα (συνήθως Mini). Οχι ότι υπήρξε ποτέ κανένας σοβαρός μπάρμαν που θα δεχόταν τις λέξεις, ειδικά τέτοιες λέξεις, σαν ταμειακό αντίτιμο, ωστόσο κάποιοι απ' αυτούς που ενδιαφέρονταν διακαώς για τον Νίκο, όπως ο Λώρας, που τον υποδεχόταν με την ηχηρή προσφώνηση «Δάσκαλε!!!» και χτυπώντας τα κουδούνια, ενέδιδαν στη δική του αντίληψη της αναχωρητικής πενίας, συμμορφούμενοι με τους όρους ενός πρωτόγονου οικονομικού μοντέλου ανταλλαγής αγαθών, όπου τα δύο μέρη συνομιλούσαν κατ' ανάγκην διαρκούσης της ριψοκίνδυνης προόδου μιας, εξαντλητικής μεν αλλά, ως επί το πλείστον, εγκάρδιας αμοιβαιότητας. Αυτή καρποφορούσε μέσα στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, όπου η ικανοποίηση του να δίνεις, ομολογουμένως εύθραυστη μεταξύ τόσο ιδιόρρυθμων ατόμων, δεν ήταν εντούτοις περισσότερο αμφίβολη, ούτε λιγότερο ειλικρινής, από εκείνη του να αποδέχεσαι. Στον Καρούζο άρεσε να βλέπει το ποίημα να εξάπτει την πραγματικότητα, εξασφαλίζοντάς της μια δραστική και ακαριαία αναλαμπή, κατά το πρότυπο του χαϊκού, βλέποντάς το να αιωρείται ανάμεσα στη στιγμή της γέννησης και τη στιγμή που ενταφιάζεται στην εμπειρία του ενθυμίου. Διότι γνώριζε, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, ότι κάθε ποίημα είναι αποχαιρετιστήριο.

Ηνύχτα ευλογούσε τα παραπάνω από διακριτική απόσταση. Μερικά απ' αυτά τα κειμήλια ήταν εκ των προτέρων σφυρηλατημένα στο πληκτρολόγιο μιας αρχαίας γραφομηχανής, καθώς τα ετοίμαζε πριν ξεκινήσει από την υπόγεια γκαρσονιέρα του, στην οδό Σούτσου, σκοπίμως επιπλωμένη σαν κελί φυλακής, με κατεύθυνση κάποιο σπίτι του οποίου ο νοικοκύρης αδίκως περίμενε, ως εχέγγυο τακτοποίησης υποχρεώσεων, την περίφημη φαρδιά κόκκινη κορδέλα της συσκευασίας του ζαχαροπλαστείου. Με την εγγενή του ιδιοτροπία, το ποίημα που χαριζόταν αντί για ένα κουτί γλυκά ή ένα μπουκάλι Ballantine's διέλυε κάθε υπόλειμμα αμηχανίας στο κατώφλι μιας ανεπιθύμητης επισημότητας. Έτσι πολλοί ιδιώτες βρέθηκαν σήμερα να έχουν στην κατοχή τους κείμενα του Νίκου, μεταξύ των οποίων αρκετά λογοτεχνικά διαμάντια. Επιπλέον, άλλα ποιήματα κοιμόνταν σε φακέλους και σε συρτάρια, και υπήρχαν εκεί, όσο και σε κορνίζες, όπως στο σπίτι μου π.χ., διάσπαρτοι στίχοι, ζωγραφιές λουλουδιών, σκαριφήματα και σιβυλλικές σημειώσεις, επίσης όλων των ειδών τα καρουζικά αποφθέγματα σε ηρακλείτειους τόνους, όσο και απρόσμενες διευκρινήσεις στην πίσω όψη φωτογραφιών, για να μην πούμε και για τα μικρά πεζά που δεν ήξερες αν η κρυμμένη στιχουργική τους απαιτούσε να υπολογιστεί ως λυρική υποθήκη ή αν ήταν επί τούτου σχεδιασμένη για να περάσει απαρατήρητη και να στοιχειώσει στην υποσημείωση κάποιου ανοιχτομάτη επιμελητή.

Δέκα εννέα χρόνια απ' τον θάνατο του Νίκου Καρούζου, ο θρύλος αυτής της διασποράς έδωσε στον Ικαρο και στη Μαίρη Μεϊμαράκη, κληρονόμο των πνευματικών του δικαιωμάτων, την ιδέα να περισυλλέξουν ό,τι πιο ελκυστικό υπήρχε εδώ κι εκεί σ' ένα βιβλίο που δεν θα ανήκε μεν στο Corpus, δηλαδή στον δίτομο Κανόνα των εγκεκριμένων ποιημάτων τα οποία είχαν καταχωρηθεί αμετακλήτως στις συλλογές, αλλά θα συγκροτούσε ένα μυστηριώδες και χαριτωμένο πάρεργο, ιδανικό για μελετητές και λάτρεις του έργου ή απλώς κάτι σαν το Τετράδιο Γυμνασμάτων Β' του Σεφέρη. Η Μαριλένα Πανουργιά, της οποίας την έμφυτη χάρη ο υποφαινόμενος είχε κάποτε θεωρήσει ως το υπ' αριθμόν ένα εκδοτικό μυστικό της δεκαετίας, είχε την καλοσύνη να του αναθέσει τα περαιτέρω.

Μια τέτοια φιλοδοξία συνεπαγόταν έναν αγώνα δρόμου για να εντοπιστούν τα κείμενα, δηλαδή να ειδοποιηθούν οι ανάδοχες οικογένειες των ορφανών ώστε να προσφέρουν αντίγραφα. Στον μαραθώνιο των επαφών που ακολούθησαν, άνθρωποι όπως ο Σκούρτης, ο Μάνος Στεφανίδης, η Εύα Μπέη, η Λέλη Μπέη, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, το ζεύγος Ξένου, ο Αλέξης Ζήρας, ο Κώστας Σοφιανός, ο Γιάννης Πατίλης, ο Χάρης Βρόντος, ο Θάνος Σταθόπουλος και πολλοί άλλοι ανταποκρίθηκαν με προθυμία, ενίοτε φλογερή, και το υλικό άρχισε να συγκεντρώνεται στα γραφεία της οδού Βουλής 4, για να παραπεμφθεί στη φιλόλογο Μαρία Αρμύρα, με στόχο μια πρώτη ταξινόμηση. Κάποια τιμητική κινητικότητα γύρω απ' τα πνευματικά ερείπια του διάτρητου έργου του Νίκου είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή μαζί με τις συζητήσεις σχετικά με το μάταιον του ποιήματος μιας χρήσεως -πεποίθηση που ο Καρούζος είχε αντλήσει απ' τον βουδισμό ζεν- ή την αθώα χριστιανική προκατάληψη σύμφωνα με την οποία η ανώτερη μορφή πολυτιμότητας που μπορεί να αποδοθεί σ' ένα αντικείμενο είναι ο χαρακτήρας του Λάβετε εξ αυτού πάντες. Αμήν. Και μήπως δεν ζούσαμε σ' έναν κόσμο ασαφή και διφορούμενο ως προς το τι είναι ιδιόκτητο και τι ανήκει στη δημοσιότητα; Ενα φωτοτυπικό μηχάνημα ή ένα σκάνερ σου επέτρεπε να επιστρέψεις το δώρο και, συνάμα, να το κρατήσεις.

Ετσι άρχισαν να φτάνουν στο φως λησμονημένα τεκμήρια, συμπαρασύροντας στην ανάδυσή τους προφορικές μαρτυρίες ολοκληρωτικά παράλογες ή και ευτράπελες, διότι τίποτα δεν συνδέεται στενότερα μ' ένα τραγικό πνεύμα, όπως αυτό του πρωταγωνιστή μας, απ' ό,τι οι εμπειρίες εκείνες όπου η απόγνωση φωτίζεται από αστραπές κωμωδίας. Φέρ' ειπείν, καθώς ο Τσιτσάνης και η Μπέλλου τραγουδούσαν εναλλάξ στη θολή ατμόσφαιρα του «Σκοπευτηρίου», στην Καισαριανή, υποφέροντας στωικά την εκτροπή του αυθεντικού ρεμπέτικου ρεύματος στην κοίτη του φτηνού ηλεκτρικού ήχου, και ενώ ο Καρούζος απολάμβανε το ουίσκι του με τον ποιητή Νίκο Τρίκολα και την εκκεντρική Νανά Ησαΐα, αιωνία της η μνήμη, προέκυψε ένα θέμα ζωής και θανάτου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όταν ο επικεφαλής της παρέας άρπαξε ένα κομμάτι χαρτί και, γράφοντας δυο τρεις λέξεις, ζήτησε απ' τον συνονόματό του να το πάει ώς το πάλκο για να το υπογράψει ο Συνθέτης αυτοπροσώπως. Το περιεχόμενου του καρουζικού χρησμού ήταν:

ΤΣΙΤΣΑΝΗ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

Το 1993, ένας Μεξικάνος που θορυβήθηκε απ' τα όσα δυσάρεστα του είπε η χαρτορίχτρα Γκλόρια Βιλιανουέβα διαβάζοντας τα ταρό, τράβηξε απ' τη ζώνη του ένα περίστροφο των 9 mm και της έριξε δύο σφαίρες στο κεφάλι. Απεναντίας, ο αξιολάτρευτος Τσιτσάνης, που τραγουδούσε με το μειλίχιο, καλοκάγαθο, κάπως βαριεστημένο στιλ του, και έχοντας ενδεχομένως γλαρώσει λιγάκι απ' τα τσιγαριλίκια του, πήρε το στυλό που του ενεχείρισε ο Τρίκολας και υπέγραψε ευχαρίστως. Η Μπέλλου, με τη θεσπέσια, συνταρακτική φωνή της, φωνή θεοσκότεινη και συνάμα υπέρλαμπρη, καθόταν σε αγαλματώδη ακινησία ερμηνεύοντας το «Πάλι στις τρεις ήρθες εχτές να κοιμηθείς» και υπάρχουν αυτήκοοι μάρτυρες που βεβαιώνουν ότι ήταν σαν να τραγουδούσε ο ίδιος ο θάνατος. Κατ' ουσίαν, η Σωτηρία δεν τραγουδούσε σαν τον θάνατο αλλά σαν νεκρή -μια προσωπίδα που αναγνωρίζει κανείς και στον Καζαντζίδη, εν μέρει δε και στον Στράτο Διονυσίου. Και στον Τσιτσάνη, φυσικά, αν και αυτός το αγνοούσε, δηλαδή αγνοούσε ότι, πέραν ενός ορίου, το τραγούδι δεν πήγαζε απ' τον ίδιο τον τραγουδιστή αλλά κατευθείαν από τα έγκατα του συμβολικού συστήματος, τουτέστιν απ' τη συνάθροιση της ολομέλειας των πνευμάτων που κυβερνούσαν τον ωκεανό των συγκινήσεων της μουσικής παράδοσης. Για να μην ξεχνάμε πώς το έλεγαν παλιότερα, η μουσική πήγαζε απ' τον Αδη. Ασφαλώς, ούτε η Μπέλλου το ήξερε, όμως το ήξερε η φωνή της. Εντούτοις, δεν υπήρχε εκεί γύρω, στον φορτισμένο αέρα, ούτε ίχνος μακάβριου υπαινιγμού και όλοι καλοπερνούσαν -ο Τσιτσάνης εργαζόμενος με αυτόματο πιλότο, η Μπέλλου περιμένοντας να σχολάσει για να ρίξει καμιά ζαριά, ο Καρούζος, ο Τρίκολας, η Ησαΐα, οι φοιτητές, η μεσήλικη πελατεία, μέχρι και τα γκαρσόνια, που λέει ο λόγος. Οπως στην Εκκλησία, τουλάχιστον την Ορθόδοξη, όπου βασιλεύει η έμμονη ιδέα του ζωοποιού θανάτου, το μουρμουρητό του Τσιτσάνη είχε το ύφος της άφεσης αμαρτιών, συν εκείνη την πικρή γλύκα που συναντάμε στη συμπεριφορά των πληγωμένων ζώων ή στα φρούτα του φθινοπώρου. Για την ακρίβεια, κάτι στο βάθος της νιαουριστής φωνής του θύμιζε σουρντίνα ή, καλύτερα, τον ήχο απ' τις ρόδες της άμαξας που περνούσε μπροστά απ' το σπίτι του ετοιμοθάνατου Βέρντι, όπου οι γείτονες είχαν στρώσει άχυρα για να αποτρέψουν την ενόχληση του διάσημου ασθενούς. Η μονότονη κλάψα αυτής της ρυθμικής εξομολόγησης οδηγούσε σ' ένα τοπίο απ' αυτά όπου πάντοτε ψιλοβρέχει.

Με ρωτάτε τι σήμαινε το σημείωμα του Καρούζου. Τι να σας πω; Πιθανόν ότι ο Τσιτσάνης ανήκε σ' εκείνη τη υπέρμετρα ευγενή στόφα ανθρώπων που δεν αξίζει να ζουν στη γη και που η θέση τους είναι με τους αγγέλους. Ισως πάλι να επρόκειτο για χειρονομία ισοδύναμη της πλαστής επιταγής που φιλοτέχνησε ο Ντισάν για να πληρώσει τον οδοντίατρό του ή για υπόμνηση τύπου βουδιστικού κοάν, δηλαδή για μιαν αντιφατική φράση που διατυπωνόταν με την ελπίδα ότι ο παραλήπτης θα φωτιζόταν διά του παραδόξου. Αλλά, ως προς τι να φωτιστεί ο Τσιτσάνης και μάλιστα από το ζεν; Ηδη απαύγαζε, έστω με το αποτσίγαρο ακουμπισμένο στο φρικτό, πελώριο, μαύρο ηχείο, στ' αριστερά του. Είμαστε εξάλλου υποχρεωμένοι να αποκλείσουμε την περίπτωση κατά την οποία ο Καρούζος, εκνευρισμένος από την έξαρση της καταναλωτικής παρακμής που απειλούσε την αίγλη του μουσικού μας κληροδοτήματος ή από κάποιο στρίγκλισμα της μικροφωνικής εγκατάστασης ή κι από μιαν αναπάντεχη αργοπορία του σερβιτόρου, βιάστηκε να συνδέσει τις τρέχουσες ευτυχίες της αλκοολικής χαλάρωσης με τη θανατική καταδίκη, όπως έκανε για παράδειγμα ο γρουσούζης και δύστροπος Μπραμς, για τον οποίο ελέγετο (από την οικονόμο του) πως, όταν ήταν ευτυχισμένος, καθόταν στο πιάνο και έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι με τίτλο «Ο τάφος είναι η χαρά μου». Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα χρειαζόταν η συγκατάθεση του Τσιτσάνη.

Κι έπειτα, σε τι θα ωφελούσε να πεθάνει ο μέγας ρεμπέτης αν ήταν κιόλας νεκρός; Αυτό θα αναλογούσε στην εκταφή και τον απαγχονισμό του Κρόμβελ δύο χρόνια μετά απ' τον θάνατό του, με διαταγή του Καρόλου Β'. Σημειωτέον ότι, μιλώντας για νεκρούς, στην περίπτωσή μας και υπό την έννοια ότι μόνον το ψεύτικο ζει στο διηνεκές, αναφερόμαστε σε όντα βυθισμένα ούτως ειπείν στην άβυσσο της αλήθειας των γεγονότων. Σωρεία παρεμφερών ερωτημάτων συνοδεύει άλλωστε την αναπόφευκτη συσχέτιση της εντολής του Καρούζου με τη θεολογική παραδοχή ότι, για να ζήσει ένας άνθρωπος, πρέπει προηγουμένως να πεθάνει μέσω της επίπονης μύησης στη βαθμιαία απέκδυση του Εγώ, όπως τίθεται ας πούμε στην Β' Προς Κορινθίους. Αυτή την απέκδυση γιορτάζει και το ρεμπέτικο. Ο Καρούζος πρέπει να αγαπούσε τον Τσιτσάνη φανατικά και μπορεί να επιθυμούσε, την ώρα εκείνη, να καταλάβει γι' αυτόν τα πάντα, σε βάθος, ώς τον πιο ενδόμυχο πυθμένα της ύπαρξής του. Ο Λόρενς (προσοχή: όχι ο Λώρας, ο Λόρενς) είχε γράψει ότι «για να γνωρίσεις στ' αλήθεια κάποιον, πρέπει να τον σκοτώσεις». Τέλος, μπορεί ο χρησμός να προέτρεπε τον Τσιτσάνη να κάνει τον συλλογισμό ότι, ούτως ή άλλως, αν η μουσική ήταν η σωτηρία του πνεύματός μας, το αποτέλεσμα δεν μεταβαλλόταν. Ο Καρούζος υποστήριζε το ίδιο για τον εαυτό του: «Εάν πεθάνω γλίτωσα· εάν επιζήσω γλίτωσα / πάλι.» (Β: 476) Ή, όπως το έθεσε η Αΐντα Λουπίνο στο «We Live Again», ήδη το 1934: «Αν πιεις, πεθαίνεις, αν δεν πιεις, πάλι πεθαίνεις. Αρα πιες».

Ολα τα παραπάνω συνέβαιναν ερήμην της λουλουδούς, ονόματι Καραχάλιου Ελισάβετ του Σπυρίδωνος, που κυκλοφορούσε ανάμεσα στα τραπέζια νομίζοντας ότι όντως είναι μια λουλουδού ονόματι Ελισάβετ που δουλεύει για τα προς το ζην. Τεράστια πλάνη! Παίρνουμε το θάρρος να υποθέσουμε ότι την πονούσαν ελαφρά τα πόδια της ένεκα των ψηλών τακουνιών κι ότι η ενόχληση αυτή επιδρούσε υπό μορφήν αντιπερισπασμού ως προς τη σύλληψη των απόκοσμων συχνοτήτων της πραγματικότητας που την περιελάμβανε και, άρα, τη συνιστούσε. Ξαφνικά, ο Τσιτσάνης, έχοντας μισοσυνέλθει απ' τη μαστούρα, θυμήθηκε αμυδρά το σημείωμα που είχε φτάσει σ' αυτόν σαν ετυμηγορία ενόρκων και, αφού κάλεσε την περί ης ο λόγος, της ζήτησε να ρωτήσει «εκείνον εκεί τον κύριο» (έτσι το έθεσε), δείχνοντας με την προέκταση του βλέμματός του τον Καρούζο, να της πει (ώστε να του πει) τι ακριβώς είχε υπογράψει. Αυτή εκτέλεσε το καθήκον της σεμνά, χωρίς να βρει προσκόμματα και γυρίζοντας στον Τσιτσάνη ανακοίνωσε επί λέξει: «Υπογράψατε ένα χαρτί που έλεγε "Τσιτσάνη, πρέπει να πεθάνεις"».

«Α, καλά...» είπε ο Τσιτσάνης και, κατόπιν, σηκώθηκε με αργές κινήσεις για να πάει σ' ένα τραπέζι, στη γωνία, να τσιμπήσει τα απαραίτητα. Προς στιγμήν ανησύχησε μήπως είχε υπογράψει κανένα γραμμάτιο. Μάλιστα, ένας θρύλος που διασώζει η νύχτα και που οι μελετητές του ρεμπέτικου συναντούν σε ποικίλες παραλλαγές μιλάει για ένα σωρό ακόμη θαύματα. Επί παραδείγματι, φημολογείται πως, όταν έκλεισε το «Σκοπευτήριο», τα φαντάσματα των σερβιτόρων συγκεντρώνονταν και γλεντούσαν χορεύοντας και τραγουδώντας, περιπαθώς, όπως αρμόζει στο ιαμβικό τετράμετρο, το «Απόψε κάνεις μπαμ», έχοντας τροποποιήσει τους στίχους για την περίσταση. Συγκεκριμένα, αντί τού πένθιμου «Απόψε στου Τσιτσάνη πω πω τι έχει να γίνει!» (τι θα γινόταν δηλαδή;), ακουγόταν το χαρμόσυνο:

«Να πείτε του Τσιτσάνη πως πρέπει να πεθάνει»!

Κι ένας σκύλος, που καθόταν απ' έξω περιμένοντας εις μάτην κανένα κόκαλο απ' τα αποφάγια, άκουσε τη φασαρία και σκέφτηκε: «Είδες; Για να λένε ότι πρέπει να πεθάνει ο Τσιτσάνης, πα' να πει ότι ζει!»

Την ιστορία αφηγήθηκε ο Τρίκολας στον Αριστηνό κι αυτός σ' εμένα κι εγώ έβγαλα το συμπέρασμα ότι η μουσική είναι μια χώρα όπου θα σου δοθεί χάρη μόνον αν μπορέσεις να αποδείξεις ότι δεν τη χρειάζεσαι.

Παρεμπιπτόντως, η Γκλόρια Βιλιανουέβα επέζησε της δοκιμασίας.

Ευλογημένες οι λέξεις που περιμένουν τον αναγνώστη τους για χρόνια. Πολλά είναι τα ταξίδια δίχως προορισμό. Ομως κανένα ταξίδι δεν είναι δίχως αφετηρία.

ΠΗΓΗ:http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=26/07/2009&s=parado3a