Κριτική του οικονομικού λόγου
Η τρέχουσα συστημική κρίση ανέδειξε την αφερεγγυότητα του κυρίαρχου οικονομικού λόγου, την αδυναμία του να εξηγεί και να προβλέπει τα γεγονότα, την τάση του να εκλογικεύει και να δικαιολογεί την ανισοκατανομή του πλούτου, την κοινωνική αδικία και εξαθλίωση. Η οικονομική επιστήμη, που είχε αναγορευτεί βασίλισσα των κοινωνικών επιστημών επισκιάζοντας ή εκτοπίζοντας τον κριτικό φιλοσοφικό, ιστορικό και κοινωνιολογικό στοχασμό, αποκαλύπτεται γυμνή. Παρ’ όλα αυτά, η δεσποτική κυριαρχία της μονοδιάστατης οικονομικής σκέψης όχι μόνον δεν κλονίστηκε εξαιτίας της κρίσης, αλλά αντιθέτως ενισχύθηκε. Ενας επιθετικός παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός παραμένει ηγεμονικός, στον βαθμό που κατορθώνει να μεταμφιέζει τις συνταγές του σε «αντικειμενικές» συστημικές επιταγές και να πείθει πολλούς ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς υποβάλλει σε ριζική κριτική τον κυρίαρχο οικονομικό λόγο, ενώ παράλληλα φωτίζει τις βαθύτερες αιτίες της μακρόχρονης ηγεμονίας του. Η ιδεολογική επικράτηση της οικονομικής επιστήμης συμβαδίζει ιστορικά με την εδραίωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο οικονομικός λόγος γίνεται κυρίαρχη κοινωνική ιδεολογία, προκειμένου να εκφράσει τις ανάγκες και τις επιδιώξεις της ανερχόμενης αστικής τάξης. Η αύξηση του κοινωνικού πλούτου και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα αποτελούν στο εξής το κύριο μέλημα του κοινωνικού σώματος. Η νεότευκτη οικονομική επιστήμη θεμελιώνει το κύρος και την αξιοπιστία της στην ικανότητά της να εκφράζει και να ερμηνεύει αυτή τη νέα κοινωνική δυναμική. Στον βαθμό μάλιστα που οι αναλύσεις της φαίνεται να επιβεβαιώνονται από τις παραγωγικές επιδόσεις του οικονομικού συστήματος, η οικονομική σκέψη γίνεται όλο και πιο αυτάρκης και αλαζονική. Εγκλωβίζεται έτσι σταδιακά στα δόγματα μιας άκαμπτης ορθοδοξίας, που απορρίπτει ως «αιρέσεις» όλες τις αξιακές ή επιστημολογικές επιφυλάξεις και αμφιβολίες.
Πρωταγωνιστής της νεοκλασικής θεωρίας είναι ο οικονομικός άνθρωπος, ο οποίος, αδιάφορος απέναντι σε κάθε ηθικό προβληματισμό, κάνει τις επιλογές του με μοναδικό σκοπό να μεγιστοποιήσει το δικό του όφελος ή το ατομικό του κέρδος, καθοδηγούμενος από μιαν εργαλειακή και εγωιστική ορθολογικότητα. Τόπος συνάντησης των οικονομικών ανθρώπων είναι η ελεύθερη αγορά, εκείνος δηλαδή ο μηχανισμός που μπορεί να μετατρέπει τα ιδιωτικά ελαττώματα (τη γενικευμένη ατομική ιδιοτέλεια) σε δημόσιες αρετές, διασφαλίζοντας έτσι την αύξηση του πλούτου και της υλικής ευημερίας. Η οικονομική ελευθερία εμφανίζεται ως αναγκαία προϋπόθεση της ιστορικής προόδου. Ο χώρος των ελεύθερων συναλλαγών, η αγοραία οικονομία κατοχυρώνεται ως αυτόνομο υποσύστημα που δεν ανέχεται πολιτικές παρεμβάσεις στη λειτουργία του. Η οικονομική σφαίρα διακρίνεται και διαχωρίζεται από την πολιτική εξουσία. Σε αυτή τη διάκριση στηρίζεται ο φιλελεύθερος χωρισμός του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου. Ο ιδιωτικός χώρος, στον οποίο συναλλάσσονται τα ελεύθερα άτομα, υπακούει στους δικούς του νόμους και τις δικές του προδιαγραφές, που αποτελούν το ιδιαίτερο αντικείμενο μελέτης της οικονομικής επιστήμης. Στο μέτρο που υποκινείται από το ιδιοτελές ατομικό συμφέρον, η οικονομική συμπεριφορά απαλλάσσεται από κάθε ηθική και αξιακή δέσμευση. Οι θεμελιώδεις έννοιες και οι αναλυτικές κατηγορίες της οικονομικής σκέψης διαποτίζονται έτσι εξαρχής από έναν ριζικό ατομοκεντρικό ωφελιμισμό.
Η ταύτιση της ιδέας της προόδου με τη μετρήσιμη οικονομική μεγέθυνση ή ανάπτυξη θωράκισε ακόμα περισσότερο την οικονομική επιστήμη απέναντι στη «διαβρωτική» επίδραση του κριτικού ηθικού ή κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού. Η προτεραιότητα της ανάπτυξης και το συναφές όνειρο της μαζικής καταναλωτικής ευωχίας δεν άφηναν πολλά περιθώρια για εναλλακτικούς κοινωνικούς οραματισμούς και ουτοπικά ανατρεπτικά σχέδια. Στο εξής κύριος στόχος της πολιτικής θα είναι η προώθηση της αναπτυξιακής διαδικασίας και η διαρκής βελτίωση των υλικών όρων διαβίωσης των πολιτών. Αποδυναμώνονταν έτσι βαθμιαία όλες οι «ποιοτικές» ιδεολογικές και ηθικές αξίες και περιθωριοποιούνταν οι προβληματισμοί που αμφισβητούσαν την αναπτυξιακή σκοπιμότητα ή έθεταν ερωτήματα για τις κοινωνικές συνέπειες μιας δίχως όρια μεγιστοποίησης της κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Η ίδια η ιδέα της δημοκρατικής αυτονομίας της πολιτικής υποχωρούσε μπροστά στο πρόταγμα της ανάπτυξης. Στον βαθμό που καλούνταν απλώς να τηρήσουν και να διαχειριστούν το αναπτυξιακό συμβόλαιο, οι πολίτες κρίνονταν ουσιαστικά αναρμόδιοι να αποφασίζουν για το μέλλον τους. Για όσο καιρό διαρκούσε η αναπτυξιακή ευφορία, το καπιταλιστικό σύστημα απολάμβανε μια γενικευμένη συναίνεση. Η παρούσα κρίση κλονίζει συθέμελα όλες τις βεβαιότητες και τα δόγματα της κατεστημένης οικονομικής σκέψης. Η κρίση τροφοδοτεί παράλληλα προβληματισμούς για την ιστορική βιωσιμότητα ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος το οποίο δεν διασφαλίζει όχι μόνον την ανεύρετη κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά ούτε καν την αναγκαία κοινωνική συνοχή, καθώς αποβάλλει από το κοινωνικό σώμα τους άνεργους και τους φτωχούς σαν άχρηστους και περιττούς.
Η οικονομία, σημειώνει ο Τσουκαλάς, οφείλει να αποδεχθεί να ονομαστεί ξανά με το παλιό της όνομα, της «πολιτικής οικονομίας». Γιατί είναι καιρός «η οικονομική επιστήμη του έλλογου Εγώ να αρχίσει και πάλι να συνάπτεται με την ξεχασμένη πολιτική τέχνη του Εμείς». Εξάλλου, η απληστία του κεφαλαίου και των αγορών μπορεί να τιθασευτεί μόνον από «μια συγκροτημένη πολιτική βούληση που θα ανακτήσει τις εξωνημένες της αρμοδιότητες και τη χαμένη αυτοπεποίθησή της».΄
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ
29-3-2015
http://www.efsyn.gr/arthro/kritiki-toy-oikonomikoy-logoy