Η στρατηγική των αγωγών…και μερικές παρατηρήσεις για την εξωτερική-αμυντική πολιτική

Σκίτσο του Βαγγέλη Παπαβασιλείου

Να μην τον πούμε «τουρκικό» αγωγό, ζήτησε ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς από τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρώφ όταν συναντήθηκαν στη Μόσχα. Ο λόγος για τον «Turkish Stream» που αποφάσισαν να κατασκευάσουν  Πούτιν και Ερντογάν στη θέση του ναυαγήσαντος “South Stream”. Ο «Turkish Stream» θα έρθει να προστεθεί στον “Blue Stream”, μεταφέροντας και αυτός ρωσικό φυσικό αέριο, μέσω του πυθμένα της Μαύρης Θάλασσας, στην Τουρκία. Το σχέδιο μάλιστα προβλέπει να δημιουργηθεί και αποθηκευτικός χώρος στα ελληνοτουρκικά σύνορα από όπου το αέριο θα μπορεί να εξάγεται στην Ελλάδα ή και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Πιο σημαντικό από το πώς θα ονομάζεται αυτός ο αγωγός, είναι το τι θα είναι. Και είτε λέγεται έτσι, είτε όχι, θα είναι ένας τουρκικός αγωγός. Σε συνδυασμό με τον αγωγό από το Αζερμπαϊτζάν, ίσως και από άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής, ελπίζουμε όχι και από την Κύπρο όπως σκέφτεται η Noble, αλλά και τον πετρελαιαγωγό Μπακού-Τσεϊχάν θα καταστήσει την Τουρκία κύριο διαμετακομιστή ενέργειας για την Ευρώπη.

Αυτό είναι απολύτως παράλογο. Δεν εξυπηρετεί ασφαλώς τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, όπως δεν τα εξυπηρετεί και ο αγωγός ΤΑΡ, αλλά δεν εξυπηρετεί ούτε τα ρωσικά, ούτε τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Για ποιο λόγο η ενεργειακή σχέση Ευρώπης και Ρωσίας πρέπει να περνάει από μια απρόβλεπτου μέλλοντος χώρα του αραβομουσουλμανικού κόσμου, που ελπίζουμε να σταματήσει, αλλά βρίσκεται προς το παρόν «στα μαχαίρια» με την Ελλάδα και την Κύπρο;

Η στρατηγική λογική του South Stream, όπως και του NordStream, που συνδέει απευθείας Ρωσία και Γερμανία, είναι η απεξάρτηση των ευρωρωσικών ενεργειακών ανταλλαγών από την επιρροή και τις προβοκάτσιες τρίτων δυνάμεων. Τόσο ο South Stream όσο και ο Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη απεξαρτούν τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης τόσο από τα καπρίτσια των ΗΠΑ που ελέγχουν την Ουκρανία, όσο και από οποιαδήποτε επιρροή της ‘Αγκυρας.

Οι δύο αγωγοί βέβαια υπονομεύτηκαν από τις δυνάμεις του ατλαντισμού, που συνήθως κυριαρχούν του εθνικού και ευρωπαϊκού συμφέροντος στην πολιτική Αθήνας, Σόφιας και Βρυξελλών. Η Μόσχα, αντιμέτωπη με την εχθρότητα της Βουλγαρίας και τα διαρκή προσκόμματα της ΕΕ, προτίμησε μια λύση μέσω Τουρκίας που θεωρεί «ουδέτερη» στρατηγικά χώρα.  Αλλά η βουλγαρική «εχθρότητα» μπορεί αύριο να μεταβληθεί, όπως και η τουρκική «ουδετερότητα».

Η ελληνική κυβέρνηση, εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να αγωνιστεί  για την εθνική κυριαρχία  στο οικονομικό πεδίο, δεν μπορεί να μην το κάνει και στο γεωπολιτικό-ενεργειακό. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία.

Η Αθήνα προτού εκφράσει, όπως φαίνεται από δηλώσεις Κοτζιά, Λαφαζάνη και Καμμένου, τη συμφωνία της με τον τουρκικό αγωγό, θα ήταν ίσως σκόπιμο  να κάνει μια τελευταία προσπάθεια μήπως μπορούν να «αναστηθούν» τα άλλα δύο σχέδια (South Stream και Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη) που ανταποκρίνονται σε ζωτικά εθνικά συμφέροντα. ‘Επρεπε μάλιστα να το έχει κάνει από καιρό, ήδη επί αντιπολίτευσης. ΄Εχουν  ζωτική στρατηγική, αλλά και καθαρά αμυντική σημασία. Οι αγωγοί αυτοί αποτελούν και «ασπίδα» της Θράκης.

Μόνο αν αποδεικνυόταν τελείως αδύνατη η υλοποίηση του South Stream, θα μπορούσε – και καλά θα έκανε τότε η Αθήνα – να αποδεχθεί το ρωσο-τουρκικό σχέδιο, γιατί έτσι όπως πάμε θα καταλήξουμε να εισάγουμε όλη σχεδόν την ενέργεια που χρησιμοποιούμε από τον «τουρκικό κόσμο» (Τουρκία-Αζερμπαϊτζάν). ΣΥΡΙΖΑ και Αν.Ελλ. δεν εμφάνισαν μέχρι τώρα κάποιο γεωπολιτικό σχέδιο. Η πολιτική των αγωγών μπορεί να αποτελέσει τμήμα τέτοιου απαραίτητου σχεδίου.

Τα «όρια» στην εξωτερική πολιτική

Η ιστορία διαθέτει δική της ειρωνεία.  Ορισμένοι στην κυβέρνηση πιστεύουν βαθιά στην αναγνώριση των «ορίων» που πρέπει να σέβεται η ελληνική εξωτερική πολιτική. ‘Όμως είναι ακριβώς αυτοί που θα κληθούν ίσως να τα «ξεπεράσουν» αν θέλουν να πρωταγωνιστήσουν στη σωτηρία της χώρας. ‘Οσο πιο έγκαιρα γίνει αυτό αντιληπτό, με όλες τις συνέπειες που συνεπάγεται, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητας επιτυχίας. Δεν διαλέγει κανείς πολιτικές ανάλογα με τα κέφια του.

Η επιδίωξη ειδικής σχέσης με τη Ρωσία αλλά και άλλους εναλλακτικούς πόλους είναι εκ των ουκ άνευ για την Ελλάδα, όπως και να εξελιχθούν οι σχέσεις με την Ευρώπη, πολύ περισσότερο σε περίπτωση ρήξης. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολύ σοβαρή επεξεργασία και την αποφασιστικότητα που προσφέρει η συνείδηση της πραγματικότητας και των αναγκών.

Δεν γνωρίζουμε τι βοήθεια ακριβώς μπορεί/θέλει να δώσει στον οικονομικό τομέα η Ρωσία στην Ελλάδα, αν και στο σημείο που είμαστε κάθε συνδρομή είναι καλοδεχούμενη. Είναι καθήκον της διαπραγμάτευσης να τα διαπιστώσει αυτά. Βέβαιο είναι ότι μπορεί να προσφέρει πολλά στην αναβάθμιση της αμυντικής ασφάλειας Ελλάδας-Κύπρου σε πολύ κρίσιμη περίοδο. Η Ελλάδα (και η Κύπρος) δεν χρειάζεται, ούτε αντέχει καινούρια βαριά όπλα. Χρειάζεται πληροφορίες, έξυπνη και ασύμμετρη άμυνα με ενσωματωμένη τη σύγχρονη πληροφορική τεχνολογία (π.χ. πυραύλους), διαφοροποίηση πηγών προμήθειας, «στεγανοποίηση» της άμυνας από τους συμμάχους, στρατό προσανατολισμένο στην πραγματική απειλή κατά της χώρας, με ανάλογη στρατηγική-γεωπολιτική αίσθηση. Και εδώ επίσης χρειάζεται ΣΥΡΙΖΑ και Αν.Ελλ. να επεξεργασθούν κατεπειγόντως ολοκληρωμένη αντίληψη για την άμυνα.

Σε πολιτικο-διπλωματικό επίπεδο, η σύσφιγξη των σχέσεων με τη Μόσχα θα αντιμετωπιστεί με μεγάλη εχθρότητα από τις κυρίαρχες δυτικές δυνάμεις. ‘Όπως όμως και στο ζήτημα του ευρωπαϊκού χρέους, έτσι και στο θέμα αποφυγής του πολέμου με τη Ρωσία, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί, κατάλληλα δραστηριοποιούμενη διεθνώς,  να βρει ευήκοο ους στις δυνάμεις που αντιλαμβάνονται τις βαθύτερες ευρωπαϊκές ανάγκες. Αυτό δεν γίνεται αυτόματα, θέλει και δουλειά.

Το χειρότερο που θα μπορούσε φυσικά να συμβεί και δεν νομίζουμε ότι θα συμβεί, είναι να αρχίσει η Ελλάδα να παίρνει δάνεια από αριστερά και δεξιά ή να παίζει βαριά γεωπολιτικά χαρτιά απλά και μόνο για να εξυπηρετήσει ένα μη βιώσιμο χρέος (όπως και να χρησιμοποιεί για τέτοιο λόγο αποθεματικά και άλλες στρατηγικές εφεδρείες). ‘Εχουμε αρκετούς πιστωτές για να χρειαζόμαστε και άλλους. Αυτά έχουν νόημα αν η Αθήνα αντιμετωπίσει σοβαρά τη στάση πληρωμών χρέους, το κύριο σχέδιο Β’, στην περίπτωση που οι πιστωτές της αρνηθούν τη δυνατότητα να ξεφύγει από τον κύκλο ύφεσης, ανεργίας και κοινωνικής αποσύνθεσης.

Κινδυνολογία και εφησυχασμός

Ο γράφων ήταν πάντα οπαδός του «σχεδίου Α’». Δεν υποτιμά καθόλου τις δυσκολίες και τους κινδύνους μιας ρήξης με τους πιστωτές, ούτε ονειρεύεται κάποιο «παράδεισο της δραχμής». Αλλά για να έχει ελπίδα το σχέδιο Α’, τονίσαμε εξαρχής, πρέπει να υπάρχει, πραγματικά και όχι λεκτικά-επικοινωνιακά, και το Β’ και το Γ’ και το Δ’, για την περίπτωση που η σωτηρία της χώρας τα απαιτήσει.

Όταν διατυπώσαμε αυτή την άποψη κυρίως συναντήσαμε την αμηχανία, ή τη (σιωπηρή συνήθως) συμφωνία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Το μόνο επιχείρημα που κάποιος μας αντέταξε, όχι παράλογο, είναι ότι η Ελλάδα συνιστά συστημικό κίνδυνο. Για τη Μέρκελ όμως και η επιτυχία του Τσίπρα αποτελεί μεγάλο κίνδυνο.  Το επιχείρημα του συστημικού κινδύνου, αν και παραβλέπει την πιθανότητα ύπαρξης δυνάμεων που αποβλέπουν στο ελληνικό ατύχημα ή εσφαλμένων υπολογισμών, δεν στερείται βάσης. Αλλά δεν είναι ο νόμος της βαρύτητας, είναι υπόθεση εργασίας που η πολιτική καλείται να την επιβεβαιώσει. Υπήρξαν και ορισμένοι, ευτυχώς ελάχιστοι, που λοιδώρησαν, στο παρασκήνιο πάντα, δεν έχουν παρουσιάσιμα επιχειρήματα του φωτός, τον γράφοντα ως «κινδυνολόγο» κ.α. Η «κινδυνολογία» δεν έβλαψε κανέναν, η ανεύθυνη υποτίμηση των κινδύνων και της αναγκαίας προετοιμασίας πολλούς. Θα αγανακτούσε κανείς κάποτε και με την κακοήθεια μερικών ανθρώπων, αν δεν τον τρόμαζε η ανοησία τους.

 Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Konstantakopoulos.blogspot.com
Δημοσιεύτηκε στον «Δρόμο της Αριστεράς», 28.3.2015