Ποίηση και Ιστορία





Η ποίηση είναι ικανή να αφουγκραστεί την ιστορία; 
Η ιστορία του 20ου αιώνα δίδαξε κάτι στην ποίηση;

Η ποίηση είναι συνείδηση σε κίνηση, ταξίδι των αισθήσεων μέσα από πλέγματα οδών που τέμνονται, τυφλή, αναπάντεχη και, στο βαθμό που η ιστορία καταφέρνει να αλλάξει τον κόσμο και την ανθρώπινη αντίληψη για τον κόσμο, είναι σε θέση να διδαχθεί από την ιστορία. Τραγική διδασκαλία, που επιβάλλει στους ανθρώπους να αναμετρώνται με ανείπωτες βαρβαρότητες, που αποκλείονται από κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά στο όνομα μιας αδικαιολόγητης εμπιστοσύνης στον «πολιτισμό». Μια διδασκαλία που μπορεί να φαίνεται ως ένα είδος αμάθειας. Η ιστορία διδάσκει να αγνοούμε, να θέτουμε σε αμφισβήτηση ιδέες και εικόνες, να ξαναβλέπουμε δοξασίες και βεβαιότητες, να εξετάζουμε το πεπερασμένο του παρελθόντος και την ταυτότητα του παρόντος. Η ιστορία διδάσκει στην ποίηση την αμείωτη εξαπάτηση του κακού, αναδεικνύοντας την ατέλειωτη βία που κρύβεται πίσω από τις ανθρώπινες προθέσεις, την καταστροφική δύναμη μιας ανακόλουθης εμπιστοσύνης στον εαυτό της και τα ψεύδη μιας χιλιετούς κουλτούρας, τυραννισμένη από ανεκπλήρωτες χίμαιρες.

Η ποίηση γιγαντώνεται στην αμφιβολία. Η αμφιβολία είναι η ικανότητα να αλλάζει, να πραγματοποιεί επιλογές, να αντιλαμβάνεται τον Άλλο και να τον κάνει να φτάσει στον φυσικό κόσμο, ανεξάρτητα από την όψη που ο Άλλος μπορεί να προσλάβει. Η αμφιβολία είναι ένας τρόπος να κοιτάζει αναδρομικά στο μέλλον. Από εδώ απορρέει η αδιάκοπη αξία της μνήμης, η συμβίωση της ποίησης με την ανάμνηση. Η ποίηση παλεύει ενάντια στην διαγραφή και την αμνησία, την ίδια στιγμή που θέτει σε αμφισβήτηση την αξία κάθε datum. Για την ποίηση η διάσωση και η διαμόρφωση είναι αδιαχώριστες έννοιες. Φαίνεται αντιφατικό, αλλά ακριβώς η δυναμική ισορροπία ανάμεσα στη διάσωση και την διαμόρφωση επιτρέπει στην ποίηση να βρει ένα μέρος στον κόσμο της. Η ποίηση εξασφαλίζει τη συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, καταγράφοντας ρήξεις, σχισμές, πρόσκαιρα κενά, σε έναν τρόπο διαφορετικής συνέχειας από εκείνη που παρουσιάζουν οι ιστορικοί και οι διανοούμενοι. Το κενό και το πλήρες, το πυκνό και το άπυκνο στην ποιητική ιδέα έρχονται να τεθούν σε ένα καινούριο όλο, όπου η ενότητα και η συνέπεια των στοιχείων απορρέουν από την ταυτόχρονη μεταμόρφωσή τους.

Μια προφανής ερώτηση που τίθεται είναι αν έχει ακόμη θέση  η ποίηση σ’ έναν κόσμο όπως ο δικός μας, απογυμνωμένος από τις μεγάλες ουτοπίες. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά καταφατική. Πόσο μάλλον που έχει νόημα να μιλήσουμε για την ποίηση και τον ρόλο των ποιητών σήμερα. Βέβαια, η ποίηση δεν είναι ξένη με την γενική κρίση που υπάρχει σε όλες τις τέχνες, σε όλες τις επιστήμες και σε όλες τις γλώσσες. Αν το τέλος των απόλυτων πεποιθήσεων αποδυνάμωσε την ποίηση από ανταγωνιστικές μυθολογίες, αντίθετα ή σύμφωνα με τις οποίες έδωσε στην ύπαρξή της ένα συγκεκριμένο κανόνα, είναι επίσης αληθές ότι ακριβώς η ποίηση, από την αρχή, είχε τη σταθερή ανάγκη να καθορίσει το κοινωνικό της περιεχόμενο και συνεπώς  να ανανεώσει τη λειτουργία της, τους τρόπους της και τη γλώσσα της. Η ιστορία βρίθει από καταστροφές που θα μπορούσαν να απαγορεύσουν την επιβίωση της ποίησης. Το αποδεικνύει η κατάληξη των αριστοκρατικών αξιών των ομηρικών ποιημάτων. Κι όμως, από τις στάχτες εκείνου του ποιητικού σύμπαντος γεννήθηκαν τα θεμέλια μιας καινούριας ποίησης.  Η ιστορική ρήξη και η κοινωνική απομόνωση ενέπνευσαν μια πρωτόγνωρη εξερεύνηση του εγώ, όπως αποδεικνύουν οι στίχοι του Αλκαίου και της Σαπφούς.

Η ίδια η έννοια της λυρικής ποίησης αγκάλιασε κατά τους αιώνες ακόμη και αντιφατικές ιδέες: ένας λυρικός ποιητής της Αναγέννησης που λέει «εγώ» δεν μιλά για τον εαυτό του, αλλά ενσαρκώνει ένα παγκόσμιο πρόσωπο με το οποίο υποτίθεται ότι ταυτίζονται οι αναγνώστες του (να γιατί δεν έχει σημασία αν η πετραρχική Λάουρα ήταν υπαρκτό πρόσωπο). Το «εγώ» δεν είναι ιστορικό, εμπειρικό, αλλά εικονικό. Αντίθετα, ένας ρομαντικός ποιητής όταν λέει «εγώ» εννοεί –τουλάχιστον για λόγους αρχής- ότι αναφέρεται στην ιστορική του υπόσταση. Η υποκειμενικότητά του δεν είναι παγκόσμια, αλλά ανεπανάληπτη, ασύμβατη με τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, η λυρική ποίηση μεταμορφώνεται από μια φόρμα δημόσιας τέχνης σε μια φόρμα ιδιωτικής τέχνης.

Ο ρομαντισμός, όπως μας διδάσκει ο Λεοπάρντι,  αναγνωρίζει το ποιητικό στοιχείο στο ασαφές και στο αφηρημένο. Ακόμη και η σύγχρονη λυρική ποίηση παρουσιάζει εκφράσεις ανταγωνιστικής ποιητικότητας όπως η σκοτεινότητα του Μοντάλε.

Δεδομένης της προσαρμοστικότητας της λυρικής ποίησης σε ποιητικές, θέματα, γλώσσες, έθνη, διαφορετικές αισθήσεις, η  ερώτηση που πρέπει να θέσουμε είναι: ποια είναι η αναντικατάστατη λειτουργία της ποίησης (και του ποιητή;) στη σημερινή κοινωνία; Οι πιο αμείλικτοι εχθροί της είναι τα media και οι «politically correct»: μ’ άλλα λόγια η ποίηση κακοποιείται βάναυσα από εκείνη τη δημοσιογραφική νοοτροπία που έχει εισβάλλει κάτω από το όνομα του μεταμοντερνισμού σε κάθε χώρο της κοινωνικής ζωής και της ανθρώπινης επικοινωνίας.

Οι εκπρόσωποι μιας τέτοιας νοοτροπίας δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προωθούν τον ηθικό κομφορμισμό, θεωρώντας την αδιαφορία ως ισότητα και την ιδιοτέλεια ως σεβασμό. Τα γεγονότα, οι σκέψεις, προβάλλονται και συμπιέζονται σε μια ενοποιητική οθόνη από εναλλασσόμενες εικόνες, χωρίς καμιά φροντίδα για τις αμοιβαίες σχέσεις. Βέβαια οι σχέσεις αυτές είναι δύσκολες στην ιστορική ροή. Αλλά ο μεταμοντερνισμός έβαλε σε κρίση όχι μόνο την αριστοτελική αρχή, αλλά και την ίδια τη δυνατότητα ερμηνείας, χωρίς να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις στο πρόβλημα της  εποικοδομητικής αναφοράς στο παρελθόν.

Η ποίηση ακουμπά στην αναγνώριση των ορίων και των διαφορών, όχι για να κρατήσει χωριστά τις σκέψεις ή τις ιδέες, αλλά για να τις καταστήσει ευκαιρία για πνευματική ανασυγκρότηση,  συνάντηση και συζήτηση ανάμεσα στα άτομα. Η ποίηση είναι ο μόνος τρόπος για να υπερασπίσει την ποικιλότητα και τη διαφορετικότητα, για να εξερευνήσει ή να προσεγγίσει την ακαθόριστη πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς∙ η μυστηριώδης πηγή των πράξεων, των προθέσεων, των ατομικών και συλλογικών επιλογών∙ την ιδιοτέλεια της αγάπης και του μίσους.

Η ποίηση διευρύνει τα νοήματα μέσα από τη  σημασιολογική πολυπλοκότητα. Η ανθρώπινη γλώσσα είναι περιορισμένη. Η ποίηση εξαπλώνει την αξία της γλώσσας κάνοντας τις λέξεις να μιλούν μεταξύ τους, και με τον τρόπο αυτό εκπαιδεύει τον  ανθρώπινο νου στο να αντιληφθεί την εκπληκτική πολυμορφία του κόσμου.

 Φοίβος Γκικόπουλος, 
ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
31-5-2015

http://www.avgi.gr/article/5577333/poiisi-kai-istoria