Με τον Αλμπέρ Καμί στο Αιγαίο.
Ενα ταξίδι στο ελληνικό καλοκαίρι, παρέα με ιδέες και αποσπάσματα από τα βιβλία του βραβευμένου συγγραφέα
«Μέρες στη θάλασσα, όλες τους όμοιες όπως η ευτυχία...» μονολογεί με μεσογειακό πάθος ο Αλμπέρ Καμί, καθώς περιδιαβάζουμε συντροφιά αυτό το καλοκαίρι, που προβάλλει γυμνό και ολόφωτο πίσω από κάθε μεγάλο ή μικρό βράχο της μεγάλης θάλασσάς μας, της Μεσογείου. Από τον ψηλότερο βράχο, το Γιβραλτάρ, το δεύτερο θεόρατο μονόπετρο του Αιγαίου, τον Κάλαμο της Ανάφης, κι από την Πέτρα του Ρωμιού, στην ακτή της Αφροδίτης στην Κύπρο, ως το νησάκι Πιπέρι, τη Δήλο των ταξιδιών στις Κυκλάδες, «θάλασσα πλατιά, πάντα να οργώνεται και πάντα να παραμένει παρθένα, μαζί με τη νύχτα, θρησκεία μου...».
Μοιάζουν τόσο πολύ να συντονίζονται οι ατέρμονες αμμουδιές του Οράν, στην Αλγερία, με τη μικροσκοπική, πεπερασμένη μέσα στην αγκαλιά του βράχου, κρυφή παραλία Βότσαλα της Σχοινούσας, απέναντι από την Κέρο, τον παράδεισο των κυκλαδικών ειδωλίων, των αενάως μοντέρνων, που τέρπουν και μαθαίνουν την αφαίρεση των περιττών και την πρόσθεση των ουσιωδών, όσο απλών και μικρών κι αν είναι. Κι αυτά τα λευκά και γκρίζα βότσαλα, ίσως και μερικά καφέ και κίτρινα, στον έρημο κόρφο της Σχοινούσας, είναι ακόμη πιο αφηρημένα, αλλά και ακόμη πιο σαφή ως προς την αίσθηση και το υλικό, πρωτότυπα των κυκλαδικών ειδωλίων. «Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας».
Το καΐκι του καπετάν Πράσινου, σαν μικρός άγγελος των Μικρών Κυκλάδων, γυρίζει την πρύμνη του στα Βότσαλα και βάζει πλώρη για τα Γλαρονήσια και την Κέρο, με τελικό προορισμό το Πάνω Κουφονήσι. Σήμερα παίζουν τα βιολιά και μια παρέα παιδιών από τη Σχοινούσα πηγαίνει εκεί για να ξεφαντώσει. Θυμάστε τα βιολόσχημα κυκλαδικά ειδώλια; Θα σχηματιστούν ξανά στον νου σας αν κάνετε μια βόλτα στις αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου στο Κάστρο της Νάξου. Το σχήμα του βιολιού διαγράφεται λες στα χρωμοσώματα των νησιωτών και τους συνεγείρει και τους ξεσηκώνει. Ακου τον ικαριώτικο χορό. Σαν να κυματίζει το Ικάριο Πέλαγος. Στα εκατό και βάλε πανηγύρια που γίνονται ολοχρονίς στο νησί, οι άνθρωποι αγκαλιάζονται σφιχτά κα χορεύουν εκστασιασμένοι απέναντι στον ήλιο που ανατέλλει. Οπως το πανηγύρι του Αγίου Ισιδώρου, στις 14 Μαΐου, που ανοίγει τον μεγάλο κύκλο του καλοκαιριού. Το γλέντι τους είναι μια τελετουργία συνεργασίας και προσφοράς. Αιώνες απομονωμένοι και με μετρημένα εφόδια, έβαζαν στο κέντρο της κοινότητας το βρισκούμενο για να διασκεδάσουν και να χαρούν όλοι μαζί. Κατσικίσιο κρέας και κρασί. Αυτά μόνο. Α, και κέφι, και αρχοντιά, και διάθεση για ζωή. Ακόμη και τώρα, το πρώτο πιάτο του πανηγυριού, το «καλώς όρισες», είναι το βραστό κρέας και το ζουμί του. Το λένε πρόθεση και προσφέρεται ακόμη δωρεάν. Οπως και το σφιχταγκάλιασμα του ικαριώτικου χορού. Τη θάλασσα και την έρημο για να τις ζήσεις έχεις ανάγκη τη συνεργασία.
«Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια ήταν για μένα χλιδή. Υστερα έχασα τη θάλασσα και όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια αβάσταχτη. Κι από τότε περιμένω. Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα».
Στον Ναό της Αφαίας στην Αίγινα αφουγκράζεται κανείς τις δονήσεις της ελληνικής γης
Στον Ναό της Αφαίας στην Αίγινα αφουγκράζεται κανείς τις δονήσεις της ελληνικής γης
Ο Αλμπέρ Καμί απογειώνεται ξαπλωμένος στα μάρμαρα του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα και αφουγκράζεται τις δονήσεις της ελληνικής γης, όπως και την απίστευτη δύναμή της που έρχεται από παλιά, από την παιδική ηλικία ετούτων των μελών του Ναού. Για αυτόν τον επαναστατημένο άνθρωπο η Ελλάδα είναι πατρίδα και θάλασσα. «Για εμάς τους Μεσογειακούς η Ελλάδα είναι μια πηγή. Θέλω να πω ότι η Μεσόγειος έχει κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπεί τα πάντα και να μας δίνει πάντα ένα μάθημα μέτρου». Και τρέχει να βουτήξει στην αγκαλιά της, για να κρατήσει για πάντα τη θέρμη των μαρμάρων. «Τα μάτια μου θάμπωσαν από τη φωτεινότητα του γαλάζιου, όταν κολυμπούσα στα ιερά νερά, που απλώνονταν μέχρι τον Ναό. Τώρα μονάχα μπορώ να πω ότι έχω ζήσει...».
Η αίσθηση της θάλασσας μοιάζει να πετάγεται απέναντι, στην Κολόνα της Κύθνου, συντροφιά με την αίσθηση του καλοκαιριού. Και μπαίνουν μαζί διαδοχικά στους δύο όρμους που μοιάζουν με ένα ζευγάρι νέων που κάθονται στην παραλία πλάτη με πλάτη και τους χωρίζει μόνο ένα εύπλαστο τείχος αμμουδιάς που υψώνουν τα κορμιά τους, καθώς αγωνίζονται να πλησιάσουν ακόμη πιο κοντά το ένα το άλλο. Στον συνταξιδιώτη μου θυμίζουν έρωτες παλιούς, έρωτες που έρχονται. Ανεβαίνουμε ψηλά στα βράχια και απορροφούν τη ματιά μας τα κάθε λογής σκάφη που λικνίζονται στις δύο αγκαλιές της στεριάς. Ενας άνδρας περπατά στη γραμμή συνεύρεσης της αμμουδιάς με τη θάλασσα, κρατώντας ένα κοριτσάκι από το χέρι. Αλλά το βλέμμα μας καταφέρνει κάποια στιγμή να αποσπαστεί, να σηκωθεί πιο ψηλά και να ανοιχτεί στο Αιγαίο.
Ταξιδεύουμε στις Κυκλάδες έχοντας τη θάλασσα μες στα χέρια μας. Ξαποστάσαμε για λίγο, αν δεχτούμε ότι μπορεί να μας κουράσει το ταξίδι, στο λιμάνι της Τήνου, απολαμβάνοντας την πιο θεαματική αρπαγή από έναν πειρατή γλάρο μιας άκρης ψωμιού που έσπρωχναν στην επιφάνεια του νερού τα κεφαλόπουλα, κόβοντας μικρές μπουκιές από το σώμα της. «Από τη στιγμή της αναχώρησης γλάροι συνοδεύουν το καράβι μας, χωρίς εμφανή προσπάθεια, σχεδόν χωρίς να φτεροκοπούν. Τ' όμορφο ευθύγραμμο πέταγμά τους μόλις βοηθιέται απ' την αύρα. Αίφνης, κάτι που πέφτει με πάταγο απ' τη μεριά των μαγέρικων χτυπά έναν λαίμαργο συναγερμό στο σμήνος των πουλιών, αναστατώνει το όμορφο πέταγμά τους κι ανάβει μια φωτιά από λευκά φτερά. Οι γλάροι στριφογυρίζουν ξετρελαμένοι, ύστερα, χωρίς να χάσουν την ταχύτητά τους, αφήνουν ένας ένας την ομάδα και πετούν καρφωτά προς τη θάλασσα».
Να και το Πιπέρι. Αυτό το νησί, που μοιάζει να αναδύεται από τη θάλασσα σαν φτερό καρχαρία, σηματοδοτεί τα μονοπάτια των ταξιδιών στις Κυκλάδες. Το βλέπεις πάντα όταν οι πλόες σου σε φέρνουν πέρα από το νότιο ακρωτήριο της Σύρου, το Σαν Μιχάλη. Πάντα οι πέτρες χάραζαν τις πορείες των ταξιδιών στο Αιγαίο, ειδικά ο σκληρός και κοφτερός οψιανός της Μήλου. Οπου τον συναντούμε εκτός του νησιού, έχει μια πολύ παλιά ιστορία ταξιδιών να μας διηγηθεί. Από πολύ παλιά, από τη Νεολιθική εποχή, τότε που ο άνθρωπος πάτησε σταθερά στα δυο του πόδια και έκανε το πρώτο βήμα πολιτισμού, βάζοντας ένα μικρό βότσαλο στα χέρια του νεκρού που έθαβε στο δάπεδο της σπηλιάς του. Το μέλλον αυτού του πολιτισμού που άρχισε έτσι συζητεί ο συνταξιδιώτης μου. Γι' αυτό ήρθε στην Ελλάδα, φιλοξενούμενος του Αγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού. Για να συζητήσει με επιφανείς Ελληνες - τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Φαίδωνα Βεγλερή, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Ευάγγελο Παπανούτσο - ό,τι ακόμη μας προβληματίζει και σήμερα, το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού: «Ενότητα και διαφορετικότητα, και ποτέ η μια χωρίς την άλλη. Αυτή δεν είναι ακριβώς η εκδοχή της Ευρώπης μας; Εζησε τις αντιφάσεις της και εμπλουτίστηκε από τις διαφορές της και από το συνεχές ξεπέρασμά τους δημιούργησε έναν πολιτισμό από τον οποίο εξαρτάται ολόκληρος ο κόσμος ακόμη και όταν τον απορρίπτουν».
Ο συνταξιδιώτης μου γράφει βιβλία και φιλοσοφεί με εικόνες, καθώς τα νησιά από το περασμένο στον λαιμό των λεόντων της Δήλου περιδέραιο των Κυκλάδων πέφτουν το ένα μετά το άλλο σαν πολύτιμες χάντρες του κομπολογιού του Απόλλωνα. Νησιά, νησάκια, ερημονήσια, μοναχικοί βράχοι, δακτυλικά αποτυπώματα μικρών ή μεγάλων θεών. Κανένα δεν μοιάζει με κανένα, ακολουθούν καρτερικά τη μοναχική και την παράλληλη πορεία τους στο Αιγαίο. Παλιά οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα νησιά ταξιδεύουν στον βαθύχρωμο, σχεδόν στο χρώμα του κρασιού, πόντο και οι θεοί παρακάλεσαν τη Δήλο να σταθεί για λίγο ακίνητη για να μπορέσει η Λητώ να γεννήσει τον Απόλλωνα. Τι μεγάλη τιμή! Ακόμη και ένα νησί θα απαρνιόταν την ταξιδιωτική φύση του για να συμμετάσχει σε ένα από τα μεγάλα θαύματα του αρχαίου και του νέου κόσμου, του φωτός στο Αιγαίο. Και πέτρωσε η Δήλος, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, μέσα στον χρόνο, δίπλα στη Μύκονο, τόσο κοντά και τόσο μακριά από το σήμερα και από το μέλλον. Και οι άνθρωποι είναι νησιά, τόσο απόμακροι όσο πρέπει για να μην ομογενοποιηθούν σε μια προσωπικότητα και τόσο κοντά ώστε να συνομιλούν και να συμπορεύονται. Αίνιγμα...
«Πού βρίσκεται το παράλογο του κόσμου; Μήπως είναι αυτή η ακτινοβολία ή μήπως η ανάμνηση της απουσίας της; Με τόσο ήλιο στη μνήμη πώς μπόρεσα να στοιχηματίσω στο παράλογο; Μένουν όλοι κατάπληκτοι ολόγυρά μου. Καμιά φορά μένω κατάπληκτος κι εγώ ο ίδιος. Θα μπορούσα ν' απαντήσω στους άλλους και στον εαυτό μου πως ο ήλιος τελικά με βοηθούσε σ' αυτό και πως το φως του με την πυκνότητα που έχει στερεοποιεί το σύμπαν και τις μορφές του μεταβάλλοντάς το σε λάμψη σκοτεινή».
Mία από τις ωραιότερες καμπύλες του Αιγαίου, ο τρούλος της εκκλησίας στην Οία
Φωτογραφία: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος
Και το παράλογο του ελληνικού καλοκαιριού; Κοιτάζουμε τη Σαντορίνη, τόση ομορφιά και τόση απειλή κλεισμένες μέσα στην Καλντέρα. Κάλλος και δέος, χαρά και φόβος, εξύψωση και καταβύθιση. Μπαίνουμε μέσα σε μια αγκαλιά που μοιάζει τόσο πολύ με της μάνας μας - γλυκιά και αυστηρή - ή μήπως ερωμένης, καυτής και επικίνδυνης; Ολα αυτά εξανεμίζονται σαν το κύμα που έρχεται από την άβυσσο και σβήνει πάνω στα μαύρα βότσαλα, σαν την έκπληκτη ματιά πάνω στις ωραιότερες καμπύλες του Αιγαίου, τους τρούλους των εκκλησιών της Οίας που αιωρούνται στο κενό. Ασπρα κτίσματα και άσπρα πανιά να ανεμίζουν πάνω στην καμένη γη. Μπορεί να είναι έτσι ο Παράδεισος;
Φωτογραφία: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος
Και το παράλογο του ελληνικού καλοκαιριού; Κοιτάζουμε τη Σαντορίνη, τόση ομορφιά και τόση απειλή κλεισμένες μέσα στην Καλντέρα. Κάλλος και δέος, χαρά και φόβος, εξύψωση και καταβύθιση. Μπαίνουμε μέσα σε μια αγκαλιά που μοιάζει τόσο πολύ με της μάνας μας - γλυκιά και αυστηρή - ή μήπως ερωμένης, καυτής και επικίνδυνης; Ολα αυτά εξανεμίζονται σαν το κύμα που έρχεται από την άβυσσο και σβήνει πάνω στα μαύρα βότσαλα, σαν την έκπληκτη ματιά πάνω στις ωραιότερες καμπύλες του Αιγαίου, τους τρούλους των εκκλησιών της Οίας που αιωρούνται στο κενό. Ασπρα κτίσματα και άσπρα πανιά να ανεμίζουν πάνω στην καμένη γη. Μπορεί να είναι έτσι ο Παράδεισος;
Σε τούτα τα μέρη ο ήλιος δεν χάνεται, αλλά πάει να βασιλέψει στην πίσω μεριά της Γης. Η δύση δεν είναι το τέλος μιας ημέρας που έφυγε και χάθηκε και μόνο μας γέρασε, αλλά η αρχή μιας νέας, που ανανεώνει τις ελπίδες μας. Η καινούργια μέρα είναι πάντα μια καλύτερη μέρα. Οπως πίσω από τον ορίζοντα υπάρχει η υπόσχεση ενός καλύτερου κόσμου. Τίποτε πιο συναρπαστικό από τη ζωή απέναντι στις γραμμές των οριζόντων, την αέναη πρόκληση για ταξίδι. Τα σημάδια των ταξιδιών των νησιωτών είναι κατ' αρχήν άυλα. Οι στεριανοί βλέπουν τον προορισμό τους και πηγαίνουν προς το μέρος του. Οι άνθρωποι των νησιών πηδούν μέσα στο ταξίδι και φεύγουν για το άπειρο.
«Και μόνοι με τον ορίζοντα. Τα κύματα έρχονται απ' την αόρατη Ανατολή, ένα ένα. Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ... Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Ετσι θα 'πρεπε ν' αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα».
Να, από εδώ επάνω, από την Παναγία του Καλάμου στην Ανάφη, η ματιά σου απλώνεται κατά τον Νότο, στη μεγαλύτερη έρημο του Αιγαίου. Ο ορίζοντας, λένε, ασκεί το βλέμμα. Ομως, όσο ασκημένο κι αν είναι το βλέμμα μας, δεν τον φτάνει, αλλά ξεκινάμε να πλεύσουμε προς τον μικρόκοσμο της Κάσου χωρίς να τον βλέπουμε. Και ακόμη πιο μικρός μικρόκοσμος τα Αρμάθια, μες στην ησυχία των μοναστηριών, βράχοι, με μια τούφα σκίνα και θυμάρια στην κορυφή δύο εξωτικών παραλιών, από τις ωραιότερες της Μεσογείου. Η αμμουδιά λάμπει όπως το αλάτι στα κοιλώματα των βράχων, διαχρονικά πολύτιμο.
«Ενα πρωί επιτέλους ρίχνουμε άγκυρα σ' έναν κόλπο γεμάτο παράξενη σιωπή και σημαδούρες από ακίνητα πανιά. Μόνο μερικά θαλασσοπούλια τσακώνονται στον ουρανό για κομματάκια από καλάμια. Κολυμπώντας φτάνουμε σε μια έρημη ακτή. Ολη τη μέρα βουτάμε στο νερό, ύστερα στεγνώνουμε πάνω στην άμμο. Οταν έρχεται το βράδυ, κάτω από τον ουρανό που πρασινίζει και οπισθοχωρεί, η θάλασσα, τόσο ήρεμη ήδη, γαληνεύει κι άλλο. Μικρά κύματα ξεφυσούν άχνες αφρού πάνω στη ζεστή αμμουδιά. Τα θαλασσοπούλια χάθηκαν. Μένει μόνο ένας χώρος προσφορά στο ακίνητο ταξίδι».
Η Κάρπαθος μας κάνει πάσα στη μικρή Χάλκη κι εκείνη στη μεγάλη Ρόδο. Κι εκείνη στη Λέρο. Κι η Λέρος στην Πάτμο, και η Πάτμος στο πολύνησο των Φούρνων. Το Ανατολικό Αιγαίο μάς εγκλωβίζει σε μαγεμένα φιόρδ. Φούρνοι, συναρπαστικά πολυεπίπεδοι, με το ένα τοπίο πίσω από το άλλο, σαν ντόμινο ωραίων εικόνων, που όταν πέφτει η μια εικόνα στη ζωή σου, την ακολουθεί μια συναρπαστική διαδοχή. Δες αυτό το νησάκι, μου λέει η Αρτεμις καθώς πηγαίνουμε προς Βλυχάδα. Δεν έχει μέρος να ακουμπήσει έτσι όπως ενώνεται ο ουρανός με τη θάλασσα. Είναι ο Μικρός Ανθρωποφάς, που τον είπαν έτσι γιατί γύρω του υπήρχαν πολλά σφουγγάρια και πολλοί καλύμνιοι βουτηχτές χτυπημένοι από τη νόσο των δυτών. Ή μπορεί γιατί έπεφταν πάνω του πολλά καράβια. Ποιος ξέρει; Αλλά ο μικρός βράχος που πάνω του ξεκουράζονται δύο θαλασσοπούλια, στον δρόμο για την Κεραμιδού της Θύμαινας, δεν κρύβει καμιά απειλή. Αντιθέτως, η Κεραμιδού κρύβει θαλπωρή για τον ταξιδιώτη, στο βάθος της αμμουδερής αγκαλιάς της.
«Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, απ' τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στον βυθό. Εδώ θέλω να έρθω να ζήσω και να εργαστώ. Και ξαφνικά συνέχισα τη σκέψη μου φωναχτά. Να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σε εκείνο το απόμερο σπιτάκι».
Η Λέσβος, ένα νησί «ωραίο και αρρενωπό», σύμφωνα με τον Αλμπέρ Καμί
Φωτογραφία: Clairy Moustafellou/www.iml.gr
Φωτογραφία: Clairy Moustafellou/www.iml.gr
Ο συνταξιδιώτης μου συνεχίζει να μονολογεί για τη Λέσβο των ποιητών: «Είναι πολύ ωραίο το νησί σου, Αγγελε, ωραίο και αρρενωπό. Οι ελαιώνες, οι καταπράσινοι λόφοι, καμπύλες τρυφερές σαν ασημοντυμένες οδαλίσκες λικνίζονται στον αιγαιοπελαγίτικο αγέρα και παντρεύονται αρμονικά με τα ψηλά βουνά που τις καμαρώνουν ξαπλωμένες νωχελικά στα πόδια τους. Βουνά που αγναντεύουν πέρα την Ανατολή, κληρονόμοι περήφανοι της ιωνικής φιλοσοφίας. (...) Από τότε, η Ελλάδα πλανιέται κάπου μέσα μου, στα όρια της μνήμης μου, ακατάπαυστα. (...) Καταλαβαίνετε; Είναι ο τόπος των θεών και ό,τι ζητήσεις σου το δίνουν».
Ιδέες και αποσπάσματα πήραμε από τα βιβλία του Αλμπέρ Καμί «Το καλοκαίρι» (μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδόσεις Πατάκη), «Καμί - Η ευτυχία και το παράλογο αχώριστα παιδιά της ίδιας Γης» (των Λευτέρη Ξανθόπουλου, Νίκου Μπακουνάκη, Φωτεινής Τσαλίκογλου, εκδόσεις Καστανιώτη), «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού, Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης υπό την προεδρία του Αγγελου Κατακουζηνού» (Αντί προλόγου - επίμετρο Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάτου, εισαγωγή Ξένη Δ. Μπαλωτή, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδόσεις Πατάκη), «Συντροφιά με τον Albert Camus» (της Λητώς Κατακουζηνού, εισαγωγή Γκόλφω Μαγγίνη, έκδοση Ιδρυμα Αγγέλου και Λητώς Κατακουζηνού).
Μαστροπαύλος Νίκος Γ.
15-6-2015
http://www.tovima.gr/vimagazino/views/article/?aid=712632
Ο Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus, προφέρεται: [albɛʁ kamy], 7 Νοεμβρίου 1913 - 4 Ιανουαρίου 1960) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, ιδρυτής του Theatre du Travail (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός. Χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του Ο Ξένος και Η Πανούκλα, στα θεατρικά του έργα Καλλιγούλας και Οι δίκαιοι και τέλος στα φιλοσοφικά του δοκίμια Ο Μύθος του Σίσυφου και Ο επαναστατημένος άνθρωπος. Τιμήθηκε το 1957 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Albert Camus at the age of seven (center, wearing black) in his uncle’s workshop, Algiers, 1920
Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1913 στην Αλγερία από πατέρα Γάλλο χωρικό, μητέρα Ισπανίδα και μεγάλωσε μέσα στην ένδεια. Ο πατέρας του, Λυσιέν, εργαζόταν για έναν έμπορο κρασιού σε ένα οινοπαραγωγικό κτήμα κοντά στο Μοντοβί (Mondovi) της Αλγερίας, όπου γεννήθηκε και ο Αλμπέρ. Επιστρατεύθηκε όμως τον Σεπτέμβριο του 1914 και ο τραυματισμός του στη μάχη του Μάρνη τον οδήγησε στον θάνατο στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Ο μικρός Αλμπέρ θα γνωρίσει τον πατέρα του μέσα από μία φωτογραφία και μία σημαντική οικογενειακή ιστορία: την περιγραφή της έντονης αποστροφής που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μίας εκτέλεσης. Μετά το θάνατο του Λυσιέν η οικογένεια εγκαθίσταται στο Αλγέρι. Ο Αλμπέρ κάνει τις σπουδές του έχοντας την υποστήριξη των καθηγητών του (μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τον Ζαν Γκρενιέ, που θα παρουσιάσει στον μαθητή του το έργο του Νίτσε). Ξεκινά να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα φιλοξενούνται στο περιοδικό Sud το 1932. Μετά το απολυτήριο λυκείου (bac) παίρνει πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία (lettres), της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά η φυματίωση τον εμποδίζει να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation).
To 1935, ξεκινά το L' Envers et l' Endroit, που θα εκδοθεί δύο χρόνια αργότερα. Ιδρύει το Θέατρο της Εργασίας (le Théâtre du Travail) στο Αλγέρι που αργότερα (1937) μετονομάζει σε Θέατρο της Ομάδας. Στο μεσοδιάστημα, εγκαταλείπει το κομμουνιστικό κόμμα δύο χρόνια μετά την εγγραφή του σε αυτό. Εργάζεται στην εφημερίδα Front populaire (Λαϊκό μέτωπο), του Πασκάλ Πιά (Pascal Pia). Η έρευνα που κάνει Μιζέρια της Καμπυλίας θα συναντήσει αντιδράσεις. Το 1940, η κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ. Εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει τον Ξένο (L' Étranger, 1942) και το δοκίμιο Ο μύθος του Σίσυφου (Le Mythe de Sisyphe, 1942) και θα αναπτύξει τις φιλοσοφικές του θέσεις. Σύμφωνα με τη δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου» – ο οποίος θα συμπληρωθεί αργότερα με τα θεατρικά έργα Η παρεξήγηση (Le Malentendu) και Καλιγούλας (Caligula, 1944). Το 1943 προσλαμβάνεται ως εκδότης από τον εκδοτικό οίκο Gallimard και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας Combat(Μάχη), που συγκέντρωσε μερικές από τις σημαντικότερες υπογραφές Γάλλων αριστερών διανοουμένων, όταν ο Π. Πια κλήθηκε να προσφέρει από άλλες θέσεις στη Γαλλική Αντίσταση. Το 1947, διαφωνώντας με τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας, ο Καμύ την εγκαταλείπει. Συνεχίζει το λογοτεχνικό έργο με την παραγωγή του «κύκλου της εξέγερσης», που περιλαμβάνει ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, την Πανούκλα (1947), αλλά και άλλα έργα, λιγότερο δημοφιλή: L' État de siège (1948), Οι δίκαιοι (1949) και Ο επαναστατημένος άνθρωπος (L' Homme révolté) (1951).
Το 1952 έρχεται σε ρήξη με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ με την δημοσίευση στο περιοδικό Μοντέρνοι καιροί (Les Temps modernes) του άρθρου από τον Ανρί Ζανσόν (Henri Jeanson) που προσάπτει στην εξέγερση του Καμύ ότι είναι «εκ προθέσεως στατική». Το 1956, στο Αλγέρι, πρότεινε την «πολιτική ανακωχή» ενώ μαινόταν ο πόλεμος. Εκδίδει την Πτώση (La Chute), ένα απαισιόδοξο βιβλίο. Το 1957 τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Ο Καμύ βρίσκει τον θάνατο στις 4 Ιανουαρίου 1960, πριν προλάβει να συμπληρώσει τα 47 του, σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στο (Πτι) Βιλμπλεβέν της Υόν (Yonne), όταν ο οδηγός και συγγενής του στενού του φίλου Γκαλιμάρ παρεκκλίνει της πορείας του και ρίχνει το αυτοκίνητο μάρκας Facel-Vega σε ένα δέντρο. Οι εφημερίδες της εποχής κάνουν λόγο για υπερβολική ταχύτητα (130 χλμ/ω), αδιαθεσία του οδηγού ή σκάσιμο του ελαστικού, αλλά ο συγγραφέας Ρενέ Ετιάμπλ διαβεβαιώνει ότι μετά από επίμονες μελέτες είχε στα χέρια του αποδείξεις ότι η Facel-Vega ήταν ένα κινητό φέρετρο - ωστόσο καμία εφημερίδα δεν δέχτηκε να τις δημοσιεύσει.
Ο Καμύ τάφηκε στο Λουρμαρέν (Lourmarin) της Βωκλύζ (Vaucluse), όπου είχε αγοράσει μία κατοικία.
Στο περιθώριο των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία πίστεως στον Θεό, στην ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, τον Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό. Δεν σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση.
Ο Αλμπέρ Καμύ παραδόθηκε στη διαρκή εναλλαγή για να αποφύγει τη "συνήθεια", ωστόσο διατήρησε μία και μοναδική ως την τελευταία ημέρα της ζωής του: να γράφει για τους ανθρώπους, για "τα παθήματα της ψυχής" και για το "παράπονο των εγκλείστων στον εαυτό τους" ανθρώπων. Το σύνολο του έργου του (αριθμεί 30 βιβλία) είχε ευρύτατη απήχηση και μεταφράστηκε στις περισσότερες χώρες. Ο Καμύ ήταν ο κατ' εξοχήν "ανθρώπινος" συγγραφέας, ο κατ' εξοχής ανθιστάμενος στην κωμωδία της καθημερινότητας, ο πραγματικός αναλυτής των "μάταιων πράξεων", όπως γράφει ο ίδιος θέλοντας να χαρακτηρίσει την αγωνία του θανάτου.
(...)
Σ Χ Ε Τ Ι Κ Α
Albert Camus - Αποφθέγματα
Camus & Algeria: The Moral Question
Camus and his women. Apart from his books, Albert Camus also liked writing love letters: he was an obsessive womaniser whose constant affairs drove his second wife to mental breakdown. Olivier Todd's new biography reveals all, says Peter Lennon
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
Camus & Algeria: The Moral Question
Camus and his women. Apart from his books, Albert Camus also liked writing love letters: he was an obsessive womaniser whose constant affairs drove his second wife to mental breakdown. Olivier Todd's new biography reveals all, says Peter Lennon
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2014) | Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού, Εκδόσεις Πατάκη |
(2013) | Γράμματα σ' ένα φίλο Γερμανό, Εκδόσεις Πατάκη |
(2013) | Ο επαναστατημένος άνθρωπος, Εκδόσεις Πατάκη |
(2012) | Ο καλλιτέχνης και η εποχή του, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2011) | Οι δίκαιοι, Νεφέλη |
(2010) | Η πτώση, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2010) | Ο ευτυχισμένος θάνατος, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2008) | Οι γάμοι, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2007) | Ο μύθος του Σισύφου, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2006) | Το καλοκαίρι, Εκδόσεις Πατάκη |
(2005) | Η εξορία και το βασίλειο, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2005) | Ο ξένος, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2004) | Αλμπέρ Καμύ, Στιγμή |
(2004) | Η πτώση, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2003) | Σκέψεις για την τρομοκρατία, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2001) | Η πανούκλα, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2000) | Η θάλασσα σε απόσταση αναπνοής, Απόστροφος |
(2000) | Η καλή και η ανάποδη, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2000) | Καλιγούλας, Όμβρος |
(1999) | Οι δίκαιοι, Ελεύθερος Τύπος |
(1998) | Η παρεξήγηση, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ |
(1997) | Η πανούκλα, Ζήτρος |
(1996) | Ο ξένος. Γράμματα σ' ένα Γερμανό φίλο. Η πανούκλα, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός |
(1996) | Ο ξένος. Η πανούκλα. Η πτώση, Εξάντας |
(1995) | Ο ξένος, Μίνωας |
(1995) | Ο πρώτος άνθρωπος, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη |
(1993) | Η εξορία και το βασίλειο, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. |
(1992) | Η εξορία και το βασίλειο, Δαμιανός |
(1992) | Ο ευτυχισμένος θάνατος, Δαμιανός |
(1990) | Η πανούκλα, Γράμματα |
(1989) | Εξέγερση στις Αστούριες, Κατσάνος |
(1989) | Η πανούκλα, Μπουκουμάνης |
(1989) | Η πανούκλα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. |
(1989) | Ο ευτυχισμένος θάνατος, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. |
(1989) | Ο ξένος, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. |
(1988) | Γράμματα σ' ένα φίλο Γερμανό, Νεφέλη |
(1988) | Η πτώση, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ |
(1988) | Η πτώση, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. |
(1987) | Η πτώση, Γράμματα |
(1987) | Σημειωματάρια, Εξάντας |
(1984) | Καλιγούλας, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ |
(1981) | Απ' την καλή κι απ' την ανάποδη, Αστάρτη |
(1973) | Ο μύθος του Σίσυφου, Μπουκουμάνης |
(1971) | Ο επαναστατημένος άνθρωπος, Μπουκουμάνης |
(1971) | Ο ξένος. Γράμματα σ' ένα Γερμανό φίλο, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός |
Η εξορία και το βασίλειο, Κατσάνος | |
Η πανούκλα, Δαμιανός | |
Καλιγούλας, Κατσάνος | |
Ο ευτυχισμένος θάνατος, Κατσάνος | |
Ο μύθος του Σίσυφου, Δαμιανός | |
Ο ξένος, Δαμιανός | |
Ο ξένος, Κατσάνος | |
Ούτε δήμιοι ούτε θύματα, Ελεύθερος Τύπος |
"The Stranger" by Albert Camus
(1967)
Dir. Luchino Visconti
English,Italy Audio