Νικόλαος Δραγούμης


Ο Νικόλαος Σ. Δραγούμης (Αθήνα 1874- Αθήνα 1933) ήταν ζωγράφος και πρωτότοκος γιος του Στεφάνου Δραγούμη και της Ελισάβετ Κοντογιαννάκη (βλ. Οικογένεια Δραγούμη ). Έχει αναφερθεί ως ο "Βαν Γκογκ της Ελλάδας", εξαιτίας του γεγονότος ότι περιπλανήθηκε σε αρκετά ψυχιατρικά ιδρύματα της Ευρώπης, πριν καταλήξει πίσω στην Αθήνα και το Δρομοκαΐτειο, όπου και απεβίωσε, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι ήταν ένας εξαιρετικός ιμπρεσιονιστής , πρόδρομος του ευρωπαϊκού ρεύματος του ιμπρεσιονισμού στην Ελλάδα. Η ζωή του Νικόλαου Δραγούμη έγινε θεατρικό έργο με τίτλο με το έργο «Η σκιά του ειδώλου» του συγγραφέα Γρηγόρη Χαλιακόπουλου . Οι τεχνοκριτικοί αξιολογούν ότι ο Ν. Δραγούμης επηρεάστηκε από τον Βαν Γκογκ , γενικά από τους ζωγράφους της Ομάδας Ναμπί, την ιαπωνική ξυλογραφία υπό την οπτική γωνία του εξωτισμού,  που επηρέασε τους ιμπρεσιονιστές και μερικώς από τον 




Στον αισθητικά ζωγραφικό κόσμο του Νίκου Δραγούμη

Ένας καλλιτέχνης που ποτέ δεν θέλησε να πουλήσει κανέναν πίνακά του, επειδή πίστευε πως η αληθινή τέχνη είναι ιερή και μη εμπορεύσιμη, τιμάται από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, μέσα από την έκθεση «Νίκος Δραγούμης, ο ζωγράφος 1874 - 1933», η οποία εγκαινιάζεται στο Μέγαρο Εϋνάρδου, σήμερα, Πέμπτη 7 Μαΐου, στις 8 το βράδυ.

Στον χώρο της έκθεσης, η οποία συνοδεύεται από ομότιτλο κατάλογο με κείμενα των Μάρκου Φ. Δραγούμη, Φίλιππου Στ. Δραγούμη, και Νίκου Π. Παΐσιου, και με εικονογραφημένο χρονολόγιο και μαρτυρίες για τη ζωή του, θα προβάλλεται το ντοκιμαντέρ της Κλεώνης Φλέσσα, «Νίκος Δραγούμης, ένας ζωγράφος στη σκιά της ιστορίας».



Με αγάπη στη λεπτομέρεια και τις ευαίσθητες γραμμές

Γεννημένος στην Αθήνα, το 1874, ο Νίκος Δραγούμης ήταν πρωτότοκος γιος του πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη και αδερφός του πολιτικού και συγγραφέα Ίωνα Δραγούμη. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, πήγε στο Παρίσι, για να προετοιμαστεί για τις εισιτήριες εξετάσεις για τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Απέτυχε και γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Σορβόννης, από όπου αποφοίτησε με πολλές δυσκολίες.

 Εγκατέλειψε τα νομικά, τα οποία ποτέ δεν αγάπησε, αλλά αναγκάστηκε, από την οικογένειά του, να  σπουδάσει. Αυτήν την περίοδο, έχουμε μόνο λίγα σχέδιά του, που, αν και σχέδια ενός πρώιμου αδιαμόρφωτου ακόμα ταλέντου, διαγράφουν σε γενικές γραμμές τις αρχές, που επικράτησαν στον ώριμο ζωγραφικό του βίο: την αγάπη στη λεπτομέρεια και τις ευαίσθητες γραμμές του σχεδίου.

Ξεκίνησε μαθήματα στην ιδιωτική σχολή τέχνης Académie Julian, και, τα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν τα πιο παραγωγικά και χαρακτηριστικά. Σταδιακά, εγκατέλειψε το Παρίσι για την Προβηγκία, όπου διέμεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Από την περίοδο αυτή, προέρχεται και ο μεγαλύτερος αριθμός των σωζόμενων έργων του.

 Ήταν σαφής η προτίμησή του να ταυτίζεται συχνά με θέματα εργατικά - αγροτικά, που ξεφεύγουν από την απεικόνιση αστικών ή μεγαλοαστικών προτύπων, ιδιαίτερα μετά τη ρήξη με την οικογένειά του, που τον έκανε να ζει με πενιχρά οικονομικά μέσα.

Το 1911, του εκδηλώθηκε ψυχικό νόσημα και νοσηλεύτηκε σε διάφορα ψυχιατρικά ιδρύματα. Τη διετία 1912 - 1914, εμφάνισε σχετική ύφεση των συμπτωμάτων και κατόρθωσε να δουλέψει για λίγο στην Αττική και την Άνδρο. Αν και δεν ήταν πια κύριος και απόλυτος κάτοχος των εκφραστικών του μέσων, έδωσε λαμπρά σχέδια, που έκαναν ακόμα πιο αισθητή την οριστική του καλλιτεχνική απώλεια από το 1914 και μετά. Πέθανε το 1933, μετά από εικοσαετή εγκλεισμό στη Γενεύη και την Αθήνα.

  Άκακος, ευγενικός και επαναστάτης

O αδερφός του, Φίλιππος Στ. Δραγούμης, έγραψε για αυτόν: 
«Ο Νίκος, άκακος, ευγενικός και αξιαγάπητος άνθρωπος, αν και επαναστατικής ιδιοσυγκρασίας - και, κάποτε, θυμώδης - είναι, πιθανόν, ο πρώτος που έφερε στην Ελλάδα την ιμπρεσιονιστική τεχνοτροπία και το χωρίς βαθμιαία φωτοσκίαση, σχεδόν διακοσμητικό, σχεδίασμα με νερόχρωμα και gouache (πηχτό, συνήθως άσπρο χρώμα) πάνω σε σκοτεινό αδρό χαρτί (στρατσόχαρτο).

Ήταν φιλόσοφος, στωικός, κάθε άλλο, όμως, παρά αυστηρός. Αντίθετα, ήταν χαρούμενος, αμέριμνος και ειρωνικός, χωρίς κακία, αγαπούσε στο έπακρο την ελευθερία και μισούσε κάθε συμβιβασμό ηθικό και κοινωνικό, κάθε υποκρισία και κάθε επιτήδευση, λάτρευε τη φύση και απεχθανόταν θανάσιμα τις προόδους της τεχνικής και της μηχανικής. Υπεραγαπούσε την ελεύθερη φύση και προσπαθούσε με μεγάλη ασκητικότητα να προσαρμόζεται στους φυσικούς νόμους. Δεν τον ένοιαζε τι λέγουν ή τι κάνουν οι αστοί.

Μάλλον, με τα φερσίματα και το ντύσιμό του, περιφρονούσε και κορόιδευε τους συμβατικούς τους κανόνες ζωής και τρόπους συμπεριφοράς, αν και πάντα το έκανε με ευγένεια, χωρίς να τους προσβάλλει και χωρίς κακία για κανέναν. Αγαπούσε την απλοϊκή και αβίαστη φυσικότητα των χωρικών, τον εύρωστο και ανεπηρέαστο από τον μηχανικό πολιτισμό τρόπο ζωής τους κοντά στην ελεύθερη φύση.

Ο Νίκος ποτέ δεν θέλησε να πουλήσει κανέναν του πίνακα, γιατί πίστευε πως η αληθινή τέχνη είναι ιερή και μη εμπορεύσιμη. Επίσης, πίστευε πως δεν είναι σωστό, με την τέχνη, να επιδιώκεται η απόδειξη καμιάς ιδέας η θεωρίας μη αυστηρά καλλιτεχνικής. Ήταν οπαδός της αρχής του “L’ artpourl’ art”, του ότι, δηλαδή, η τέχνη αποτελεί απλή έκφραση του ψυχικού αισθητικού κόσμου τού καλλιτέχνη και τίποτε περισσότερο».

naftemporiki.gr