Rafael Chirbes-''Στην άκρη του γκρεμού'':Το απόλυτο μυθιστόρημα για την κρίση
Η απόλυτη τραγικότητα των συνεπειών της κρίσης συμπυκνώνεται σ’ αυτή τη φράση.
Γύρω από αυτήν, ο Ραφαέλ Τσίρμπες κτίζει ένα κορυφαίο μυθιστόρημα για την αποκτήνωση στην οποία οδηγούνται οι θύτες και τα θύματά της, οι ηττημένοι όσο και οι νικητές αυτού του πολέμου.
Ενός πολέμου που συνεχίζεται επειδή ακριβώς όλοι εννοούμε κάτι τελείως διαφορετικό με τη λέξη «ζωή».
Ο σπουδαίος Ισπανός συγγραφέας μας μεταφέρει λοιπόν στην «'Ακρη του γκρεμού»(Κέδρος, σε θαυμάσια μετάφραση της Βασιλικής Κνήτου), στην άκρη του πεσιμισμού, στην άκρη της απογοήτευσης και της αντοχής, αλλά και στην άκρη της αλαζονείας, και της διαφθοράς, και της σαπίλας, για να δούμε πόσο διαφορετικός είναι ο πανικός που κρύβει η κοινή φράση «κανείς δεν μας προετοίμασε γι’ αυτήν την κατάσταση», πόσο διαφορετική χημική σύνθεση έχουν τα δάκρυα του καθενός μας.
Οι μεν, μετά-τη-ζωή χάνουν την κυριότητα του κορμιού τους, την υγεία τους, τον λόγο ύπαρξής τους· οι δε, χάνουν την απόλαυση του ανθρωποκυνηγητού· κι απ’ την πλευρά του, ο κεντρικός αφηγητής ξεκινά μια κάθοδο στον Αδη.
Στην Ισπανία, η κρίση δεν «ήρθε» ξαφνικά, μας λέει ο Τσίρμπες. Και γνωρίζουμε πια ότι το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Πορτογαλία όπου υπήρξαν ισχυρά αριστερά κινήματα.
Η κρίση, τονίζει, κυοφορούνταν από το 1939 που οι φαλαγγίτες πήραν αμπάριζα τα όνειρα των Δημοκρατικών, και ερχόταν από τον θάνατο του Φράνκο και τη «Μετάβαση» στη… διαφθορά.
Ετσι έβγαλε στην επιφάνεια όλα τα σκατά που έκρυβε η κοινωνία για περισσότερο από μισόν αιώνα. Αυτό άλλωστε κάνει καθημερινά ο κεντρικός αφηγητής: ξεσκατίζει τον 90χρονο πατέρα του, αλλοτινό μαχητή, ανίκανο πια να αυτοεξυπηρετηθεί.
Η δράση εκτυλίσσεται τον Δεκέμβριο του 2010 σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, δίπλα σε έναν βάλτο που έχει καταπιεί τα ίχνη και τη μνήμη των εγκλημάτων του παρελθόντος.
Είναι ένας τόπος ανθυγιεινός και μολυσματικός που έγινε το θέατρο ενός οικοδομικού «μπουμ» και σερβιριζόταν ως τουριστικός παράδεισος για λεφτάδες συνταξιούχους.
Ετσι οργανώθηκε η χρυσή ανάκαμψη της Ισπανίας, όμως όλα αυτά είναι πια παρελθόν και το τοπίο θυμίζει «περιοχή στην οποία έχει επιβληθεί εκεχειρία».
Ωσπου η χρεοκοπία ενός αδηφάγου επιχειρηματία από τους αυτοδημιούργητους του ’80 θα δώσει το σύνθημα: «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Κι όλα τα στόματα θα ανοίξουν. Κι όλα τα νύχια θα φανερωθούν.
Οι αθώοι και οι άκακοι θα λερωθούν όπως και οι ένοχοι.
Ο Τσίρμπες ήταν 61 χρόνων το 2010, και ήταν ήδη πολύ απαισιόδοξος.
Νομίζουμε, γράφει, πως όταν τα πράγματα φτάνουν στα όριά τους, γεννούν ήρωες και αγίους. Νομίζουμε ότι σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές οι άνθρωποι φανερώνουν τον αληθινό εαυτό τους. Λάθος. Ολοι αλλάζουν τον ρόλο που έπαιζαν, σαν να σπεύδουν να πετάξουν μια μεταμφίεση.
Τι σημαίνει λοιπόν «αληθινοί άνθρωποι», αναρωτιέται ο αφηγητής. «Αν δεν σημαίνει τίποτα, τι νόημα έχει η ζωή; Τι θα απογίνουμε αν δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι;»
Το επίτευγμα αυτού του σπουδαίου Ισπανού συγγραφέα είναι ότι δημιουργεί υψηλή λογοτεχνία και φιλοσοφεί τα της ανθρώπινης συνθήκης, με πρώτη ύλη την επικαιρότητα της κρίσης στις πιο ωμές λεπτομέρειές της.
Την περιγράφει ρεαλιστικά μέσα από μια πλειάδα σύνθετων και καλοδουλεμένων χαρακτήρων, της δίνει αλληγορική διάσταση, τη σχολιάζει ειρωνικά, τη ζυγίζει ηθικά και την αναστοχάζεται εντάσσοντάς την σε ένα ιστορικό πλαίσιο που αγκαλιάζει τρεις γενιές.
Χωρίς καθόλου να πολιτικολογεί, γίνεται εντέλει βαθύτατα πολιτικός.
«Ο λαγός ήμουν εγώ»
Ο κεντρικός αφηγητής της Ακρης του γκρεμού είναι ένας άνθρωπος ακυρωμένος εξαιτίας των επιλογών του που δεν είχαν ποτέ ως κριτήριο το συμφέρον αλλά μάλλον την επιθυμία γι’ αυτό που θα τον κατέστρεφε.
Σημαδεμένος από έναν σφοδρό νεανικό έρωτα και από έναν αριστερό πατέρα που του μετέδωσε «τον απελπισμένο τρόπο του να κοιτάζει τον κόσμο», βάλτωσε στην κωμόπολη χωρίς να αναπτύξει φιλοδοξίες και κατέληξε μοναχικός, να διαχειρίζεται το οικογενειακό ξυλουργείο, να ξεδίνει στις πουτάνες και στη χαρτοπαιξία με μια παρέα που δεν εκτιμά και να συνεταιρίζεται στα γεράματά του με τον καρχαρία της περιοχής.
Μ’ αυτόν τζογάρισε το σύνολο της οικογενειακής του περιουσίας, ελπίζοντας επιτέλους να ξεφύγει. Ομως όταν ο συνεταίρος του φαλίρισε και έγινε καπνός, εκείνος καταστράφηκε. «Ο λαγός ήμουν εγώ. Κυνηγούσα τον εαυτό μου, και το θήραμα μου ξέφυγε. Τι να κάνουμε…»
Το ενδιαφέρον στον Τσίρμπες είναι ότι ως κριτήριο του απολογισμού του παίρνει όχι την οικονομική χρεοκοπία αλλά τη χρεοκοπία της αλήθειας, των ονείρων, των ιδανικών, των συναισθημάτων.
Οι συνταρακτικές αναφορές του στα κατοικίδια καθρεφτίζουν ακριβώς τον βαθμό διάβρωσης των ανθρώπινων συνειδήσεων γύρω του.
Ποιος άραγε είναι χειρότερος; Ο κυνηγός ή το θήραμα που αντιγράφει τον κυνηγό; Ο εκμεταλλευτής αδελφός; Ο εκβιαστής συνεργάτης; Η οικιακή βοηθός που απειλεί τον κατεστραμμένο εργοδότη-ευεργέτη της; Ο παπατζής λαθρέμπορος εργατικών χεριών με τα πατρικά κεφάλαια στην Ελβετία;
Ο γιος του φαλαγγίτη που οργάνωσε την αναβάπτισή του, ζώντας μποέμικα, κάνοντας τον επαγγελματία συγγραφέα και καταλήγοντας διαπλεκόμενος οινολόγος και δανδής;
Τα παιδιά των οπορτουνιστών της μεταπολεμικής περιόδου που χώθηκαν στην πολιτική το ’80, οι μεσοαστοί που προέρχονται από τη χωρίς συνείδηση εργατική τάξη ή οι μετανάστες που γίνονται τζιχαντιστές;
Ο αφηγητής διαπιστώνει ότι το ψέμα αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου καλύτερα από την αλήθεια και δεν έχει αυταπάτες για τις ανθρώπινες αδυναμίες. Ωστόσο, ακόμα και μετά-το-τέλος διεκδικεί τη στοργή, την ενσυναίσθηση, την κατανόηση, ένα ειλικρινές βλέμμα. Διότι αυτή είναι η αληθινή δύναμη: «να ζωντανέψεις κάτι που είναι νεκρό».
Η χαριστική βολή
Ο Ραφαέλ Τσίρμπες επιφυλάσσει μια χαριστική βολή στον αναγνώστη.
Στην αρχή του βιβλίου, ο αφηγητής σκέφτεται πως για να αντέξει κανείς τα απανωτά πλήγματα χρειάζεται «μια γερή δόση ιδεαλισμού· η ικανότητα να ξεγελά κανείς τον εαυτό του».
Στο τέλος του βιβλίου όμως, θριαμβεύει ο κυνισμός.
Οι ανελέητοι κυνηγοί του κέρδους ανακυκλώνονται και η ειρωνεία είναι ότι προσαρμόζονται θαυμάσια στο τοπίο που κατέστρεψαν.
Ο τυχοδιώκτης π.χ. που ξεγέλασε πρώτος τους υπόλοιπους «βλέπει» πως οι νέες εποχές «είναι λιγότερο αγχώδεις», «λιγότερο σαρκικές» και «λιγότερο χημικές».
Αφού ο κόσμος… δεν τρέχει πέρα-δώθε με αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού ούτε με νταλίκες γεμάτες εμπορεύματα, αφού τα μπουρδέλα είναι άδεια όπως και τα συμβολαιογραφεία, αφού «η κοκαΐνη είναι χειρίστης ποιότητας και ζούμε λιγότερο έκφυλα»!
Είναι πια «της μόδας να είσαι φτωχός και να σου κατάσχουν το σπίτι» και ο«εργατικός επιχειρηματίας εκτιμάται περισσότερο από τον σπεκουλαδόρο».
Ναι, καταλήγει, ήρθαν εποχές πολύ «πιο βαρετές και θλιβερές» απ’ όσο φανταζόταν… Αλλά δεν θα κλαίμε κιόλας για τα περασμένα!
Μαύρο χιούμορ του Τσίρμπες ή πραγματικότητα στην Ευρώπη του 2015;
30.05.2015
Μικέλα Χαρτουλάρη
http://www.efsyn.gr/arthro/apolyto-mythistorima-gia-tin-krisi
Rafael Chirbes-''Στην άκρη του γκρεμού''
Μια χώρα και μια ζωή σαν βάλτος
Ένας βάλτος και τριγύρω άνθρωποι που ζουν σε μια πόλη που βυθίζεται και η πόλη είναι σε μια χώρα που σιωπά μέσα στη δίνη της κρίσης και όλους τους παρασέρνει αυτός ο βούρκος, το πηγμένο νερό με τις ακαθαρσίες, τα απόβλητα, τα σκουπίδια, το καθημερινό ρήμαγμα. Ο Ραφαέλ Τσίρμπες γράφει για τους απλούς ανθρώπους της Ισπανίας που βίωσαν τα επίχειρα της οικονομικής κατάρρευσης, με έναν τρόπο απόλυτα ξεκάθαρο. Δεν εξυψώνει τη μοίρα τους, δεν ωραιοποιεί τις αφαιρέσεις τους, δεν ντύνει την κτηνωδία με την πολιτική επίφαση της εποχής, δεν ψάχνει λύσεις και διεξόδους. Τίποτα από όλα αυτά δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα: μόνο αυτή η άκρη του γκρεμού που όλους θα τους καταπιεί. Ο βάλτος που εξανθρωπίζεται που γίνεται ένα με τις ζωές τους.
Ακυρωμένα όνειρα, ενοχές που παραχώθηκαν για χρόνια κάτω από στρώματα δέρματος και ψευδών, απατεωνιές που έβρισκαν εύκολο καθαρμό, θύελλες ιλαροτήτων που τις παράσερνε η πρότερη ευζωία, κακόβουλοι πόθοι που έβρισκαν δίοδο μέσω του εύκολου χρήματος και πάντα αυτή η αδήριτη\ψευδεπίγραφη\παραλογισμένη ανάγκη για χρήμα – περισσότερο χρήμα και δύναμη και μια έκρηξη δίβουλης χαράς. Γι’ αυτά γράφει ο Τσίρμπες. Για τους ανθρώπους που πέφτουν σαν χάρτινοι πύργοι, για τις ζωές τους που άλλο δεν έχουν να δώσουν παρά μόνο τη φθορά τους, για μια χώρα που δεν πεθαίνει, αλλά έχει καταληφθεί από μια νεκρική έκφραση.
Ο Εστεμπάν είναι η κεντρική φιγούρα τούτου του πολύεδρου μυθιστορήματος. Ένας οποιοσδήποτε Εστεμπάν. Ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι Ισπανός, Έλληνας, Πορτογάλος, ή Ιταλός. Ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας με το αναγκαίο φορτίο ενοχών, ανεκπλήρωτων παθών – με τα λάθη και τις δολιότητές του. Ο καθένας μας άλλωστε κουβαλάει το δικό του φορτίο. Ο καθένας περιελίσσεται στους δαιδάλους που η ζωή του έχει σχηματίσει.
Ο Εστεμπάν είναι ένας ξυλουργός – όχι ένας τεχνίτης, δεν επαίρεται για τη μαστοριά του. Δεν ακολούθησε αυτή η δουλειά για να διασώσει την οικογενειακή παράδοση (παππούς και πατέρας, ομοίως, ήταν ξυλουργοί), αλλά διότι δεν είδε κανένα όνειρό του να πηγαίνει καλά. Εντέλει, δεν διασώθηκε. Η επιχείρησή του, υπό το βάρος της κρίσης, κατέβασε ρολά. Απέλυσε τους εργαζόμενους του, θάφτηκε κάτω από ένα κύμα χρεών με μια ανημποριά βασανισμένη από το αναπόδραστο κύλισμά στο παρελθόν του. Τι πήγε λάθος; Τι δεν μετρήθηκε σωστά; Πώς και μια σειρά από απογοητεύσεις τον ανάγκασαν να μείνει στην ταπεινή Όλμπα – ένα χωριό της Ισπανίας με τον σιωπηλό βάλτο της να περιζώνει, καθώς μέσα της κρύβει μυστικά, πτώματα, σκουπίδια και μια οριστικότητα θανάτου. Είδε τη γυναίκα του να τον εγκαταλείπει για τα θέλγητρα και τα πλούτη του φίλου του που και αυτός κατάγεται από μια οικογένεια που έφτιαξε πλούτη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο. Είδε τη ζωή του να γίνεται ρημαδιό και το κλείσιμο της επιχείρησής του ήταν μόλις η άκρη του παγόβουνου. Από κάτω θάλλει ένας πλήρης, παγωμένος όγκος – η ζωή του. Πιεσμένος από τον αυταρχικό πατέρα του (άλλη μια ματαιωμένη φύση) απέτυχε να γίνει γλύπτης και έτσι και ξέμεινε στο ξυλουργείο της οικογένειας. Και όταν προσπάθησε να ανοίξει λίγο τα φτερά του, υποθηκεύοντας τα πάντα για μια συνεργασία με ένα από τα τοπικά γεράκια, βρέθηκε στο κενό. Η κρίση τον χτύπησε καίρια. Πριν, όμως, συμβούν όλα αυτά, είχαν προηγηθεί πάμπολλα επεισόδια μιας ζωής δίχως ειρήνη με τον εαυτό της – μια πλημμυρίδα απογοητεύσεων και καταπιεσμένων ελλείψεων.
Ο Εστεμπάν, λίγο πριν έρθει το φυσικό τέλος του, ζει με τον πατέρα του που είναι πλέον σαν φυτό, δέχεται με ευχαρίστηση -και με μια κρυφή πατρική θωπεία – την παρουσία μιας νεαρής Κολομβιανής να τον βοηθάει (άλλη μια τραγική φιγούρα). Μαθαίνει να δέχεται τον κάματο του κάθε μέρα με μια μοιρολατρία που αποτελειώνει: μεταξύ πληρωμένου έρωτα, πιοτού και ανούσιων συζητήσεων στο μπαρ του χωριού, παρέα με πρόσωπα που στην πραγματικότητα απεχθάνεται, αλλά αποδέχεται. Δέχεται να συνομιλεί ακόμη και με τον άνδρα που του πήρε τη γυναίκα – τον πετυχημένο Φρανσίσκο που όμως κι αυτός δεν γλυτώνει από το τέναγος μιας ζωής δίχως πραγματική χάρη.
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με την οπτική ενός καλειδοσκόποιου: μιλάει ο Εστεμπάν, μιλούν οι άνθρωποι που αναγκάστηκε να απολύσει, ένας εξ αυτών, ο Αχμέτ, βρίσκει μια ημέρα ένα πτώμα στο βάλτο, μιλάει η νεκρή πρώην γυναίκα του, μιλούν αυτοί που δεν υπάρχουν πλέον, ομοίως με αυτούς που συνεχίζουν να αναπνέουν: όλοι, όμως, είναι στην πραγματικότητα χαμένοι από χέρι. Είναι ένα μυθιστόρημα για την κρίση, αλλά για την πιο βαθιά ουσία της που δεν είναι οικονομική, αλλά οντολογική. Είναι μια κρίση του αξιακού συστήματος, της ανθρώπινης οντότητας, της ζωής που απλώθηκε σε πράγματα που δεν της άξιζαν και δεν της έπρεπαν. Ο Τσίρμπες για το συγκεκριμένο βιβλίο έλαβε το 2013 το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας στην Ισπανία και όχι άδικα. Γράφει όπως ο Φώκνερ και ο Φουέντε και ο Γιόσα στις καλύτερες στιγμές τους. Είναι ένα μυθιστόρημα με το οποίο η ευρωπαϊκή λογοτεχνία αποδεικνύει πως είναι μια ζώσα φωνή εν μέσω (οικονομικού) σκότους.
Η άριστη μετάφραση ανήκει στη Βασιλική Κνήτου.
Διονύσης Μαρίνος
Σ Χ Ε Τ Ι Κ Α