Μουσικοφιλία 2: από την παθολογία στη θεραπευτική του «μουσικού εγκεφάλου»
Η συστηματική μελέτη των παθήσεων και των δυσλειτουργιών της ανθρώπινης μουσικής εμπειρίας επέτρεψε στους ειδικούς, τα τελευταία χρόνια, να αποκαλύψουν το εγκεφαλικό υπόστρωμα και τις φυσιολογικές λειτουργίες της μουσικής
Η ανάγκη μας για μουσική είναι καθολική, διαχρονική και πανανθρώπινη. Αν, όμως, η μουσική είναι πράγματι ένας μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας, έμφυτος σε όλους τους ανθρώπους, τότε ποιο είναι το κοινό σε όλους μας βιολογικό της υπόστρωμα; Και τι συνέπειες έχει για την υγεία μας η δυσλειτουργία ή η καταστροφή του;
Στο προηγούμενο άρθρο(''Εφ.Συν.'' 25/7/15) είδαμε ότι η μουσική μπορεί να επηρεάζει την ψυχική μας διάθεση επιδρώντας στον εγκέφαλό μας. Επίσης παρουσιάσαμε μερικές πρόσφατες ανακαλύψεις σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία της «μουσικοφιλίας», της έμφυτης δηλαδή ανάγκης μας για μουσική.
Σήμερα, θα εξετάσουμε όχι μόνο τις γνωσιολογικές ανατροπές που επιφέρει η νέα νευροβιολογική προσέγγιση της μουσικής, αλλά και τις αξιοσημείωτες θεραπευτικές και παιδαγωγικές εφαρμογές της.
Παρτιτούρες
Πολλοί διάσημοι μουσικοσυνθέτες του 20ού αιώνα, όπως ο Μορίς Ραβέλ (Maurice Ravel), ο Τζορτζ Γκέρσουιν (George Gershwin), ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν (Benjamin Britten), εμφάνισαν κάποια σοβαρή εγκεφαλική πάθηση που τους στέρησε τη δυνατότητα να συνεχίσουν το δημιουργικό έργο τους. Και η ιατρική της εποχής τους ήταν ολότελα ανίκανη να κατανοήσει αυτές τις ασθένειες, πόσω μάλλον να τις αντιμετωπίσει.
Σήμερα η κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά και η σύγχρονη νευρολογία δεν θεωρεί πια τις παθήσεις που σχετίζονται με τη μουσική... μυστήρια. Για παράδειγμα, η επιφανής Καναδή νευροεπιστήμονας Τζάστιν Σέρτζεντ (Justine Sergent) και οι συνεργάτες της έδειξαν ότι ο Μορίς Ραβέλ κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε απολέσει κάθε ικανότητα να συνθέτει, ενώ ήταν σε θέση να ακούει, να εκτελεί μουσικές κλίμακες και να απολαμβάνει τη μουσική.
Υπέφερε από μια νευροεκφυλιστική νόσο που είχε καταστρέψει ορισμένες περιοχές στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο. Οι περιοχές αυτές σε φυσιολογικά άτομα επιτρέπουν τη σύνδεση και την επικοινωνία των επιμέρους μουσικών ικανοτήτων της ακοής, της εκτέλεσης και της σύνθεσης της μουσικής. Ο Ραβέλ μπορούσε να ακούει ευκρινώς μέσα στο κεφάλι του το έργο, αλλά δεν μπορούσε να το μεταγράψει σε νότες ή τα το παίξει στο πιάνο.
Τι μας αποκαλύπτουν οι μουσικές παθήσεις;
Μουσικοφιλία και εγκέφαλος
Η σύγχρονη νευροεπιστημονική ανάλυση της περίπτωσης του Μ. Ραβέλ (και πολλών άλλων ανάλογων περιπτώσεων επίκτητης αμουσίας) μας αποκαλύπτει κάτι πολύ σημαντικό σχετικά με την οργάνωση του μουσικού εγκεφάλου: η δομή και η λειτουργία των υπεύθυνων για την αντίληψη-δημιουργία της μουσικής εγκεφαλικών περιοχών είναι «σπονδυλωτή», αποτελείται δηλαδή από πολλά και ιεραρχικά οργανωμένα υποσυστήματα, καθένα από τα οποία εκτελεί μία επιμέρους αλλά συγκεκριμένη μουσική λειτουργία.
Πράγματι, στον εγκέφαλό μας έχουν εντοπιστεί πολλά συστήματα για την επεξεργασία της μουσικής, τα οποία είναι διάσπαρτα κατανεμημένα πάνω στα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια αλλά και σε υποφλοιώδεις δομές του μεταιχμιακού συστήματος και στην παρεγκεφαλίδα.
Οσο για την ενιαία και προσωπική εμπειρία ενός συγκεκριμένου μουσικού έργου, αυτή αναδύεται ως «εγκεφαλική συμφωνία» από τη σχεδόν ταυτόχρονη ενεργοποίηση όλων αυτών των ημιαυτόνομων (ανατομικά) αλλά στενότατα συνδεμένων (λειτουργικά) «σπονδύλων», δηλαδή των δομικών-λειτουργικών υποσυστημάτων του μουσικού εγκεφάλου μας.
Αν, όμως, κάθε μουσική εμπειρία εξαρτάται από διαφορετικές (τοπικά και λειτουργικά) εγκεφαλικές δομές και ολοκληρώνεται πάντοτε ιεραρχικά σε διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης, τότε η μουσική αντίληψη μπορεί να εμφανίσει τόσα προβλήματα, τόσες ανωμαλίες ή δυσλειτουργίες όσα είναι και τα επίπεδα ολοκλήρωσής της! Κάτι που επιβεβαιώνεται καθημερινά από τη μελέτη των πολυάριθμων μουσικών παθήσεων, δηλαδή των διαφόρων περιπτώσεων «αμουσίας».
Συνέπεια της σπονδυλωτής οργάνωσης του ακουστικού συστήματος είναι ότι υπάρχουν πολλές μορφές αμουσίας, οι οποίες μπορεί να εκδηλωθούν ως κωφότητα είτε στον τόνο είτε στον ρυθμό, στη χροιά, στη μελωδία κ.α. Επίσης αυτές οι αμουσίες μπορεί να είναι συγγενείς (δηλαδή κληρονομικές) ή επίκτητες.
Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι ο Τσε Γκεβάρα έπασχε από συγγενή αμουσία στον ρυθμό: χόρευε με πάθος μάμπο ενώ η ορχήστρα έπαιζε ταγκό. Η πιο διάσημη όμως περίπτωση συγγενούς αμουσίας είναι ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, ο οποίος, άθελά του, μας προσφέρει μια καλή περιγραφή αυτής της πάθησης: «Λυπάμαι που το λέω, αλλά η μουσική με αγγίζει μόνο ως αυθαίρετη διαδοχή ήχων, λίγο πολύ ενοχλητικών», εξομολογείται στο βιβλίο του «Μίλησε μνήμη» (ελλ. εκδ. «Πατάκης»).
Πρόκειται βέβαια για την πιο σπάνια και απόλυτη μορφή κωφότητας στη μουσική, που περιγράφεται συνήθως ως «ολική αμουσία». Οι υπέροχες και αρμονικές μελωδίες δεν είναι καθόλου αντιληπτές από τον άμουσο ή την άμουση. Το άκουσμα της μουσικής μετατρέπεται γι’ αυτούς σε βασανιστικό θόρυβο. Ωστόσο, η περίπτωση Ναμπόκοφ παρουσιάζει ένα επιπλέον ενδιαφέρον, καθώς καθιστά εμφανές το ότι η αμουσία δεν συνδέεται με την αλεξία (σοβαρή γλωσσική πάθηση), ούτε επηρεάζει τις γλωσσικές ικανότητες του άμουσου!
Μουσικοθεραπεία: η ηδονή της μουσικής είναι ιαματική
Μουσικοθεραπεία
Από τη μέχρι τώρα περιγραφή της ανθρώπινης μουσικής εμπειρίας θα μπορούσε να υποθέσει κανείς εσφαλμένα ότι τα πάντα είναι νευροβιολογικά προκαθορισμένα, καθώς και ότι το κοινωνικό περιβάλλον ή η παιδεία δεν παίζουν αποφασιστικό ρόλο στις μουσικές εμπειρίες και προτιμήσεις μας.
Πρόκειται για μια συνήθη και πολύ σοβαρή παρανόηση των νέων επιστημονικών κατακτήσεων: είναι βέβαιο ότι κάθε μουσική εμπειρία μας ενώ εξαρτάται από τη βιολογία μας, δεν καθορίζεται αποκλειστικά από αυτήν.
Η έκφραση της μουσικότητας ως διαχρονικής, πανανθρώπινης συμπεριφοράς δεν ικανοποιεί μόνο βιοψυχολογικές αλλά και κοινωνικές αναγκαιότητες. Χάρη σε εγγενή νευροβιολογικά και εξελικτικά αίτια, οι άνθρωποι απέκτησαν τη δυνατότητα να βιώνουν τη μουσική ως ελεύθερη και άκρως δημιουργική έκφραση της συναισθηματικής νοημοσύνης τους.
Ισως η καλύτερη απόδειξη για τον εύπλαστο χαρακτήρα του μουσικού εγκεφάλου είναι η αποτελεσματικότητα της μουσικοθεραπείας, δηλαδή η δυνατότητα της μουσικής να αναδιοργανώνει και να αποκαθιστά κάποιες εκ γενετής ή επίκτητες νευρολογικές δυσλειτουργίες. Η στενότατη σχέση μεταξύ μουσικής και υγείας αναγνωριζόταν από την αρχαιότητα. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στις μεταφυσικές, σχεδόν μυστικιστικές, αντιλήψεις του Πυθαγόρα ή του Πλάτωνα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της μουσικής στην ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική ευδαιμονία.
Mουσικοθεραπεία και ανθρώπινος εγκέφαλος
Σε μεγάλο βαθμό, η «μαγεία» που οι άνθρωποι αποδίδουν στη μουσική οφείλεται σε αυτές τις μεγάλες ψυχοθεραπευτικές ιδιότητές της. Ισως γι’ αυτό οι μουσικοθεραπευτικές πρακτικές θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα από την επίσημη Ιατρική ως υποδεέστερη ή και «ψευδοϊατρική» πρακτική.
Ομως, η πρόσφατη ανακάλυψη των εγκεφαλικών μηχανισμών της επίδρασης της μουσικής επέφερε μια ριζική αναθεώρηση αυτών των προκαταλήψεων σχετικά με την επιστημονικότητα και την ιατρική αξία της μουσικοθεραπείας.
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια πολλές έρευνες έδειξαν ότι η θετική επίδραση και η ευδαιμονία που προκαλεί η μουσική στον εγκέφαλό μας οφείλεται στην ικανότητά της να διεγείρει τα εγκεφαλικά κυκλώματα της ευχαρίστησης ή της ηδονής. Και η μουσική διέγερση αυτών των κυκλωμάτων συνοδεύεται πάντα από έκκριση νευροδιαβιβαστών (ενδορφινών) που ενισχύουν την ευεργετική επίδραση της μουσικής στη συνολική ψυχοσωματική ευεξία.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες μεγάλος αριθμός κλινικών μελετών έδειξαν σαφώς ότι η ευεργετική επίδραση της μουσικής δεν περιορίζεται μόνο στις ψυχολογικές ή ψυχιατρικές παθήσεις, αλλά μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επωφελής και σε άτομα που υποφέρουν από σοβαρές εγκεφαλικές ή νευροεκφυλιστικές παθήσεις. Για παράδειγμα, η μουσικοθεραπεία θεωρείται χρήσιμη συμπληρωματική αγωγή για ασθενείς που έχουν υποστεί ένα σοβαρό εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο.
Οσο για τη θεραπευτική δράση της μουσικής, αυτή βασίζεται, ενδεχομένως, στην αποκατάσταση της επικοινωνίας -μέσω νέων νευρωνικών διασυνδέσεων- ανάμεσα σε περιοχές του εγκεφάλου που η μεταξύ τους επικοινωνία έχει διακοπεί λόγω της νευρολογικής παθήσεως. Και ασφαλώς στα θετικά αισθήματα ηδονής και ευεξίας που γεννά στον εγκέφαλο.
Αν μάλιστα όλα αυτά συνδυαστούν με την αδιαμφισβήτητη επικοινωνιακή και κοινωνική λειτουργία της, τότε η κατάλληλη μουσικοθεραπευτική πρακτική, εφόσον εφαρμόζεται από ειδικούς ιατρούς, μπορεί όντως να συμβάλει αποφασιστικά στη βελτίωση της υγείας των περισσότερων ασθενών.
Η ευεργετική επιρροή της μουσικής στην ψυχοσωματική ανάπτυξη των νηπίων
Η επιστημονική βιβλιογραφία περιλαμβάνει πολλές μελέτες που επιβεβαιώνουν ότι η συστηματική ακρόαση «κλασικής» μουσικής συμβάλλει στη μείωση του στρες, στην επιβράδυνση του καρδιακού παλμού και στη βελτίωση της ψυχικής διάθεσης των φιλόμουσων κάθε ηλικίας.
Το εντυπωσιακό είναι ότι βρέφη ηλικίας μόλις 2-3 μηνών, πολύ πριν αποκτήσουν κάποια γλωσσική ικανότητα, είναι σε θέση να αναγνωρίζουν και να αντιδρούν άλλοτε με ευχαρίστηση και άλλοτε με αποστροφή στα διάφορα μουσικά ερεθίσματα. Οπως έδειξαν οι πρωτοποριακές έρευνες της Καναδής νευροψυχολόγου Σάντρα Τρέχαμπ (SandraTrehub), τα βρέφη ηλικίας μόλις 2 μηνών μπορούν να διακρίνουν εξίσου καλά με τους ενηλίκους τις διαφορές στον μουσικό τόνο και στον ρυθμό ενός μουσικού κομματιού. Επίσης εκδηλώνουν σωματικά την προτίμησή τους για τους σύμφωνους παρά για τους διάφωνους ήχους. Μετέπειτα έρευνες έδειξαν μάλιστα ότι τα βρέφη μπορούν να αναγνωρίζουν το μουσικό θέμα ή τη μελωδία ενός απλού μουσικού έργου.
Τα πρόωρα μωρά μεγαλώνουν ταχύτερα ακούγοντας Μότσαρτ!
Πριν από μερικά χρόνια επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ πραγματοποίησαν μια εντυπωσιακή έρευνα που έδειξε ότι τα γεννημένα πρόωρα και λιποβαρή νεογνά κερδίζουν βάρος και σωματική μάζα πολύ πιο γρήγορα όταν νανουρίζονται ακούγοντας τις μελωδικές συγχορδίες της μουσικής του Μότσαρτ.
Τι ακριβώς έκαναν αυτοί οι ερευνητές; Εβαλαν 20 νεογνά που είχαν μόλις συμπληρώσει ένα μήνα ζωής να ακούνε μουσική του Μότσαρτ επί τριάντα λεπτά, ενώ στο διάστημα αυτό μετρούσαν επιμελώς τις μεταβολικές τους αντιδράσεις, και συγκεκριμένα την ενεργειακή τους δαπάνη, δηλαδή πόσες θερμίδες «έκαιγαν».
Κατόπιν μέτρησαν πόσες θερμίδες κατανάλωναν όταν δεν άκουγαν καθόλου μουσική ή όταν άκουγαν μουσική άλλων συνθετών. Εκπληκτοι οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα νεογνά, όταν εκτίθεντο στις αρμονικές μουσικές συνθέσεις του Μότσαρτ, έκαιγαν πολύ μικρότερη ποσότητα θερμίδων (άρα κέρδιζαν βάρος) απ’ ό,τι όταν δεν άκουγαν καθόλου μουσική ή όταν άκουγαν μουσική άλλων συνθετών.
Οπως μάλιστα επισημαίνουν στη σχετική μελέτη τους, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Pediatrics», μόνο η μουσική του Μότσαρτ καταφέρνει να επιφέρει αυτό το ευεργετικό αποτέλεσμα, εν αντιθέσει με τη μουσική άλλων μεγάλων συνθετών, όπως ο Μπαχ ή ο Μπετόβεν.
[Μηχανές του νου]
01.08.2015
Σπύρος Μανουσέλης
http://www.efsyn.gr/arthro/moysikofilia-2-apo-tin-pathologia-stitherapeytiki-toy-moysikoy-egkefaloy
ΣΧΕΤΙΚΑ
Το αίνιγμα της μουσικοφιλίας :