Συστημικές Όψεις της Ελληνικής Οικονομικής Κρίσης
Απ’ τις απαρχές της ελληνικής οικονομικής κρίσης, οι περισσότερες αναλύσεις οικονομικο-πολιτικού χαρακτήρα, εντόπιζαν τη ρίζα του κακού στις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους. Είναι δεδομένο ότι παράγοντες όπως η δυσλειτουργικότητα μέρους του δημοσίου τομέα, η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή, η γραφειοκρατία και το σύνθετο νομοθετικό πλαίσιο, η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, η απουσία επαρκών ελεγκτικών μηχανισμών, καθώς και η έλλειψη κινήτρων για τη νέα επιχειρηματικότητα έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, συχνά παραλείπεται ή αποφεύγεται εντέχνως να δοθεί βάρος στον συστημικό χαρακτήρα της ελληνικής κρίσης και στους παράγοντες που προκαλούν αυτήν τη συστημικότητα. Για το λόγο αυτό, σκοπός της παρούσας ανάλυσης είναι να υπάρξει μια προσέγγιση τριών επιπέδων τα οποία θα αναδεικνύουν τα συστημικά χαρακτηριστικά της ελληνικής περίπτωσης. Πρώτον, θα εξεταστεί η σημασία της σύνθεσης της οικονομικής δραστηριότητας ενός κράτους και του τρόπου με τον οποίο αυτή οδηγεί σε μείωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς του στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Δεύτερον, θα εξεταστεί η διαδρομή των εμπορικών και κεφαλαιακών ροών εντός Ευρωζώνης και πώς αυτή επιτείνει τις ελληνικές οικονομικές αδυναμίες μέσω της λανθασμένης οικονομικής πολιτικής που ακολουθούν οι χώρες του Πυρήνα (προεξαρχούσης της Γερμανίας). Τρίτον, θα εξεταστούν οι συνέπειες που επιφέρουν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές κρίσεις (όπως αυτή του 2008) στις οικονομίες όλων των κρατών, ανεξαρτήτως των εγγενών τους οικονομικών χαρακτηριστικών.
Η εστίαση στον τριτογενή τομέα παραγωγής και τα απότοκά της
Συχνά διατυπώνεται η άποψη – ιδιαίτερα από ξένα μέσα ενημέρωσης και πολίτες άλλων κρατών- ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και αντιπαραγωγικοί. Αυτή η γενικευμένη και απλοϊκή ανάλυση πέραν του ότι υποκρύπτει στοιχεία ζηλοφθονίας απέναντι στο ιστορικό βάθος και την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού, είναι παντελώς αναντίστοιχη με τα πορίσματα της οικονομικής θεωρίας. Αυτό που θα πρέπει αρχικά να εξεταστεί είναι η σύνθεση της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το 1970 η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ της χώρας ήταν στο 17,8%, του δευτερογενούς στο 30,1% και του τριτογενούς στο 52,1% ενώ το 2008 τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν μόλις 7,5% για τον πρωτογενή, 23% για τον δευτερογενή και 70% για τον τριτογενή.[1] Τα στοιχεία αυτά φανερώνουν ότι κατά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είχε ουσιαστικά καταστεί μια χώρα παροχής υπηρεσιών, περνώντας στο στάδιο της αποβιομηχανοποίησης χωρίς ποτέ να καταστεί κατ’ ουσίαν βιομηχανική χώρα. Ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, οι υπηρεσίες που προσφέρονται είναι τέτοιας μορφής (εμπόριο, τουρισμός, τραπεζικός τομέας, ασφάλειες, κτηματομεσιτικές, χρηματιστηριακές και συμβουλευτικές εταιρείες) ώστε να υπάρχουν μικρά περιθώρια αύξησης της παραγωγικότητας.
Γιατί όμως η παραγωγικότητα είναι δύσκολο να αυξηθεί σε χώρες που προσφέρουν κυρίως υπηρεσίες; Πρώτον, γιατί η ίδια η φύση αρκετών μορφών υπηρεσιών είναι τέτοια που καθιστά δύσκολη έως αδύνατη την αύξηση της παραγωγικότητας και συνεπώς τη μείωση του ανά μονάδα κόστους. Ένας εργαζόμενος μιας βιομηχανίας με τη βοήθεια ενός μηχανήματος μπορεί να αυξήσει κατά 40%, 70% ή και 100% την αποδοτικότητά του, αλλά δεν μπορεί να κάνει το ίδιο ένας εργαζόμενος στον τομέα των υπηρεσιών, όσο πρόθυμος και ικανός και αν είναι. Π.χ. φανταστείτε έναν κομμωτή να κουρεύει ταυτόχρονα 3 πελάτες, έναν σερβιτόρο να προσπαθεί να εξυπηρετήσει παράλληλα δεκαπέντε «τραπέζια» ή έναν πιανίστα να προσπαθεί να ολοκληρώσει ένα τρίωρο κονσέρτο σε μία ώρα. Προφανώς, σε καμία απ’ αυτές τις περιπτώσεις ο καταναλωτής της υπηρεσίας δεν θα έμενε ευχαριστημένος. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η εστίαση στον τομέα των υπηρεσιών αναστέλλει συχνά την οικονομική ανάπτυξη, είναι ότι πολλές υπηρεσίες δεν είναι εμπορεύσιμες, γιατί προϋποθέτουν την παρουσία του παραγωγού και του καταναλωτή στο ίδιο σημείο. Δυστυχώς, δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί τρόπος οι κομμώσεις, οι ιατρικές υπηρεσίες και οι καθαρισμοί σπιτιών να παρέχονται εξ αποστάσεως. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η αποβιομηχανοποίηση επιδρά αρνητικά και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μιας χώρας, καθώς οι υπηρεσίες εκ φύσεως είναι πιο δύσκολο να εξαχθούν. Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας επιτείνεται ακόμη περισσότερο επειδή ο βιομηχανικός της τομέας έχει εξασθενημένη ανταγωνιστικότητα σε διεθνές επίπεδο, που δεν μπορεί να ανακτηθεί μέσω υποτίμησης του νομίσματος. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετωπίζουν η Πορτογαλία (οι υπηρεσίες αποτελούσαν το 75,2% του ΑΕΠ το 2013), η Ισπανία (70,8%) η Ιρλανδία (70,4%) και η Κύπρος (81,7%), όλες δηλαδή οι χώρες που πλήγησαν σοβαρά από την κρίση, ενώ αντιθέτως η Γερμανία που στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στην βιομηχανική της παραγωγή είδε την οικονομία της να ακμάζει. Συνεπώς, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη δεν της επέτρεψε να προστατέψει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της μέσω της υποτίμησης του νομίσματος ή άλλων προστατευτικών μέσων (επιδοτήσεων, ποσοστώσεων, δασμών) μετατρέποντας την εστίασή της στον τομέα των υπηρεσιών σ’ ένα χαρακτηριστικό μόνιμης συστημικής αδυναμίας.
Τα άνισα εμπορικά πλεονάσματα και η αποτυχημένη πολιτική λιτότητας
Ο δεύτερος συστημικός παράγοντας, προέρχεται απ’ τη διαδικασία ανακύκλωσης των εμπορικών και κεφαλαιακών ροών εντός της Ευρωζώνης και την λανθασμένη προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης απ’ τις χώρες του Πυρήνα. Προ κρίσης, η Γερμανία και οι υπόλοιπες πλεονασματικές χώρες διέθεταν εμπορικά πλεονάσματα τόσο έναντι των χωρών της Περιφέρειας όσο και έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Τα κέρδη αυτά κατευθύνονταν προς την Περιφέρεια υπό τη μορφή δανείων και επενδύσεων προκαλώντας συχνά καταναλωτικές, στεγαστικές και χρηματιστηριακές φούσκες. Οι επενδύσεις υπερέβαιναν τις αποταμιεύσεις στην Περιφέρεια, ενώ το αντίθετο συνέβαινε στις πλεονασματικές χώρες. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι επενδύσεις εξαιτίας της μειωμένης ζήτησης σχεδόν εκμηδενίστηκαν και υπολείπονται πλέον των αποταμιεύσεων (που και αυτές πάντως περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, ως συνέπεια της συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής). Συνεπώς, τόσο στην Περιφέρεια όσο και στον Πυρήνα της Ευρωζώνης οι αποταμιεύσεις ξεπερνούν τις επενδύσεις. Η μείωση της ζήτησης οδήγησε επίσης στον περιορισμό των εμπορικών ελλειμμάτων στις χώρες της Περιφέρειας εξαιτίας της μείωσης των εισαγωγών τους.
Η γερμανική πολιτική προσπαθεί να ξεπεράσει την ευρωπαϊκή κρίση μέσω δύο κυρίως τρόπων α) με την επιβολή αυστηρών μέτρων λιτότητας ώστε να μειωθούν τα κρατικά ελλείμματα και β) μέσω της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών εξαγωγών ώστε να «υποκατασταθεί» έτσι η μειωμένη ζήτηση στο εσωτερικό των κρατών. Προφανώς, αυτό είναι αδύνατο να συμβεί σε επίπεδο Ευρωζώνης, καθώς δεν μπορούν να αποκτήσουν όλες οι χώρες ταυτόχρονα ισχυρά εμπορικά πλεονάσματα μέσα σε καθεστώς σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης, που οδηγεί σε μειωμένες επενδύσεις άρα και μειωμένες εισαγωγές. Κάποιος, θα αντιτάξει την άποψη, ότι η Ευρωζώνη θα μπορούσε να αποκτήσει πλεονάσματα έναντι τρίτων χωρών (π.χ. Κίνα και ΗΠΑ) αλλά και αυτό δεν είναι τόσο εύκολο γιατί 1) καθώς η Ευρωζώνη χρειάζεται μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα για να ξεπεράσει την κρίση, η ανάπτυξη τέτοιων πλεονασμάτων θα οδηγήσει στην ανατίμηση του ευρώ και ακολούθως στον περιορισμό των ευρωπαϊκών εξαγωγών που θα γίνονται ολοένα και πιο ακριβές 2) το γουάν έχει υποτιμηθεί καθιστώντας πιο ακριβά τα ευρωπαϊκά προϊόντα για τους Κινέζους, που βλέπουν παράλληλα την οικονομία τους να επιβραδύνει περιορίζοντας έτσι τη ζήτησή τους 3) οι ΗΠΑ είδαν τους τελευταίους μήνες το δολάριο να ανατιμάται έναντι του ευρώ και δεν πρόκειται να μείνουν απαθείς εν όψει αυτού του νομισματικού πολέμου, καθώς θα προσπαθήσουν σταδιακά να υποτιμήσουν το δολάριο προκειμένου να αυξήσουν τις δικές τους εξαγωγές (το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα έφτασε το Μάιο στο υψηλότερο ιστορικά επίπεδο του απ’ το 1996, προσεγγίζοντας τα $51,5 δις[2]).
Συνεπώς, μόνη λύση αποτελεί η αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης στις πλεονασματικές χώρες (μέσω αύξησης μισθών και δημοσίων δαπανών) προκειμένου μέρος των πλεονασμάτων τους να «μεταφερθεί» προς τις χώρες της Περιφέρειας. Αντιθέτως, αυτό που συμβαίνει είναι η γιγάντωση των εμπορικών πλεονασμάτων των χωρών του Πυρήνα και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά, ότι από το 2002 μέχρι και το 2012 το γερμανικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν πλεονασματικό, φθάνοντας στο επίπεδο ρεκόρ του 7,9% του ΑΕΠ το 2015, συνεχίζοντας για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά να υπερβαίνει το 6%. Τα πλεονάσματα αυτά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας αποτελούν δείγμα ανισορροπίας της παγκόσμιας οικονομίας, με σαφείς αρνητικές επιδράσεις στη μεγέθυνσή της, ενώ παραβιάζουν και τη διαδικασία μακροοικονομικής ανισορροπίας της Ε.Ε. που προβλέπει την έναρξη νομικών κυρώσεων, εφόσον το έλλειμμα υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ για τρία συνεχή έτη, χωρίς να συντρέχει η ύπαρξη κάποιου σοβαρού λόγου[3]. Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις αυτές έχουν μετατρέψει τη Γερμανία στην τρίτη μεγαλύτερη παγκοσμίως πιστώτρια χώρα, μετά την Ιαπωνία και την Κίνα, ενώ το ποσό που φαίνεται να έχει εξοικονομήσει η χώρα λόγω Ευρω-κρίσης ανέρχεται στα 100 δις ευρώ[4].
Οι επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008
Ο τρίτος συστημικός παράγοντας έχει σχέση με την επίδραση που άσκησε στην χώρα μας και γενικότερα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2008 στις ΗΠΑ. Σε μια πρόσφατη έρευνα, η καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο George Washington, Graciela Kaminsky μαζί με το συνάδελφο της Pablo Vega-Garcia, εξέτασαν μια σειρά κρατικών χρεοκοπιών από το 1820 έως και το 1931. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν ήταν τα εξής[5]: α) το 63% αυτών των κρίσεων ήταν συστημικές (το 1/3 των κρατών πτώχευσαν ταυτόχρονα) προερχόμενες κυρίως από ένα χρηματοοικονομικό πανικό που έλαβε χώρα σε κάποιο διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο (π.χ. Λονδίνο το 1825, το 1890 και το 1929 και Νέα Υόρκη το 1929) β) Οι συστημικές κρίσεις τείνουν να εμφανίζονται σε περιόδους που υπάρχει μεγάλη ρευστότητα στις αγορές, όπως ακριβώς συνέβη το 2008 λόγω της αυξημένης χρήσης παραγώγων χρηματοοικονομικών εργαλείων γ) Οι χρηματοοικονομικοί πανικοί που προέρχονται από κάποιο διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο τείνουν να προκαλούν ισχυρή συστολή των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και αποπληθωρισμό, γεγονός που καθιστά πολύ δύσκολη την αποπληρωμή των χρεών για τα κράτη. Μάλιστα, οι αρνητικές επιπτώσεις είναι εντονότερες για τα κράτη της Περιφέρειας, τα οποία αντιμετωπίζουν δυσμενέστερες συνθήκες απ’ αυτές που θα προκαλούσε η απλή ύπαρξη μεμονωμένων εγχώριων οικονομικών προβλημάτων. δ) Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις τέτοιου τύπου, όχι απλά προκαλούν υφέσεις, αλλά επιμηκύνουν και την χρονική διάρκεια των κρίσεων (κατά 3 έτη κατά μέσο όρο) ενώ προκαλούν και αυξημένες απώλειες στους επενδυτές (κατά 22%) όταν τελικά τα κράτη των χρεών αυτών αναδιαρθρώνονται.
Η προηγηθείσα ανάλυση δεν έχει σκοπό να παρέχει «συγχωροχάρτι» στους Έλληνες πολιτικούς και οικονομικούς δρώντες των 4 περασμένων δεκαετιών για τα λάθη, τις παραλείψεις και τις ηθελημένες έκνομες πράξεις τους, αλλά να δώσει μια ευρύτερη εικόνα του ελληνικού οικονομικού προβλήματος, που σε τελική ανάλυση είναι πανευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο ταυτόχρονα. Η ενδοσκόπηση για τα λάθη του παρελθόντος είναι πάντα απαραίτητη, αλλά η μαζική και έντεχνη καλλιέργεια συνδρόμων αυτοενοχής και συλλογικής «θυσίας» για το καλό του τόπου, υπερβαίνει τόσο την οικονομική όσο και την κοινωνική και ανθρώπινη λογική. Συνεπώς, ο συστημικός χαρακτήρας των παγκόσμιων οικονομικών προβλημάτων απαιτεί και παγκόσμιες λύσεις, καινοτόμες και τολμηρές, που θα βρίσκονται έξω απ’ το πλαίσιο του κοινώς οικονομικά «σκέπτεσθαι» και του αυστηρού προτεσταντισμού, με αφετηρία και επίκεντρο τον ανθρώπινο παράγοντα.
του Μιχάλη Διακαντώνη
-Οικονομολόγου/Διεθνολόγου
27-8-2015
http://www.anixneuseis.gr/?p=126164