Ένα τραγούδι για τη Σαλονίκη





---------------------------








Η ταινία που θα δείτε σε λίγο καταγράφει τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, μέσα από τις γραπτές πηγές και κυρίως, κινηματογραφικό και φωτογραφικό υλικό της εποχής. Η ιδέα, ωστόσο, βγήκε από ένα τραγούδι. Ένα σεφαραδίτικο τραγούδι που θα περίμενες θλιμμένο, αλλ’ είναι όμως ρυθμικό και χαρούμενο και χωρίς να το θέλεις σε κάνει να ακολουθείς το ρυθμό με το πόδι.

El incendio de Salonica _η πυρκαγιά της Σαλονίκης

 Σάββατο μέρα μάνα μου, το ρολόι χτύπησε δυό.
Ξέσπασε η φωτιά στην Καινούρια Βρύση
κι έφτασε μέχρι το Λευκό τον Πύργο.
 Να ξέρετε παιδιά μου, οι αμαρτίες του Σαββάτου
εξόργισαν το αφεντικό του κόσμου και μας στέλνει συμφορές.
 Καίγονται τα σπίτια, οι φλόγες φτάνουν μέχρι τα ουράνια.
Κλαίνε τα κορίτσια για τα σεντούκια που καίγονται.
Τρία περιστέρια πέταξαν ψηλά από τον καημό τους.

Χάσαμε τις ρίζες μας κι είμαστε ξεσπιτωμένοι.

 Στην εκδοχή αυτή, που μοιάζει βγαλμένη από το στόμα λαϊκής γυναίκας, για το κακό φταίει η φιλαργυρία που έκανε αρκετούς Εβραίους εμπόρους ν’ ανοίγουνε κρυφά τα μαγαζιά τους το Σάββατο, τη μέρα της αργίας, και να πουλούν εκτός ανταγωνισμού. Το αφεντικό του κόσμου, σε έκρηξη οργής, στέλνει την τιμωρία αδιάκριτα. Τα κορίτσια κλαίνε για τα σεντούκια που φύλαγαν τα προικιά τους. Και πώς θα παντρευτούνε τώρα; Θλίβονται ως και τα πουλιά για τη δυστυχία των ανθρώπων. Χωρίς ρίζες, χωρίς σπίτι, τί ζωή θα κάνουνε τώρα;

Στην άλλη εκδοχή, που διέσωσε ο Θεσσαλονικιός Δαυίδ Σαλτιέλ, και όπως λέει, τραγουδούσε η μητέρα του, ο λόγος μοιάζει αντρικός. Αποδίδει ρεαλιστικά τα βάσανα του άστεγου και δε λείπει και η αμφισβήτηση της θεότητας: Ουράνιε Θεέ, άλλη δουλειά δεν εύρισκες να κάνεις;

Σάββατο μέρα μάνα μου
γύρω στις δύο η ώρα,
ξέσπασε φωτιά κοντά στην Άγουα Μουέβα*,
κι έφτασε μέχρι το Λευκό τον Πύργο.
Πλούσιοι και φτωχοί γίναμε ένα.
Μείναμε έξω στα χωράφια και τα στρατόπεδα.
Μας έδωσαν σκηνές που τις παίρνει ο αέρας.
Μας έδωσαν πικρό ψωμί που δεν πάει κάτω ούτε με το νερό.
Παραπονιόμαστε στους Εγγλέζους,
παρακαλάμε για τρεις πέννες 
κι ένα κομμάτι ψωμί να φάμε.
Ουράνιε Θεέ, δεν είχες δουλειά να κάνεις;
Μας άφησες χωρίς ούτε μια αλλαξιά ρούχα.

Αναζητώντας τις πηγές για την πυρκαγιά, ανάμεσα σε άρθρα και αποκόμματα τύπου, ομιλίες στη Βουλή, μέτρα, ανακοινώσεις, επίμονες αγγελίες για τη μάνα που ψάχνει το παιδί, σακιά με αλεύρι και ουρές για ψωμί, το τραγούδι αυτό  ανεβαίνει πάνω από τους καταυλισμούς και τις παράγκες, πάνω από το άδηλο μέλλον και την οργή Κυρίου, Άλλοι έκλαιγαν τα λιγοστά τους ρούχα. Άλλοι τα βιβλία που έπεφταν από τα παράθυρα, άλλοι το χρυσάφι που έλιωνε στα χρηματοκιβώτια.

Αντίο Σαλονίκη! Οι φλόγες έφταναν στην προκυμαία και η μπάντα στο καφενείο του Λευκού Πύργου συνέχιζε να παίζει. Νά ταν από ανοησία των χορευτών που δεν έβλεπαν ότι την επόμενη στιγμή θα καίγονταν και το δικό τους σπίτι, ή από μια τρελή λαχτάρα της ζωής που θέλει να πιει την τελευταία γουλιά πριν τα πράγματα αλλάξουνε για πάντα;

Η Θεσσαλονίκη που γνωρίζουμε σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη μεγάλη πυρκαγιά. Οι άνθρωποι που την έζησαν φαίνεται πως είχαν συναίσθηση της τραγικότητας και της σημασίας της γι αυτό κι όχι λίγες οι απόπειρες να καταγραφεί. Φωτογραφίες δεν έβγαλαν μόνο οι φωτογραφικές υπηρεσίες των συμμαχικών στατευμάτων, αλλά και ιδιώτες. Συχνά πυκνά εμφανίζεται στις φωτογραφίες κάποιος στρατιώτης που καδράρει, ενώ σύμφωνα και με τις γραπτές πηγές, οι ξένοι στρατιώτες πιο πολύ νοιάζονταν να πετύχουν τις φωτογραφίες τους, παρά να δώσουν ένα χέρι βοηθείας. Κινηματογραφικές λήψεις υπάρχουν τόσο από την κινηματογραφική υπηρεσία του γαλλικού στρατού, όσο και από ελληνικές πηγές, ενώ οι κορυφές της πόλης, οι μιναρέδες της και ο Λευκός Πύργος επιστρατεύθηκαν για εντυπωσιακές λήψεις. Η πολύχρωμη, ζωηρή Θεσσαλονίκη του τέλους της οθωμανικής εποχής και της αυγής του ελληνικού κράτους αποτυπώθηκε στην τελευταία, μεγαλειώδη της δραματική παράσταση.

Ακολουθεί απόσπασμα της ταινίας, διάρκειας 6′.00”.




ΕΛΕΝΗ ΣΤΟΥΜΠΟΥ,
αρχαιολόγος-σκηνοθέτρια 
24-8-2015
http://www.anixneuseis.gr/?p=126083