Εξωτερική Πολιτική. Η ψυχρά υπολογιστική σχέση της Ελλάδος με την Ρωσία.




Οι σχέσεις της Ελλάδος με την Ρωσία είναι αποτέλεσμα μίας από πλευράς και των δύο κρατών ψυχρά υπολογιστικής προσέγγισης που καμία σχέση δεν έχει με ιδεολογικά προστάγματα, πολιτισμική εγγύτητα ή άλλου είδους βαθιά συμμαχικούς δεσμούς. Η πιο πρόσφατη στροφή της ελληνικής κυβέρνησης προς την Ρωσία προκάλεσε μίαν ανησυχία διεθνώς, με βασικό ερώτημα το αν η Ελλάδα, κυρίως λόγω της ιδεολογικής ταυτότητας της (τότε) νέας ελληνικής κυβέρνησης, θα στρέφονταν αμετάκλητα προς μη Δυτικούς συμμαχικούς προσανατολισμούς. Η ανησυχία αυτή είναι αποτέλεσμα του αυθαίρετου συνδυασμού ιδεολογικών, ιστορικών, πολιτισμικών και εμπορικών στοιχείων, στο πλαίσιο μίας ανάλυσης που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει κάποιου είδους βαθιά συμμαχικούς δεσμούς με την Ρωσία, τους οποίους απλώς η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να ενεργοποιήσει. Μία πιο προσεκτική ανάλυση των δεδομένων μας οδηγεί όμως στο συμπέρασμα ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις εξυπηρετούν μία σειρά πρακτικών επιδιώξεων των δύο κρατών στον αμυντικό, διπλωματικό και εμπορικό τομέα, χωρίς όμως να υπάρχει καμία σχέση εξάρτησης μεταξύ των δύο χωρών ή σημαντικές σχέσεις αλληλοεξυπηρέτησης σε άλλους τομείς, όπως θα αναμένονταν στην περίπτωση μίας μακροχρόνιας, στρατηγικής σχέσης. Σε αυτό το πλαίσιο, μοναδικός δρόμος για την Δύση, εάν αυτή επιθυμεί ελαχιστοποίηση των επαφών μεταξύ των δύο χωρών, είναι η παροχή στην Ελλάδα λύσεων (π.χ. χρηματοδότηση East Med ή/και παροχή αμυντικών τεχνολογιών αιχμής), οι οποίες θα μειώνουν το κίνητρο της Ελλάδος για συνεργασία σε αυτούς τους τομείς με τρίτες δυνάμεις, όπως η Ρωσία.
Η αρχική ελληνική στάση κατά στο ζήτημα των κυρώσεων ενάντια στην Ρωσία καθώς και οι συχνές επαφές υψηλόβαθμων (συμπεριλαμβανομένου του Πρωθυπουργού) Ελλήνων αξιωματούχων με τις ρωσικές αρχές δημιούργησαν σειρά αντιδράσεων τόσο σε επίσημο επίπεδο όσο και στο πλαίσιο του διεθνούς δημοσίου διαλόγου. Για παράδειγμα, σειρά Ευρωπαίων αξιωματούχων κατηγόρησε την Ελλάδα για παρελκυστική τακτική και δημιουργία εμπλοκής, όταν ο Έλληνας πρέσβης αρνήθηκε να συμφωνήσει σε ένα εδάφιο του κοινού ανακοινωθέντος σχετικά με την κατάσταση στην Ουκρανία. Διεθνείς σχολιαστές και δημοσιογράφοι προχώρησαν αρκετά βήματα παρακάτω, εκφράζοντας περισσότερο ή λιγότερο ειλικρινή ερωτήματα για τον γενικό προσανατολισμό της Ελλάδος. Για παράδειγμα, διατυπώθηκε το ερώτημα κατά πόσο η Ελλάδα είναι ο νέος σύμμαχος της Ρωσίας στην Ευρώπη, ενώ υπήρξε σχολιαστής που δεν δίστασε να αναρωτηθεί κατά πόσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν κινεί ευθέως τα νήματα στην ελληνική εξωτερική (έως και εσωτερική) πολιτική.
Οι ανησυχίες αυτές συνήθως συνοδεύονται από έξι παρατηρήσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως βάση μίας ανάλυσης που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή η ελληνορωσική προσέγγιση μόνο τυχαία δεν είναι. Η πρώτη παρατήρηση που χρησιμοποιείται είναι ότι η Ελλάδα δέχεται ισχυρές πιέσεις από την Δύση στον οικονομικό τομέα. Δεύτερον, συνήθως υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα και η Ρωσία έχουν κοινή θρησκευτική ταυτότητα. Τρίτον, αναφέρεται ότι η Ελλάδα έχει λάβει βοήθεια στο ιστορικό παρελθόν από την Ρωσία. Η τέταρτη παρατήρηση είναι ότι οι δύο χώρες έχουν σχετικά υψηλό όγκο εμπορίου, ειδικά στον τομέα του τουρισμού. Το πέμπτο στοιχείο που αναφέρεται (ή και σε μερικές περιπτώσεις υπονοείται ή θεωρείται τόσο αυτονόητο που δεν χρειάζεται να ειπωθεί ρητώς) είναι η εκτίμηση ότι η Ρωσία βρίσκεται κλειδωμένη σε μία ψυχροπολεμικού τύπου, έντονη αντιπαράθεση με την Δύση, γεγονός που της δίνει κίνητρο να προσπαθήσει να αποσπάσει χώρες από το Δυτικό μπλοκ με σκοπό να το διασπάσει. Τέλος, η ιδεολογική ταυτότητα της ελληνικής κυβέρνησης αναφέρεται ως ισχυρός παράγων που, μαζί με τους υπόλοιπους, οδηγεί με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια την Ελλάδα στην αγκαλιά του Κρεμλίνου.
Μία προσεκτικότερη ανάγνωση της στρατηγικής λογικής και των δεδομένων που διέπουν την ελληνική και ρωσική εξωτερική πολιτική γρήγορα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ των δύο χωρών είναι αποτέλεσμα ενός συνόλου στρατηγικών αναγκών και των δύο πλευρών, οι οποίες μικρή σχέση έχουν με ιδεολογικούς προσανατολισμούς, πολιτισμική εγγύτητα ή άλλου είδους συμμαχικούς δεσμούς.
Πρώτον, είναι επιθυμητό η Ελλάδα να διατηρεί σχέσεις με κράτη που παράγουν στρατιωτική τεχνολογία αιχμής, ειδικά όσον αφορά συστήματα Anti-Access/Area-Denial (A2/AD).
Η ενίσχυση του ελληνικού οπλοστασίου συστημάτων που εξασφαλίζουν την αποτροπή της επίτευξης από τις εχθρικές δυνάμεις εναέριας και θαλάσσιας υπεροχής εντός γεωγραφικών περιοχών ενδιαφέροντος αποτελεί διαχρονικά βασικό στόχο των ελληνικών αμυντικών επενδύσεων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η Ελλάδα διατηρεί, τουλάχιστον από την εποχή της αγοράς συστημάτων Exocet, ένα ιστορικό άμεσης υιοθέτησης στρατιωτικών τεχνολογιών που συμβάλλουν σημαντικά στον περιορισμό της επιχειρησιακής ελευθερίας των εχθρικών δυνάμεων, γεγονός που έχει οδηγήσει σε ένα μεσοπρόθεσμο πλεονέκτημα έναντι του κύριου ανταγωνιστή. Οι παρούσες τάσεις στις στρατιωτικές επενδύσεις του συγκεκριμένου ανταγωνιστή επιβάλλουν την μακροχρόνια διατήρηση του πλεονεκτήματος αυτού.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να διατηρεί σχέσεις με μία σειρά κρατών, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Ισραήλ και η Κίνα, οι οποίες ενδεχομένως διαθέτουν τις αναγκαίες τεχνολογίες και είναι πιθανώς διατεθειμένες να τις προσφέρουν για πώληση στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να διατηρεί καλές σχέσεις με οποιαδήποτε χώρα ενδέχεται να έχει την δυνατότητα και την βούληση να καλύψει την συγκεκριμένη επιχειρησιακή ανάγκη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Η Ρωσία είναι, συνεπώς, μία από τις πολλές χώρες που ενδεχομένως να μπορεί και να θέλει να προσφέρει κάποια από τα απαραίτητα συστήματα στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση, εκτός και αν κάποια άλλη δύναμη εγγυηθεί την πρόσβαση σε ένα αξιόπιστο σχετικό οπλοστάσιο, είναι μία χώρα που η Ελλάδα έχει συμφέρον να προσεγγίσει ανεξάρτητα από την πολιτισμική εγγύτητα, την ιδεολογία, την αλληλοκατανόηση ή τις εμπορικές σχέσεις, για να καλύψει αντικειμενικές της ανάγκες στον τομέα της ασφαλείας.

Δεύτερον, είναι επιθυμητό η Ελλάδα να διατηρεί σχέσεις με κράτη τα οποία είναι παραγωγοί ενέργειας.

Η ανάκαμψη, η ομαλή λειτουργία και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται, μεταξύ πολλών άλλων παραγόντων, και από την τιμή της ενέργειας που καταναλώνεται από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Συγκεκριμένα, με βάση πρόσφατα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), η μέση τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος που χρησιμοποιείται στην παραγωγή εντάσεως ενεργείας είναι αυξημένη στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα,μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) έχει αναδείξει και την σημασία του κόστους του φυσικού αερίου στην παραγωγική διαδικασία. Τέλος, είναι προφανές ότι οποιαδήποτε μείωση του κόστους της ενέργειας για τα νοικοκυριά έχει άμεσες επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα, γεγονός που είναι εξαιρετικά σημαντικό σε περιόδους ύφεσης και οικονομικής δυσπραγίας, τόσο για την επιβίωση των ιδίων των νοικοκυριών όσο και για τα επίπεδα της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών στην οικονομία. Εξίσου μεγάλη σημασία έχει και το κόστος των καυσίμων, τόσο στην παραγωγή όσο και στο επίπεδο ζωής των νοικοκυριών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα έχει καταβάλει συστηματικές προσπάθειες να μειώσει το κόστος των εισαγωγών ενέργειας, γεγονός που απαιτεί την διατήρηση επαφών με μία σειρά από χώρες, της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης. Πρώτον, η Ελλάδα έχει προσπαθήσει να διευρύνει τον αριθμό των προμηθευτών ενέργειας στις αγορές της Ελλάδος και της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τόσο η κατασκευή του TAP όσο και η πρόταση της τριμερούς Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ σχετικά με τον αγωγό East Med εντάσσονται σε αυτήν την προσπάθεια. Επίσης, η ελληνική πολιτική ηγεσία έχει προσπαθήσει να επαναδιαπραγματευθεί τις τιμές εισαγωγής του ρωσικού φυσικού αερίου, το οποίο κατέχει μονοπωλιακή θέση στην ελληνική αγορά (και όχι μόνο). Τέλος, αν και η πτώση στην παγκόσμια τιμή του πετρελαίου και η συμφωνία της Δύσης με το Ιράν έχει βελτιώσει τις προοπτικές, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την συμμετοχή της Ελλάδας στο εμπάργκο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το Ιράν παρατηρείται αύξηση των ελληνικών εισαγωγών πετρελαίου από την Ρωσία.
Τρίτον, η Ρωσία επιθυμεί να διατηρεί σχέσεις με κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση συχνά καλούνται να αποφασίσουν για θέματα τα οποία η Ρωσία θεωρεί ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντά της. Για παράδειγμα, ζητήματα όπως η περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ιδίως προς την Ουκρανία και την Γεωργία, η ευρωπαϊκή πυραυλική ασπίδα, η τοποθέτηση στρατευμάτων στην ανατολική Ευρώπη, η ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική και οι εμπορικές και πολιτικές συμφωνίες με χώρες στην ανατολική περιφέρεια της Ένωσης αποτελούν θέματα τα οποία η Ρωσία θεωρεί ότι επηρεάζουν τα συμφέροντά της.
Με βάση την παραπάνω πραγματικότητα, η Ρωσία επιθυμεί να διατηρεί σχέσεις με μία σειρά από κράτη-μέλη, με την συνεργασία των οποίων μπορεί να ασκήσει επιρροή στις αποφάσεις αυτές. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η παρατήρηση αυτή δεν εννοεί ότι η Ρωσία καθοδηγεί, ορίζει ή ελέγχει άμεσα τις αποφάσεις κρατών-μελών των δύο αυτών θεσμών, αλλά ότι παρέχοντας διπλωματικά ανταλλάγματα, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης αλληλεπίδρασης με ορισμένα κράτη-μέλη, μπορεί να ζητήσει από αυτά να τηρήσουν μία στάση που είναι πιο συμβατή με τα ρωσικά συμφέροντα. Είναι προφανές, βέβαια, ότι δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο όσες φορές θα το επιθυμούσε, όπως εμφανώς προκύπτει από την ευρωπαϊκή απόφαση να προχωρήσει σε οικονομικές κυρώσεις για το θέμα της Ουκρανίας.

Είναι επίσης προφανές, ότι η Ελλάδα δεν είναι το μοναδικό κράτος (ούτε καν από τα πρώτα στην λίστα των κρατών) στο οποίο η Ρωσία μπορεί να προσφέρει ανταλλάγματα. Για παράδειγμα, εδώ και αρκετά χρόνια, βασικοί παίκτες που μπλοκάρουν την διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία και την Γεωργία είναι η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίες δεν επιθυμούν η Συμμαχία να προχωρήσει σε ενέργειες που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση με την Ρωσία.
Όπως είναι εμφανές από την παραπάνω ανάλυση, οι ελληνορωσικές σχέσεις βασίζονται στο γεγονός ότι ενέχουν την πιθανότητα να προσφέρουν πλεονεκτήματα και στις δύο πλευρές, χωρίς όμως καμία από τις δύο να εξαρτάται από την άλλη. Η Ελλάδα προτιμά, δεδομένων όλων των άλλων παραγόντων σταθερών, να έχει καλές σχέσεις με την Ρωσία, ώστε να διευρύνει τις επιλογές της όσον αφορά το αμυντικό της οπλοστάσιο και ενδεχομένως να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Αντιστοίχως, η Ρωσία επιθυμεί να έχει καλές σχέσεις με την Ελλάδα για να διευρύνει τις επιλογές της όσον αφορά τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων εντός των θεσμών στους οποίους δεν είναι μέλος και των οποίων οι ενέργειες επηρεάζουν τα συμφέροντά της.
Σε αυτό το πλαίσιο, αν για οποιονδήποτε λόγο η Δύση επιθυμεί να επηρεάσει το επίπεδο των σχέσεων της Ελλάδος με την Ρωσία, πρέπει να υπάρξει το αντάλλαγμα εκείνο που θα μειώνει το ελληνικό κίνητρο για συνεργασία με το Κρεμλίνο. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει την κοινή πρόταση της Ελλάδος, της Κύπρου και του Ισραήλ για τον αγωγό East Med ως εναλλακτική του ρωσικού φυσικού αερίου στην νοτιοανατολική Ευρώπη. Όπως έχουμε (σε συνεργασία με έναν εξαιρετικό συνάδελφο) ξαναγράψει, μία τέτοια κίνηση – εκτός από την προαναφερθείσα μείωση του κινήτρου για συνεργασία με την Ρωσία – υλοποιεί και μία σειρά από ευρωπαϊκές πολιτικές και έχει και σημαντικές θετικές οικονομικές εξωτερικότητες. Υποδείξεις περί της ανάγκης για «κοινή στάση» της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι εντελώς αντιπαραγωγικές, καθώς – όπως έχουμε γράψει στο παρελθόν – η κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική δεν είναι αυτοσκοπός. Αντίστοιχα, στον αμυντικό τομέα, όσο οι ελληνικές ανάγκες σε στρατιωτική τεχνολογία καλύπτονται με λογικό κόστος από την Δύση, η Ελλάδα θα έχει μηδενικό κίνητρο να στραφεί σε τρίτες χώρες για εξοπλισμούς. Με άλλα λόγια, είναι καιρός ο διεθνής δημόσιος διάλογος να περάσει από το επίπεδο της επιπόλαιης διάγνωσης και πρωτόγονης θεραπείας στο επίπεδο της ουσιαστικών προτάσεων για ανταλλάγματα που ταιριάζουν στα πραγματικά ζητήματα που επιβάλλει η κατάσταση των πραγμάτων.
Ευριπίδης Τσακιρίδης