Dennis Gansel:''Το Κύμα'' ( Die Welle ), 2008.


Οταν συνειδητοποιεί ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι διδασκαλίας της Ιστορίας προκαλούν αφόρητη ανία στους μαθητές του, ένας νεαρός καθηγητής προτείνει την εφαρμογή ενός ιδιότυπου πειράματος, που προβλέπει συγκρότηση μιας ελίτ με μυστικούς κώδικες, σκληρή πειθαρχία και υψηλούς στόχους. Οι μαθητές θα οδηγήσουν το πείραμα σε απόλυτη επιτυχία και, χωρίς να το καταλάβουν, θα αρχίσουν να υποκύπτουν στη διακριτική γοητεία του φασισμού. Μεταφέροντας το ομώνυμο μπεστ σέλερ του Τοντ Στράσερ (που με τη σειρά του αφηγήθηκε ένα πραγματικό περιστατικό σε σχολείο του Πάλο Αλτο της Καλιφόρνια τον Απρίλιο του 1967), ο Ντένις Γκάνσελ υπογράφει μια ταινία - γροθιά στο στομάχι που έσπασε τα ταμεία στη Γερμανία, κάνοντας μεγαλύτερο άνοιγμα ακόμα και από τις «Ζωές των Αλλων». Συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Σάντανς.

Σκηνοθεσία: Dennis Gansel
Σενάριο: Dennis Gansel, Peter Thorwarth
Φωτογραφία: Torsten Breuer
Μοντάζ: Ueli Christen
Ηθοποιοί: Jurgen Vogel, Frederick Lau, Max Riemelt, Jennifer Ulrich
Γερμανία, Εγχρωμο
Γερμανικά, 101΄   
 (Με ελληνικούς υπότιτλους)








           Σ  Χ  Ε  Τ  Ι  Κ  Α            

The Wave film

http://www.welle.film.de/

Dennis Gansel

http://www.dennisgansel.com/

http://www.allmovie.com/movie/v426715

Το Κύμα (2008). Full Cast & Crew















1.

 Ο Φασισμός στον Κινηματογράφο: «Το Κύμα»

    Ο φασισμός και ο ρατσισμός δεν είναι φαινόμενο της εποχής μας, αλλά δυστυχώς φαινόμενο κάθε εποχής. Είναι ο φόβος του ξένου και του άγνωστου, «του από αλλού φερμένου». Η διαφορετική κουλτούρα, η αλλιώτικη από τη δική μας που προκαλεί τον φόβο της νόθευσης και παραποίησης συμπεριφορών και ήθους μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων. Στην πορεία κάθε λαού θα ανακαλύψουμε πολλά ψήγματα εκείνου που αργότερα θα ονομαστεί «ρατσισμός». 

Του Γιώργου Ρούσσου. 

Μελετώντας την Ιστορία, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι ειδικά σε περιόδους οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης, φαινόμενα όπως η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, έκαναν έκδηλη την παρουσία τους.

Ο Κινηματογράφος, όντας η 7η Τέχνη, λειτουργεί συχνά πυκνά κι ως καθρέφτης της κοινωνίας μας. Κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας μπορεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη και επομένως, ζητήματα όπως ο ρατσισμός και ο φασισμός, κάθε άλλο παρά ασυγκίνητο τον αφήνουν.

Ταινίες όπως "Ο Αληθινός Φασισμός" (1966) του Μιχαήλ Ίλιτς Ρόμ, οι δημιουργίες του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, "Ο Έλληνας Γείτονας" (Katzelmacher - 1969) και "Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά" (Angst Essen Seele Auf - 1974), αλλά και νεότερες προσπάθειες, όπως τα "Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας" (American History X - 1998), "Το Μίσος" (La Hiane- 1994) του Mathie Kassovitz, αλλά και η υπέροχη "Λευκή Κορδέλα" (The White Ribbon - 2009) του Michael Haneke, αποτελούν κλασσικά φιλμ του είδους.

Ωστόσο, επειδή τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα, έχουν ως αφετηρία την Παιδεία - μία Παιδεία που τόσο σκληρά βάλλεται και στοχοποιείται - με έντονες διαχρονικά της προσπάθειες ελέγχου της, η επιλογή μίας ταινίας που να συνδυάζει το θέμα του Φασισμού/Ρατσισμού, με τον χώρο εκμάθησης και τη διδασκαλία, με οδήγησε στην επιλογή του φιλμ, "Το Κύμα" (Die Welle/The Wave - 2008) του Ντένις Γκάνσελ (Dennis Gansel).

Όταν λοιπόν ο καθηγητής Rainer Wenger (τον οποίο ερμηνεύει υποδειγματικά ο Jurgen Vogel) συνειδητοποιεί, ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι διδασκαλίας της Ιστορίας, προκαλούν αφόρητη ανία στους μαθητές του, ένας νεαρός καθηγητής, προτείνει την εφαρμογή ενός ιδιότυπου πειράματος, που προβλέπει συγκρότηση μιας ελίτ με μυστικούς κώδικες, σκληρή πειθαρχία και υψηλούς στόχους. Οι μαθητές θα οδηγήσουν το πείραμα σε απόλυτη επιτυχία και χωρίς να το καταλάβουν, θα αρχίσουν να υποκύπτουν στην επιρροή της εξουσίας και του φασισμού.

Πολύ εύστοχη και δυστυχώς, αιώνια επίκαιρη, η ταινία "Το Κύμα" του Ντένις Γκάνσελ, καταφέρνει με γρήγορο μοντάζ, αλλά χωρίς υπερβολές να εισάγει τον θεατή στο ιδιαίτερο σύμπαν του.

Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία για τον Γερμανό σκηνοθέτη Dennis Gansel, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά: «Έδειχνα ανέκαθεν ειδικό ενδιαφέρον για την ιστορία της Ναζιστικής Γερμανίας. Για το αν θα μπορεί να υπάρξει φασισμός ξανά, για το πώς λειτουργεί το φασιστικό σύστημα, το πώς μπορεί να εκτροχιαστούν οι άνθρωποι από το δρόμο τους. Ήταν κάτι που πάντα με συνάρπαζε. Υποθέτω πως αυτό έχει να κάνει και με την ιστορία της οικογένειάς μου. Ο παππούς μου ήταν αξιωματικός του Τρίτου Ράιχ, κάτι για το οποίο ο πατέρας μου, αλλά και οι δύο θείοι μου, συνάντησαν πολλά και διάφορα προβλήματα στη ζωή τους.»

Και συνεχίζει: «Όταν ήμουν νέος συχνά αναρωτιόμουν για το τι θα έκανα αν θα βρισκόμουν σε μια κατάσταση σαν κι αυτή του παρελθόντος. Στο "Wave" η ερώτησή μου είναι το πώς θα μπορούσε να δουλεύει σήμερα ο φασισμός. Θα ήταν πιθανός σήμερα; Θα μπορούσε να ξανασυμβεί αυτό το πράγμα, εδώ και τώρα, σε ένα συνηθισμένο σχολείο στη Γερμανία; Και πάλι, όταν ήμουν νέος πάντα ευχόμουν να υπήρχε κάτι με το οποίο θα μπορούσα να ταυτιστώ. Ζήλευα τους γονείς μου που έζησαν τη δεκαετία του '60 και το φοιτητικό κίνημα, όπου οι άνθρωποι είχαν ένα είδος κοινού στόχου, προσπαθώντας να αλλάξουν το κόσμο και να κάνουν τη διαφορά. Εγώ μεγάλωσα στη δεκαετία του '80 και του '90, όταν πια υπήρχαν χιλιάδες πολιτικά ρεύματα και ομάδες, αλλά καμιά πραγματική κατεύθυνση.»

«Δεν μπορούσα να ενθουσιαστώ με τίποτα. Κι αυτό μου έλειπε. Αυτό νομίζω πως λείπει και από τα παιδιά σήμερα. Εννοώ, δεν μπορούμε να ορίζουμε τους εαυτούς μας μόνο μέσα από τη μουσική και το ντύσιμο. Νομίζω πως οι άνθρωποι έχουν μια βαθιά ανάγκη για την ουσία, μια ανάγκη που γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Η τάση για τον ατομικισμό και την ιδιώτευση, τη διάσπαση της κοινωνίας σε μικρές ομάδες, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Σε κάποιο σημείο θα βρεθεί ένα τεράστιο κενό. Και τότε ο κίνδυνος θα είναι ότι κάποιος «-ισμός» θα ξεπεταχτεί και θα θελήσει να γεμίσει αυτό το κενό», καταλήγει ο Dennis Gansel.

Όπως προαναφέραμε, η ταινία μας πραγματεύεται τη διεξαγωγή ενός πειράματος σε κάποιο σχολείο της Γερμανίας. Ένα πείραμα, το οποίο ξεκινά με τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά εξελίσσεται σε κάτι ανεξέλεγκτο κι εν τέλει, βίαιο. Ο Ράινερ Βένγκερ, καθηγητής Λυκείου με αναρχικό παρελθόν και πρωτοποριακές ιδέες για την εκπαίδευση, αναλαμβάνει, στο πλαίσιο του μαθήματος της πολιτικής θεωρίας, να διδάξει στους φοιτητές του για την τυραννία. Ο ίδιος, βέβαια, θα προτιμούσε να αναλάβει να μιλήσει για την αναρχία, αλλά σε αυτό τον έχει προλάβει ένας αυστηρός καθηγητής της παλιάς σχολής.

Προκειμένου, λοιπόν, να κάνει το μάθημα πιο ενδιαφέρον και με αφορμή το σχόλιο ενός μαθητή του πως «δεν μπορεί σήμερα να ξαναϋπάρξει φασισμός» σοφίζεται ένα παιχνίδι ρόλων. Ο ίδιος αναλαμβάνει τον ρόλο του ηγέτη και οι μαθητές του το ρόλο των ακολούθων του. Οι τελευταίοι φαίνεται να ανταποκρίνονται με πρωτοφανή ενθουσιασμό, στις ανάγκες των «ρόλων» τους.

Πειθαρχούν με χαρά σε μια σειρά κανόνων συμπεριφοράς, ονοματίζουν την μικρή κοινωνία τους, ως «Το Κύμα», φορούν ένα είδος ενιαίας στολής, επινοούν έναν κοινό χαιρετισμό, φιλοτεχνούν ένα διακριτικό σήμα και μαθαίνουν τελικά να αντιλαμβάνονται ο ένας τον άλλο ως μέλη μιας εκλεκτής ομάδας, εντός της οποίας όλοι είναι ίσοι με όλους.

Ο Μάρκο, γιος διαλυμένης οικογένειας, είναι ίσος επιτέλους με τον πλούσιο συμμαθητή του. Η ντροπαλή, συνεσταλμένη Λίζα είναι ίση επιτέλους με τα άλλα, δημοφιλή κορίτσια. Ο Τιμ, που βρισκόταν πάντα στο περιθώριο και κινούνταν καμιά φορά και εκτός νόμου, μπαίνει επιτέλους στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και αισθάνεται χρήσιμος. Ο Ντένις, που ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και αναζητά διαρκώς το νόημα, διοχετεύει επιτέλους κάπου το πάθος του. Ένας μαθητής Τούρκικης καταγωγής είναι ίσος με τον Γερμανό συμμαθητή του. Μόνο που αν για τα μέλη της ομάδας όλα φαίνονται σωστά, όσοι βρίσκονται στην απ' έξω δείχνουν την δυσπιστία, αν όχι την αγωνία τους.

Την αρχή κάνει, η σύζυγος του Ράινερ, επίσης καθηγήτρια και μάλιστα, στο ίδιο σχολείο. Αλλά και η νεαρή Κάρο, το κορίτσι του Μάρκο που βρέθηκε στην ομάδα, εξοστρακίστηκε γιατί αρνήθηκε να φορέσει το ίδιο λευκό πουκάμισο με τους υπόλοιπους και παλεύει να δείξει σε όλους το πόσο επικίνδυνες είναι οι νέες ιδέες τους. Κανείς όμως δεν μπορεί να σταματήσει το «Κύμα» και την καταστροφή που φέρνει μαζί του...

Η ταινία βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Martin Rhue (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Todd Strasser), υποχρεωτικό ανάγνωσμα σε πολλά σχολεία της Γερμανίας, που με τη σειρά του είναι εμπνευσμένο από πραγματική ιστορία.

Το 1967, ένας καθηγητής ιστορίας στο Λύκειο Cubberley του Πάλο Άλτο με το όνομα Ron Jones εφάρμοσε ένα αντίστοιχο πείραμα στους μαθητές του. Όταν, κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος όπου δίδασκε για τον Εθνικό Σοσιαλισμό, ένας μαθητής του τον ρώτησε για το πώς θα μπορούσε ο λαός της Γερμανίας να αγνοεί για τη σφαγή του Εβραϊκού πληθυσμού, ο καθηγητής δεν μπόρεσε να απαντήσει. Αντ' αυτού όμως, αποφάσισε να δώσει μια μικρή γεύση από τις συνθήκες της εποχής που μελετούσαν.

Έτσι, οργάνωσε την τάξη σε μια ομάδα (με το κάθε άλλο παρά αθώο όνομα «το Τρίτο Κύμα», μια άμεση αναφορά στο Τρίτο Ράιχ), πρότεινε σκληρά κανονιστικά μέτρα και εφάρμοσε σε λίγη ώρα ένα μικρό πρόγραμμα αυστηρής πειθαρχίας μέσα στην τάξη, έκπληκτος με την προθυμία με την οποία τον υπάκουαν οι μαθητές του. Το όλο εγχείρημα, που θα κρατούσε μία μόλις μέρα, εξαπλώθηκε ραγδαία σε όλο το σχολείο, όσοι είχαν αντίθετη γνώμη γνώριζαν έναν άτυπο αποκλεισμό, τα μέλη της πρώτης ομάδας άρχιζαν να κατασκοπεύουν το ένα το άλλο, και όσοι αρνούνταν να συμμορφωθούν έπεφταν θύματα βίας. Ο Jones κλήθηκε λόγω των γεγονότων που επακολούθησαν να σταματήσει το εν λόγω πείραμα στην τάξη μετά από πέντε ημέρες...

Η βίαιη επιβολή ανθρώπου εις άνθρωπον, δεν είναι μια άγνωστη, αφηρημένη δύναμη, αλλά κάτι που φωλιάζει σπερματικά στην ανθρώπινη φύση. Ο καθένας μας είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ακόμα και αν στοχεύει στο πρώτο, μπορεί να καταλήξει στο δεύτερο. Το ίδιο κάνουν οι χαρακτήρες που παρασέρνει το «Κύμα». Οι νεαροί μαθητές ξεκινούν για να αλλάξουν τον κόσμο που τους παραδίδεται. Τον κόσμο της ανεργία, της φτώχεια, της ανισότητας αλλά και της παραπληροφόρησης.

Απέναντι τους, οι γονείς φαντάζουν ως του «εξήντα οι εκδρομείς». Τα παιδιά τους αμήχανοι παρατηρητές ενός κόσμου που αλλάζει συνέχεια, με φρενήρεις ρυθμούς. Από τη μία σελίδα της ιστορίας στην άλλη και πάλι πίσω εκεί που ξεκίνησαν. Όταν ο ιδεαλισμός δεν βρίσκει αντίκρισμα, μπορεί να γίνει επικίνδυνος.

Η ταινία μας θέτει ερωτήματα, χωρίς απαραίτητα να προσφέρει απαντήσεις. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε μέσα σε 107 λεπτά κινηματογραφικού χρόνου, να λύσει ένα πρόβλημα που ταλανίζει γενιές και γενιές. Παράλληλα όμως, αν κανείς προσπαθούσε να αρνηθεί τη δύναμη του κινηματογραφικού μέσου ως ιδεολογικού μηχανισμού, θα εθελοτυφλούσε.

Στην περίπτωση του «Κύματος», το σινεμά γίνεται το ιδανικό όχημα για να περιγράψει μια νέα συνθήκη ολοκληρωτισμού, αυτής που λαμβάνει χώρα στο γόνιμο, λόγω της αθωότητάς του, πεδίο της εφηβικής ψυχής. Σενάριο «βγαλμένο από τη ζωή», όπως θα έλεγε κάποιο κλισέ, και την ίδια στιγμή larger than life, η ιστορία για μια τάξη στη Γερμανία που καταλήγει να αυτοπροσδιορίζεται ως περιούσιος πληθυσμός, διδάσκει, χωρίς διδακτισμό, απλά αλλά ποτέ απλοϊκά, ένα από τα πιο έντονα σε ρυθμούς και συναισθηματικά φορτισμένα μαθήματα κινηματογράφου στην ιστορία του μέσου. Και ο σκηνοθέτης της το πετυχαίνει, με τον τρόπο που το έκανε και ο μαθητής που ξεσήκωσε το «Κύμα», μέσω μίας και μόνο ερώτησης, που τίθεται στους εαυτούς μας καταρχήν, αλλά και στους γύρω μας: «Μπορεί να ξαναγεννηθεί ο ναζισμός;».

ΠΗΓΗ:http://tvxs.gr/news/sinema/o-fasismos-ston-kinimatografo-%C2%ABto-kyma%C2%BB




2.

     Το κύμα (Die Welle): Το αληθινό πείραμα  

Το Κύμα (Die Welle), είναι   η κινηματογραφική μεταφορά ενός πραγματικού πειράματος που έγινε από έναν δάσκαλο σε Αμερικάνικο σχολείο. Ο δάσκαλος μη έχοντας τρόπο να πείσει τους μαθητές του ότι ο φασισμός «δεν είναι κάτι που έγινε αλλού, από άλλους» αλλά αναδύθηκε από καθημερινούς ανθρώπους χωρίς να έχουν αντίληψη σε τι ήταν αυτό που συμμετείχαν, προχώρησε σε αυτό το βιωματικό πείραμα. Παρουσίασε την (φανταστική) ύπαρξη μιας νέας και ελπιδοφόρας οργάνωσης, τους έπεισε για τη σκοπιμότητα της και μετέτρεψε τους μαθητές σε μέλη αυτής της οργάνωσης η οποία διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά μιας …»υγιειούς» φασιστικής οργάνωσης. Ο δάσκαλος χρειάστηκε μόλις μία εβδομάδα για να αρχίσει να γιγαντώνεται -σε επίπεδο σχολείου πλέον- η οργάνωση, οπότε και διέκοψε το πείραμα. Τις παρατηρήσεις του τις κατέγραψε σε ημερολόγιο το οποίο δεν δημοσιεύθηκε παρά 10 χρόνια αργότερα από το πείραμα.
Το 1988, το περιοδικό ΑΝΤΙ δημοσίευσε σχετικό άρθρο το οποίο και παρατίθεται:

    Ο ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΦΕΡΠΩΝ ΝΑΖΙΣΜΟΣ  
του Νίκου Ράπτη – περιοδικό ''ΑΝΤΙ'' 1988

Στις  30.8.88 η ΕΤ2, στη νέα τηλεοπτική σειρά «Μετά το σχολείο»,  έδειξε μια ταινία με τίτλο «Η πάλη των τάξεων».

Η υπόθεση της τηλεταινίας (σύμφωνα με τη «Ραδιοτηλεόραση») είναι τοποθετημένη στη σύγχρονη αμερικάνικη κοινωνία, όπου οι μαθητές της μεσαίας τάξης έχουν να αντιμετωπίσουν κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις.

Ο κ. Μόλνερ, ένας από τους καθηγητές του σχολείου …βάζει (τους μαθητές) να παίξουν ένα… «παιχνίδι», που πρόκειται να διαρκέσει ένα μήνα. Τους χωρίζει τυχαία –ασχέτως με την κοινωνική τους τάξη- σε 3 ομάδες… Η «μπλε» ομάδα, αντιπροσωπεύει την ανώτερη τάξη, η «πράσινη» τη μεσαία και η  «πορτοκαλί» την κατώτερη.

Η καθεμιά ομάδα πρέπει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα πρότυπα του καινούριου ρόλου της, αλλιώς υπόκειται σε περιορισμούς και κυρώσεις… όπως περνούν οι μέρες το παιχνίδι παύει σιγά σιγά να είναι παιχνίδι. Η διαφορά των τάξεων γίνεται έντονη και η συμπεριφορά των μαθητών σχεδόν βίαιη.

Βέβαια μέσα στο φιλμάκι έχει μπει και το «απαραίτητο» μαθητικό ρομαντζάκι και «μέσα από την εμπειρία τα παιδιά συνειδητοποιούν πλήρως (σ.σ. πάντα κατά τη  «Ραδιοτηλεόραση» τις τεράστιες κοινωνικές αναστατώσεις που είχαν ζήσει οι προηγούμενες γενιές και πόσα μένουν ακόμη να γίνουν για να πάψουν να υπάρχουν οι κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις». Και τα παιδιά ζήσανε καλά και ‘μεις καλύτερα.

Γιατί όμως να ασχοληθεί κανείς με μια μυθιστοριούλα γυμνασιακού επιπέδου; Γιατί φαίνεται ότι αυτή βασίστηκε σε μια πραγματική ιστορία, που ξεκίνησε εδώ και 20 χρόνια, περίπου, και την οποία οι πρωταγωνιστές της την κράτησαν μυστική για περισσότερα από δέκα χρόνια.

Η πραγματική αυτή ιστορία διαδραματίστηκε σε ένα γυμνάσιο της Καλiφόρνιας, τον Απρίλιο του 1969. Πρωταγωνιστές: ο Ρον Τζόουνς, καθηγητής της Ιστορίας και πάνω από διακόσιοι μαθητές του ίδιου γυμνασίου.

Ο Τζόουνς δίδασκε παγκόσμια Ιστορία στις μεσαίες τάξεις του γυμνασίου. Όταν η διδασκαλία έφτασε στην περίοδο της ναζιστικής Γερμανίας, μέσα στη τάξη τέθηκε το ερώτημα: «πως μπορεί ο γερμανικός λαός να ισχυρίζεται ότι είχε άγνοια για την εξόντωση των Εβραίων;».

Ο Τζόουνς ομολογεί ότι δεν ήξερε να απαντήσει στην απορία των μαθητών του. Αποφάσισε όμως να κάνει ένα πείραμα στην τάξη πάνω στο θέμα αυτό. Το πείραμα κράτησε πέντε μέρες.

    Τη Δευτέρα ο Τζόουνς ξεκίνησε εισάγοντας τους 30 μαθητές της τάξης του στην έννοια της πειθαρχίας, το κύριο χαρακτηριστικό του ναζισμού. Έτσι ξεκίνησε ή μάλλον διέταξε (όπως λέει ο ίδιος) να υιοθετήσουν οι μαθητές μια «στάση προσοχής», όταν κάθονται στα θρανία (γόνατα σε ορθή γωνία, ίσια ράχοκοκαλιά, κλπ). Οι μαθητές όχι μόνο δέχτηκαν να κάθονται προσοχή, αλλά μετά από μια μικρή εξάσκηση κατόρθωσαν να μπαίνουν από το διάδρομο στην τάξη και να κάθονται σε στάση προσοχής στα θρανία μέσα σε 5 δευτερόλεπτα. Στη συνέχεια ο Τζόουνς επέβαλε και άλλα στοιχεία πειθαρχίας, πχ απαίτησε οι μαθητές να απαντούν στις ερωτήσεις του με τρεις λέξεις το πολύ! Με έκπληξη ο Τζόουνς διαπίστωσε ότι, παρ’ όλο που η συμπεριφορά του ήταν δικτατορική, οι μαθητές όχι μόνο υπάκουαν αλλά άρχισαν να συμμετέχουν πιο έντονα στο μάθημα απ’ ότι πριν από το πείραμα.
    Την Τρίτη (δεύτερη μέρα του πειράματος), όταν ο Τζόουνς μπήκε στην τάξη, όλοι οι μαθητές ήταν καθισμένοι στη γνωστή στάση προσοχής χωρίς να τους έχει δώσει κανείς εντολή! Τη μέρα αυτή ο Τζόουνς ανέλυσε στην τάξη τα «οφέλη» που προκύπτουν από την ομαδική συμπεριφορά των ατόμων μέσα στην κοινότητα και διέταξε τους μαθητές να φωνάζουν το σύνθημα «Δύναμη μέσα από την κονότητα», πράγμα που οι μαθητές έκαναν πάλι με μεγάλο ενθουσιασμό.

Προς το τέλος του μαθήματος ο Τζόουνς, χωρίς να το καλοσκεφθεί (όπως λέει ο ίδιος), δημιούργησε και ένα τρόπο χαιρετισμού ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας. Ο τρόπος του χαιρετισμού φαίνεται στο σκίτσο που συνοδεύει αυτό το κείμενο. Το χαιρετισμό αυτό τον ονόμασαν χαιρετισμό του «τρίτου κύματος»*.

    Την Τετάρτη ο Τζόουνς αποφασίζει να εκδώσει «ταυτότητες μέλους» για όσους μαθητές ήθελαν να συνεχίσουν το πείραμα. Ούτε ένας μαθητής δεν θέλησε να αποχωρήσει από το πείραμα.

Όταν μοίραζε τις ταυτότητες ο Τζόουνς σημάδεψε τρεις από αυτές με ένα κόκκινο Χ και είπε στους αντίστοιχους μαθητές που τις πήραν ότι αυτοί οι τρεις έχουν ειδική αποστολή «να αναφέρουν (στον Τζόουνς) τους μαθητές που δεν συνεμορφούντο προς τας υποδείξεις».

Στο σημείο αυτό ο Τζόουνς άρχισε να ανησυχεί, γιατί ενώ είχε αναθέσει μόνο σε τρεις να κάνουν τον χαφιές, περίπου 20 μαθητές(!) με δική τους πρωτοβουλία άρχισαν να «καρφώνουν» τους συμμαθητές τους για παράβαση των κανόνων. Ακόμα οι μαθητές έπαιρναν δικές τους πρωτοβουλίες για να αυξήσουν την ισχύ των κανόνων. Έτσι, ο Ρόμπερτ, ένα από τα πιο μεγαλόσωμα μέσα στην τάξη και από τους τελευταίους μαθητές σε απόδοση στα μαθήματα, ζήτησε από τον Τζόουνς να του επιτρέψει να γίνει ο σωματοφύλακας του (!). όταν ο Τζόουνς τον δέχτηκε ο Ρόμπερτ, που ήταν «αθέατος» ως μαθητής, μέχρι τότε, άρχισε να περπατάει καμαρωτός δίπλα στο δάσκαλο και να χαιρετάει τους πάντες με το χαιρετισμό του «τρίτου κύματος».

Από τους 30 μαθητές στην τάξη μόνο τρία κορίτσια που ήταν και οι καλύτερες μαθήτριες της τάξης, δεν συμμετείχαν ολόψυχα στην «κοινότητα», αλλά έπαιρναν μέρος στις διάφορες δραστηριότητες σχεδόν μηχανικά. Όπως λέει τώρα ο Τζόουνς, οι άριστες αυτές μαθήτριες φαίνονταν «σαν πνευματικά καθυστερημένες» μέσα στην στρατιωτική ατμόσφαιρα της «κοινότητας».

    Την Πέμπτη ο Τζόουνς κατάλαβε ότι τα πράγματα είχαν αγριέψει. Όχι μόνο οι μαθητές είχαν γίνει ναζιστόμουτρα, αλλά, όπως ομολογεί, και στον ίδιο είχε αρχίσει να αρέσει ο ρόλος του δικτάτορα! Προσπαθώντας να βρει τρόπο να κλείσει το πείραμα ο Τζόουνς είπε στους μαθητές ότι το πείραμα δεν ήταν πείραμα αλλά πραγματικά είχαν δημιουργηθεί σε όλα τα γυμνάσια της Αμερικής «κοινότητες» σαν τη δικιά τους, που σκόπός τους ήταν να αλλάξουν το πολιτικό καθεστώς της Αμερικής. Ανακοίνωσε δε, ότι την επόμενη μέρα (την Παρασκευή) θα γινόταν μεγάλη «συγκέντρωση» στο αμφιθέατρο του σχολείου, στην διάρκεια της οποίας κάποιος νέος υποψήφιος πρόεδρος της Αμερικής θα ανακοίνωνε τη δημιουργία του «τρίτου κύματος».

Μάλιστα, για να γίνει πιο πιστευτός, διέταξε να απομακρυνθούν από την τάξη οι τρεις μαθήτριες που αντιδρούσαν στο «τρίτο κύμα» και να κλειστούν στη βιβλιοθήκη του σχολείου υπό φρούρηση. Και ενώ ο Τζόουνς περίμενε ότι κάποιοι μαθητές θα βάζανε τα γέλια, όχι μόνο δεν έγινε κάτι τέτοιο, αλλά οι μαθητές άρχισαν να φωνάζουν ενθουσιασμένοι.

Τέλος ο Τζόουνς ανακοίνωσε ότι στη μεγάλη «συγκέντρωση» θα ήταν μόνο μέλη του «τρίτου κύματος» (που ήδη είχαν γίνει πάνω από 200 με εγγραφές και από άλλες τάξεις) εκτός  από τα τρία κορίτσια. Επίσης είπε στους μαθητές να μην πουν σε κανένα για τη μεγάλη «συγκέντρωση».

    Την Παρασκευή (τελευταία μέρα) το αμφιθέατρο γέμισε με τα 200 μέλη και με λάβαρα που είχαν φτιάξει τα ίδια τα μέλη του «τρίτου κύματος». Στη σκηνή της αίθουσας είχε τοποθετηθεί μια τηλεόραση από την οποία υποτίθεται θα μιλούσε ο «αρχηγός».

Αφού χαιρέτισε τη συγκέντρωση ο Τζόουνς και αντιχαιρετήθηκε  από περισσότερα από διακόσια μανιασμένα χέρια των μελών, έσβησε τα φώτα και άναψε την τηλεόραση στην οποία φάνηκε μόνο το σήμα του σταθμού. Οι μαθητές μέσα σε νεκρική σιγή περίμεναν να φανεί ο αρχηγός. Όμως στην οθόνη υπήρχε μόνο το σήμα του σταθμού. Αυτό κράτησε δυο ολόκληρα λεπτά. Και τότε κάποιος μαθητής φώναξε: «δεν υπάρχει αρχηγός, έτσι δεν είναι;». Τότε ο Τζόουνς άναψε τα φώτα και, σιγά σιγά, άρχισε να μιλάει στους μαθητές. Αφού τους διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει αρχηγός ούτε «τρίτο κύμα» είπε: «δεν είσαστε καλύτεροι από τους ναζί που μελετάμε. Νομίζετε ότι είσαστε οι εκλεκτοί… αφήστε με να σας δείξω ποιο θα ήταν το μέλλον σας».

Στη συνέχεια, ο Τζόουνς ξανάσβησε τα φώτα και πρόβαλε ένα ντοκυμανταίρ με τη μεγάλη συγκέντρωση του Χίτλερ στη Νυρεμβέργη, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κλπ. Αφού τέλειωσε το φιλμ ο Τζόουνς ανέλυσε το πείραμα το φιλμ και κατέληξε με τα παρακάτω λόγια:

«είδαμε ότι ο φασισμός δεν είναι κάτι που έκαναν αυτοί οι άλλοι άνθρωποι. είναι παρών εδώ. Μέσα σε αυτή την αίθουσα… και εάν η αναπαραγωγή της φασιστικής νοοτροπίας (που κάναμε) είναι πλήρης, τότε ούτε ένας από σας δεν θα παραδεχθεί ποτέ ΄τοι ήταν παρών στην τελική αυτή «συγκέντρωση» του «τρίτου κύματος». Όπως και οι Γερμανοί, δε θα μπορέσετε ποτέ να παραδεχθείτε ότι πήγατε τόσο μακριά».

Όπως κι έγινε. Ο Τζόουνς εδίδαξε στο γυμνάσιο αυτό της Καλιφόρνιας για τέσσερα χρόνια ακόμη. Μέσα σε αυτά τα χρόνια κανένας μαθητής δεν παραδεχόταν ότι έλαβε μέρος στη μεγάλη συγκέντρωση του τρίτου κύματος.

Ο ίδιος ο Τζόουνς κράτησε το μυστικό του πειράματος για πάνω από δέκα χρόνια. Πρωτοδημοσίευσε όλα αυτά μόλις το 1980.


*Γιατί το σχήμα της παλάμης έδινε την εντύπωση της κορυφής των κυμάτων της θάλασσας και γιατί το τρίτο κύμα σε μια σειρά κυμάτων είναι το ισχυρότερο.




3.

  Το κύμα  

 Μερικές σκόρπιες και «ανισοβαρείς» σκέψεις με αφορμή την ταινία « ΤΟ ΚΥΜΑ» του Ντένις Γκάνσελ. Μια ταινία που παρασέρνει σε ένα ασφυκτικό ταξίδι, που χτίζεται βήμα – βήμα έως την τελική κορύφωση.
Είναι καταφανής η αναφορά της ταινίας στη γένεση, τη δομή και τις λειτουργίες του ναζισμού. Και, αν ο θεατής θέλει να είναι ειλικρινής απέναντι στην Ιστορία και τον εαυτό του, θα δει και το σταλινισμό ( και λοιπούς –ισμούς ). Νομίζω ότι θα ήταν κρίμα – ίσως και  …βολικό;! – το να μείνουμε σε αυτό το σημαντικό μεν, αλλά πρώτο επίπεδο.
«Το Κύμα» πραγματεύεται τη γένεση και αναπαραγωγή ολοκληρωτικών καταστάσεων γενικότερα. Από το μαζικό πολιτικό επίπεδο έως την καθημερινότητα.

Αλιεύσαμε και δημοσιεύουμε μερικές σκέψεις του Δ. Οικονομίδη για την εξαιρετική ταινία «ΤΟ ΚΥΜΑ»

Ξεκινάει με το ρόλο του σώματος και των συγκινήσεων, τη χρήση τους με την πιο πρωτόγονη έννοια που έξυπνα και έντεχνα χρησιμοποιείται από τον καθ(οδ)ηγητή Ράϊνερ Βένγκερ. Το εγχείρημα, από τη στιγμή που το προτείνει ο Β., κάτι σαν πειραματικό μάθημα και παιχνίδι – πολύ πιθανά με την καλή πρόθεση εκ μέρους του Β. να διδάξει βιωματικά.- γίνεται και «ιδεολογικό πρόγραμμα ». « Ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις ». Δεν αρκεί να δηλώνει και να νιώθει κανείς προοδευτικός, οι μέθοδοι και η σκέψη του θα το αποδείξουν. Το « παιχνίδι » ξεκινά με σωματικές ασκήσεις και διέγερση έντονων συγκινήσεων. Η απολυτοποίηση της αξίας του σώματος παραπέμπει στο βιολογικό πυρήνα του ρατσισμού. Η υπέρμετρη χρησιμοποίηση των συγκινήσεων ( συναισθηματισμός ) έρχεται να δημιουργήσει τόσο την αίσθηση της Δύναμης όσο και το ζεστό κουκούλι. Πράγματα  που κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη και που η ολοκληρωτική αγέλη δημιουργεί με τη μορφή αποκλειστικά – ή, έστω, σε κυρίαρχο βαθμό – πρωτογενών συγκινήσεων που παραμένουν σε ακατέργαστη και μαζοποιημένη μορφή.

Η απολυτοποίηση της αξίας του σώματος και της ακατέργαστης συγκίνησης συνοδεύονται/οδηγούν στην υποτίμηση της σκέψης ως λειτουργίας αναστοχασμού και κριτικής.

Άλλο στοιχείο είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ του Ηγέτη ως μορφή της Θείας Πρόνοιας, της κλίκας των άμεσων συνεργατών και της μάζας. Η μάζα ( οι μαθητές της τάξης ) δεν παρουσιάζονται στο έργο – και πολύ σωστά – ως άβουλοι, παθητικοί δέκτες που τους επιβλήθηκε εκ των έξω η δικτατορία του καθηγητή, ούτε ως « τα κακόμοιρα παιδιά που παρασύρθηκαν από τις κακές παρέες». Είχαν τη δυνατότητα και την επιλογή να σκεφτούν, να ακούσουν τις φωνές εκείνων των συμμαθητών τους που αμφέβαλλαν,  διαφωνούσαν και έφυγαν. Μπορούσαν να αναλογιστούν τις προφανείς ομοιότητες του «παιχνιδιού»με τη ναζιστική εμπειρία.( Ο Χίτλερ ως γνωστόν ανέβηκε στην εξουσία κοινοβουλευτικά ). Πλην όμως αφέθηκαν να σαγηνευτούν από τη Δύναμη. Αρκέστηκαν  – και πάλι ελάχιστοι, διότι η πλειοψηφία παρέμεινε σιωπηλή – σε εύκολες απόψεις του τύπου «Εντάξει, οι ναζί ήταν κακοί. Το καταλάβαμε. Πάμε παρακάτω;»,  λειτουργώντας δηλαδή με την ψευδαίσθηση ότι με βερμπαλιστικές κοινοτοπίες ξορκίζεται το κακό.

«Το Κύμα » μιλάει για το Κακό και ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας. Η ψυχανάλυση, η πολιτική επιστήμη, η ανθρωπολογία, η φιλοσοφία έχουν μιλήσει και συνεχίζουν να πραγματεύονται το θέμα. Απομυθοποιούν βολικές αντιλήψεις όπως: το σωκρατικό «ουδείς εκών κακός » ( κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του ) ή την άποψη των θρησκειών ότι το Κακό είναι « Εξαποδό » δηλαδή έξω από εμάς! , στο Σατανά ή στους άλλους ( τους ξένους, τους διαφορετικούς ). Βολικές αντιλήψεις τις οποίες καλλιέργησε και η Αριστερά με τις μεταφυσικές απόψεις, ότι το Κακό είναι αποτέλεσμα των εκμεταλλευτικών κοινωνιών και μόνο και ότι με την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού όλα τα επιθετικά ένστικτα θα καταλάγιαζαν και ο Άνθρωπος θα ξαναέβρισκε το Χαμένο Παράδεισο, τον οποίο είχε χάσει εξαιτίας του Σατανά ( και της Εύας , στην πιο φαλλοκρατική εκδοχή ). Κι ότι με την καλοσυνάτη και σοφή καθοδήγησή της θα οδηγούσε τις παρασυρμένες πλην τίμιες κατά βάθος μάζες στο δρόμο της Αρετής ( διότι οι μάζες, ως .. γνωστόν είναι βλάκες και ανήμπορες να δράσουν. Τώρα το πώς την επόμενη στιγμή γίνονται ο Λαός-Θεός, τρέχα γύρευε;!). Απόψεις με τις οποίες αποκοιμηθήκαμε επί αιώνες, εναποθέτοντας τις τύχες μας στα κάθε λογής ιερατεία επαϊόντων (θρησκευτικά, πολιτικά, επιστημονικά κλπ ). Αυτά συμβαίνουν αντί να ασχοληθούμε οι ίδιοι, να τολμήσουμε να συνδιαλλαγούμε με το Κακό στον  εαυτό μας και στην κοινωνία, τη βία και την καταστροφικότητα που κουβαλάμε και να τους βάλουμε όρια, να στρέψουμε την τεράστια ενέργεια του Κακού στη Δημιουργία, να το εξημερώσουμε, στο βαθμό που μπορούν να γίνουν τα παραπάνω. Είναι ενδιαφέρον ότι τις δύο μαθήτριες που εξεγείρονται και αγωνίζονται μέχρι το τέλος δεν τις παρουσιάζει ως Αγγέλους, ως το «αιώνιο Καλό». Αντίθετα. Και αυτές  έμειναν ως ένα σημείο στο παιχνίδι, σαγηνεύτηκαν, το απήλαυσαν. «Ουδείς τέλειος» αλλά, κι αυτό είναι ένα θέμα:  το ζητούμενο δεν είναι να είναι κανείς τέλειος, Θεός. Αλλά, όπως οι δύο κοπέλες, καθώς και ένα αγόρι την ύστατη στιγμή, να έχει το κουράγιο να δει τον κίνδυνο που ελλοχεύει για την κοινωνία ( την τάξη και το σχολείο τους και τις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των μαθητών, στο έργο ), να αρνηθεί την – υπαρκτή και αναμφισβήτητη – ηδονή και την αίσθηση Ισχύος χωρίς μέτρο που προσφέρει η συμμετοχή σε μια αγέλη. Αυτά τα παιδιά πήγαν ένα βήμα πιο πέρα και στάθηκαν απέναντι στη Μάζα, πήγαν πέρα και αντίθετα στη ναρκισσίλα τους και στην ανάγκη του να ανήκεις κάπου με οποιοδήποτε κόστος. Είχαν το θάρρος να «μην ανήκουν» για ένα διάστημα ( στην αγέλη ) αλλά να ανήκουν στο ανθρώπινο γένος, να υπερασπιστούν το μέλλον, τη ζωή, τη δημοκρατία στην πιο ευρεία και θεμελιακή της μορφή.

 Η ταινία περιγράφει επίσης το πώς τα διάφορα ελλείμματα – και κοινωνικής αλλά και ατομικής φύσεως – όπως: η έλλειψη συλλογικών αξιών, ο κατακερματισμός και η διάλυση των ανθρώπινων σχέσεων αλληλεγγύης, η συνεχής απόρριψη και αποκλεισμός από τα θεμελιώδη αγαθά της ζωής αλλά και η απόρριψη σε προσωπικό επίπεδο, αποτελούν το εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια της μνησικακίας και του φθόνου και για την εμφάνιση ενός ριζοσπαστισμού ολοκληρωτικού τύπου.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης δεν κατέφυγε στην εύκολη και προφανή καταγγελία του μόνο του ακροδεξιού ολοκληρωτισμού. Ο εμπνευστής του πειράματος, καθηγητής Ρ.Β., υπήρξε στα νιάτα του καταληψίας σε εναλλακτικούς χώρους της συνοικίας Kreuzbeg του Βερολίνου και συνεχίζει να ζει «εναλλακτικά» (;). Σε ένα ποταμόπλοιο δηλαδή όχι σε πολυκατοικία-κλουβί. Κάπου εκτός πόλης, δηλαδή στη φύση, μεν, αλλά και μακριά από τους ανθρώπους, δε! Η ομάδα αναρχικών που συγκρούεται  με τα μέλη του «Κύματος», θεωρώντας τους  δίκαια φασίστες, λειτουργεί εξίσου στρατιωτικά, με χρήση φυσικής βίας και σε τελευταία ανάλυση αποδεικνύεται ότι αυτό που τους ενόχλησε ήταν η κάλυψη των γκράφιτί τους! Δηλαδή ο δικός τους ζωτικός  χώρος – το «χωραφάκι» τους, το «έθνος» τους ή η …συνιστώσα τους χμ!χμ! –  και όχι ο κίνδυνος για τη δημοκρατική έκφραση γενικά για όλη την κοινωνία.

Πόσες αυτοαποκαλούμενες αντιεξουσιαστικές ομάδες δε λειτουργούν με όρους «πρωτόγονης ορδής » ( κατά Φρόυντ ). Δηλαδή με επιβολή ενός ( και μοναδικού ! ) Ηγέτη ( συνήθως κυρίαρχο αρσενικό , λιγότερο συχνά, αμαζόνα), με οικογενειοκρατία και κλίκες αυλικών-μαντρόσκυλων, με αποκλεισμό και συχνά βίαιη αντιμετώπιση της διαφορετικής άποψης, φυσική βία ως μέσω «πειθούς», περιφρόνηση και αλαζονεία απέναντι στους «εκτός ημών », με το πρόσχημα ότι είναι « αποχαυνωμένος και μαλθακός λαουτζίκος »; Πόσα κόμματα και ομάδες που ομνύουν στο όνομα της ανανέωσης, της δημοκρατίας και του αντισταλινισμού δεν λειτουργούν στην πράξη με στοιχεία –  όχι τόσο ακραία – του «Κύματος»;

Το ζευγάρι  των «απελευθερωμένων » γονέων στο έργο, που διατηρεί με τα παιδιά του ισοπεδωτικές σχέσεις, χωρίς όρια, διάκριση των ορίων μεταξύ των δύο κόσμων ( ενηλίκων –ανηλίκων ), χωρίς γονεϊκή authority / ( χαρακτηριστικές σκηνές: το ζευγάρι χουφτώνεται μπροστά στα μάτια της κόρης και του φίλου της, η μητέρα ακούει με «δημοκρατική » απάθεια τα περί του Κύματος και, ενώ αναγνωρίζει τον κίνδυνο, περιορίζεται σε έμμεσα και ειρωνικά σχόλια – ίσως γιατί θεωρεί ότι αν εκφράσει γνώμη ή και παρέμβει άμεσα θα… προσβάλλει την προσωπικότητα της κόρης της; – οι τραγικές επικλήσεις της κόρης, που κανείς δεν αφουγκράζεται, για το ότι ο μικρός αδερφός χρειάζεται όρια – στη συνέχεια ο αδερφός θα εξελιχθεί σε «μαντρόσκυλο» του Κύματος τρομοκρατώντας τους άλλους συμμαθητές του ). 

Το υποδηλούμενο σχόλιο του σκηνοθέτη; Αυτό που, πολύ πετυχημένα, αναφέρεται στα ΝΕΑ 8/11 « Η απόσταση από το «όλοι μαζί» στους… ναζί δεν είναι πάντα αγεφύρωτη».

Θα πρέπει να αναρωτηθούμε σχετικά με ρεύματα που θα τα ονόμαζα « ψευδό-υπερελευθεριακά » – υπό την έννοια ότι, ξεπερνούν τα όρια της απελευθέρωσης και μπαίνουν στα ολισθηρά χωράφια της ανομίας και της ασέβειας – που αναπτύσσονται παράλληλα με τις απελευθερωτικές θεωρίες σε κάθε εποχή. Η περίοδος 60-70 είναι η πιο κοντινή και πολύ σημαντική με τις ριζικές αλλαγές που έφερε. Τι στοιχεία έχουν που οδηγούν στην άλλη όψη του νομίσματος, σχετικά με το «Κύμα»; Η « υποχρεωτική αγάπη » του άλλου, είτε στην αγαπησιάρικη και υπερ-συνεναιτική μορφή κάποιων « εναλλακτικών » μορφών  είτε του χριστιανικού «αγαπάτε αλλήλους » ( μου φαίνεται πως κάπου μιλάει ο  Σλ. Ζίζεκ γι’ αυτό  ), η ισοπέδωση των ορίων και των διαφορών, η υπερβολική συνεναιτικότητα και η προοδευτική εξάλειψη διαδικασιών κριτικής συζήτησης, απόφασης, λογοδοσίας δηλαδή πραγματικής δέσμευσης, δεν αποτελούν έναν ανεστραμμένο ολοκληρωτισμό;

Μήπως να αφουγκραστούμε , επιτέλους, την ψυχανάλυση  που επιμένει να καταδεικνύει ότι , εκτός από τον ψυχρό, δεσποτικό, αυταρχικό Γονιό, είναι εξίσου τραυματικός και καταστροφικός και ο υπερπροστατευτικός, ασφυκτικός Γονιός που γίνεται φιλαράκι με τα παιδιά του ;

Αλλά ας επιστρέψουμε στο συλλογικό. Όσο και αν είναι απαραίτητο να μιλάμε για το ναζισμό και το σταλινισμό, και οφείλουμε να μην ξεχνάμε να το κάνουμε, είναι, κάπου, και κάπως εύκολο! Ειδικά το να το βλέπουμε μόνο στους άλλους! Πόσο επιτρέπουν, πόσο αντέχουν οι πολιτικοί σχηματισμοί, οι επιστημονικές εταιρείες, οι ομάδες δουλειάς, τα άτομα να διακρίνουμε «εντός » τους τις αντιδημοκρατικές λειτουργίες, τα παραγοντιλίκια, τη διαμόρφωση προσωπικής καριέρας εις βάρος της συλλογικής προσπάθειας στις « γραμμές»μας; Και γιατί κάποιοι συνεχίζουν να μιλάνε ακόμη για «γραμμές», δηλαδή στοιχίσεις;

Τελευταίο σχόλιο. Είναι ενδιαφέρον το ότι ο σκηνοθέτης ανακατεύει και τα δύο φύλα στην εμπλοκή τους με το «Κύμα». Τα «σερνικά » έχουν … δικαιωματικά την πρωτοκαθεδρία. Αλλά το θηλυκό δεν εμφανίζεται ως Αγία Άμεμπτος Εικόνα. Οι δύο μαθήτριες που θα γίνουν ο πυρήνας της αντίστασης συμμετείχαν για αρκετό διάστημα στην εμπειρία. Η Διευθύντρια του σχολείου ενθαρρύνει ανοιχτά τον Ράινερ, με μια λάμψη στα μάτια που δεν προσπαθεί να την κρύψει. Δεν αφήνεται η ευθύνη του Απόλυτου Κακού μόνο στο αρσενικό. Οι εξουσιαστικές κοινωνίες επί χιλιετίες είναι ανδροκρατικές. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι υπήρξαν εξουσιαστικές και αιμοχαρείς κοινωνίες γυναικοκρατικές. Και ο 20ος αιώνας «φρόντισε» να μας δώσει παραδείγματα θηλυκής συμμετοχής στο Κακό, από τους Ναζί και τη KGB έως τη Σιδηρά Κυρία  της Μ.Βρεταννίας και την Κ.Ράϊς. Το φύλο – ή το χρώμα ή το επαναστατικό παρελθόν ή οι επαναστατικές δηλώσεις – δεν αποτελούν στοιχείο «εγγενούς » Καλού ούτε το εγγυούνται! Οι ολοκληρωτικές αγέλες ( πολιτικές, θρησκευτικές, αθλητικές, παρεϊστικές κλπ ) συνήθως κυριαρχούνται τόσο αριθμητικά όσο και σε επίπεδο εξουσία από αρσενικά ( αντράκια , Κουταλιανούς ). Τα θηλυκά  που συμμετέχουν εμφανίζονται ως αμαζόνες, «αντρούτσες».

Έχουμε όμως να κάνουμε, όντως, με άντρες και γυναίκες; Δηλαδή με προσωπικότητες ώριμες που αναλαμβάνουν την ευθύνη του εαυτού και των πράξεων τους, αναγνωρίζουν το άλλο φύλο και την εν γένει ετερότητα,  συνυπάρχουν και ενίοτε χαίρονται με την ύπαρξη του άλλου, σέβονται  και προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια; Μάλλον όχι. Ίσως – σίγουρα – ατομικά, ξέχωρα και έξω από την αγέλη, πολλοί να είναι εξαιρετικοί άνθρωποι. Εκεί μέσα όμως λειτουργούν αρχαϊκά, πρωτογενώς ( σε συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο ) όπου το φύλο και γενικά η αναγνώριση της ετερότητας συσκοτίζονται, εκδιώκονται από τη συνείδηση και αυτό που επικαλύπτει τα πάντα είναι η Ισχύς και η διάλυση σε μια ομοιογενή, μαγματική, άφυλη Μάζα..

Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι στα ελληνικά, που χρησιμοποιούν το ουδέτερο γένος, το Κακό, το Κεφάλαιο, το Χρήμα, το Κράτος δεν είναι αρσενικού ή θηλυκού γένους αλλά ουδέτερου! Μήπως να … ουδετεροποιούσαμε και τη Βία, την Εξουσία, την Ιεραρχία κλπ «Κακά»;! 

Στο σημείωμα αυτό αφήνω εκτός εν γνώσει μου διάφορες παραμέτρους. Ήθελα να επικεντρώσω σε κάποια στοιχεία που κατά τη γνώμη μου περνιούνται « ξώφαλτσα » και συνήθως η επικέντρωση γίνεται στο προφανές, όπως επανέλαβα αρκετές φορές.

( Π.χ. ότι δεν υπάρχει ολοκληρωτικό φαινόμενο χωρίς την παρουσία του εκφοβισμού του Τρόμου, ο οποίος υπάρχει ήδη και πριν την «κατάληψη της Εξουσίας » και βαδίζει χέρι –χέρι με τη συναίνεση και τη συνενοχή, την στηρίζει και στηρίζεται από αυτή. Στη συνέχεια θα κυριαρχήσει διότι, από ένα σημείο και μετά, ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί παρά να στηριχτεί στον ολοένα αυξανόμενο Τρόμο). 

Επίσης αναφέρθηκα « ανισόβαρα » σε ζητήματα που αφορούν τον « αντιεξουσιαστικό »χώρο- όπως και την κουλτούρα ’68 – γιατί αρκετά έχουν μυθοποιηθεί αυτές οι καταστάσεις (  μια και είναι εχθροί των εχθρών μας … κάποιοι τους « παρασυμπαθούν » και τις αφήνουν στο απυρόβλητο της κριτικής, στην υποβόσκουσα συμπάθεια εώς και την ανοιχτή ).
(...)

ΠΗΓΗ:https://pontosandaristera.wordpress.com/2009/05/10/tokyma/