Joe Carnahan:''The Grey'' ...


''The Grey''
Σκηνοθεσία: Τζο Κάρναχαν
Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Φράνκ Γκρίλο, Ντέρμοτ Μουλρόνεϊ, Ντάλας Ρόμπερτς, Τζο Άντερσον
Διάρκεια: 117′



''The Grey''

The Grey -EIKONEΣ








''The Grey''

Σκηνοθεσία: Τζο Κάρναχαν
Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Φράνκ Γκρίλο, Ντέρμοτ Μουλρόνεϊ, Ντάλας Ρόμπερτς, Τζο Άντερσον

Διάρκεια: 117′

Αυτοκτονικός άνδρας ηγείται ομάδας αναλώσιμων εργατών πετρελαιοπηγής που προσπαθούν να επιβιώσουν, μετά από πτώση του αεροπλάνου τους, στην Αλάσκα. Ανάμεσα σε πεινασμένους λύκους και αχανείς εκτάσεις παγωμένης, αφιλόξενης στέπας, οι άτυχοι εργάτες βιώνουν την αγωνία της ύπαρξης μακριά απ τις ανέσεις και την ασφάλεια του αστικού κόσμου. Η φύση, άλλοτε με τη μορφή των σαρκοφάγων θηρίων κι άλλοτε με αυτήν του θανατηφόρου κρύου, τούς ξεκαθαρίζει τις απάνθρωπες, ανηλεείς προθέσεις της. Έξω απ τα όρια του πολιτισμού ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας ακόμα κρίκος της τροφικής αλυσίδας. Και το δυνατότερο ζώο, σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, θα επιβληθεί στο αδύναμο, νομοτελειακά και πέρα από την μεγάλη συναισθηματική κατασκευή του ανθρώπου που χρησιμεύει, εντός κοινωνίας, ως ασπίδα προστασίας: το έλεος.

Τρεις λέξεις θα μπορούσαν να συνοψίσουν επαρκώς το νόημα του «The Grey»: Αξιοπρέπεια, κουράγιο, εντιμότητα. Πώς αλλιώς να πορευθείς; Θεός, κατά τα φαινόμενα, δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει αδιαφορεί για μας. Ε και; Αλλάζει κάτι; Μόνο το αληθινό πρέπει να μας απασχολεί (ο Καμύ έγραφε: «η μόνη μου πατρίδα είναι η πραγματικότητα»). Ο αέρας στα πνευμόνια μας, το κρύο, οι λύκοι. Στον κόσμο πέφτει η νύχτα, η παγωνιά πιρουνιάζει τα κόκκαλα κι οι «γκρίζοι» ορέγονται ζεστή σάρκα. Μας περικυκλώνει το σκοτάδι, με τους δαίμονες που καιροφυλακτούν μέσα του, αλλά δεν έχουμε άλλο όπλο από ένα εύθραυστο όνειρο αθανασίας (για την αγάπη πρόκειται) και μια πίστη που τρεμοπαίζει: του καθενός το ιδανικό. Τι να σου κάνει κι ο άνθρωπος; Βρίσκεται πάντα στο λημέρι του εχθρού. Κι έτσι ανάβει την εφήμερη φωτιά του και αραδιάζει ιστορίες γύρω της. Ελπίζοντας να μην του χιμήξουν τα θηρία, κι η άσπλαχνη φύση να κάνει τα στραβά μάτια για λίγο ακόμα. Αυτό είναι όλο. Η αλήθεια εφορμά σκληρή, απάνθρωπη, κρουσταλλιάζει τις ψυχές. Όποιος σιχαίνεται τις αυταπάτες, το βλέπει: οι λύκοι (δηλαδή ο θάνατος) είναι η μοίρα μας, σ’ αυτό το αφιλόξενο, κατάλευκο τοπίο. Πρέπει να την αποδεχτούμε και να στείλουμε στο διάολο κάθε μεταφυσική παρηγοριά. «Fuck it, I’ ll do it myself».

Στο αφηγηματικό κέντρο του φιλμ βρίσκεται μια αληθινά συγκινητική ιστορία (χωρίς μελοδραματισμούς), απούσας όρεξης για ζωή, ενός άδειου εσωτερικά άντρα, που ενσαρκώνει άψογα ο καταπληκτικός Λίαμ Νίσον. Σκηνοθετικά αυτή η «ανοστιά», η παραίτηση του κεντρικού ήρωα,, μας δίνεται με τόσο επιδέξιους χειρισμούς, ήπια και σεμνά, που μπορούμε να πλησιάζουμε το δράμα του χωρίς να νιώθουμε «πλακωμένοι» από αυτό. Στις ανθρώπινες βάσεις που κάθε αλήθεια πρέπει να εδράζεται. Ήδη από τα πρώτα 10 λεπτά της η ταινία καταφέρνει να μας τυλίξει στο δραματικό της υφάδι, κι αυτό οφείλεται τόσο στην γεμάτη λεπτές αποχρώσεις ερμηνεία του Νίσον όσο και στην ελεγειακή σκηνοθετική προσέγγιση του Κάρναχαν. Όταν συμβαίνει το μοιραίο ατύχημα, οι δύο τους έχουν ήδη καταφέρει να κερδίσουν το ενδιαφέρον και την ταύτιση του θεατή. Εδώ κάθε θάνατος μας ταράζει και μας αφορά σαν να πεθαίνουν άνθρωποι που γνωρίζουμε. Οι οδύνες τους γίνονται και δικές μας, ο πόνος τους κάνει και τα δικά μας δόντια να σφίγγονται.

Τοποθετώντας τους ήρωές του, στο κατάλευκο τοπίο μιας φύσης που δεν δίνει δεκάρα γι αυτούς, «γδύνοντας» τους απ το όποιο μεγαλείο, στερώντας τους από μηχανισμούς άμυνας ή προστασίας, πετώντας τους κυριολεκτικά στο «στόμα του λύκου», ο Κάρναχαν ασπάζεται έναν μηδενιστικό ντετερμινισμό, που αντιλαμβάνεται το «ανώτερο ον» σαν μια ακόμα ανίσχυρη και πεπερασμένη μορφή ζωής, χωρίς ιδιαίτερα διαφορετική μοίρα απ όλα τα υπόλοιπα έμβια. Στο χάος μιας ηλιγγιώδους ενδεχομενικότητας, ερχόμαστε και φεύγουμε, ευνοημένοι απ την τύχη και μόνο, για να διαπιστώσουμε ότι κι αυτή δεν διαρκεί τόσο πολύ όσο θα θέλαμε. Κάποια στιγμή, μετά από όλους τους αγώνες, τις μάχες, τις ήττες και τις νίκες, η μεγάλη Ήττα περιμένει να μας εξαφανίσει ανεξαιρέτως όλους, χωρίς διακρίσεις. Και οι όποιες θεολογικές προοπτικές συνέχισης της πορείας μετά θάνατον, διόλου δεν ενδιαφέρουν τον σκηνοθέτη, όπως δεν αφορούν και τον κεντρικό ήρωά του. Όλα εδώ και όλα τώρα.

Η πάλη διεξάγεται καθημερινά στην επίγεια παλαίστρα, κι αν κάτι έχει σημασία πρέπει να το νιώθουμε στο πετσί μας, όπως το κρύο που μετατρέπει το αίμα που ρέει από την πληγή σε μικρό σταλακτίτη, όπως τα δόντια του λύκου που βυθίζονται στη σάρκα (αν και εδώ οι λύκοι δεν έχουν τίποτα το κυριολεκτικό: σαν ιμπρεσσιονιστικές φιγούρες στοιχειών ή δαιμόνων, βγαλμένες από κάποιο σκοτεινό παραμύθι, περισσότερο συμβολίζουν την Απειλή στην πιο γενική κι αφηρημένη της μορφή: είναι, ταυτόχρονα, τα προβλήματα μέσα στην κάθε ζωή, οι φόβοι κι οι αγωνίες που μας περιστοιχίζουν καθώς προσπαθούμε να αντέξουμε άλλη μια μέρα, η καλά κρυμμένη οδύνη που καθείς κουβαλάει –για τον χαρακτήρα του Νίσον, οι λύκοι μπορεί να δίνουν υπόσταση στον αγιάτρευτο πόνο που σχετίζεται με τον θάνατο της γυναίκας του- όλα εκείνα που μας βασανίζουν, ορατά κι αόρατα),. Στην οριακή κατάσταση που βιώνουν, οι μελλοθάνατοι του «The Grey» αντιλαμβάνονται τη ζωή όπως ποτέ πριν, σαν μια λεπτό προς λεπτό αναμέτρηση με τις αντοχές τους, τα στοιχεία της φύσης και τον ίδιο το φόβο, τον πιο επικίνδυνο απ όλους τους εχθρούς. Και είναι αυτή η αντιστροφή των κανόνων ( ο χρόνος κινείται πλέον προς αυτούς κι όχι αυτοί προς τον χρόνο) που τους κάνει να συνειδητοποιήσουν επιτέλους, την διαρκή ροπή όλων των πραγμάτων προς το Τίποτα. Αυτή όμως η μακάβρια αλήθεια, απελευθερώνει από μέσα τους την αρχέγονη ενέργεια, το ρεύμα της ζωτικής και παλλόμενης επιθυμίας για άλλο ένα κρίσιμο δευτερόλεπτο αναπνοής, για ύπαρξη με λίγα λόγια, κι έτσι ακόμα κι ο αυτοκτονικός πρωταγωνιστής βρίσκει λόγο να ζήσει. Στις παρυφές του θανάτου ζωντανεύει.

Η ίδια η αντιφατική ψυχή του ανθρώπινου όντος είναι που βρίσκεται κάτω απ το ερευνητικό βλέμμα του Κάρναχαν. Πώς γίνεται να νιώθουμε πιο ζωντανοί πάντα όταν κινδυνεύουμε να καταποντιστούμε στην άβυσσο της ανυπαρξίας; Απάντηση δε δίνεται, άλλωστε δεν έχουμε να κάνουμε με δοκιμιακό σινεμά αλλά με καθαρόαιμο θρίλερ. Και οι ερωτήσεις της ταινίας, δεν την εκτρέπουν από τον άμεσο προσανατολισμό της, που είναι να κόβει ανάσες και να σταματά καρδιές. Ο φιλοσοφικός της οίστρος, παρουσιάζεται διακεκομμένος, διάσπαρτος ανάμεσα στις μετρημένες και σωστά κατανεμημένες δόσεις πανικού που διοχετεύουν στο θεατή οι σεκάνς με το μακελειό. Η ποιητική της, αναπτύσσεται μέσα στην οπτική φρασεολογία των εντυπωσιακών κάδρων που ελαχιστοποιούν τους ανθρώπους για να αναδείξουν το τρομακτικό μεγαλείο των βουνών, και να υπονοήσουν αποκαρδιωτικά πράγματα που τα συνηθισμένα σενάρια των ταινιών επιβίωσης αποκρύπτουν. Αυτές, όμως, οι αναθυμιάσεις ματαιότητας που αναδύονται σταδιακά, σκοτεινιάζουν το έργο ως τον πιο βαθύ θεματικό του πυρήνα, καθώς τα ανθρώπινα πλάσματα πέφτουν το ένα μετά το άλλο, κατασπαραγμένα όχι μόνο από τους λύκους αλλά κυρίως από την σκληρότητα ενός κόσμου χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό και σχέδιο, που φέραμε στα μέτρα μας, του φορέσαμε με το ζόρι το πρόσωπό μας και τις αξίες μας, ξεχνώντας πως θεμέλιό του είναι η βία και η καταστροφή.

Ξεδιπλώνοντας τις συνέπειες μιας τέτοιας διαπίστωσης -που διαλύει τις ψευδαισθήσεις κάθαρσης των τυπικών χολιγουντιανών αφηγημάτων με τις προβλέψιμες οπτιμιστικές κορυφώσεις- το «The Grey» μετατρέπεται ,εκεί προς το φινάλε, σε μια ωδή στον ηρωικό πεσιμισμό, στην απόφαση να πολεμήσεις χωρίς αντίκρισμα, χωρίς πίστη και θεό, αυτόνομος μέσα στο απάνθρωπο σύμπαν που σε ξέβρασε και που θα σε απορροφήσει ξανά. Με τον Λίαμ Νίσον στυλοβάτη, σε ερμηνεία ζωής, αντρίκια, συγκινητική, ανθρώπινη ως το μεδούλι, να αποτολμά και να πετυχαίνει έναν σιωπηλό, ανδροπρεπέστατο –αλλά ποτέ μάτσο- λυρισμό, στην τελετουργία της άνευ φόβου προετοιμασίας για την αντιμετώπιση του μοιραίου (που καταλήγει σε μια αξέχαστη σκηνή ανθολογίας), ολοκληρώνεται θεσπέσια ένα μελαγχολικό ξόδι σε συσκευασία περιπέτειας τρόμου.

Έρχεται απαλά και σε σκεπάζει η ήρεμη σοφία αυτής της συγκλονιστικής ταινίας, χωρίς βαρύγδουπες ανακοινώσεις, μεγαληγορίες και επικό στόμφο. Γίνεται η ελεγεία της θνητότητας μας, της τραγικής, μα γι’ αυτό ηρωικής, ανθρώπινης κατάστασης. Μια τρυφερή κουβέντα παρηγοριάς για καθετί καταδικασμένο να ζει και να πεθαίνει, μέσα στο κρύο του κόσμου, κάτω από έναν άδειο, βουβό ουρανό, μια απαίτηση σθένους και περηφάνιας: «Once more into the fray. Into the last good fight I’ll ever know. Live and die on this day. Live and die on this day.» Κι αν δεν το νιώσουν οι πολλοί, όσοι το χρειαζόμαστε, θα το κρατάμε πάντα στη θέση που του αρμόζει. Ανάμεσα στη φλόγα και τους λύκους. Όχι μόνο ως καθαρό αριστούργημα, αλλά σαν τελευταία ζώνη άμυνας.

ΠΗΓΗ
 http://www.cinedogs.gr/reviews/grey/#sthash.xa8DELsO.frWRiaa9.dpuf