O Φρίντριχ Νίτσε, οι Έλληνες και οι Γερμανοί και τα αφηγήματα του μηδενός.



Σαν σήμερα, στις 25 Αυγούστου του 1900, άφησε την τελευταία του πνοή ένας πραγματικός εγκέλαδος της παγκόσμιας σκέψης. Ο Φρίντριχ Νίτσε. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο φιλόσοφο του 19ου αιώνα αναλογικά με την επιρροή που άσκησε στην παγκόσμια σκέψη μετά το θάνατό του. Ο τρόπος γραφής του, ενώ πολλές φορές είναι δυσνόητος, είναι εξαιρετικά πρωτότυπος καθώς χρησιμοποίησε ποίηση, υψηλού επιπέδου συμβολισμό και αποφθεγματική γραφή με στόχο να αναζητήσει την αλήθεια, μακρυά από a priori παραδοχές, όπως έγραψε σε γράμμα στην αδερφή του όταν αποφάσισε να παρατήσει τις θεολογικές σπουδές (βλ. Επιστολή του Νίτσε στην αδερφή του). Από τη Γέννηση της Τραγωδίας, στη Γενεαλογία της Ηθικής, στο Πέραν από το Καλό και το Κακό, μέχρι και το κορυφαίο του έργο, το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα, ο πολωνικής καταγωγής φιλόσοφος, δημιούργησε εκ του μηδενός ένα νέο αντικείμενο πνευματικής μελέτης, την ίδια την Ψυχολογία (πολύ πριν τον Σίγκμουντ Φροϋντ).

Στα έργα του, επιχείρησε να θέσει τον μηδενισμό που περιέλουσε την Ευρώπη μετά τον Διαφωτισμό, προσπαθώντας μάλλον να προκρίνει την εποχή της Αναγέννησης έναντι του Διαφωτισμού. Κάπου εδώ, στα προλεγόμενα, βρίσκεται και ένας από τους μύθους που ακολούθησαν τον Φρίντριχ Νίτσε, περί δικού του μηδενισμού. Αν και ο ίδιος είχε προβλέψει πως «αυτό που κάνουμε (σ.σ φιλοσοφείν) είτε το επαινούν, είτε το καταδικάζουν, όμως δεν το κατανοούν(…) δε θα ζω οταν θα χρειαστεί να γκρεμίσω τα αγάλματα και τις προτομές τις οποίες θα μου αφιερώσουν», ο Φρίντριχ Νίτσε, θεωρήθηκε ακόμη και πνευματικός ταγός του Χίτλερ, εκτός από μηδενιστής.

Γράφοντας με προοπτική το μέλλον, ο Νίτσε έχει γίνει πιο επίκαιρος από ποτέ για όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη. Μεταξύ των όσων προκλητικών για τη σκέψη έγραψε, ο Νίτσε ίσως να ήταν εκείνος που κατέδειξε τον ψυχισμό των Γερμανών συμπολιτών του και μάλιστα, δε δίστασε να τον αντιπαραβάλλει (θεωρώντας τον κατώτερο) με τον ελληνικό, τον γαλλικό και όσα επανέφερε στην πνευματική γη η Αναγέννηση.

Η αιώνια επιστροφή του Ηράκλειτου.

Ο ίδιος, παραδέχεται πως στο νέο πνευματικό κόσμο που επιχείρησε να δημιουργήσει, -ΕΚ του μηδενός και όχι προς το μηδέν, όπως έκανε ο Αρθούρος Σοπενάουερ-  είχε δεχθεί επιρροή δύο πνευματικών ανθρώπων: «Αν έμαθα κάτι, αυτό έμαθα από τον Ηράκλειτο και από τον Ντοστογιέφσκι», αναφέρει. Πράγματι, ο Φρίντριχ Νίτσε, προσπαθεί σε όλο το μήκος και πλάτος του έργου του, να συνταιριάξει δύο σύμπαντα, ένα του «τα πάντα ρει» με φόντο την ανθρώπινη ψυχή της οποίας τις σκοτεινές μεριές περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι.

Το αποτέλεσμα που βγάζει από αυτόν τον χαοτικό συγκερασμό, είναι η θεωρία του για την «αιώνια επιστροφή», εξηγώντας την με εξίσου αλλόκοτο τρόπο για την εποχή του: «Κι αν μια μέρα ή μια νύχτα, ερχόταν ένας δαίμονας και γλιστρούσε μέσα στην υπέρτατη μοναξιά σου και σου λεγε: «Αυτή τη ζωή, όπως την έζησες και την ζεις ως τα τώρα, πρέπει να την ξαναρχίσεις από την αρχή, και να την ξαναρχίζεις αδιάκοπα˙ χωρίς τίποτα το καινούργιο˙ αντίθετα, μάλιστα! Ο παραμικρός πόνος, η παραμικρή ευχαρίστηση, η παραμικρή σκέψη, ο παραμικρός στεναγμός, όλα όσα ένιωσες στη ζωή σου θα ξαναρθούν, κάθε τι το άρρητα μεγάλο και το άρρητα μικρό που έχει μέσα της, όλα θα ξαναρθούν, και θα ξαναρθούν με την ίδια σειρά, με την ίδια ανελέητη διαδοχή…. κι αυτή η αράχνη θα ξαναρθεί, κι αυτό το σεληνόφωτο ανάμεσα στα δέντρα, κι αυτή η στιγμή, κι εγώ ο ίδιος! Η αιώνια κλεψύδρα της ζωής θα ξαναγυρίζει ακατάπαυστα, κι εσύ μαζί της (…)».

            Μακρυά από την τετράγωνη λογική της γερμανικής σκέψης και πρακτικής, μακρυά από τον γερμανική μεθοδολογία παραγωγής θεωρίας, ( η πράξη, η ρουτίνα, δημιουργεί θεωρία και όχι το αντίστροφο) ο Φρίντριχ Νίτσε καταλήγει στο να αγαπάμε τη μοίρα μας ,(Amor Fati) μια έννοια που διέπει τον αρχαίο ελληνικό κόσμο από την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία μέχρι την Ελληνική Μυθολογία και τα Ομηρικά Έπη. Με άλλα λόγια, ο Φρίντριχ Νίτσε, απέρριπτε κάθε είδους «οργανογράμματα», πειθαρχίας «υπηκόων», «εκπαίδευσης διαμορφωμένης πάνω σε συγκεκριμένη διδακτική ύλη» και βέβαια, το σύνολο του προγραμματισμένου βίου που εφάρμοσαν πάνω στην πολιτική πειθαρχία, οι Κάϊζερ, Μπίσμαρκ και Χίτλερ. Ο Νίτσε αποδόμησε όσο κανείς τα καλβινιστικά και λουθηρανικά κομμάτια που σχημάτισαν τη γερμανική νοοτροπία και η οποία μας ενδιαφέρει πάντα, στο βαθμό που επηρεάζει το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και κυρίως, τον τρόπο που το επηρεάζει, καθώς η ουσία του πολιτισμού, δεν είναι το «τί» γίνεται αλλά το «πώς» κάτι δημιουργείται. 

Η εσκεμμένη παρερμηνεία του  έργου του μετά το θάνατό του από τους Γερμανούς.

            Η κριτική που δέχτηκε το έργο του, τόσο όταν ήταν εν ζωή (πολύ λιγότερο γνωστό το έργο του) όσο και μετά το θάνατό του, ήταν περισσότερο πάνω στο χαρακτήρα του και λιγότερο στο αν επαληθεύονταν ή όχι τα όσα έλεγε. Τις προκλητικές -για την ανθρώπινη σκέψη- έννοιες της «αιώνιας επιστροφής», του «υπερανθρώπου», της «θέλησης για δύναμη», τις παρανόησε κάποιος δεκανέας του γερμανικού στρατού του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έπασχε παιδιόθεν από υστερικά αμοκ που τον προέτρεπαν να διατάζει ποτάμια να σταματήσουν να ρέουν και όπου ο γερμανικός λαός έφερε στην εξουσία (βλ. Αδόλφος Χίτλερ από τον Χάγιερ). Έτσι, ξεκίνησε να διαβάζει στο Μόναχο τον Φρίντριχ Νίτσε, μαζί με κάτι σελίδες Κοινωνιολογίας.

Μα ο ναζισμός, ήταν μια εξαίρεση. Όχι, υπάκουσε και αυτός σε νοοπολιτική της οποίας συστατικά, προϋπήρχαν στη γερμανική κοινωνία, πριν αυτή «μαχαιρωθεί πισώπλατα». Μπορεί κανείς να μελετήσει την αρχή της προόδου της εξαίσιας κλασικής μουσικής της Αυστρίας και της Γερμανίας, για να αντιληφθεί πως ήταν ίδιον  ψυχοκοινωνιολογικό χαρακτηριστικό της γερμανικής πραγματικότητας, η πρόοδος, η άνοδος, κτλ, να προέρχεται από έκρηξη θυμού και όχι από ομαλή δημιουργικότητα. Το ίδιο συνέβαινε και για την έλλειψη ικανής θαλάσσιας εξόδου και ναυτικής παιδείας με αντιστάθμισμα τα υποβρύχια.

            Μια σημαντική φράση του Φρίντριχ Νίτσε και μια πρόταση ζωής ταυτόχρονα, γράφεται στο έργο του Τάδε Έφη Ζαρατούστρα όπου λέει «όχι με τον θυμό, αλλά με το γέλιο σκοτώνει κανείς». Έτσι λοιπόν, μολονότι ο Νίτσε προκαλούσε τους Γερμανούς να είναι πιο χαρούμενοι, «να σκοτώσουν το πνεύμα της βαρύτητας» (σ.σ σοβαρότητας, σοβαροφάνειας, πειθαρχίας και όλων των πάγιων γερμανικών αρετών) και να «πιστέψουν σε έναν θεό που ξέρει να χορεύει», (λάτρης του ανθρωπομορφισμού του Διονύσου) η αδερφή του, μετά τον θάνατό του, σε συνεργασία με λάτρεις του αίματος και των αγκυλωτών σταυρών, οικειοποιήθηκαν ένα έργο που εκ των προτέρων, καταδίκαζε όχι μόνο το οργανωμένο κράτος και το ανοργάνωτο, αλλά την ίδια την υφή του και το ρόλο του. 

            Μολονότι ακόμη και η γερμανική εκκλησία έφτασε σε σημείο να τον θεωρεί σήμερα «ασυνείδητο άγιο», (!) κατά το «φέρνουμε τον εχθρό κοντά μας», η  Γερμανία δε συγχώρεσε ποτέ τον Φρίντριχ Νίτσε καθώς αποκάλυψε στην κυριολεξία τον τρόπο σκέψης μιας εποχής που σήμερα, συνεχίζεται. Τί αποκάλυψε ο Νίτσε πέραν από τη θρησκειολογική υποκρισία της γερμανικής (και ευρύτερα δυτικής) κοινωνίας και το άχρωμο μηδέν στο οποίο κατ’ αυτόν έτεινε; Τον κακέκτυπο και ατελή θαυμασμό της γερμανικής σκέψης προς τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, προς καθετί αναγεννησιακό και κυρίως γαλλικό.

Ο Νίτσε το ελληνότροπο και τα ασαφή αφηγήματα.

 Ο Φρίντριχ Νίτσε, χρησιμοποιώντας πρωτόγνωρη νοοπολιτική σκέψη για την εποχή του, έγραψε τη σχέση που έχει η λεγόμενη Δύση με αυτόν τον θαυμασμό προς την Ελλάδα, τον οποίον έδειξε η ναζιστική Γερμανία στα μέσα του περασμένου αιώνα στους κατά τ’ άλλα «Άριους αδερφούς της». Στη Γεννηση της Τραγωδίας, στο κεφ. 15, ο Φρίντριχ Νίτσε, γράφει: 

«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά (για κάθε εποχή) ό,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Μα ποιοι, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τοσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος.Κανένας απο τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το  κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς.
Όλα τα δηλητήρια του φθονου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες.Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδον πάντα τόσο τα άρματα άσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα

Τα μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης που χρησιμοποίησε η νεωτερικότητα, , κάνουν τέτοιες θέσεις όπως η προαναφερθείσα να φαίνονται «απόλυτες», όμοιες με «θέσφατα», «προκαταλήψεις», «αδιαλλαξίες και υπερβολές λογοτεχνικής ποιότητας» κ.α. Παρόλα αυτά, δεν είναι τίποτε παραπάνω από την επίδραση της ιστορικής εμπειρίας πάνω σε άτομα, σε κοινωνίες, σε λαούς, σε έθνη.

Εργαλεία μεθοδολογικά και θεωρητικά κατασκευάσματα που δημιουργήθηκαν για να προκρίνουν τη νεωτερικότητα και αφηγήματα πολιτισμικού σχετικισμού, έχουν μπολιάσει τη νεωτερικότητα και ταυτοχρόνως, έχουν, μπολιαστεί από αυτήν, κάνοντας τέτοια γραφή σαν τη θέση του Νίτσε για Ηνίοχους Έλληνες, να μοιάζει ακατανόητη, αν όχι, επικίνδυνη. Ίσως να μην έχει βρεθεί ακόμη το σημείο επαφής του μέλλοντος όπως ο Νίτσε το περιγράφει,  με τα όσα έγραψε, ωστόσο δεν πρέπει να λησμονούμε πνευματικούς ανθρώπους ανάλογου πνευματικού βάρους και αναλυτικής ικανότητας όπως ήταν εκείνος.

Κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει επίλογο που να αφορά το έργο του, τη χώρα που έζησε, την Ελλάδα αλλά και το παρόν και το μέλλον τους και σε ποιά Ευρώπη-Δύση θα συνυπάρξουν, (αν συνυπάρξουν) μπορούμε να θυμηθούμε αυτό που έγραφε στη Χαρούμενη Επιστήμη: «Τί λέει η συνείδησή σου; Πρέπει να γίνεις αυτός που είσαι».  Είναι μια φράση που θα ξεκινούσε μια προκλητική συζήτηση μεταξύ διάφορων νεωτερικών αφηγημάτων και θεωρητικών κατευθύνσεων και το περιεχόμενο της έννοιας της ταυτότητας αλλά και της εξέλιξης των κοινωνιών και των εθνών.

25-8-2015
του Αλέξανδρου Δρίβα, 
υποψήφιου διδάκτορα διεθνών σχέσεων.
http://www.anixneuseis.gr/?p=126049