Η εικόνα του αρχηγού ως διαφημιστικό αιτούμενο
'Oλα τα κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα τα τελευταία κρίσιμα σαράντα χρόνια άσκησαν, όλα, την ίδια, απολύτως ίδια, διαχειριστική πολιτική. Κανένα δεν διαφοροποιήθηκε σε κοινωνικές στοχεύσεις, σε τόλμη αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, σε ρεαλιστικό όραμα για το μέλλον των Ελλήνων. Γι’ αυτό και το επίπεδο του πολιτικού προσωπικού των κομμάτων έχει εκπέσει σε τέτοιο βαθμό ανεπάρκειας, που γεννάει οδυνηρή ντροπή και τεράστιο φόβο. Κάθε εκλογή καινούργιου αρχηγού στα ελλαδικά πολιτικά κόμματα, τα τελευταία χρόνια, μειώνει δραματικά την αξιοπρέπεια και τη σοβαρότητα του ελληνικού ονόματος.
''Κληρονομημένο όνομα ή γοητευτική εικόνα κάνουν πανεύκολη την ποδηγέτηση των ψηφοφόρων, πανεύκολα μπορεί να τη χειριστεί και ο «ξένος παράγων»'' ... 'Ενα ηχηρό οικογενειακό όνομα δεν είναι οπωσδήποτε μειονέκτημα (έστω κι αν η ιστορική πείρα βεβαιώνει το αντίθετο). Αρκεί, με πολλαπλάσια από κάθε άλλον σεμνότητα, να αποδείχνει ο φορέας του ονόματος στην πράξη ότι θα άξιζε να είναι αρχηγός και με οποιοδήποτε άλλο όνομα. ...
Η ανάδειξη κομματικών αρχηγών με κριτήριο τον άκριτο, ψυχολογικό εντυπωσιασμό απερίσκεπτων ψηφοφόρων είναι σαφώς, σαφέστατα, σύμπτωμα τέλους της πολιτικής.
Πρόκειται μόνο ή πρωτίστως για εμπόριο: Το κόμμα «πουλάει» ονόματα με κληρονομημένο γόητρο, κατασκευασμένη θορυβωδώς (χάρη στην αναίδεια, αμετροέπεια και θρασύτητα) ιδιοπροσωπία ή ακόμα και φιγούρες «αρρενωπότητας», χυδαιολόγους με λεξιλόγιο υποκόσμου. Ωμά και απροσχημάτιστα η πολιτική δεν είναι πια ικανότητα ή χάρισμα διαχείρισης της ευθύνης για τα κοινά. Δεν προαπαιτεί δημιουργική ιδιοφυΐα και οξυδέρκεια που συλλαμβάνει κοινωνικούς στόχους, ρεαλιστικές ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων και συνεγείρει τους πολλούς σε κοινό άθλημα ζωτικών επιδιώξεων.
Το «αντιπροσωπευτικό» ή «κοινοβουλευτικό» πολιτικό σύστημα ήταν επίτευγμα κοσμογονικό (στην κυριολεξία) της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού. Σήμανε το τέλος αιώνων σκοτεινών, αυθαίρετης, κληρονομικά μεταβιβαζόμενης νομής της εξουσίας, αυτονόητης κοινωνικής ανισότητας και αδικίας, παγιωμένων ταξικών διακρίσεων. Το αντιπροσωπευτικό ή κοινοβουλευτικό σύστημα σκόπευσε σε κοινωνίες ισότιμων πολιτών, με θεσμικά κατοχυρωμένες πολιτικές ελευθερίες, ίδια πολιτικά δικαιώματα για όλους. Να μπορεί το κάθε άτομο της συλλογικότητας να έχει την ευθύνη γνώμης και κρίσης (ψήφου) για το ποιοι θα διαχειριστούν, σε τακτά χρονικά πλαίσια, την εξουσία.
Το πολιτικό επίτευγμα του Διαφωτισμού δοκιμάστηκε, όπως και ήταν φυσικό, από τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης. Επιπολαιότητες, ακρισίες, δημαγωγικές οιστρηλασίες, στρεβλωτικές του κοινωνικού γεγονότος ιδεολογίες, υπερφίαλες εθνικιστικές φιλοδοξίες. Ομως άντεξε, σε μεγάλο βαθμό, τις δοκιμασίες – η κοινοβουλευτική δημοκρατία παρέμεινε κοινά παραδεκτός στόχος κοινωνικής κατάκτησης. Εμφάνισε σοβαρές δυσλειτουργίες, αλλά δεν χρεοκόπησε στις συνειδήσεις των παιδευτικά προηγμένων κοινωνιών.
Το ιστορικό τέλος των πολιτικών κατακτήσεων της Νεωτερικότητας ήρθε μόνο με την εμπορευματοποίηση της πολιτικής: την υποταγή της λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού συστήματος στους νόμους της αγοράς – νόμους αποτελεσματικής διάθεσης προϊόντων, νόμους της διαφήμισης. Η είσοδος στο κοινοβούλιο ενός κόμματος ή ενός πολιτευτή είναι τώρα συνάρτηση πρωτίστως των χρημάτων που θα διατεθούν για τη διαφήμισή του. Με ένα μεγάλο ποσό για τηλεοπτική (κυρίως) προβολή, ακόμα και ένας μειωμένης νοημοσύνης ή πανθομολογούμενης φαυλότητας υποψήφιος θα εκλεγεί οπωσδήποτε βουλευτής, ένα κόμμα προκλητικά δημιουργημένο για να υπηρετήσει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα θα πετύχει την είσοδό του στη Βουλή. Αυτό είναι το ιστορικό τέλος του κοινοβουλευτισμού.
Το ζούμε, σε μακρόσυρτη παράταση, αυτό το τέλος. Τα «πολιτικά προγράμματα» των κομμάτων να διατυπώνονται προεκλογικά από ειδικούς διαφημιστές. Γνώμονας: να μη δυσαρεστήσουν καμιά κοινωνική ομάδα, ούτε καν όσους φανερά εγκληματούν σε βάρος του συνόλου. Να εξαντλούνται οι κομματικές επαγγελίες σε υποσχέσεις γενικόλογες, αφηρημένα πομπώδεις. Να περιλαμβάνουν όμως και «αρνητική διαφήμιση» των αντιπάλων – ο αθέμιτος ανταγωνισμός, απαγορευμένος στην οικονομική αγορά, είναι αυτονόητος πια στην πολιτική.
Αλλά και μετά τις εκλογές, η εμπορευματοποίηση της πολιτικής δεν αναστέλλεται. Κάθε κυβερνητική ενέργεια, απόφαση, νομοθέτημα, ανάθεση έργου ή αξιώματος, υπηρετεί πρωτίστως τη δημιουργία θετικών για την κυβέρνηση εντυπώσεων ή προσφέρει ανταλλάγματα σε χρηματοδότες που ενισχύουν το κόμμα. Λαϊκά αιτήματα ή κοινωνικές ανάγκες μόνο έμμεσα ενδέχεται να ικανοποιηθούν, μόνο αν εξυπηρετείται η διαφήμιση του κόμματος.
Με αυτά τα δεδομένα αδυσώπητης προτεραιότητας των εντυπώσεων, η εικόνα του αρχηγού αποκτά για το κόμμα πρωταρχική διαφημιστική σπουδαιότητα. Δεν ενδιαφέρουν τα πραγματικά ηγετικά προσόντα: ο δείχτης νοημοσύνης, τα τεκμήρια επιτελικής ικανότητας, η δημιουργική φαντασία, η τόλμη των στοχεύσεων. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι αν το όνομα του αρχηγού «τραβάει», αν η εικόνα του και μόνη «πείθει», τους παραιτημένους από σκέψη και κρίση ψηφοφόρους. Ονόματα οικογενειών που έχουν παραμείνει για δεκαετίες στο επίκεντρο του κομματικού φανατισμού, της ποδοσφαιροποίησης των αναμετρήσεων, έρχονται πρώτα στις προτιμήσεις. Το ίδιο και το φτηνιάρικο «αντριλίκι» ή οι υστερικές τσιρίδες που «κατατροπώνουν» αντίπαλους συνομιλητές. Αυτά ζητάει η αγορά.
Αυτά μοιάζει να βολεύουν και τον «ξένο παράγοντα». Κληρονομημένο όνομα ή γοητευτική εικόνα κάνουν πανεύκολη την ποδηγέτηση των ψηφοφόρων, πανεύκολα μπορεί να τη χειριστεί και ο «ξένος παράγων».
Επιθυμητά σε αυτόν ονόματα εκτινάσσονται ξαφνικά στην κορυφή της δημοσκοπούμενης προτίμησης του κοινού, με αιωρούμενη την απορία: πώς κεραυνοβόλα και ανεξήγητα καταγοητεύθηκαν οι πολίτες (και σμήνη ακαδημαϊκών δασκάλων) από συμπαθείς ίσως, αλλά κραυγαλέας μετριότητας υποψηφίους.
Η πολιτική, όπως ηδονιστικά τη σχεδίασε ο Διαφωτισμός, έχει ολοφάνερα τελειώσει. Το ζούμε αυτό το τέλος σε μακρόσυρτη παράταση. Ισως κάποτε μια καινούργια φιλοσοφία και οπτική, με ρίζες στις υπαρξιακές ανάγκες του ανθρώπου (και όχι μόνο στη μηδενιστική χρησιμοθηρία), κομίσει διαφορετική νοηματοδότηση της πολιτικής και προτάσεις καινούργιων θεσμών με πληρέστερη ανταπόκριση σε ποιοτικές απαιτήσεις της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Αλλά μια τέτοια προσδοκία ωριμάζει με συλλογική καλλιέργεια, δεν εκβιάζεται.
Και μια υστερόγραφη παρατήρηση: Ενα ηχηρό οικογενειακό όνομα δεν είναι οπωσδήποτε μειονέκτημα (έστω κι αν η ιστορική πείρα βεβαιώνει το αντίθετο). Αρκεί, με πολλαπλάσια από κάθε άλλον σεμνότητα, να αποδείχνει ο φορέας του ονόματος στην πράξη ότι θα άξιζε να είναι αρχηγός και με οποιοδήποτε άλλο όνομα.
Μαζί και μια επικουρική προσθήκη: Ολα τα κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα τα τελευταία κρίσιμα σαράντα χρόνια άσκησαν, όλα, την ίδια, απολύτως ίδια, διαχειριστική πολιτική. Κανένα δεν διαφοροποιήθηκε σε κοινωνικές στοχεύσεις, σε τόλμη αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, σε ρεαλιστικό όραμα για το μέλλον των Ελλήνων. Γι’ αυτό και το επίπεδο του πολιτικού προσωπικού των κομμάτων έχει εκπέσει σε τέτοιο βαθμό ανεπάρκειας, που γεννάει οδυνηρή ντροπή και τεράστιο φόβο. Κάθε εκλογή καινούργιου αρχηγού στα ελλαδικά πολιτικά κόμματα, τα τελευταία χρόνια, μειώνει δραματικά την αξιοπρέπεια και τη σοβαρότητα του ελληνικού ονόματος.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
11.10.2015
http://www.kathimerini.gr/834406/opinion/epikairothta/politikh/h-eikona-toy-arxhgoy-ws-diafhmistiko-aitoymeno