Περί του δωσιλογισμού και των όσων γνωρίζουμε γι’ αυτόν



 Μία εκδοχή της κατοχικής προπαγάνδας, με κοινή συνισταμένη την αντεθνική απειλή του «εβραιομπολσεβικισμού» | ΦΩΤ.: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ, «Η ΚΑΤΟΧΗ» (1997)


Περί του δωσιλογισμού και των όσων γνωρίζουμε γι’ αυτόν

Η ιστοριογραφία της περιόδου της ναζιστικής Κατοχής στη χώρα μας στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έχει κάνει εμφανείς προόδους.

Οι τελευταίες αποτυπώνονται σε σημαντικό αριθμό διατριβών (ξεχωρίζει η μνημειώδης του Βασίλη Μανουσάκη για την οικονομία της Κατοχής) -τις οποίες ελπίζουμε όλες να τις δούμε ως βιβλία και να συζητηθούν- ή στα μεγάλα ιστορικά συνέδρια που οργάνωσαν τα προηγούμενα χρόνια ο Προκόπης Παπαστράτης και ο Μιχάλης Λυμπεράτος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Σε αυτά, μια νέα γενιά ερευνητών έδειξε έτοιμη να διερευνήσει ουσιαστικές πτυχές (οικονομικές, κοινωνικές, ιδεολογικές) της περιόδου.

Προφανώς μέσα από αυτή την ενθουσιώδη όσο και μεθοδικά επιστημονική δραστηριότητα γνωρίσαμε πολύ καλύτερα τον δωσιλογισμό, τα χαρακτηριστικά του και τις διαστάσεις του.

Τελείως αναντίστοιχη με τις προόδους που έχει πραγματοποιήσει η ιστοριογραφία σε αυτό το πεδίο είναι η επιμονή ενός κύκλου πολιτικών επιστημόνων και γενικών σχολιαστών να αποσυνδέουν το ζήτημα του δωσιλογισμού από την επιστημονική έρευνα και να το ανάγουν σε ζήτημα πολιτικής ή ηθικής ή όποιας άλλης «εξισορρόπησης».

Με λάβαρο τον αγώνα ενάντια σε μια «αριστερή ιστοριογραφία» που δήθεν κυριαρχεί και τους καταδυναστεύει, καταφεύγουν σε πλήθος τεχνάσματα και ευρήματα που έχουν έναν και μοναδικό στόχο: την «αποκατάσταση» των Ταγμάτων Ασφαλείας. 

Το διάβημα αυτό, ως προς τη στρατηγική του, αγγίζει τα όρια του γελοίου.

Υπαινίσσομαι τη «συμβιβαστική» πρόταση που εκπορεύεται από το πρόσφατο πόνημα του κύκλου («Εμφύλια πάθη» των Νίκου Μαρατζίδη και Στάθη Καλύβα), που προβαίνει σε κεντρώες «παραχωρήσεις» αναζητώντας ανταλλάγματα: «...αν στο παρελθόν χρειάστηκε να ξεπεραστεί το αφήγημα των "Εαμοβουλγάρων", σήμερα είναι ανάγκη να αποδομηθεί το αντίστοιχο των "γερμανοτσολιάδων"».


 Εκδοχή της κατοχικής προπαγάνδας, με κοινή συνισταμένη την αντεθνική απειλή του «εβραιομπολσεβικισμού» | ΦΩΤ.: ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΣ, «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΦΙΣΕΣ» (2003)

Δηλαδή όπως στο Δημοτικό: Δεν θα σε λέω εαμοβούλγαρο - μη με λες γερμανοτσολιά!!!

Το όλο διάβημα είναι απλά ενδεικτικό των σχέσεων που διατηρούν οι εν λόγω με την επιστήμη της Ιστορίας και με όλες τις επιστήμες γενικά!

Κατά τα άλλα, εξακολουθούν να διαμαρτύρονται ότι τη σημασία της ιστορικής αποκατάστασης του δωσιλογισμού δεν την κατανοεί ούτε αυτή καθεαυτή η Δεξιά (δύσκολα εξυμνείται η προδοσία, βλέπετε). Αν και πιθανολογούμε ότι έχουν άδικο.

Η Χρυσή Αυγή θα κατανοούσε πλήρως το έργο τους, χωρίς μάλιστα να χρειαστούν «κεντρώες» αποκλίσεις.

Αρκετά ασχοληθήκαμε όμως με την εταιρεία «Φίλων του δωσιλογισμού».

Υπάρχουν σοβαρότερα πράγματα να κάνουμε, καθώς πραγματικά υπάρχουν πολλά ζητήματα ανοικτά που θα πρέπει να ερευνήσουμε έτσι ώστε να διευρύνουμε τις γνώσεις μας στον βαθμό που θα επιτρέψει να συνθέσουμε έλλογες ερμηνείες των τότε συμπεριφορών, επιλογών και συμβάντων.

Η μελέτη του εγχώριου δωσιλογισμού πρέπει να επεκταθεί γεωγραφικά και χρονικά. Δεν πρόκειται για αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο.

Η γοητεία του ναζισμού σε σημαντικό τμήμα των ελίτ –οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών κ.λπ.– των ευρωπαϊκών κρατών διακρίνεται με διαύγεια τόσο στα προπολεμικά χρόνια όσο και στη διάρκεια του πολέμου.

Το ίδιο το σχήμα της ναζιστικής Νέας Ευρώπης έγινε αποδεκτό από σημαντικούς κύκλους της χώρας μας και εξυμνήθηκε έντονα στον κατοχικό Τύπο.

Επιμέρους στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας, ο αντισημιτισμός, ο εθνικισμός, λόγου χάριν, ενδύουν ιδεολογικά το ρεύμα του δωσιλογισμού. 

Ο ελληνικός ναζισμός μπορεί να διαφέρει σε πολλά χαρακτηριστικά του από τον γερμανικό αντίστοιχο (όπως διαφέρουν και αντίστοιχα κινήματα στη Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Νορβηγία, την Ουκρανία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία κ.λπ.), αλλά είχε στέρεα οικοδομηθεί πάνω σε κληροδοτήματα του μεταξικού καθεστώτος και νεότερες προσθήκες τής περί Νέας Ευρώπης φιλολογίας.

Το υπόστρωμα φυσικά ήταν οι κοινωνικές συγκρούσεις της Κατοχής.

Η θεσμική συγκρότηση της Ελληνικής Πολιτείας –του δωσιλογικού κράτους– αντέγραψε, στο γενικό του περίγραμμα τουλάχιστον, το État Français (Γαλλική Πολιτεία, θα το μεταφράζαμε) του στρατάρχη Πετέν στη Γαλλία.

Μπορεί να μας βάλει σε σκέψεις το γεγονός ότι σημαντικό μέρος της στρατιωτικής, διοικητικής ή ποικιλότροπα πολιτικής ελίτ της χώρας μας εμφανίζεται έτοιμο -σχεδόν προετοιμασμένο- να αναλάβει τη διαχείριση αυτού του καινοφανούς στα ελληνικά πράγματα θεσμικού σχήματος.

Επιπλέον ας παρατηρήσουμε ότι το σχήμα αποδείχθηκε διαχρονικά αποτελεσματικό, ειδικά ως προς την εξυπηρέτηση ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.

Η διευθέτηση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων λόγου χάριν, όπως αποτυπώνεται στον σημερινό οικονομικό χάρτη της χώρας, είναι έργο ετούτου του καθεστώτος.



 Εκδοχή της κατοχικής προπαγάνδας, με κοινή συνισταμένη την αντεθνική απειλή του «εβραιομπολσεβικισμού» | ΦΩΤ.: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ, «Η ΚΑΤΟΧΗ» (1997)

Στον τομέα της καταστολής, οι αστυνομικές δυνάμεις του υπερείχαν σημαντικά σε αριθμό συλλήψεων των αντίστοιχων υπηρεσιών των κατακτητών και σε αυτές (Αστυνομία Πόλεων και Χωροφυλακή) μπορεί να αποδοθεί η καταστολή και η διάλυση των περισσότερων μαζικών κινητοποιήσεων της Κατοχής.

Τα Τάγματα Ασφαλείας συνέχισαν απλά μια ήδη παγιωμένη από το δωσιλογικό κράτος πρακτική καταστολής.

Με όλα αυτά υποψιάζομαι ότι η πυκνή ιστορία της κατοχικής περιόδου έχει πολλά ακόμα να μας αποκαλύψει.

Γιώργος Μαργαρίτης,
 Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ
25-10-2015
 http://www.efsyn.gr/arthro/peri-toy-dosilogismoy-kai-ton-oson-gnorizoyme-gi-ayton



  Ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης και το ευζωνικό σύνταγμα Αθηνών τιμούν στον Αγνωστο Στρατιώτη τη χιτλερική «Ημέρα των Ηρώων» (12.3.1944) | ΦΩΤ.: ΤΑΚΗΣ ΨΑΡΑΚΗΣ, «ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ» (1980)


Δωσιλογισμός: η υπέρβαση ενός ταμπού 

Είμεθα ελεύθεροι να διοικήσωμεν τα εσωτερικά μας κατά την ιδίαν ημών θέλησιν

Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, κατοχικός πρωθυπουργός (διάγγελμα για την ανάληψη των καθηκόντων του, 2.12.1942)

Eκ των πραγμάτων, οι εθνικές επέτειοι δεν προσφέρονται συνήθως για ιδιαίτερα αυτοκριτικές αναγνώσεις του παρελθόντος.

Οχι μόνο οι πανηγυρικοί αλλά και τα επετειακά αφιερώματα των ΜΜΕ δύσκολα αποφασίζουν να θίξουν πτυχές αυτού του παρελθόντος που αντιφάσκουν με ό,τι έχει παραδοσιακά αναγορευτεί σε «νόημα της ημέρας».

Η 28η Οκτωβρίου δεν αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα. Επέτειος που πρωτοτιμήθηκε μαχητικά –ως αντιστασιακή πράξη– στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής, για να θεσπιστεί αμέσως μετά τον πόλεμο ως δεύτερη εθνική εορτή, υπήρξε μεν εξαρχής αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων της εποχής, δίχως όμως ν’ αμφισβητηθεί η «παλλαϊκή» διάσταση της αντίστασης του ελληνικού λαού στους εισβολείς.

Πλευρές του ελληνοϊταλικού κι ελληνογερμανικού πολέμου του 1940-41 όπως η προληπτική καταστολή του (πραγματικού ή εικαζόμενου) «εσωτερικού εχθρού» από τις μεταξικές αρχές, οι κοινωνικές ή άλλες αντιθέσεις στο εσωτερικό του ελληνικού στρατού, οι λιποταξίες και παρεμφερείς αντιηρωικές πρακτικές (αυτοτραυματισμοί, αυτομολήσεις, αισχροκέρδεια, εκτελέσεις αιχμαλώτων) ή η σχέση του ελληνικού στρατού –ως δύναμης κατοχής– με τον ντόπιο αλβανικό πληθυσμό παραμένουν μέχρι σήμερα ταμπού για την ελληνική ιστοριογραφία.

Οπως ταμπού παρέμενε μέχρι πριν από λίγα χρόνια ένα ακόμη κεντρικότερο ζήτημα της ευρύτερης περιόδου: η ανοιχτή συνεργασία μιας μερίδας του ελληνικού πληθυσμού με τον κατακτητή.

Οι λόγοι της σιωπής

Η σιωπή που κάλυπτε μέχρι πρόσφατα το δωσιλογικό φαινόμενο δεν είναι καθόλου δύσκολο να ερμηνευθεί. Η ενσωμάτωση της πλειονότητας των δωσιλόγων στο μεταπολεμικό κράτος των εθνικοφρόνων (είτε μέσω της υπηρεσιακής επανεκτίμησης της συμβολής τους στον κατοχικό αντικομμουνιστικό αγώνα είτε ως απόρροια της οικονομικής ισχύος που απέκτησαν -ή διατήρησαν- στη διάρκεια της Κατοχής) συνιστούσε από μόνη της ισχυρό αντικίνητρο για ν’ ασχοληθεί κανείς μ’ αυτή τη σκοτεινή πτυχή της πρόσφατης ιστορίας.

Στη διάρκεια μάλιστα της δικτατορίας, όσοι συνεργάστηκαν ένοπλα με τους ναζί επιβραβεύθηκαν από την πολιτεία με την επίσημη αναγνώρισή τους (Ν.Δ. 179/1969) ως «αντιστασιακών» –όχι βέβαια εναντίον του Αξονα, αλλά κατά του «αντεθνικώς δράσαντος» ΕΑΜικού κινήματος που, εν μέσω εχθρικής κατοχής, «αποσκοπούσε εις την επιβολήν καθεστώτος διαφορετικού του νομίμου τοιούτου»!

Από την άλλη, το γεγονός ότι το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος δεν αντλούσε τη νομιμότητά του από τις δωσιλογικές αλλά από τις εξόριστες βασιλικές κυβερνήσεις και τις εγχώριες δεξιές αντιστασιακές οργανώσεις υποχρέωσε τους πάλαι ποτέ συνεργάτες του κατακτητή σε μια ιδιότυπη αυτολογοκρισία για τα κατοχικά τους πεπραγμένα.

Ακόμη και στο αποκορύφωμα της χούντας, τον Ιούνιο του 1970, οι νεκρολογίες του β΄ αντιπροέδρου της Δημητρίου Πατίλη απέφυγαν κάθε μνεία στη δράση του εκλιπόντος ως αξιωματικού των Ταγμάτων Ασφαλείας, υμνώντας αντ’ αυτού κάποιες απροσδιόριστες «αντιστασιακές» δάφνες του επί Κατοχής.

Στην αντίπερα όχθη, το αίτημα για νομοθετική αναγνώριση (και) της ΕΑΜικής αντίστασης, εκκρεμές επί δεκαετίες, σε συνδυασμό με τη δαμόκλειο σπάθη της εμφυλιοπολεμικής νομοθεσίας που απαγόρευε κάθε «κομμουνιστική προπαγάνδα» και ποινικοποιούσε την «αναμόχλευση παθών» από τους ηττημένους, λειτουργούσε εξίσου αποτρεπτικά για την αμφισβήτηση του ιδεολογήματος της πάνδημης αντίστασης στον κατακτητή.

Οταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Ν. 1285/82 περιορίστηκε έτσι στην απαρίθμηση των όντως αντιστασιακών οργανώσεων και την κατάργηση της αντίστοιχης χουντικής νομοθεσίας, για λόγους όμως σκοπιμότητας δεν έθιξε καθόλου τις παροχές και τα υλικά ωφελήματα που είχαν απονεμηθεί βάσει αυτής της τελευταίας.

Με αποτέλεσμα κάποιες γκροτέσκες σκηνές –όπως όταν, εν έτει 1991, η Δικαιοσύνη κλήθηκε ν’ αποφανθεί σε ποιαν από τις δυο χήρες ενός δίγαμου ταγματασφαλίτη, εξαφανισμένου μετά την απελευθέρωση, ανήκε η σύνταξη «αντιστασιακού» που είχε εκδοθεί στο όνομά του.

Η αφύπνιση του ενδιαφέροντος

Η φάση της σιωπής τερματίστηκε ουσιαστικά μέσα στο πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας, με την εμφάνιση ενός κύκλου ερευνητών, αυτοπροσδιοριζόμενου ως «το νέο κύμα» της ελληνικής πολιτικής επιστήμης και ιστοριογραφίας, που εισήγαγαν και στη χώρα μας την υφιστάμενη προ πολλού στη Δυτική Ευρώπη σχολή (Ερικ Νόλτε, Φρανσουά Φιρέ κ.λπ.) μιας φαινομενικά ουδέτερης προσέγγισης του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου», όπου ο φασισμός και ο ένοπλος δωσιλογισμός νομιμοποιούνται σαν μια «αμυντική» πρωτίστως βία απέναντι στην κομμουνιστική (κι αντιφασιστική) «τρομοκρατία».

Επίσημη ιδρυτική πράξη του «κύματος» αποτέλεσε μια δισέλιδη προγραμματική διακήρυξη που δημοσιεύθηκε στα «Νέα» με την υπογραφή των πανεπιστημιακών καθηγητών πολιτικής επιστήμης Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη (20.3.2004), πυροδοτώντας έναν έντονο επιστημονικό διάλογο που κράτησε αρκετούς μήνες.

Οπως επιβεβαιώνεται από μεταγενέστερο ισπανόγλωσσο απολογιστικό κείμενο του Καλύβα, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Πώς μετατράπηκα σε αναθεωρητή, δίχως να ξέρω τι σήμαινε αυτό» (περ. «Alcores», 4 [2007], σ.125-42), η εν λόγω διακήρυξη προέκυψε ως εσπευσμένη –και γι’ αυτό πολιτικά ανεπιτυχής– απάντηση σε πρόσφατο άρθρο του «Ιού» που επισήμανε τις σχετικές τάσεις («Η νέα δεξιά ιστοριογραφία. Οι ταγματασφαλίτες δικαιώνονται», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 26.10.2003).

Ακολούθησαν η διενέργεια ειδικού συνεδρίου στη Σαμοθράκη (Ιούλιος 2004) και η αναθέρμανση του σχετικού ενδιαφέροντος, με την έκδοση βιβλίων και τη δημοσίευση επιστημονικών άρθρων που είτε αναφέρονταν ειδικά στον δωσιλογισμό είτε τον περιλάμβαναν ως ουσιαστική πτυχή της αφήγησης.

Με το χρονικό βάθος μιας δεκαετίας να επιτρέπει πια την εξαγωγή συμπερασμάτων, εύκολα διαπιστώνει κανείς πως η θορυβώδης εμφάνιση του «νέου κύματος» τελικά «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν».

Οι θιασώτες του περιορίστηκαν λίγο-πολύ στην προσπάθεια αποκαθήλωσης της αντιφασιστικής αντίστασης, αναθερμαίνοντας τη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική επιχειρηματολογία περί «ερυθρού τρόμου» και ΕΑΜικών φρικαλεοτήτων αλλά αποφεύγοντας ν’ ασχοληθούν με την ουσιαστική μελέτη του δωσιλογικού φαινομένου –την οικονομική του βάση, τις κοινωνικές συμμαχίες που αυτό οικοδόμησε ή προσπάθησε να οικοδομήσει, τις ιδεολογικές επεξεργασίες που επένδυσαν τις πρακτικές του.

Απεναντίας, η προσφυγή στην «προφορική ιστορία» χρησιμοποιήθηκε συχνά για να προσδώσει αυξημένη φερεγγυότητα στις τωρινές αφηγήσεις (και δικαιολογίες) πάλαι ποτέ δωσιλόγων, με συνειδητό παραγκωνισμό των αυθεντικών τεκμηρίων της εποχής.

Πριν και μετά τα μνημόνια

Σημαντικότερη αποδεικνύεται η κοινωνική λειτουργία που κλήθηκε να εκπληρώσει η πολιτική αυτή αποκατάσταση του δωσιλογισμού.

Εμπειρικά διαπιστώνουμε ότι, σε μια πρώτη φάση, το «νέο κύμα» έγινε ενθουσιωδώς δεκτό από δυο κυρίως πολιτικοϊδεολογικούς χώρους.

Ο πρώτος ήταν φυσικά η ακροδεξιά, που την ίδια ακριβώς εποχή έβγαινε από το μεταπολιτευτικό περιθώριο διεκδικώντας μια θέση στο πολιτικό σκηνικό˙ το έργο του Μαραντζίδη διαφημίστηκε έτσι την περασμένη δεκαετία από τα έντυπα της Χρυσής Αυγής ως βασικό συστατικό στοιχείο μιας «αντικομμουνιστικής βιβλιοθήκης».

Ο δεύτερος χώρος που αγκάλιασε το εγχείρημα ήταν το «εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ»: μια μεσοαστική γενιά, αριστερών συχνά καταβολών, που ένιωθε πλέον την ανάγκη ν’ αποκαθηλώσει οριστικά τις νεανικές της αναφορές στον Αρη Βελουχιώτη, αντικαθιστώντας τις με ιδεολογήματα συμβατότερα προς την πραγματικότητα της τότε «ισχυρής Ελλάδας».

Η κεντροδεξιά, αντίθετα, άργησε κάπως να καβαλήσει το κύμα, αφοσιωμένη καθώς ήταν στην κάρπωση της προσόδου από την «εθνική συμφιλίωση» των προηγούμενων χρόνων.

Η τομή θα σημειωθεί εδώ με την επιβολή των μνημονίων και τη διαμόρφωση ενός ενιαίου «φιλομνημονιακού» χώρου που αναζητούσε –κι αυτός– ιδεολογική νομιμοποίηση της πολιτικής στάσης του μέσω των κατάλληλων αναδρομών στο ιστορικό παρελθόν.

Υπαρκτό από καιρό στους χώρους της εκλαϊκευτικής «δημόσιας ιστορίας» (και παραϊστορίας), ένα άλλο ρεύμα που αναβαθμίστηκε επικοινωνιακά στην τρέχουσα συγκυρία αξίζει επίσης να σημειωθεί.

Ο λόγος για τη σκανδαλοθηρική διεύρυνση και διάχυση της έννοιας του «δωσιλογισμού», ώστε αυτή να περιλαμβάνει σχεδόν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα σε συνθήκες ξένης κατοχής, αλλά και τη διαπλοκή αυτού του φαινομένου με τις προσπάθειες των γόνων επιφανών συνεργατών του κατακτητή (Σωτήριος Γκοτζαμάνης, Ιωάννης Βουλπιώτης) ν’ αποκαταστήσουν τη μνήμη των γονιών τους.

Καθόλου ευκαταφρόνητο, το φαινόμενο αυτό θα μας απασχολήσει αναλυτικά σε κάποιο άλλο αφιέρωμα.

Από την άλλη, πρέπει κανείς να ομολογήσει πως ο θόρυβος της περασμένης δεκαετίας γύρω από το «νέο κύμα» είχε τελικά ορισμένες πολύ θετικές παρενέργειες.

Πρόσφερε κατ’ αρχάς το ερέθισμα για τη συγγραφή ή την έκδοση πολύτιμων μαρτυριών, που για πρώτη φορά επικεντρώθηκαν τόσο αναλυτικά σε ζητήματα όπως ο δωσιλογισμός και η εαμική βία.

Ιδίως ο «Κόκκινος επιτάφιος» της Γιόνας Μικέ-Παϊδούση (Αθήνα 2008, εκδ. Βιβλιόραμα), μια εκπληκτικά ζωντανή και πλούσια σε πληροφορίες σκιαγράφηση της κατοχικής πραγματικότητας στην αρβανίτικη ενδοχώρα της Αργολίδας, αξίζει πολύ να διαβαστεί σε αντιπαραβολή με τις επεξεργασίες του Καλύβα για την ίδια περιοχή.

Σε μια δεύτερη φάση, η όλη συζήτηση προσέλκυσε το ενδιαφέρον μιας πλειάδας αξιόλογων νέων επιστημόνων, η ουσιαστική μελέτη του δωσιλογισμού από τους οποίους έχει ήδη αρχίσει ν’ αποδίδει καρπούς. Ιδιαίτερη θέση μεταξύ όσων έχουν ήδη εκδοθεί κατέχει η διδακτορική διατριβή του Δημήτρη Κουσουρή («Δίκες των δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη», Αθήνα 2014, εκδ. Πόλις).

Επ’ αυτού, αρμοδιότεροι να μιλήσουν είναι ωστόσο οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που ασχολούνται επαγγελματικά με το ζήτημα. 

    Τάσος Κωστόπουλος
25-10-2015
 Οι σκοτωμένοι ταγματασφαλίτες τιμώνται από το μεταπολεμικό κράτος. Στη φωτογραφία, το ηρώο του χωριού Κοπανάκι Μεσσηνίας


Τα Τάγματα Ασφαλείας: από θύτες, θύματα;

Το ζήτημα της ένοπλης συνεργασίας Ελλήνων με τα στρατεύματα κατοχής αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της ελληνικής ιστοριογραφίας. Και όπως συμβαίνει με τα ταμπού, η απαγόρευση οδήγησε στην αποσιώπηση.

Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η κυριαρχία της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού λειτούργησε αποτρεπτικά για την επιστημονική μελέτη της ιστορίας της Κατοχής.

Την ίδια εποχή η σιωπηλή ένταξη των ανδρών και των αξιωματικών των Ταγμάτων Ασφαλείας στον κρατικό μηχανισμό ή η δραστηριοποίησή τους σε ποικίλες παρακρατικές οργανώσεις επέτρεψε τη σιωπηλή αποκατάστασή τους.

Δεν ήταν βέβαια εύκολο οι συνεργάτες των Γερμανών να μετατραπούν σε «ήρωες» μιας εθνικής ιστοριογραφίας και γι’ αυτό τους επιφυλάχθηκε η θέση των «θυμάτων» του ΕΛΑΣ.

Με αφορμή τις αιματηρές συγκρούσεις στο τέλος της Κατοχής μεταξύ δυνάμεων του ΕΛΑΣ και ένοπλων συνεργατών στην Πελοπόννησο, τη Μακεδονία και αλλού, οι απώλειες των τελευταίων μετατράπηκαν σε «αθώα θύματα» και «αγρίως σφαγιασθέντες» από τους κομμουνιστές.

Ωστόσο η ένταξή τους στην επίσημη μνήμη ως «θυμάτων» συντελέστηκε κυρίως στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, όταν ανεγέρθηκαν μια σειρά μνημείων με πιο χαρακτηριστικό ίσως το «Μνημείον Αγωνιστών Εθνικής Αντιστάσεως» των «σφαγιασθέντων υπό των Σλαυοκομμουνιστών» στο Κιλκίς το 1968 – σε ανάμνηση της μάχης του Κιλκίς του Νοεμβρίου 1944.

Μετά την πτώση της χούντας, όταν οι συνθήκες πλέον επέτρεπαν τη μελέτη της περιόδου της Κατοχής, το θέμα της ένοπλης συνεργασίας έμεινε αδιερεύνητο. Σε αυτό συνέτεινε το γενικότερο κλίμα της εποχής.

Η αναγνώριση της συμμετοχής του ΕΑΜ στην Αντίσταση το 1982 και η νέα επίσημη αφήγηση που υπογράμμιζε τον «παλλαϊκό» και πατριωτικό χαρακτήρα της Αντίστασης είχε αποτέλεσμα οι πιο σκοτεινές και λιγότερο ηρωικές πλευρές της Κατοχής να αποσιωπηθούν.

Η «Εθνική Αντίσταση» έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ιστορικής αφήγησης, με βάση την οποία η συντριπτική πλειονότητα του λαού αντιστάθηκε στον ξένο κατακτητή εκτός από έναν μικρό αριθμό Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς.

Γενικότερα ζητήματα που θα μπορούσαν να διαταράξουν την εθνική αφήγηση, όπως η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων ή η στάση των μειονοτήτων, έμειναν στο περιθώριο της επίσημης μνήμης και της δημόσιας ιστορίας.

Ωστόσο μετά το 2000 το ζήτημα της ένοπλης συνεργασίας βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και της επιστημονικής διαμάχης, οι οποίες κορυφώθηκαν με μια σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα» το 2004.

Την ίδια περίπου εποχή άρχισαν να δημοσιεύονται άρθρα και να εκδίδονται μελέτες που ασχολούνταν συστηματικά με το φαινόμενο της ένοπλης συνεργασίας και έφερναν στο φως στοιχεία σχετικά με τη δράση, τη σύνθεση ή τα κίνητρα όσων συμμετείχαν στα ένοπλα σώματα που συλλήβδην ονομάζουμε Τάγματα Ασφαλείας.

Η σιωπή που μέχρι τότε περιέβαλε την ένοπλη συνεργασία έχει πλέον «σπάσει» - και αυτό είναι κάτι αναμφίβολα θετικό.

Η επιχειρηματολογία όμως που συνόδευσε αρκετές από αυτές τις μελέτες ήταν αρκετά προβληματική και σε μεγάλο βαθμό αναπαρήγαγε επιχειρήματα παλαιότερων εποχών.

Το βασικό επιχείρημα αρκετών μελετητών ήταν ότι η επιθετική επέκταση του ΕΛΑΣ εξανάγκασε όσους διαφωνούσαν μαζί του να αναζητήσουν την προστασία από τους Γερμανούς και να εξοπλιστούν από αυτούς για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την αριστερή βία και τρομοκρατία.

Με άλλα λόγια, όσοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς στην ουσία προσπάθησαν να αυτοπροστατευτούν και να αντιδράσουν στη βίαιη κυριαρχία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι αυτό ήταν και το επιχείρημα των ίδιων των συνεργατών των Γερμανών στις δίκες που έγιναν μεταπολεμικά, ότι δηλαδή ήταν αγνοί πατριώτες και εθνικόφρονες οι οποίοι αγωνίστηκαν για να σώσουν την Ελλάδα από τους «εαμοβούλγαρους».

Η πραγματικότητα βέβαια ήταν πολύ πιο σύνθετη και τα κίνητρα της ένοπλης συνεργασίας ποικίλα. Κάποιοι κατατάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας για να έχουν υλικά-οικονομικά οφέλη, άλλοι έβρισκαν τα ιδεώδη της ναζιστικής Γερμανίας ελκυστικά, μειονότητες ή περιθωριοποιημένες εθνοπολιτισμικές ομάδες χειραγωγήθηκαν επιδέξια από τις κατοχικές δυνάμεις ώστε να συνεργαστούν, ενώ πολλοί επέλεξαν να εξοπλιστούν από τους Γερμανούς εξαιτίας του φανατικού αντικομμουνισμού τους.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως των κινήτρων τους αυτό που ένα μέρος της βιβλιογραφίας αποσιωπά είναι οι συνέπειες της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Από τη μια πλευρά, τα Τάγματα Ασφαλείας συστρατευόμενα με τους Γερμανούς συμμετείχαν σε πρωτοφανή εγκλήματα κατά του πληθυσμού, όπως συνέβη με τα διαβόητα μπλόκα στην Αθήνα και τον Πειραιά το καλοκαίρι του 1944, με την εγκληματική δράση των διαφόρων ένοπλων ομάδων, όπως αυτή του Δάγκουλα στη Θεσσαλονίκη ή τις μαζικές σφαγές στα Γιαννιτσά, τον Χορτιάτη, την Καλαμάτα κ.α.

Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας αντικειμενικά εξυπηρετούσε τα σχέδια των δυνάμεων κατοχής.

Οι Γερμανοί με τη χρησιμοποίηση των Ταγμάτων Ασφαλείας υπέθαλπαν τις εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των ένοπλων συνεργατών κατά του ΕΛΑΣ ενίσχυαν την κατοχική εξουσία και καθυστερούσαν την απελευθέρωση της χώρας.

Και κάτι τελευταίο: η οικειοποίηση της δράσης και της μνήμης των Ταγμάτων Ασφαλείας από τη Χρυσή Αυγή δημιουργεί γενεαλογίες και συγγένειες, οι οποίες θα έπρεπε τουλάχιστον να προβληματίσουν τους μελετητές που προσπάθησαν να τα αποκαταστήσουν παρουσιάζοντας τους συνεργάτες των Γερμανών απλά ως «θύματα» των κομμουνιστών.

25.10.2015 
Πολυμέρης Βόγλης,
 αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

  Στιγμιότυπο από τη μεγάλη δίκη των κατοχικών υπουργών (1945)

Δίκαιο και Δικαιοσύνη στο μεταίχμιο της Ιστορίας

Hταν πολλοί οι φτωχοδιάβολοι, οι δαίμονες και τα τέρατα της Κατοχής. Ανάμεσά τους ο δωσιλογισμός, όπως αναδύθηκε και ενσαρκώθηκε σε ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών, που εύστοχα έχει καταγράψει και η τέχνη: από τον Φον Δημητράκη του Ψαθά μέχρι τον Κουτσό του Μεταξουργείου, από τον Πούλο μέχρι τον Ράλλη, από τον τελευταίο μαυραγορίτη μέχρι την επιφανή πολιτική και επιχειρηματική τάξη των Αθηνών.

Γιατί, όπως έχει επισημανθεί, ο δωσιλογισμός ήταν θεσμικός και μαζικός και η αιτιολογική έκθεση στη Συντακτική Πράξη (Σ.Π.) 6/20.1.1945 τα υπονοεί όλα, μέσα στην άβολη αντιφατικότητα του συγγραφέα της:

«Λέγεται ότι αι Κυβερνήσεις της ξένης Κατοχής επεχείρησαν να κατοχυρωθούν όπισθεν της συγκαταθέσεως του πολιτικού κόσμου, όστις όμως αναλογιζόμενος τας ευθύνας του δεν ήθελε να εμφανισθή επί της σκηνής. Δεν γνωρίζομεν αν τούτο είναι αληθές. Οσονδήποτε όμως και αν αι Κυβερνήσεις αύται εξησφάλισαν την συγκατάθεσιν του πολιτικού κόσμου, παραμένει ανέπαφον το γεγονός ότι ήσαν Κυβερνήσεις των Γερμανών».

Αν θέλαμε να σκιαγραφήσουμε τη θέσπιση και εξέλιξη του νομικού πλαισίου, σε επίπεδο ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, θα παρατηρούσαμε τα ακόλουθα:

◼ Το νομικό πλαίσιο δίωξης του δωσιλογισμού ήταν νόμοι που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την απελευθέρωση. Παραβιαζόταν έτσι η αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, σύμφωνα με την οποία κανένας δεν μπορεί να καταδικαστεί και καμία ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί για πράξη που δεν τιμωρείται κατά τον χρόνο τέλεσής της (Nullum crimen nulla poena sine lege).

◼ Με τη Σ.Π. 6/20.1.1945 θεσπίστηκαν και ειδικές διατάξεις για τον λεγόμενο οικονομικό δωσιλογισμό. Μάλιστα η ευθύνη ήταν οικογενειακή: κάθε περιουσία που ανήκε στη σύζυγο, στους αδελφούς, στους ανιόντες και κατιόντες του καταδικασθέντος μπορούσε να δημευθεί, εφόσον αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια ή μετά την τέλεση των αποδιδόμενων πράξεων.

◼ Φυσικά, τέθηκε και το ζήτημα της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος και η εκδίκαση των σχετικών αδικημάτων από πλειοψηφία ενόρκων, ζητήματα που δεν έχουν σταματήσει να μας απασχολούν και σήμερα.

◼ Μέσα σε 20 μέρες, που στη συνέχεια έγιναν 15, θα έπρεπε να εισάγονται οι υποθέσεις στο ακροατήριο. Η ανάκριση περατωνόταν ακόμα και χωρίς απολογία του κατηγορουμένου, ο οποίος λάμβανε γνώση της δικογραφία στο ακροατήριο.

◼ Κατά των αποφάσεων που εκδίδονταν δεν επιτρεπόταν έφεση.

Είναι γεγονός όμως ότι σταδιακά επήλθαν τροποποιήσεις του νομοθετικού πλαισίου που αποκαθιστούσαν, ώς ένα βαθμό τη δικαιική και δικονομική κανονικότητα.

Πάντως, τα πενιχρά αποτελέσματα της όλης διαδικασίας δεν οφείλονταν σε ανεπάρκειες του νομικού πλαισίου.

Και οι δικαστές; Δεν θα κατανοήσουμε το γεγονός ότι ο δικαστικός κλάδος εξήλθε αλώβητος από τις διώξεις των δωσιλόγων, αν δεν συζητήσουμε για το πεδίο των σχέσεων εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, αλλά και τις αυτόματες προσαρμογές της Δικαιοσύνης στις κάθε φορά επικρατούσες συνθήκες.

Στις 28.1.2014, ο νυν πρωθυπουργός, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισκέφτηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ο τότε πρόεδρος του ΣτΕ έκανε την εξής δήλωση:

Εξηγήσαμε επίσης τη μεγάλη πίεση που δέχτηκε το δικαστήριο (…) από τις δυσμενείς πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, γεγονότα που δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την άνετη ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος.

Και μόλις στις 5.6.2015, στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, ο ίδιος αναστοχάστηκε:

Η ελευθερία [ενν. του ΣτΕ] μειώθηκε σημαντικά, όχι από παρεμβάσεις προσώπων αλλά από την επιβολή των πραγμάτων…. Οι βεβαιότητες αναιρέθηκαν.

Τα ανωτέρω παραδείγματα αφορούν την τρέχουσα περίοδο, αναμφίβολα μεταβατική, αλλά προφανώς μη συγκρίσιμη με το 1944.

Και αν τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας αισθάνονται την κανονιστική δύναμη των συνθηκών σε περιόδους ομαλότητας, καθένας μπορεί να φανταστεί το κλίμα εκείνης της εποχής.

Το κατακρεουργημένο πτώμα ενός από τους πολλούς που υπέκυψαν στις ανακριτικές μεθόδους της οδού Μέρλιν 

Υπό αυτό το πρίσμα, η θεσμική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης διαθέτει σχετική μόνο αυτονομία από τη δυναμική των κοινωνικών και οικονομικών συναινέσεων σε συγκεκριμένο χρόνο.

Για την εποχή που μας απασχολεί, θα αναφερθώ σε ένα μόνο ΦΕΚ, το φύλλο 69 της 24.3.1945.

Στο ίδιο ΦΕΚ δημοσιεύονται τρεις πράξεις:

◘ Πρώτον, η Σ.Π. 24 περί αποκαταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων που απολύθηκαν για πολιτικούς λόγους από το αποτυχημένο κίνημα Πλαστήρα του 1933 μέχρι το τέλος της Κατοχής. Από τη μεγάλη συμφιλίωση βασιλοφρόνων και βενιζελικών, οι δικαστές εξαιρούνταν ρητά.

◘ Δεύτερον, η Σ.Π. 26 περί απολύσεως δημοσίων υπαλλήλων συνεργασθέντων μετά του εχθρού. Οι δικαστές εξαιρούνταν ρητά και αναγγελλόταν η θέσπιση ιδιαίτερου νόμου.

◘ Τρίτον, ο αναγκαστικός νόμος 211 περί τροποποίησης του Κανονισμού των Δικαστηρίων, ο οποίος έδινε πειθαρχικές υπερεξουσίες στον υπουργό Δικαιοσύνης: χαρακτηριστικό είναι ότι μπορούσε να καλεί ολόκληρη σύνθεση δικαστηρίου για να την επιπλήξει.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι με μια τέτοια πολιτική καρότου και μαστιγίου, οι δικαστικές αποφάσεις των Ειδικών Δικαστηρίων Δωσιλόγων συνετέλεσαν στην αποκρυστάλλωση των μεταπολεμικών συσχετισμών.

Σε τέτοιες μεταβατικές περιόδους και η Δικαιοσύνη και το Δίκαιο έχουν χαρακτήρα μεταβατικό: δηλαδή μη κανονικό, απρόβλεπτο και πολιτικά υποταγμένο.

Παράγουν ιδεολογία και την επιβάλλουν με την ερμηνευτική ρευστότητα των νομικών εννοιών.

25.10.2015 
Μιχάλης Κοσμόπουλος,   δικηγόρος