''Stratfor'': Οι τέσσερις επιλογές των ΗΠΑ στη Συρία
Οι ΗΠΑ έχουν τέσσερις επιλογές προκειμένου είτε να επιλύσουν, είτε να περιορίσουν την κρίση στη Συρία. Καμία από αυτές όμως δεν είναι ενθαρρυντικές. Γιατί θα πρέπει η Ουάσινγκτον να θέσει το πρόβλημα σε νέο πλαίσιο και ποιος είναι ο ρόλος της Τουρκίας.
Δεν ζηλεύω τους αξιωματούχους της Ουάσινγκτον που έχουν επιφορτιστεί την κατάρτιση σχεδίου για επίλυση, ή τουλάχιστον περιορισμό, της κρίσης στη Συρία. Όμως, δεν θα είχε όφελος να πούμε πως ο χρόνος για δράση ήταν πριν από τρία χρόνια.
Η Συρία, ο πληθυσμός της οποίας αριθμεί λιγότερο από 23 εκατομμύρια ανθρώπους, έχει πάνω από 7,5 εκατομμύρια εκτοπισμένους στο εσωτερικό της. Ένας στους τέσσερις πρόσφυγες στον κόσμο είναι Σύριος. Ο ΟΗΕ υπολογίζει πως πάνω από 200.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει στον πόλεμο, ενώ το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων της Συρίας υποστηρίζει πως ο αριθμός αυτός ξεπερνά τις 320.000.
Επί του παρόντος, οι ΗΠΑ έχουν τέσσερις βασικές επιλογές. Η μία είναι να προσπαθήσουν να περιορίσουν τον πόλεμο και να μείνουν στην άκρη, που, λόγω και της ρωσικής βοήθειας προς το καθεστώς της Συρίας, θα συνέθλιβε τη λαϊκή αντίδραση και μελλοντικά θα οδηγούσε σε τερματισμό του εμφύλιου πολέμου. Μια δεύτερη επιλογή είναι να εξοπλίσει την αντιπολίτευση, ιδιαίτερα τους διασυνοριακούς Κούρδους μαχητές, με πιο αποτελεσματικά αντιαεροπορικά και αντιαρματικά όπλα και με στήριξη αμερικανικών αεροπορικών επιθέσεων, συναινώντας ταυτόχρονα στο να εξοπλίσει η Σαουδική Αραβία το Μέτωπο αλ Νούσρα και τους τζιχαντιστές συμμάχους του. Μια τρίτη πιθανότητα είναι οι ΗΠΑ να συνταχθούν σιωπηρά με το Ιράν και το καθεστώς του Σύριου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ για να καταστρέψουν το Ισλαμικό Κράτος. Η τελευταία επιλογή θα ήταν να παρέμβουν με έναν συνασπισμό που θα περιλαμβάνει τουρκικές και αμερικανικές δυνάμεις, καθώς και στρατιωτικές δυνάμεις άλλων χωρών, εξαπολύοντας επίθεση απευθείας στη Δαμασκό και βάζοντας τέλος στο καθεστώς.
Η πρώτη επιλογή θα ήταν μια ιστορική ντροπή για την αμερικανική κυβέρνηση, τις «κόκκινες γραμμές» της οποίας η κυβέρνηση της Συρίας έχει περάσει τόσο μελετημένα. Ωστόσο, η ντροπή σπάνια αποτελεί αιτιολογία για διαιώνιση ενός θανατηφόρου εμφύλιου πολέμου. Πράγματι, ορισμένοι επικριτές θεωρούν πως αυτό είναι ένα από τα μαθήματα που πήρε η Αμερική από την εμπλοκή της στο Βιετνάμ.
Η δεύτερη επιλογή θα διαιώνιζε τον εμφύλιο πόλεμο, αυξάνοντας ενδεχομένως τη μαζική ερήμωση της Συρίας, με ό,τι συνέπειες έχει αυτό για τους ανθρώπους. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον φαίνεται απίθανο οι αντίπαλοι του καθεστώτος που έχουν συνταχθεί με τις ΗΠΑ να μπορούν να ελπίζουν ότι θα διατηρήσουν αρκετό έδαφος ώστε να αναγκάσουν μια διαπραγματευμένη ειρήνη. Πράγματι, όσο πιο πολύ κρατάει ο πόλεμος, τόσο περισσότερη δυναμική αποκτούν οι πιο οπισθοδρομικοί και αντι-Δυτικοί αντάρτες. Επίσης, αν εξοπλίζονταν οι Κούρδοι, αυτό θα εξόργιζε την Άγκυρα και τη Βαγδάτη.
Η τρίτη επιλογή τουλάχιστον συνάδει με αυτό που φαίνεται να είναι ένα μακροπρόθεσμο «στοίχημα» από την πλευρά της Ουάσινγκτον για μια μελλοντική επαναπροσέγγιση με την Τεχεράνη. Το σχετικά νεαρό της ηλικίας του ιρανικού πληθυσμού, το επίπεδο μόρφωσής του σε σχέση με τις γειτονικές χώρες και η τάση της κοινής γνώμης μεταξύ των μορφωμένων και των νέων να τάσσεται υπέρ των στενότερων δεσμών με τις ΗΠΑ φαίνεται να ενθαρρύνουν το «στοίχημα» αυτό. Όμως, σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί πως μια στρατηγική επιτυχία των στρατιωτικών δυνάμεων και του θεοκρατικού καθεστώτος του Ιράν δεν είναι πιθανό να μειώσει την επιρροή τους στην εξουσία.
Η τελευταία επιλογή θα έριχνε για μια ακόμα φορά τις ΗΠΑ σε μια «ανοικτή» δέσμευση στην οποία η Ουάσινγκτον θα βρισκόταν και πάλι ενάντια σε δυνάμεις που αυτή τη στιγμή μάχονται η μία την άλλη. Δεν είναι απίθανο να φανταστεί κανείς τη «στρατηγική εξόδου» που απαιτούν οι σχολιαστές: κατά πάσα πιθανότητα θα αντιστοιχούσε σε διαμελισμό της χώρας και μια κάποιου είδους διαπραγματευμένη εκεχειρία, η αστυνόμευση της οποίας δεν θα απαιτεί επίγειες δυνάμεις των ΗΠΑ. Όμως, το ίδιο πιθανό θα ήταν μια ατιμωτική απόσυρση στην οποία θα μπορούσε να αναγκάσει την Ουάσινγκτον να προχωρήσει ένας απογοητευμένος και εκνευρισμένος αμερικανικός λαός, καθιστώντας αυτή την επιλογή την πιο υψηλού ρίσκου, λόγω των πιθανών επιπτώσεων που θα έχει στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Η πιθανότητα ένοπλων συγκρούσεων με τη Ρωσία απλώς θα αύξανε τον κίνδυνο.
Βάζοντας το θέμα σε νέο πλαίσιο
Όταν αντιμετωπίζεις τόσο αποθαρρυντικές επιλογές, πολλές φορές η πιο σοφή λύση είναι να θέσεις το πρόβλημα σε άλλο πλαίσιο. Προτείνω να σταματήσουμε να βλέπουμε το θέμα αυτό ως πρόβλημα της Μέσης Ανατολής. Φυσικά, είναι πρόβλημα της Μέσης Ανατολής, αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Το πιο σημαντικό από οποιοδήποτε άλλο «κεφάλαιο» (asset) των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή είναι το ΝΑΤΟ. Μια προσφυγική κρίση πρωτοφανούς διάστασης δημιουργεί σοβαρότατες αναταράξεις στις χώρες του ΝΑΤΟ. Μια χώρα σύμμαχος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία, αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα: το Ισλαμικό Κράτος της έχει επιτεθεί, ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη έχουν παραβιάσει τον εναέριο χώρο της, η Συρία έχει βομβαρδίσει τα χωριά της και τα σύνορά της έχουν «δει» τις χειρότερες σκηνές προσφυγιάς από τους Πολέμους της Γιουγκοσλαβίας.
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, πύραυλοι εδάφους-αέρος έχουν «κλειδώσει» σε τουρκικά μαχητικά που πετούν στον εγχώριο τουρκικό εναέριο χώρο. Η κατάσταση απαιτεί από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους του ΝΑΤΟ να στείλουν βοήθεια ώστε να προστατευθεί ένα μέλος της Συμμαχίας, να αμβλυνθεί η πίεση της μετανάστευσης προσφύγων σε άλλες συμμαχικές χώρες και να ελαφρυνθεί το βάρος που επωμίζεται η Τουρκία.
Το πρόβλημα είναι πως δεν μπορούμε πλέον να ελπίζουμε στην Τουρκία για μια προοδευτική δημοκρατία μεταξύ των μουσουλμανικών κρατών. Πράγματι, η αναζήτηση της δημοκρατίας φαίνεται πως κατέστρεψε την κοσμική βάση του κράτους. Ως αποτέλεσμα, ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει στηρίξει το ίδιο το Ισλαμικό Κράτος που τώρα επιτίθεται στη χώρα του και φαίνεται να ευθύνεται για τη σφαγή της 10ης Οκτωβρίου στην Άγκυρα. Έχει «σπάσει» τις διαπραγματεύσεις με τους Κούρδους, αν και είναι οι πιο αποτελεσματικοί πολεμιστές στην περιοχή, οι οποίοι, όπως και οι ΗΠΑ, εναντιώνονται τόσο στο καθεστώς αλ Άσαντ όσο και στο Ισλαμικό Κράτος.
Στην κατάσταση αυτή, η δημιουργία ασφαλών ζωνών στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας προσφέρει μια διαφορετική επιλογή. Οι ΗΠΑ έχουν πολύχρονη εμπειρία στην επιβολή ζωνών απαγόρευσης πτήσεων στην περιοχή, με αξιοσημείωτη επιτυχία. Το πρόβλημα, όπως είδαμε και στη Σρεμπρένιτσα, είναι πως οι ασφαλείς ζώνες πρέπει να επιβάλλονται από τακτικό επίγειο στρατό, διαφορετικά μετατρέπονται σε πεδία δολοφονιών. Η αεροπορική δύναμη από μόνη της, που μπορεί να επιβάλει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, δεν μπορεί να προστατεύσει μια ασφαλή ζώνη. Μια δύναμη του ΝΑΤΟ, που θα περιλαμβάνει Τούρκους, Αμερικανούς, Βρετανούς και Γάλλους στρατιώτες, θα μπορούσε να δημιουργήσει αποτελεσματικά μια τέτοια ζώνη για τους πρόσφυγες. Είναι μια αρχή μόνο, αλλά κάτι που είναι και ελπιδοφόρο.
του Philip Bobbitt
22 Οκτωβρίου 2015
http://www.euro2day.gr/specials/topics/article/1370246/oi-tesseris-epiloges-ton-hpa-sth-syria.html
(*)
(*)