Επίκειται κατάρρευση των οικονομιών του Κόλπου; Ιδού πώς να αποτραπεί.

Γιατί οι αραβικές κυβερνήσεις επανειλημμένα απέτυχαν να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους, παρά τις μεγάλες υποσχέσεις και τα μεγαλόπνοα σχέδια; Η απάντηση έχει να κάνει περισσότερο με την πολιτική παρά με την οικονομία. 


Πριν από πέντε χρόνια, τα κράτη του Κόλπου, [1] το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ, το Ομάν, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μοιράζονταν ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα περίπου 600 δισ. δολαρίων˙ μέχρι το 2020, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο [2] προβλέπει ότι θα έχουν συσσωρεύσει ένα συνδυασμένο έλλειμμα 700 δισ. δολαρίων. Οι παρατεταμένα χαμηλές τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να κάνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Αυτά τα κακά νέα αποτελούν μια ακόμη υπενθύμιση της ανάγκης των πλούσιων σε φυσικούς πόρους αραβικών κρατών να χτίσουν ζωηρές, διαφοροποιημένες οικονομίες που να μπορούν να αντέξουν τις επιπτώσεις των διαταραχών των τιμών του πετρελαίου [3].

Αν και οι αραβικές κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει εδώ και καιρό την ανάγκη να στραφούν μακριά από την υπερβολική εξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες [4], είχαν μικρή επιτυχία σε αυτό. Το Ιράκ, για παράδειγμα, έθεσε την οικονομική διαφοροποίηση ως κεντρικό πολιτικό στόχο σε ένα από τα πρώτα πενταετή αναπτυξιακά σχέδια το 1965 -όμως η χώρα έχει γίνει πιο εξαρτημένη από το πετρέλαιο με την πάροδο του χρόνου. Στο Κατάρ, το Κουβέιτ και την Σαουδική Αραβία, επίσης, η διαφοροποίηση υπήρξε ένας κεντρικός, αλλά σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτος, αναπτυξιακός στόχος από το 1970. Ακόμη και η οικονομία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, μια από τις πιο διαφοροποιημένες στον Κόλπο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου.

Ο υπουργός Πετρελαίου του Κουβέιτ Ali Al-Omair (C) στο δεύτερο Kuwait Oil and Gas Show and Conference στην Mishref, στο Κουβέιτ, τον Οκτώβριο του 2015. STEPHANIE MCGEHEE / REUTERS

Γιατί οι αραβικές κυβερνήσεις επανειλημμένα απέτυχαν να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους, παρά τις μεγάλες υποσχέσεις και τα μεγαλόπνοα σχέδια; Η απάντηση έχει να κάνει περισσότερο με την πολιτική παρά με την οικονομία. Πράγματι, αν η διαφοροποίηση ήταν τόσο απλή όσο η εισαγωγή τεχνικών σχεδιαγραμμάτων από τα κράτη που έχουν ήδη διαφοροποιήσει τις οικονομίες τους όπως η Μποτσουάνα, η Μαλαισία και η Νορβηγία, θα είχε ήδη επιτευχθεί.

Το πρόβλημα είναι ότι σε πολλές αραβικές οικονομίες, οι καλές οικονομικές πολιτικές σπάνια αποτελούν καλή πολιτική, ιδίως για τις άρχουσες ελίτ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται από την οικονομική διαφοροποίηση -συγκεκριμένα, η παραγωγή μεγαλύτερου αριθμού και ποικιλίας υψηλής αξίας προϊόντων- υπόσχονται για την ενδυνάμωση των επιχειρηματικών πληθυσμιακών ομάδων που, πλημμυρισμένα με νέα εισοδήματα, θα μπορούσαν ενδεχομένως να αμφισβητήσουν τον [εκάστοτε] κυβερνήτη. Στο Κουβέιτ, για παράδειγμα, η άνοδος μιας ανεξάρτητης εμπορικής τάξης θα μπορούσε να υπονομεύσει την δύναμη της μοναρχίας. Εν τω μεταξύ, αν οι κυβερνώντες στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν αποδεχθεί την διαφοροποίηση, είναι εν μέρει επειδή ο ιδιωτικός τομέας των Εμιράτων αποτελεί μικρό πολιτικό κίνδυνο, δεδομένου ότι είναι εξαρτημένος συντριπτικά από το ξένο εργατικό δυναμικό [5].

Για να επιτύχει η διαφοροποίηση, το πολιτικό κόστος της για τις ελίτ θα πρέπει να αντισταθμιστεί: Πρέπει να ξέρουν ότι θα κερδίσουν περισσότερα από όσα θα χάσουν από τις μεταρρυθμίσεις. Οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση για την οικονομική διαφοροποίηση [6] πρέπει επομένως να ξεκινήσει από την αναγνώριση ότι οι εξαρτώμενες από τους πόρους ελίτ θα πρέπει να αποζημιωθούν για τις απώλειες που θα διακινδυνεύσουν.

ΟΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ

Οι χώρες που έχουν διαφοροποιηθεί με επιτυχία, σε γενικές γραμμές είχαν πολιτικά πλαίσια που μπορούσαν να ανεχθούν την διαφοροποίηση, και περιφερειακό περιβάλλον που την ενθάρρυνε. Εξετάστε το παράδειγμα την Μποτσουάνα, η οποία κατά την ανεξαρτησία της το 1966 ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις εξορυκτικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα την εξόρυξη διαμαντιών, και από τότε έχει αναπτύξει ισχυρή γεωργία και τουρισμό. Η επιτυχία της Μποτσουάνα μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες: Η χώρα κληρονόμησε πληθυσμιακές ομάδες με ποικίλα οικονομικά συμφέροντα, μεταξύ των οποίων και οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι˙ και ωφελήθηκε από τον πολιτικό ανταγωνισμό και τις σταθερές συμμαχίες. Και η ένταξη της Μποτσουάνα στην Τελωνειακή Ένωση Νότιας Αφρικής λειτούργησε ως ένα σημαντικό εξωτερικό κίνητρο για λογικές μακροοικονομικές μεταρρυθμίσεις, διότι απέτρεψε την Μποτσουάνα από το να επιδιώκει απερίσκεπτη νομισματική και εμπορική πολιτική. Μαζί, αυτά τα συστατικά ενθάρρυναν την ανάπτυξη νέων και ποικίλων τομέων της οικονομίας.



Ένα εργοστάσιο κοπής διαμαντιών στην Γκαμπορόνε, στην Μποτσουάνα, τον Νοέμβριο του 2006. JOHN SULLIVAN/REUTERS 

Η περίπτωση της Μαλαισίας προσφέρει παρόμοια μαθήματα. Κατά την στιγμή της ανεξαρτησίας το 1957, η εθνοτική κινεζική μειονότητα της χώρας ήλεγχε μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα της Μαλαισίας, χρησιμεύοντας ως ένα ισχυρό αντίβαρο προς τον τομέα των φυσικών πόρων, ο οποίος κυριαρχείτο από το καουτσούκ, το φοινικέλαιο και τα συμφέροντα του κασσίτερου. Η κατάσταση αυτή αντικατοπτριζόταν στην πολιτική της Μαλαισίας, όπου οι κινεζικής καταγωγής πολίτες κατάφεραν να προστατεύσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα παρά την δημογραφική μειοψηφία τους, με την βοήθεια μιας διακοινοτικής συμφωνίας καταμερισμού της εξουσίας με την εθνοτική μαλαισιανή κοινότητα. Η κακή μακροοικονομική πολιτική -ιδιαίτερα μια υπερτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία συνήθως προκύπτει από έναν ραγδαία αναπτυσσόμενο τομέα φυσικών πόρων και περιορίζει την ανταγωνιστικότητα του τομέα των ιδιωτικών κατασκευών- ήταν απαράδεκτη από τα κινεζικά συμφέροντα. Την ίδια στιγμή, η εγγύτητα της Μαλαισίας στις μείζονες παγκόσμιες εμπορικές οδούς [7] επέτρεψε στις μαλαισιανές επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν το περιφερειακό εμπόριο, τις επενδύσεις και τα δίκτυα των αλυσίδων εφοδιασμού, με ισχυρά οικονομικά οφέλη. Αυτοί οι παράγοντες συνδυάστηκαν για να ανοίξουν τον δρόμο για μια οικονομία που ανθεί [8] όχι μόνο λόγω των πρωτογενών προϊόντων της, αλλά και ως αποτέλεσμα της μεταποίησης με εξαγωγικό προσανατολισμό.

Πιο κοντά στην αραβική γειτονιά, η ιρανική εμπειρία παρέχει παρόμοια μαθήματα. Όπως η Μποτσουάνα και η Μαλαισία, το Ιράν έχει εδώ και καιρό υπάρξει ο τόπος ποικίλων οικονομικών συμφερόντων [9] που έχουν διαμορφώσει βαθιά την πολιτική οικονομία του, από την φημισμένη οικονομία του παζαριού που ήταν κατευθυνόμενη από τις αστικές εμπορικές τάξεις του Ιράν, μέχρι έναν ισχυρό τομέα αυτοκινητοβιομηχανίας και μια σταθερή μεταποιητική βάση καταναλωτικών αγαθών. Η γεωπολιτική κατάσταση του Ιράν ενθάρρυνε επίσης την διαφοροποίηση, δεδομένου ότι η απομόνωσή του μετά την επανάσταση του 1979 και τις μετέπειτα διεθνείς κυρώσεις, άφησε τις ελίτ του με λίγες επιλογές εκτός από το να δουν πέρα από το πετρέλαιο, σε τομείς όπως τα πετροχημικά και τα καταναλωτικά αγαθά. Το αποτέλεσμα είναι μια οικονομία που είναι πολύ πιο διαφοροποιημένη από όσο πολλοί από τους Άραβες γείτονές του.

Τα αραβικά κράτη δεν διαθέτουν κανένα από τα τρία συστατικά που διευκόλυναν την οικονομική διαφοροποίηση σε αυτές τις ιστορίες επιτυχίας: Ποικίλες οικονομικές πληθυσμιακές ομάδες, ισχυρές πολιτικές συμμαχίες και ευεργετικές επιδράσεις από την γειτονιά. Πράγματι, κατά την στιγμή της ανεξαρτησίας τους, πολλές αραβικές οικονομίες δεν κληρονόμησαν οικονομικές πληθυσμιακές ομάδες που θα μπορούσαν να έχουν αποκτήσει ισχυρούς πολιτικούς ρόλους˙ Αντ’ αυτού, η οικονομική δραστηριότητα παρέμεινε περιορισμένη στους βασιλικούς κύκλους. Η ανακάλυψη του πετρελαίου επιδείνωσε το πρόβλημα, δεδομένου ότι επέτρεψε στους κυβερνώντες να καθηλώσουν την τάξη των εμπόρων με κρατικές συμβάσεις και άλλες μορφές πατρωνίας. Οι διάχυτες συγκρούσεις στην περιοχή υπονόμευσαν περαιτέρω τις προοπτικές της ιδιωτικής παραγωγής με το να διαταράσσουν τους δεσμούς της αγοράς μεταξύ των κρατών.

ΕΝΑ ΚΟΥΤΑΛΑΚΙ ΖΑΧΑΡΗ

Για να ξεφύγουν από την εξάρτησή τους από το πετρέλαιο, λοιπόν, οι αραβικές κοινωνίες πρέπει να αναπτύξουν μια νέα πολιτική διευθέτηση που να αναγκάζει τις ελίτ να παραχωρήσουν έδαφος στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό, όμως, θέτει ένα δύσκολο ερώτημα: Αν μια κλειστή, εξαρτημένη από τους φυσικούς πόρους οικονομία ωφελεί τις ελίτ, τι θα μπορούσε ενδεχομένως να πείσει αυτές τις ελίτ να επιτρέψουν την διαφοροποίηση;

Η απάντηση βρίσκεται πιθανότατα στις πολιτικές που αποζημιώνουν τις ελίτ για τις απώλειες που υφίστανται από μια εξίσωση του οικονομικού πεδίου. Η Κίνα παρέχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας: Με το να ενσωματώσει τους ηγέτες των επιχειρήσεων [10] στην δομή του Κομμουνιστικού Κόμματος, το Πεκίνο κατάφερε να ευθυγραμμίσει την οικονομική μεταρρύθμιση με τα συμφέροντα των πολιτικών ελίτ. Ή δείτε την περίπτωση της Αιθιοπίας, τώρα μεταξύ των δέκα ταχύτερα αναπτυσσόμενων οικονομιών στον κόσμο, η οποία έχει ιδρύσει κομματικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις που υποστηρίζονται από εξειδικευμένα κληροδοτήματα για την προώθηση επενδύσεων σε υποανάπτυκτες περιοχές. Τέτοια μοντέλα κομματικού καπιταλισμού εγείρουν δύσκολα ερωτήματα σχετικά με τον ανταγωνισμό της αγοράς. Αλλά παρ’ όλα αυτά αποδεικνύουν ότι οι ελίτ έχουν την τάση να ευνοούν την επέκταση της οικονομικής πίτας, όταν μένουν ως κύριοι ωφελημένοι από αυτήν.

Οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου προσφέρουν στα κράτη του Κόλπου μια ευκαιρία για παρόμοια δημιουργική θεσμική μεταρρύθμιση. Πολλά κράτη της περιοχής έχουν ασχοληθεί με τον χρηματοπιστωτικό τομέα ως κύρια οδό για την διαφοροποίηση˙ μέχρι στιγμής, ωστόσο, έχουν διστάσει να εφαρμόσουν τις νομικές και ρυθμιστικές πολιτικές που θα θέσουν τον τομέα σε μια υγιή βάση, και οι περιφερειακές δευτερογενείς αγορές χρέους παραμένουν υπανάπτυκτες. Δεδομένου ότι ορισμένα κράτη του Κόλπου εξετάζουν το ενδεχόμενο έκδοσης ομολόγων για να αντισταθμιστούν οι δημοσιονομικές προκλήσεις που παρουσιάζονται από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, θα πρέπει επίσης να εξετάσουν την επιδίωξη αυτών των πολύ καθυστερημένων δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, μεταξύ των οποίων και την ανάπτυξη της μακρο-προληπτικής εποπτείας [11]. Οι πλούσιες σε πετρέλαιο αραβικές χώρες θα μπορούσαν επίσης να εξετάσουν το άνοιγμα των προστατευόμενων τομέων όπως τα καταναλωτικά αγαθά, η στέγαση και οι αγορές ακινήτων, στον εγχώριο και τον ξένο ανταγωνισμό. Ωστόσο, για να πετύχει οποιαδήποτε τέτοια διαφοροποίηση, οι υπάρχουσες ελίτ πρέπει να γίνουν μέτοχοι στην μεταρρύθμιση μέσω έξυπνου θεσμικού σχεδιασμού.

Ένας εργαζόμενος στην πετρελαιοπηγή Khurais, περίπου 100 μίλια από το Ριάντ, στην Σαουδική Αραβία, τον Ιούνιο του 2008. ALI JAREKJI / REUTERS 

Στην συνέχεια, η διαφοροποίηση είναι απίθανο να πετύχει χωρίς στενότερους δεσμούς μεταξύ των αραβικών οικονομιών. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ανθούν σε περιφερειακές συνδέσεις που υποστηρίζουν πυκνές εφοδιαστικές αλυσίδες, παρέχουν μεγαλύτερες αγορές για τους ιδιώτες παραγωγούς, και κινητροδοτούν κυβερνήσεις να επιδιώξουν εμπορικές μεταρρυθμίσεις. Στην Ασία και την Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, οι διασυνδεδεμένες περιφερειακές αγορές διευκολύνουν την εκβιομηχάνιση, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να συμμετέχουν στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Η συζήτηση για περιφερειακή συνεργασία μπορεί να ακούγεται ανέφικτη στο τρέχον κλίμα ασφάλειας στην Μέση Ανατολή [12], αλλά θα είναι δύσκολο να παρακαμφθεί το περιφερειακό ζήτημα στο μέλλον. Στην πραγματικότητα, η οικονομική ολοκλήρωση θα πρέπει να αποτελεί βασική συνιστώσα κάθε προσπάθειας να ξεφύγει από την περιφερειακή βία. Και παρ’ όλο που μια οικονομικά ανεξάρτητη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πρόκληση για τα συμφέροντα των Δυτικών δυνάμεων, θα έχει επίσης οφέλη: Όπως έδειξε η πρόσφατη κρίση των προσφύγων [13], οι δευτερογενείς επιπτώσεις της περιφερειακής σύγκρουσης είναι δύσκολο να περιοριστούν και μια ειρηνική και ευημερούσα κοινωνική τάξη θα ωφελήσει τις περιφερειακές όσο και τις ξένες δυνάμεις.

Η οικονομική διαφοροποίηση στην Μέση Ανατολή είναι μέχρι στιγμής μακράν του να αποτελεί μια τεχνοκρατική υπόθεση. Φέρνει βαθείς συσχετισμούς ισχύος για τις άρχουσες ελίτ και για την ευρύτερη περιφερειακή δυναμική. Εάν τα κράτη του Κόλπου ελπίζουν να αποκομίσουν τα οφέλη που υπόσχεται η διαφοροποίηση, θα πρέπει να βελτιώσουν το κόστος που ίσως επιβάλει στις άρχουσες ελίτ και να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα που προσφέρει στην περιοχή γενικότερα.

 Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved. 

ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ:

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
[1] http://www.foreignaffairs.gr/articles/70427/frederic-wehrey-kai-richard-...
[2] https://www.foreignaffairs.com/reviews/2015-02-16/can-economists-learn
[3] http://www.foreignaffairs.gr/articles/70055/robert-mcnally-kai-michael-l...
[4] http://www.foreignaffairs.gr/articles/70565/ricardo-soares-de-oliveira/i...
[5] http://www.migrationpolicy.org/article/labor-migration-united-arab-emira...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/africa/2014-04-16/avoiding-afric...
[7] http://www.foreignaffairs.gr/articles/70525/rani-d-mullen-kai-cody-popli...
[8] http://www.imf.org/external/pubs/ft/survey/so/2015/car030315c.htm
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2015-10-20/windfall-iran
[10] http://www.wsj.com/articles/SB10001424127887323723104578187360101389762
[11] http://www.economist.com/blogs/economist-explains/2014/08/economist-expl...
[12] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2014-10-20/unraveling
[13] https://www.foreignaffairs.com/articles/levant/2015-10-20/help-refugees-...

ΠΗΓΗ: