Σε εποχή μειωμένων προσδοκιών. Ελλάδα, Ευρώπη, πατριωτισμός
Λεπτομέρεια κρατήρα 4ος αι. π.Χ., Αστέας: Ευρώπη και ταύρος Μουσείο Paestum (Ποσειδωνία, Ν. Ιταλία)
(Eπικαιροποιημένο, Οκτώβριος 2015)
Το μόνιμο θέμα συζήτησης και πηγή διαρκούς διαφωνίας στη νεότερη Ελλάδα, η σχέση της χώρας με την λοιπή Ευρώπη, τίθεται πιο έντονα σε εποχές κρίσης. Στην πραγματικότητα αφορά την ιδεολογική και φαντασιακή σχέση με την Ευρώπη ως όλον. Συνακόλουθα είναι ερώτημα που αφορά την εθνική ταυτότητα. Ωστόσο η πραγματική σχέση είναι ζήτημα μάλλον λυμένο από το 1981, με την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση (για να μη πούμε από το 1827, δηλαδή από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου).
Στον τωρινό καιρό της κρίσης, στο βαθμό που η πολιτική, εγχώρια και Κοινοτική, αλλά και ο λαός δια της ψήφου επιβεβαιώνουν την παραμονή της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ, έστω και ως ταλαιπωρημένου, οικονομικά και πολιτικά αδύναμου «ασθενούς», φαίνεται ότι επιβεβαιώνουν για μια φορά ακόμη και τη λύση εκείνη, αλλά υπό συνθήκες δυσμενείς για τη χώρα μας, εξαιρετικά επίπονες για τους πολλούς απλούς πολίτες της, ιδίως για τους οικονομικά ασθενέστερους.
Αν και υπάρχουν ενδιάμεσες αποχρώσεις, στον ένα πόλο της διαφωνίας βρίσκονται όσοι ισχυρίζονται πως η χώρα αυτή είναι οργανικό μέρος της πολιτικής Ευρώπης – ενός εγχειρήματος σε εξέλιξη, ένας σταθερός συνοδοιπόρος της διαδρομής και της περιπέτειάς της, μιας διαδρομής που η κατάληξή της δεν είναι δεδομένη ούτε ασφαλής. Ανήκει σε μια συντροφιά χωρών και εθνών που μαζί πορεύονται. Αν και δεν λείπουν οι διαφορές στα συμφέροντα των συνοδοιπόρων, αν και οι συγκρούσεις μέσα στη συντροφιά είναι συχνές και έντονες, αν και το μέλλον είναι αόρατο, ωστόσο η ιστορία δημιούργησε μια κοινή μοίρα που δένει, άν και ταυτόχρονα διακυβεύεται.
Η Ελλάδα μέρος της «οριακής Ευρώπης», αναγκαίας συνθήκης για την Ευρώπη ως όλον |
Όμως, ας προστεθεί εδώ, ότι παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλο που «ανήκομεν εις την Δύσιν», είμαστε και «καθ’ ημάς Ανατολή», αφού είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα, χώρα κατεξοχήν βαλκανική και μεσογειακή, είναι «οριακή Ευρώπη» και βρίσκεται «στο όριο της Ευρώπης».
Δεν είναι μόνη της στο όριο. Ως παράδειγμα χώρας με πολύ διαφορετική ιστορική διαδρομή αλλά με ανάλογο ρόλο, δίνει ο συγγραφέας Μίροσλαβ Κρλέζα (Miroslav Krleža) τη δική του, Ρωμαιοκαθολική αλλά επίσης οριακή και βαλκανική Κροατία,*1 αντίπερα της γραμμής στον ποταμό Δρίνο που διαίρεσε άλλοτε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε Ανατολική και σε Δυτική. Είναι μια χώρα που βρέθηκε επί 400 χρόνια υπό ξένη κυριαρχία, όπως η Ελλάδα, όμως όχι υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά υπό την Αυστροουγγρική των Αψβούργων. Ο Κρλέζα αποκαλεί τα Βαλκάνια χώρες που βρέθηκαν έξω από τον κύριο πυρήνα της ηπείρου, χώρες τοποθετημένες «προ των τειχών» της ισχυρής «Χριστιανικής Ευρώπης» (Αntemurale Cristianitatis), δηλαδή χώρες που προστάτευσαν και προστατεύουν την Ευρώπη ως πρώτη γραμμή άμυνας. Υπογράμμισε μάλιστα, ότι τα πλούσια και μεγάλα έθνη του πυρήνα δεν θ' άντεχαν στην ιστορική τους διαδρομή, αν δεν υπήρχε η μικρή και φτωχή περιφερειακή ζώνη της Ευρώπης στη Βαλκανική και στη Μεσόγειο.
Κοπτικό - Αίγυπτος 8ος αι. μ.Χ., Brooklyn Museum
Το νεφελώδες «άλλο»: οι αγεωγράφητες γεωπολιτικές εμμονές των αποσχιστικών και η αντιβαλκανική υπεροψία των Ελλήνων ευρωπαϊστών
Τον άλλο πόλο της διαφωνίας αποτελούν όσοι επιμένουν πως η Ελλάδα είναι κάτι άλλο, διαφορετικό από την πολιτική Ευρώπη ή και σε αντιπαλότητα μαζί της. Ποτέ όμως δεν ορίζουν τι είναι, με θετικούς όρους. Συνήθως αποφεύγουν και τον τονισμό ότι η Ελλάδα είναι χώρα της Βαλκανικής, αφού η Βαλκανική Χερσόνησος είναι εξ ορισμού η Νοτιοανατολική Ευρώπη, πράγμα που επιβεβαιώνει τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη ως σχέση μέρους προς όλο.
Άλλο χαρακτηριστικό είναι, ότι οι υποστηρικτές της ριζικής πολιτικής διαφορετικότητας Ελλάδας και Ευρώπης βλέπουν συχνά τα μεσανατολικά δρώμενα με ματιά σχεδόν από μέσα, σαν να είναι και η χώρα μας μέρος του σημερινού μεσανατολικού χάους. Επίσης έχουν εμμονή με την γεωπολιτική, η οποία πράγματι είναι σημαντικό προσδιοριστικό στοιχείο εθνικής ταυτότητας για κάθε συγκεκριμένη εποχή, βλέπουν όμως τη γεωπολιτική μονόπλευρα και μόνον τη μισή: Γι αυτούς, η Ελλάδα δεν είναι μέρος του βαλκανικού γεωπολιτικού συνεχούς από το Αιγαίο μέχρι τον Δούναβη και τη Βόρεια Θάλασσα. Δεν βλέπουν αυτό το ολοφάνερο νήμα που τη συνδέει με την ηπειρωτική Ευρώπη. Δεν υπάρχουν γι' αυτούς ούτε τα «γεφύρια του Ιονίου», η σύνδεσή μας με τον δυτικό μεσογειακό κόσμο, μια βασική γεωπολιτική σχέση από την ελληνική αρχαιότητα. Υπάρχουν μόνον οι προς Ανατολάς και Νότον γραμμές φυγής (από την πραγματικότητα).
Η αλήθεια είναι πως κατά τις προηγούμενες «ευτυχείς δεκαετίες», ακόμη και πολλοί που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα είναι μέρος της πολιτικής Ευρώπης, παραγνώρισαν τη γεωπολιτική και ιστορική πραγματικότητα. Υπέθεταν ότι η ένταξη της χώρας μας στην πολιτική Ευρώπη είναι sui generis, με αποκλειστικό «εισιτήριο για την πρώτη θέση». Λησμονούν το εξής: εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα είναι χώρα βαλκανική, ακριβώς γι' αυτό είναι και αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης. Η ένταξη είναι γεωπολιτική: Αυτή είναι η Ευρώπη «από την Ισλανδία ως τη Θεσσαλονίκη», για την οποία μιλά ο Γάλλος ιστορικός Ζοζέφ Ροβάν (Joseph Rovan).*2 Η ένταξη έχει το ιστορικό της παρελθόν, στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Όμως μετά το 1989, με το τέλος της βραχύβιας πολιτικής διαίρεσης της ηπείρου μας σε Δυτική και Ανατολική, η ένταξη έγινε άμεσα πολιτική και οικονομική. Η διπολική αντίθεση του ΝΑΤΟ και του μέχρι τότε Συμφώνου της Βαρσοβίας κράτησε περίπου 4 δεκαετίες, ο Ψυχρός Πόλεμος κάτι λιγότερο. Από τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 μέχρι το 1989 είχαν περάσει μόνον 72 χρόνια, που είναι διάστημα πολύ σύντομο μέσα στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Άλλο χαρακτηριστικό είναι, ότι οι υποστηρικτές της ριζικής πολιτικής διαφορετικότητας Ελλάδας και Ευρώπης βλέπουν συχνά τα μεσανατολικά δρώμενα με ματιά σχεδόν από μέσα, σαν να είναι και η χώρα μας μέρος του σημερινού μεσανατολικού χάους. Επίσης έχουν εμμονή με την γεωπολιτική, η οποία πράγματι είναι σημαντικό προσδιοριστικό στοιχείο εθνικής ταυτότητας για κάθε συγκεκριμένη εποχή, βλέπουν όμως τη γεωπολιτική μονόπλευρα και μόνον τη μισή: Γι αυτούς, η Ελλάδα δεν είναι μέρος του βαλκανικού γεωπολιτικού συνεχούς από το Αιγαίο μέχρι τον Δούναβη και τη Βόρεια Θάλασσα. Δεν βλέπουν αυτό το ολοφάνερο νήμα που τη συνδέει με την ηπειρωτική Ευρώπη. Δεν υπάρχουν γι' αυτούς ούτε τα «γεφύρια του Ιονίου», η σύνδεσή μας με τον δυτικό μεσογειακό κόσμο, μια βασική γεωπολιτική σχέση από την ελληνική αρχαιότητα. Υπάρχουν μόνον οι προς Ανατολάς και Νότον γραμμές φυγής (από την πραγματικότητα).
Η αλήθεια είναι πως κατά τις προηγούμενες «ευτυχείς δεκαετίες», ακόμη και πολλοί που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα είναι μέρος της πολιτικής Ευρώπης, παραγνώρισαν τη γεωπολιτική και ιστορική πραγματικότητα. Υπέθεταν ότι η ένταξη της χώρας μας στην πολιτική Ευρώπη είναι sui generis, με αποκλειστικό «εισιτήριο για την πρώτη θέση». Λησμονούν το εξής: εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα είναι χώρα βαλκανική, ακριβώς γι' αυτό είναι και αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης. Η ένταξη είναι γεωπολιτική: Αυτή είναι η Ευρώπη «από την Ισλανδία ως τη Θεσσαλονίκη», για την οποία μιλά ο Γάλλος ιστορικός Ζοζέφ Ροβάν (Joseph Rovan).*2 Η ένταξη έχει το ιστορικό της παρελθόν, στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Όμως μετά το 1989, με το τέλος της βραχύβιας πολιτικής διαίρεσης της ηπείρου μας σε Δυτική και Ανατολική, η ένταξη έγινε άμεσα πολιτική και οικονομική. Η διπολική αντίθεση του ΝΑΤΟ και του μέχρι τότε Συμφώνου της Βαρσοβίας κράτησε περίπου 4 δεκαετίες, ο Ψυχρός Πόλεμος κάτι λιγότερο. Από τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 μέχρι το 1989 είχαν περάσει μόνον 72 χρόνια, που είναι διάστημα πολύ σύντομο μέσα στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Ελληνικές παρανοήσεις της «εποχής των επαναστάσεων» και της αποικιοκρατίας: Κοινές και χωριστές ιστορικές κληρονομιές, κοινά και συγκρουόμενα συμφέροντα, κοινή μοίρα
Η μεγαλύτερη αδυναμία της άποψης πως η Ελλάδα είναι κάτι «εντελώς άλλο», δεν είναι η απροσδιοριστία και η «αρνητική διαλεκτική» της (δηλαδή το να προσπαθούμε να ορίσουμε τι είναι, λέγοντας απλώς τι δεν είναι). Ούτε η ψευδής εξω-ευρωπαϊκή συνείδηση, που θυμίζει νησιώτη σ' ένα μοναχικό νησί στον ωκεανό (η αντίστοιχη απάρνηση της ευρωπαϊκής πολιτικής ταυτότητας εκ μέρους των ευρωσκεπτικιστών Βρετανών δεν είναι εντελώς ψευδής συνείδηση, αφού η Βρετανία είναι όντως νησί στην αρχή του ωκεανού). Μεγαλύτερη αδυναμία είναι η έλλειψη ιστορικής αυτογνωσίας, η ελλιπής επίγνωση του ιστορικού βάθους, που είναι ταυτόχρονα και άρνηση να δουν την ιστορία με επίκαιρο βλέμμα. Στους κύκλους αυτών των ανθρώπων είναι διαδεδομένη η προσκόλληση στα τετελεσμένα της Οθωμανοκρατίας και του όψιμου Βυζάντιου, όταν αυτό ξόδευε τα τελευταία αποθέματα της αντοχής του σε εσωτερικές διαμάχες και στο Σχίσμα των εκκλησιών.
Για να μη μακρηγορούμε: Στη νεότερη εποχή, ακόμη και πριν υπάρξει το νέο ελληνικό κράτος, οι τότε κάτοικοι της Ελλάδας έβλεπαν την Ελλάδα ως μέρος της πολιτικής Ευρώπης. Μόνο έτσι εξηγείται η διαδικασία στην κοινωνία και στις νοοτροπίες των ανθρώπων που κατέληξε στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση των αρχών του 19ου αιώνα: η εξέγερση του 1821 ήταν μέρος των ευρωπαϊκών κινημάτων που σάρωσαν την ήπειρο μετά τη Γαλλική Επανάσταση.
Από την πλευρά τους, οι λοιποί Ευρωπαίοι έβλεπαν τους Έλληνες και τους λοιπούς βαλκανικούς λαούς ως υπόδουλους και φτωχούς συγγενείς μεν, μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας δε. Κατά τον 19ο αιώνα, οι τότε ισχυρές χώρες της Ευρώπης, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία, οι ίδιες χώρες που έβλεπαν τη Μέση Ανατολή και την Αφρική - ή την Κεντρική Ασία η Ρωσία - ως τόπους προς αποικισμό, αντιμετώπισαν τη Βαλκανική Χερσόνησο εντελώς διαφορετικά, ακριβώς τη στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισερχόταν στη φάση της αποσύνθεσης (το Ανατολικό ζήτημα). Την αντιμετώπισαν ως ικανή να γίνει μέρος της πολιτικής Ευρώπης: ως φτωχή και καθυστερημένη μεν, Ευρώπη δε. Η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία, η Ρουμανία, ακόμη και η μικρή Αλβανία, έγιναν και πάλι ανεξάρτητες κατά τον 19ο αιώνα ή στις αρχές του 20ού, ακολουθώντας με τη θέλησή τους το διαρκές ευρωπαϊκό ρεύμα των αντιαπολυταρχικών και εθνικών επαναστάσεων. Έλαβαν όμως βοήθεια στο δρόμο τους προς την ανεξαρτησία, εκτός των άλλων και επειδή οι ισχυρές χώρες της Ευρώπης, ακόμη και οι μοναρχίες, έβλεπαν τις βαλκανικές χώρες, όπως επίσης ολόκληρη την Ιταλία που τότε ενοποιήθηκε εθνικά, ως συστατικό μέρος της ηπείρου. Αντίθετα, η Βρετανία και η Γαλλία είδαν ως «κάτι άλλο» τη Μέση Ανατολή του Λώρενς της Αραβίας, τη διαμέλισαν και τη μοίρασαν μεταξύ τους ως αποικίες, αντικαθιστώντας αυτές τον Οθωμανό σουλτάνο.
Αναπτύχθηκαν βέβαια αμέσως ενδοευρωπαϊκοί δεσμοί πολιτικής εξάρτησης και οικονομικής ανισότητας μεταξύ πλούσιων Βόρειων και φτωχών συγγενών του Νότου, ενώ οι παλιοί και πλούσιοι ειρωνευόταν πάντα τους νέους φτωχούς Ευρωπαίους για τη «βαλκανοποίηση» τους, δηλαδή για τον κατακερματισμό σε μικρά κράτη που αλληλοϋποβλέπονται, για «salade Macédoine» κτλ. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία, μια ενδοευρωπαϊκή διαφορά.
Ούτε η πλειοψηφία των Ελλήνων (όπως επίσης των Σέρβων, Βουλγάρων κτλ), ούτε και τα λοιπά ευρωπαϊκά έθνη θα δεχθούν εύκολα να είναι η Ελλάδα (ή η Σερβία κτλ) «κάτι άλλο», έξω από αυτό που κατανοούν ιστορικά ως κοινή ευρωπαϊκή μοίρα. Είναι το ένστικτο αυτοσυντήρησης: Εμείς της περιφέρειας δεν θέλουμε την (αυτο)εξορία από τον ευρύτερο τόπο μας, οι Ευρωπαίοι του κέντρου, ακόμη και όταν μιλούν για «τεμπέληδες» νότιους ή για παρορμητικούς και συγκρουσιακούς βαλκάνιους, δεν θέλουν τον ακρωτηριασμό της ηπείρου. Όμως, για να είμαστε ρεαλιστές, πρέπει να σκεφτόμαστε πως αυτό που ενώνει τώρα τα πολύ διαφορετικά ευρωπαϊκά έθνη σε κοινή πολιτική μοίρα, δεν είναι τόσο μια συνείδηση πολιτισμικής και ιστορικής συγγένειας, αλλά κυρίως κοινά συμφέροντα· να διακρίνουμε επίσης, ότι τα κοινά είναι πιο πολλά και πιο κρίσιμα από τα αντιμαχόμενα συμφέροντα, που επίσης υπάρχουν και τα βλέπουμε μπροστά μας, ιδίως τώρα.
Σε εποχή μειωμένων προσδοκιών: Προς έναν «σύνθετο πατριωτισμό» σε μια ομοσπονδιακή ένωση κρατών (που είναι κάτι διαφορετικό από ομοσπονδιακό εθνικό κράτος)
Διαφαίνεται εν μέσω της κρίσης, πώς το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα φέρει υβριδικές μορφές κυριαρχίας: Θα μοιάζει πιο πολύ με Ένωση ανεξάρτητων εθνικών κρατών, θα περιέχει όμως στοιχεία φεντεραλισμού, που θα συνδέουν τα επιμέρους κράτη με δίκτυα ομοσπονδίας.*3 Θα προστίθενται διαρκώς νέα χαρακτηριστικά κοινού πολυεθνικού κράτους, χωρίς ποτέ να γίνει η Ένωση ένα «κανονικό κράτος», όπως π.χ. έγιναν οι ΗΠΑ μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο.
Υπ' αυτό το πρίσμα, της «όλο και στενότερης Ένωσης»,*4 τίθενται με νέο τρόπο παλιά ζητήματα: τι σημαίνει να μιλά κανείς για πατριωτικό ευρωπαϊσμό, για την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως στήριγμα της εθνικής συνέχειας και της μακροπρόθεσμης διατήρησης της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Δηλαδή για μια ευρωπαϊκή ενότητα μέσω της πολυμορφίας, εθνικής και γεωγραφικής.
Από μιαν ευρύτερη σκοπιά, το ερώτημα τι μπορεί να είναι σήμερα ένας πραγματικός (και όχι προσχηματικός) πατριωτισμός, αφορά όλους τους πολιτικούς χώρους. Και μάλιστα τίθεται για τη χώρα μας υπό έκτακτες συνθήκες που αποκάλυψαν μια δυσαρμονική κοινωνία με αποτυχημένο κράτος, ενώ το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε έντονο αναβρασμό και αναδιατάσσεται.
Το ερώτημα απευθύνεται τώρα επιτακτικά και σε πολιτικές δυνάμεις αριστερές, οι οποίες δεν είχαν μέχρι τώρα σημαίνουσα κυβερνητική ευθύνη για όσα οδήγησαν τη χώρα στο σημείο που βρίσκεται. Όμως τώρα καλούνται να δώσουν κι αυτές το δείγμα γραφής τους: να επανορθώσουν λάθη εκεί που δεν μπόρεσαν οι άλλες, εκείνες που έριξαν το κάρο στη χαράδρα. Το μέλλον θα δείξει αν και πώς θα ανταποκριθούν στην πρόκληση. Προς το παρόν και με το δεδομένο φτωχό απόθεμα της εγχώριας Αριστεράς (τόσο το προγραμματικό, όσο και της επάρκειας του πολιτικού προσωπικού της), οι οιωνοί δεν είναι αισιόδοξοι. Όμως ούτως ή άλλως, όσοι μπορούν να διακρίνουν την πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα, γνώριζαν ό,τι εδώ και καιρό βαδίζουμε σε εποχή μειωμένων προσδοκιών. Αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει για το ορατό μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση πλανάται στον αέρα και φαίνεται μονοσήμαντη: Ιδιαίτερα στις συνθήκες αυτές, είναι αδύνατο να ανακτηθεί ένας πατριωτισμός, αν δεν υπάρχει και αυτοδέσμευση στην ευρωπαϊκή κοινή μοίρα και αν δεν αισθανόμαστε συνυπεύθυνοι γι' αυτήν ως χώρα, στο μέτρο που μας αναλογεί.
Με άλλα λόγια, η ετερογενής συντροφιά της όλης πολιτικής Ευρώπης, Βόρειας, Νότιας, Ανατολικής και Δυτικής, εκτός από ιστορικό πεπρωμένο υπό διακύβευση και ιστορικό στοίχημα για τον 21ο αιώνα, στη συγκυρία αυτή γίνεται και δίχτυ ασφαλείας που προστατεύει από την πτώση τους απρόσεχτους ακροβάτες. Σκληρό δίχτυ, ωστόσο το καλύτερο που υπάρχει σ' αυτόν τον σκληρό, διαρκώς ταραγμένο πλανήτη. Και ασφαλώς λιγότερο σκληρό από μια πτώση στο πολιτικό, οικονομικό και γεωπολιτικό κενό.
Μόνιμη επωδός η διακινδύνευση: δεν πρέπει να ξεχνιέται πως η κοινή μοίρα δεν είναι προαποφασισμένη. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα, που είναι κάτι διαφορετικό από το κοινό νόμισμα, ωστόσο συνδέεται πια πολιτικά μ' αυτό το νόμισμα, μπορεί να πετύχει, μπορεί όχι. Εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες, αλλά κατά πολύ από τους συμμετέχοντες στην κοινή πορεία.
Υπ' αυτό το πρίσμα, της «όλο και στενότερης Ένωσης»,*4 τίθενται με νέο τρόπο παλιά ζητήματα: τι σημαίνει να μιλά κανείς για πατριωτικό ευρωπαϊσμό, για την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως στήριγμα της εθνικής συνέχειας και της μακροπρόθεσμης διατήρησης της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Δηλαδή για μια ευρωπαϊκή ενότητα μέσω της πολυμορφίας, εθνικής και γεωγραφικής.
Από μιαν ευρύτερη σκοπιά, το ερώτημα τι μπορεί να είναι σήμερα ένας πραγματικός (και όχι προσχηματικός) πατριωτισμός, αφορά όλους τους πολιτικούς χώρους. Και μάλιστα τίθεται για τη χώρα μας υπό έκτακτες συνθήκες που αποκάλυψαν μια δυσαρμονική κοινωνία με αποτυχημένο κράτος, ενώ το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε έντονο αναβρασμό και αναδιατάσσεται.
Το ερώτημα απευθύνεται τώρα επιτακτικά και σε πολιτικές δυνάμεις αριστερές, οι οποίες δεν είχαν μέχρι τώρα σημαίνουσα κυβερνητική ευθύνη για όσα οδήγησαν τη χώρα στο σημείο που βρίσκεται. Όμως τώρα καλούνται να δώσουν κι αυτές το δείγμα γραφής τους: να επανορθώσουν λάθη εκεί που δεν μπόρεσαν οι άλλες, εκείνες που έριξαν το κάρο στη χαράδρα. Το μέλλον θα δείξει αν και πώς θα ανταποκριθούν στην πρόκληση. Προς το παρόν και με το δεδομένο φτωχό απόθεμα της εγχώριας Αριστεράς (τόσο το προγραμματικό, όσο και της επάρκειας του πολιτικού προσωπικού της), οι οιωνοί δεν είναι αισιόδοξοι. Όμως ούτως ή άλλως, όσοι μπορούν να διακρίνουν την πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα, γνώριζαν ό,τι εδώ και καιρό βαδίζουμε σε εποχή μειωμένων προσδοκιών. Αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει για το ορατό μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση πλανάται στον αέρα και φαίνεται μονοσήμαντη: Ιδιαίτερα στις συνθήκες αυτές, είναι αδύνατο να ανακτηθεί ένας πατριωτισμός, αν δεν υπάρχει και αυτοδέσμευση στην ευρωπαϊκή κοινή μοίρα και αν δεν αισθανόμαστε συνυπεύθυνοι γι' αυτήν ως χώρα, στο μέτρο που μας αναλογεί.
Με άλλα λόγια, η ετερογενής συντροφιά της όλης πολιτικής Ευρώπης, Βόρειας, Νότιας, Ανατολικής και Δυτικής, εκτός από ιστορικό πεπρωμένο υπό διακύβευση και ιστορικό στοίχημα για τον 21ο αιώνα, στη συγκυρία αυτή γίνεται και δίχτυ ασφαλείας που προστατεύει από την πτώση τους απρόσεχτους ακροβάτες. Σκληρό δίχτυ, ωστόσο το καλύτερο που υπάρχει σ' αυτόν τον σκληρό, διαρκώς ταραγμένο πλανήτη. Και ασφαλώς λιγότερο σκληρό από μια πτώση στο πολιτικό, οικονομικό και γεωπολιτικό κενό.
Μόνιμη επωδός η διακινδύνευση: δεν πρέπει να ξεχνιέται πως η κοινή μοίρα δεν είναι προαποφασισμένη. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα, που είναι κάτι διαφορετικό από το κοινό νόμισμα, ωστόσο συνδέεται πια πολιτικά μ' αυτό το νόμισμα, μπορεί να πετύχει, μπορεί όχι. Εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες, αλλά κατά πολύ από τους συμμετέχοντες στην κοινή πορεία.
περ. 470-450 π.Χ., Μουσείο Λούβρου
Εθνικό κράτος και πολυεθνικός φεντεραλισμός. Υποσημειώσεις σε μια παλιά μεγάλη συζήτηση
Με την επισήμανση αυτή, για το πόσο πιεστικά τίθεται σήμερα το ερώτημα περί πατριωτισμού εντός της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έρχεται στη μνήμη και το εξής: Ένα σημαντικό υπο-ερώτημα, αυτό που αφορά τη σχέση μεταξύ έθνους και πολυεθνικού κράτους ομοσπονδιακής μορφής (ή, μιας και μιλάμε για το συγκεκριμένο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τη σχέση μεταξύ έθνους και ομοσπονδιακής ένωσης εθνικών κρατών), συζητήθηκε για πρώτη φορά ήδη στην περίοδο 1905 - 1914 και πήρε τη μορφή έντονης διαμάχης εντός της σοσιαλιστικής Αριστεράς, λόγου χάρη με την διαφωνία μεταξύ του Καρλ Κάουτσκυ (Karl Kautsky) και του αυστρομαρξιστή 'Όττο Μπάουερ (Otto Bauer) και στη συνέχεια μεταξύ του Βλαδίμηρου Ι. Λένιν και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η συζήτηση έμεινε ημιτελής, με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου εκατό χρόνια πριν, που κατέληξε στην επαναχάραξη των συνόρων στην Ευρώπη με βάση ομοιογενή έθνη-κράτη. Η λύση εκείνη αποδείχτηκε καταστροφική.
Μετά το 1950, αφού μεσολάβησε μια πιο μεγάλη καταστροφή της Ευρώπης με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το άλυτο ζήτημα επανήλθε και συνοδεύει την Ευρωπαϊκή Ένωση από τα πρώτα της νηπιακά βήματα. Η αναζωπυρωμένη συζήτηση περί της σχέσης έθνους και πολυεθνικής ομοσπονδίας, αν και ανανεώνεται διαρκώς, παγιδεύεται συχνά στα εφήμερα, παραβλέπει την ιστορική προοπτική και γίνεται περιπτωσιολογική, σαν να προσθέτει μόνον υποσημειώσεις σ' εκείνη την παλιά ενδο-αριστερή διαμάχη Κάουτσκυ και Μπάουερ των αρχών του 20ού αιώνα. Όμως τώρα, όποιος παρατηρεί υπό ευρύτερο πρίσμα, μπορεί να ανατρέξει σε ποικίλους πολιτικούς χώρους και σε πολλές προσωπικότητες, αρχίζοντας από τους θεμελιωτές της Ένωσης Ζαν Μονέ (Jean Monnet), Ρομπέρ Σουμάν (Robert Schuman), Αλτιέρο Σπινέλλι (Altiero Spinelli) και φθάνοντας μέχρι τους σύγχρονους προβληματισμούς που εμπλουτίζονται υπό την πίεση της κρίσης.*5
Ρέμπραντ: Η απαγωγή της Ευρώπης (1632), Μουσείο Getty
Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με δημοκρατία και ταξικοί αγώνες εν μέσω κρίσης, με ανακατανομή ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο
Ύστερα από αυτά τα προαπαιτούμενα, εκκρεμούν τα μεγάλα ζητήματα για τις αντιμαχόμενες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη-μέλη της, αλλά και στον κόσμο: Για τους αγώνες των κοινωνικών τάξεων μέσα στο διαρκώς μεταμορφούμενο «ατσάλινο κλουβί»*6 του όψιμου καπιταλισμού - όμως ακόμη και αυτός, όπως κάθε τρόπος παραγωγής, δεν θα κρατήσει για μια αιωνιότητα - και για τη διεκδίκηση της πολιτικής ηγεμονίας μέσα στη δημοκρατία. Για τον δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο από κοινού (επειδή σε μια κοινή νομισματική ζώνη, το να μην είναι κοινός ο έλεγχος δεν είναι βιώσιμο καθεστώς μεσομακροπρόθεσμα) των ακυβέρνητων σήμερα δυνάμεων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, οι οποίες οδηγούν τώρα σε ανεξέλεγκτες κρίσεις, θυμίζοντας τις πέραν του ανθρώπινου ελέγχου φυσικές δυνάμεις που προκαλούν φυσικές καταστροφές. Για τον ρόλο των εργαζομένων και πώς αυτοί, μετά από υποχώρηση δεκαετιών (και υπό τις όλο και πιο επιφαλείς σχέσεις εργασίας), θα μπορέσουν να αναβαθμιστούν σε αποφασιστικό παράγοντα για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Για την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και για τη βιωσιμότητά του στις νέες συνθήκες. Για το επείγον και την προτεραιότητα της οικολογικής πολιτικής στην εποχή της περιβαλλοντικής κρίσης και των κινδύνων μιας ανθρωπογενούς αποσταθεροποίησης της οικολογικής σταθερότητας σε πλανητικό επίπεδο (κλιματική αλλαγή).
Ίσως από τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης θα κριθεί και το μέλλον της πολιτικής συντροφιάς, η μοίρα της ευρωπαϊκής συμπόρευσης. Αργά και βασανιστικά, οι συστημικές πιέσεις εξαναγκάζουν όργανα της ζώνης του ευρώ να υιοθετούν λογικές αμοιβαίας ευθύνης, οι οποίες δεν καλύπτονται τυπικά από τις Συνθήκες. Αυτό που η ανολοκλήρωτη ακόμη δημοκρατική διάρθρωση της ΕΕ δεν επιτρέπει να αποφασισθεί με τυπικές δημοκρατικές διαδικασίες, συμβαίνει από τον άτυπο δρόμο της νομιμοποίησης εκ του αποτελέσματος, μέσω οργάνων που δεν υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η νέα πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης» που εφαρμόζει η ΕΚΤ για καταπολέμηση των αποπληθωριστικών τάσεων μέσω αγοράς κρατικών ομολόγων. Το χρέος των χωρών-μελών αρχίζει να κοινοτικοποιείται, να μετατρέπεται σε αλληλέγγυο, έστω και χωρίς ευρωομόλογο. Εμφανίζονται στην πράξη οι στοιχειώδεις βάσεις μιας δυνάμει αναδιανεμητικής ένωσης. Έτσι πάντως αρχίζουν να βλέπουν τα πράγματα οι «αγορές»· για το λόγο αυτό, δανείζουν τώρα με χαμηλά επιτόκια και «προβληματικές» χώρες του Νότου. Πρόκειται για αμοιβαιοποίηση μεταξύ χωρών και για την επώδυνη γέννα μιας Ένωσης αναδιανεμητικών μεταβιβάσεων (Transfer Union) σε σχέση με τα εθνικά σύνορα.
Όμως, υπό το πρίσμα όσων αναφέρθηκαν ήδη, για μια πραγματική ένωση αλληλεγγύης, πολιτικά και οικονομικά βιώσιμη, για Ευρώπη κοινωνικά δικαιότερη αλλά και ανταγωνιστική, θα απαιτηθούν κυρίως αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις όχι τόσο μεταξύ κρατών-μελών αλλά κυρίως μεταξύ ευνοημένων και μη κοινωνικών ομάδων, ανεξάρτητα από τις χώρες στις οποίες ζουν. Αυτό μπορεί να γίνει μόνον με δημοκρατικές αποφάσεις για πολιτικές κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης· πράγμα που σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι ο πολιτικός αναπροσανατολισμός όσων ευρωπαϊκών κομμάτων ενδιαφέρονται για τέτοιες πολιτικές, αλλά και ο θεσμικός εκδημοκρατισμός της ΕΕ, επείγουν. Ή, όπως το διατυπώνει ο Γιούργκεν Χάμπερμας,
«η καθήλωση μπορεί να ξεπεραστεί μόνον αν τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα συνεργαστούν, παραμερίζοντας τα σύνορα των χωρών τους, με καμπάνιες εναντίον αυτής της παραποίησης, που μετατρέπει τα κοινωνικά ζητήματα σε εθνικά [...] Αντί να στήνουν λάθος μέτωπα κατά μήκος των εθνικών συνόρων, καθήκον των κομμάτων είναι να διακρίνουν τις κοινωνικές ομάδες που βγήκαν χαμένες ή κερδισμένες, άλλες λίγο, άλλες πολύ περισσότερο από τη διαχείριση της κρίσης, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους».*7
Ίσως η μακροχρόνια κρίση δεν θα τελειώσει αν δεν επιβαρυνθούν με αυτά που τους αναλογούν οι «εύπορες» τάξεις: αυτές που βγήκαν κερδισμένες από την προηγούμενη «ανάπτυξη» και η κρίση τις έθιξε λιγότερο ή και επωφελήθηκαν από αυτήν – ανεξάρτητα αν ζουν στην Ελλάδα, στη Γερμανία, στην Ιταλία ή αλλού.
Ωστόσο, το πιο κρίσιμο και ακανθώδες ζήτημα, αλληλένδετο με τα παραπάνω, καθώς και με την πλανητική οικολογική βιωσιμότητα, αφορά τη μοίρα και τη μελλοντική θέση της ηπείρου μας, των εθνών της και των ανταγωνιζόμενων κοινωνικών δυνάμεων, σ' έναν κόσμο πολυ-πολικό που αλλάζει: πως θα πορευτούν σ' έναν πλανήτη στον οποίο συμβαίνουν ραγδαίες μεταβολές στην κατανομή οικονομικής και πολιτικής ισχύος; Η παλαιά ανεπτυγμένη Δύση, ευρωπαϊκή και αμερικανική, εξασθενεί, οι αναδυόμενες δυνάμεις της Ανατολής και του Νότου θα αποκτούν όλο και πιο πρωταγωνιστικό παγκόσμιο ρόλο.
Claude Lorrain: Ακτή, Ευρώπη και ταύρος,
λεπτομέρεια (1634), Kimbell Art Museum
Ευρώπη και ο ταύρος, τοιχογραφία
σε σπίτι της Πομπηίας, 1ος αι. μ. Χ.
Claude Lorrain: Ακτή, Ευρώπη και ταύρος,
λεπτομέρεια (1634), Kimbell Art Museum
Ευρώπη και ο ταύρος, τοιχογραφία
σε σπίτι της Πομπηίας, 1ος αι. μ. Χ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*1
Miroslav Krleža (1944), Illyricum Sacrum, WieserVerlag, 1996
*2
Zwei Großmächte («Δύο Υπερδυνάμεις»), στο Das alte Europa antwortet Herrn Rumsfeld («Η παλιά Ευρώπη απαντά στον υπουργό άμυνας των ΗΠΑ Ντόναλντ Ράμσφελντ»), αφιέρωμα της Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), 24.01.2003
*3
Βλ. επίσης:
Παναγιώτης Κονδύλης: Το έθνος στην πλανητική εποχή - Tο μέλλον του έθνους στην Eυρώπη του αύριο - από άρθρα του Π. Κονδύλη στην εφημερίδα Καθημερινή - 13/14.4.1996
*4
Στις Συνθήκες της Ρώμης (1957), με βάση τις οποίες ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) που μετεξελίχτηκε αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ηγέτες των 6 ιδρυτικών χωρών (Βέλγιο, η τότε Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία) συμφώνησαν να συνεργαστούν για «μια όλο και στενότερη Ένωση» («an ever closer union»). Η ίδια διατύπωση επαναλαμβάνεται στην αρχή του κειμένου της Συνθήκης του Μάαστριχτ: «Η παρούσα συνθήκη ανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στους πολίτες».(«This Treaty marks a new stage in the process of creating an ever closer union among the peoples of Europe, in which decisions are taken as closely as possible to the citizen»)
*5
Βλ. το δίτομο συλλογικό έργο Δημοκρατία ή καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση
(2014 - 2015)
*6
Βλ. Μαξ Βέμπερ,
*7
Βλ. Γιούργκεν Χάμπερμας:
Δημοκρατία ή καπιταλισμός; Από την δυστυχία του κατακερματισμού σε εθνικά κράτη, σε μια καπιταλιστική ενοποιημένη παγκόσμια κοινωνία, στο ως άνω συλλογικό έργο Δημοκρατία ή καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, τόμος Β' (2015)
Οι πραγματικές ιστορικές ρίζες και οι πολιτικές-συνταγματικές βάσεις ενός ελληνικού πατριωτισμού για τη νεωτερική εποχή, ανοιχτού στον πολυεθνικό ευρωπαικό-βαλκανικό μας περίγυρο και στον μεταβαλλόμενο κόσμο.
Στον ιστότοπο ''Μετά την Κρίση'':
Αριστόβουλος Μάνεσης:Η Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα: πολυεθνική, δημοκρατική, φιλελεύθερη. Ο δημοκρατικός πατριωτισμός του Ρήγα Βελεστινλή και τα οικουμενικά δίκαια του ανθρώπου: «Υπέρ των νόμων και της πατρίδος, Ελευθερία, ισοτιμία, αδελφότης»
Γιώργος Β. Ριτζούλης
26-11-2015
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: