Από τον Κάλβιν στο χαλιφάτο. Τι μας λένε οι θρησκευτικοί πόλεμοι της Ευρώπης για την σύγχρονη Μέση Ανατολή.


Η σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου στην Γαλλία, το 1572.
 (Πίνακας του François Dubois)



 Σχεδόν έναν αιώνα αφότου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, το πολιτικό Ισλάμ επαναπροσδιορίζει τον μουσουλμανικό κόσμο. Επίσης αποκαλούμενη ως Ισλαμισμός, αυτή η ισχυρή ιδεολογία υποστηρίζει ότι η παγκόσμια μουσουλμανική κοινότητα που μετρά δισεκατομμύρια ανθρώπων θα είναι ελεύθερη και μεγάλη μόνο αν είναι ευσεβής -δηλαδή, αν οι Μουσουλμάνοι ζουν κάτω από κρατικά επιβαλλόμενο ισλαμικό νόμο, ή αλλιώς της σαρία, όπως έχουν κάνει στο μεγαλύτερο μέρος της ισλαμικής ιστορίας. Οι Ισλαμιστές εδώ και καιρό ήρθαν αντιμέτωποι με τους Μουσουλμάνους που απορρίπτουν την σαρία, όπως και με μη-Μουσουλμάνους, οι οποίοι προσπαθούν να τους κάνουν να την απορρίψουν. Κατά καιρούς καλόπιστες και μερικές φορές βίαιες, οι συγκρούσεις αυτές έχουν πυροδοτήσει τις επαναστάσεις στην Αίγυπτο το 1952 και το Ιράν το 1979, τις επιθέσεις της αλ Κάιντα το 2001, την Αραβική Άνοιξη το 2011, και την άνοδο ριζοσπαστικών ισλαμιστικών ομάδων, όπως το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος (επίσης γνωστό ως ISIS).

Δεν είναι το Ισλάμ η θρησκεία που δημιουργεί διχόνοια. Αντίθετα, το πρόβλημα είναι μια βαθιά διαφωνία μεταξύ των Μουσουλμάνων για τον βαθμό με τον οποίο το Ισλάμ θα πρέπει να διαμορφώνει τους νόμους και τους θεσμούς της κοινωνίας. Οι περισσότεροι Μουσουλμάνοι, Ισλαμιστές ή άλλως, δεν είναι, φυσικά, τζιχαντιστές ή επαναστάτες. Αλλά ο συνεχής ανταγωνισμός για το τι αποτελεί καλή δημόσια τάξη, τους έχει πολώσει, δημιουργώντας φαύλες έχθρες που αντιστέκονται στον συμβιβασμό. Το αποτέλεσμα είναι ένας αυτο-σφιγγόμενος κόμπος προβλημάτων στον οποίο κάθε πρόβλημα επιδεινώνει τα άλλα.

Δυτικοί μελετητές και πολιτικοί έχουν επί μακρόν αγωνιστεί να κατανοήσουν την φύση αυτής της σύγκρουσης, αλλά μέχρι στιγμής, οι προσπάθειές τους δεν έχουν καρποφορήσει. Αν και οι ειδικοί στην ισλαμική νομολογία, θεολογία, και ιστορία έχουν παράξει πλούσιες μελέτες για τον ισλαμισμό, έχουν την τάση να τον αντιμετωπίζουν σαν να ήταν ενιαίος. Αυτό που ξεχνούν είναι ότι ο Ισλαμισμός είναι όχι μόνο ισλαμικός αλλά και ένας «ισμός» -μια ιδεολογία και ένα σχέδιο για την τάξη της κοινής ζωής που πρέπει να αναλυθεί παράλληλα με άλλες ιδεολογίες. Κανένα μέρος του κόσμου δεν έχει δημιουργήσει τόσους «ισμούς» από την ίδια την Δύση, και έτσι για να βοηθηθεί η καθαρή σκέψη για την σύγχρονη Μέση Ανατολή, είναι χρήσιμο να κοιτάξουμε πίσω στην ιστορία της ιδεολογικής διαμάχης της ίδιας της Δύσης.

Στην πραγματικότητα, τμήματα του μουσουλμανικού κόσμου σήμερα έχουν μια παράξενη ομοιότητα με την βορειοδυτική Ευρώπη 450 χρόνια πριν, κατά την διάρκεια των λεγόμενων θρησκευτικών πολέμων. Τότε, όπως και τώρα, ένα κύμα θρησκευτικής εξέγερσης εξαπλώθηκε σε μια τεράστια περιοχή, καταπίνοντας πολλές χώρες και απειλώντας να διαλύσει περισσότερες. Μόνο την δεκαετία του 1560, η Γαλλία, η Ολλανδία και η Σκωτία αντιμετώπισαν εξεγέρσεις υπό την καθοδήγηση των υποστηρικτών του νέου κλάδου του Προτεσταντισμού που ονομάστηκε Καλβινισμός (Calvinism). Ο δικός τους δεν ήταν ο Καλβινισμός των Πρεσβυτεριανών του 21ου αιώνα ή ακόμα και του 19ου. Ο πρώιμος σύγχρονος Καλβινισμός -όπως ο Καθολικισμός, ο Λουθηρανισμός και άλλοι χριστιανικοί «ισμοί» της εποχής- ήταν μια πολιτική ιδεολογία όσο και ένα σύνολο θρησκευτικών δογμάτων. Προέκυψε σε μια εποχή όταν η κοινωνικοοικονομική τάξη στην Ευρώπη χτιζόταν γύρω, και εν μέρει από, την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και αυτοκαθορίστηκε σε αντίθεση με αυτή την τάξη. Η επιλογή μιας ιδεολογίας ήταν τόσο μια πολιτική δέσμευση όσο και μια θρησκευτική˙ οι θρησκευτικοί πόλεμοι ήταν, επίσης, και πολιτικοί πόλεμοι. 

Οι εξεγέρσεις ήρθαν στη μέση ενός 150ετούς ανταγωνισμού για το ποια μορφή του Χριστιανισμού θα πρέπει να ευνοήσει το κράτος -και σήμερα, αυτή η ιστορία έχει έναν γνώριμο ήχο. Καθώς οι ιδεολόγοι συναγωνίζονταν για επιρροή, οι διαφωνίες καταπνίγονταν βάναυσα, οι θρησκευτικές σφαγές ξεσπούσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, και οι εξωτερικές δυνάμεις παρενέβαιναν για λογαριασμό των αντίπαλων μερών. Η αναταραχή οδήγησε τελικά στον άθλιο Τριακονταετή Πόλεμο, ο οποίος σκότωσε τουλάχιστον το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Γερμανίας (τότε το κέντρο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Και όταν αυτή η κρίση τελείωσε, δύο άλλες ιδεολογικές μάχες ακολούθησαν: Μεταξύ του μοναχισμού και της συνταγματικότητας στον 18ο αιώνα, και μεταξύ του φιλελευθερισμού και του κομμουνισμού στον 20ο.

Αυτές οι τρεις μεγάλες περίοδοι ιδεολογικής διαμάχης, κατά τις οποίες οι Δυτικές χώρες ήταν διχασμένες ως προς τον καλύτερο τρόπο να δομήσουν την κοινωνία, προσφέρουν κρίσιμα διδάγματα σήμερα. Σε ευρύτερο επίπεδο, η Δυτική ιστορία δείχνει ότι η τρέχουσα κρίση νομιμότητας στην Μέση Ανατολή δεν είναι ούτε πρωτοφανής στην βαρύτητά της ούτε μπορεί να επιλυθεί μόνη της με οποιονδήποτε απλό τρόπο. Το πολιτικό Ισλάμ, όπως έκαναν και πολλές αναδυόμενες ιδεολογίες του παρελθόντος, έχει αποκτήσει νέα δύναμη από την περιφερειακή σύγκρουση που βοήθησε να τροφοδοτηθεί, και είναι εδώ για να μείνει. Επιπλέον, οι ιδεολογικοί ανταγωνισμοί του είδους που βιώνει η Μέση Ανατολή, σπάνια καταλήγουν στην μορφή «ο νικητής τα παίρνει όλα»˙ συχνά μαίνονται μέχρι τα ανταγωνιστικά δόγματα, είτε να εξελιχθούν είτε να συγκλίνουν. Συχνά αυτό συμβαίνει μόνο αφού η κρίση έχει εμπλέξει εξωτερικές δυνάμεις και επαναπροσδιορίσει την περιφερειακή τάξη. Αυτά τα μαθήματα δεν δίνουν καμία σαφή θεραπεία για την επίλυση των σημερινών προκλήσεων στην Μέση Ανατολή, αλλά αυτό που κάνουν τουλάχιστον είναι να δείχνουν ότι τα προβλήματα της περιοχής δεν είναι μοναδικά, και ότι οι ηγέτες και οι χώρες μπορούν να λάβουν μέτρα για να μειώσουν την βία και να δημιουργήσουν συνθήκες πιο ευνοϊκές για την ευημερία των ανθρώπων.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΛΒΙΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, ΣΤΟΝ ΧΟΜΠΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

«Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται», λέει η παροιμία, «αλλά κάνει ομοιοκαταληξία». Παρά το γεγονός ότι η άνοδος του Ισλαμισμού στην Μέση Ανατολή είναι ένα μοναδικό σύγχρονο φαινόμενο, το μονοπάτι που ακολούθησε και η κρίση που έχει κεντρίσει, αντηχούν κομμάτια του παρελθόντος της Δύσης. Αυτό που ξεκίνησε ως ένας απλός ανταγωνισμός μεταξύ του Ισλαμισμού και της εκκοσμίκευσης στον μουσουλμανικό κόσμο έχει εξελιχθεί σε έναν σύνθετο αγώνα, αλλά η ουσία του ζητήματος είναι το ποιος ή τι είναι κυρίαρχο στην κοινωνία, και η θρυαλλίδα είναι η πηγή και το περιεχόμενο του νόμου. Οι Ισλαμιστές επιμένουν ότι πρέπει να είναι η σαρία, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να προέρχεται από τα ιερά κείμενα του Ισλάμ: Οι άμεσες αποκαλύψεις από τον Αλλάχ στον προφήτη Μωάμεθ που συνθέτουν το Κοράνι, και οι ρήσεις του Προφήτη (ή χαντίθ). Οι κοσμικοί αντίθετα λένε ότι ο νόμος θα πρέπει να προέρχεται από την ανθρώπινη λογική και εμπειρία, όχι από το Ισλάμ -ή, για τους μετρίως κοσμικούς, όχι μόνο από το Ισλάμ.

Η εκκοσμίκευση ήρθε στην Μέση Ανατολή με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Πολλές μουσουλμανικές ελίτ την υιοθέτησαν μετά την ανεξαρτησία, ακριβώς επειδή τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη είχαν ξεπεράσει και ταπεινώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, γενικά θεωρούμενη ως χαλιφάτο ή κυρίαρχη ισλαμική πολιτεία. Αλλά η εκκοσμίκευση αντιμετώπισε αντίδραση: Τον Ισλαμισμό. Παρά το γεγονός ότι οι Ισλαμιστές παρουσιάζουν την ιδεολογία τους όχι ως «ισμό», αλλά ως απλά το Ισλάμ, την καθαρή θρησκεία του Προφήτη, το σύστημα των πεποιθήσεών τους έχει πιο σύγχρονη προέλευση. Κατά το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα, οι αρχικοί Ισλαμιστές πείθονταν όλο και περισσότερο ότι θα ήταν δύσκολο να ζήσουν ως ευσεβείς Μουσουλμάνοι κάτω από ένα κοσμικό καθεστώς και άρχισαν να οργανώνουν κινήματα αντίστασης. Στην δεκαετία του 1950, οι Ισλαμιστές έγιναν πιο ριζοσπαστικοί και άρχισαν να συνηγορούν υπέρ μιας επιστροφής στην επιβληθείσα από το κράτος σαρία. Η εκκοσμίκευση είχε το πάνω χέρι μέχρι το 1960, αλλά κάποιες στιγμές-κλειδιά στις επόμενες δεκαετίες -η ήττα της κοσμικής Αιγύπτου από το Ισραήλ το 1967, η Ισλαμική Επανάσταση το 1979 στο Ιράν, και ο πόλεμος του Κόλπου το 1990-1991- γύρισαν την δυναμική υπέρ του Ισλαμισμού.

Κατά μια έννοια, λοιπόν, το πολιτικό Ισλάμ έχει ήδη θριαμβεύσει. Παρ’όλο που οι σύγχρονοι Μουσουλμάνοι δεν είναι ούτε καθαρά κοσμικοί ούτε καθαρά Ισλαμιστές, ο μέσος Μουσουλμάνος στην Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική κλίνει προς τους Ισλαμιστές. Μια δημοσκόπηση από το Pew Research Center το 2013 έδειξε ότι μεγάλες πλειοψηφίες στην Αίγυπτο, το Ιράκ, την Ιορδανία, το Μαρόκο, και τα παλαιστινιακά εδάφη επιθυμούσαν να δουν την σαρία ως την επικρατούσα νομοθεσία. Μια δημοσκόπηση από την Gallup το 2012 έδειξε ότι σε πέντε χώρες της περιοχής -την Αίγυπτο, την Λιβύη, την Συρία, την Τυνησία και την Υεμένη- οι γυναίκες είχαν τις ίδιες πιθανότητες με τους άνδρες να ευνοήσουν την σαρία. Και παρότι βαθιές εσωτερικές διαιρέσεις παραμένουν στο εσωτερικό του ισλαμικού στρατοπέδου - για παράδειγμα, για τον ρόλο της θρησκείας στην δημόσια ζωή και τον ρόλο του κλήρου στην κυβέρνηση- ακόμη και κοσμικοί άρχοντες τώρα αγκαλιάζουν στοιχεία του Ισλαμισμού.

Παρά τις επιτυχίες αυτές, όμως, το πολιτικό Ισλάμ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σκεπτικισμό σχετικά με την ικανότητά του να επιβιώσει. Τα πρώτα χρόνια, εξωτερικοί παρατηρητές το απέρριψαν ως μια ιδέα που ήταν σε αναντιστοιχία με τον νεωτερισμό. Πιο πρόσφατα, ειδικοί έχουν διαβεβαιώσει ο ένας τον άλλο ότι η αύξηση της βίας στην Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκτονικής τρομοκρατίας και των αποκεφαλισμών από ομάδες τζιχαντιστών όπως το ISIS, αποτελεί σημάδι ενός απελπισμένου κινήματος που πνέει τα λοίσθια.

Ωστόσο, εάν η ιστορία της ιδεολογικής διαμάχης της ίδιας της Ευρώπης παρέχει ένα βασικό μάθημα για την Μέση Ανατολή, αυτό είναι το εξής: Μην υποτιμάτε τον Ισλαμισμό. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι της Ευρώπης καταδεικνύουν γιατί το να υποτιμάται μια φαινομενικά ξεπερασμένη ιδεολογία είναι τόσο επικίνδυνο. Σε πολλά σημεία κατά την διάρκεια αυτών των πολέμων, η λογική και η πρόοδος φαίνεται να υπαγορεύουν έναν τερματισμό των εχθροπραξιών, καθώς η αντιπαλότητα Καθολικών-Προτεσταντών έπληττε τους τοπικούς πληθυσμούς και τις οικονομίες. Σε πολλές και διάφορες συγκυρίες (συμπεριλαμβανομένης εκείνης το 1555, όταν κορυφαία πριγκιπάτα της Γερμανίας συμφώνησαν με την θρησκευτική αυτοδιάθεση, και την δεκαετία του 1590, όταν ο Γαλλικός Θρησκευτικός Πόλεμος έληξε και η προτεσταντική Ολλανδική Δημοκρατία εξασφάλισε την ανεξαρτησία της από την καθολική Ισπανία) φάνηκε ότι η κρίση είχε περάσει. Πρίγκιπες, ευγενείς, δημοτικά συμβούλια, και τα υποκείμενά τους φάνηκε να έχουν διευθετηθεί σε μια πρακτική ειρήνη. Ο ρεαλιστικός πολιτικός ορθολογισμός φάνηκε να βασιλεύει, αυξάνοντας τις ελπίδες για μια νέα Ευρώπη στην οποία τα κράτη θα φρόντιζαν τα υλικά συμφέροντά τους και όχι τα ιδεολογικά.

Αλλά η Ευρώπη δεν είχε τελειώσει με την ιδεολογική βία, επειδή η κρίση νομιμοποίησης που είχε τροφοδοτήσει παρέμεινε άλυτη. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι συνέχισαν να πιστεύουν ότι η μόνιμη πολιτική σταθερότητα απαιτούσε θρησκευτική ομοιομορφία. Εφ’ όσον νόμιζαν έτσι, η παραμικρή σπίθα θα μπορούσε να τους ξαναπολώσει σε ριζικά αντίθετες ομάδες –κάτι που είναι ακριβώς αυτό που συνέβη όταν μια προτεσταντική εξέγερση στην Βοημία έριξε την Ευρώπη στον Τριακονταετή Πόλεμο το 1618. Ήταν όταν οι Ευρωπαίοι ξεχώρισαν τις ερωτήσεις περί πίστης από εκείνες περί πολιτικής, προς το τέλος του αιώνα, που τα θρησκευτικά δόγματα έχασαν την εμπρηστική δύναμή τους.

Ένα διαφορετικό είδος ιδεολογικής υποτίμησης έλαβε χώρα σε μια πιο πρόσφατη εποχή: Κατά την διάρκεια του παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ του φιλελευθερισμού και του κομμουνισμού κατά τον 20ο αιώνα. Στην δεκαετία του 1930, οι ωδίνες της Μεγάλης Ύφεσης έπεισαν πολλούς κορυφαίους Δυτικούς διανοούμενους ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν μια ιδέα της οποίας είχε περάσει η εποχή. Για μια στιγμή, τα κεντρικής διακυβέρνησης, καταναγκαστικά κράτη φάνηκαν να είναι καλύτερα εξοπλισμένα για να αντιμετωπίσουν τις νέες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις, με αποτέλεσμα μερικοί στοχαστές να πεισθούν από τον κομμουνισμό. Λίγοι, επισκέφθηκαν και θαύμασαν ανοιχτά την Σοβιετική Ένωση, όπου, υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, η εκβιομηχάνιση προχώρησε με γοργούς ρυθμούς και οι εργαζόμενοι δεν απεργούσαν ποτέ. Το συναίσθημα αποτυπώθηκε από τον Αμερικανό δημοσιογράφο Lincoln Steffens: «Έχω πάει στο μέλλον, και λειτουργεί». Στο τέλος, βέβαια, η φιλελεύθερη δημοκρατία ανέκαμψε και κέρδισε.

Το θέμα δεν είναι ότι ο Ισλαμισμός θα κερδίσει οπωσδήποτε στην Μέση Ανατολή, αλλά ότι οι έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να υποτιμούν την βιωσιμότητα των εναλλακτικών πολιτικών συστημάτων, μερικές φορές με οδυνηρά αποτελέσματα. Πράγματι, ένα μυστικό της μακροζωίας του πολιτικού Ισλάμ είναι ότι οι ξένοι έχουν υποτιμήσει το σύστημα σε όλο του το εύρος. Η ιστορία δείχνει, επίσης, ότι η ζωή μιας ιδεολογίας μπορεί να επεκταθεί όταν αυτή η ιδεολογία έχει κράτη ως χορηγούς, όπως έκανε η φιλελεύθερη δημοκρατία στην δεκαετία του 1930 και όπως κάνει ο Ισλαμισμός σήμερα. Μακράν του να είναι προς το τέλος του, το πολιτικό Ισλάμ μπορεί κάλλιστα να ανανεώνεται.

ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;

Το πολιτικό Ισλάμ, όπως και πολλές αντικρουόμενες παλαιές ιδεολογίες, δεν είναι μονολιθικό. Παρά το γεγονός ότι οι Ισλαμιστές μοιράζονται μια γενική αφοσίωση στην σαρία, έχουν πολλές διαφορές: Σουνίτες και Σιίτες˙ εξτρεμιστές και μετριοπαθείς˙ εθνικιστές, διεθνιστές, και ακόμη και ιμπεριαλιστές. Αυτό το είδος της ποικιλίας έχει οδηγήσει σε μια συζήτηση στην Δύση σχετικά με το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να φιλοξενούν τον μετριοπαθή, ρεαλιστικό Ισλαμισμό σε χώρους όπου ανταγωνίζεται με πιο ριζοσπαστικά κινήματα. Αυτοί που λένε όχι, γενικά απεικονίζουν τον Ισλαμισμό ως ένα ενιαίο κίνημα ενωμένο από το μίσος του κατά της Δύσης. Εκείνοι που λένε ναι, απεικονίζουν τον Ισλαμισμό ως εσωτερικά διχασμένο.

Αυτή η συζήτηση δεν είναι κάτι νέο, και οι αντίπαλοι μιας ιδεολογίας συχνά προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα ιδεολογικά ρήγματα για να γυρίσουν την σύγκρουση υπέρ τους. Σε όλη την ιστορία της Δύσης, οι εξωτερικές δυνάμεις έχουν περιοδικά προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν τέτοιες τακτικές του «διαίρει και βασίλευε», αν και είχαν ανάμεικτα αποτελέσματα˙ κατά καιρούς, οι προσπάθειές τους αποτύγχαναν. Δείτε τους Θρησκευτικούς Πολέμους και πάλι. Η παρατεταμένη σύγκρουση οδήγησε στην διάσπαση των κυρίαρχων ιδεολογιών στην Ευρώπη, και μερικές από τις προκύπτουσες μεταλλάξεις επέζησαν για να ανταγωνιστούν με τις πρωτότυπες. Ο Προτεσταντισμός ξεκίνησε ως Λουθηρανισμός αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε Ζβιγκλιανισμό στην Ελβετία και Αναβαπτισμό στην Γερμανία, πριν βλαστήσει μια καλβινιστική έκδοση στην Γαλλία και μια αγγλικανική στην Αγγλία. Οι Καλβινιστές και οι Λουθηρανοί συχνά ανταγωνίζονταν για επιρροή και θα μπορούσε να είναι χειρότεροι εχθροί μεταξύ τους από όσο ήταν κάθε μια ομάδα απέναντι στους Καθολικούς. Η Καθολική δυναστεία των Αψβούργων που κυβέρνησε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εργάστηκε ακούραστα για να αναπτυχθούν αυτές οι διαιρέσεις. Στο τέλος, όμως, αυτή η στρατηγική απέτυχε είτε να αποδυναμώσει τους Καλβινιστές είτε να τους αποτρέψει από την διαμόρφωση ενός ενιαίου μετώπου με τους Λουθηρανούς στον Τριακονταετή Πόλεμο.

Το τέχνασμα για τους απ’ έξω, ως εκ τούτου, είναι να εξακριβωθεί αν κάποιοι ιδεολόγοι έχουν προδιάθεση εναντίον του ριζοσπαστισμού και να γνωρίζουν το πώς να τους ενισχύσουν. Είναι δυνατόν να γίνει αυτό με επιτυχία. Στην μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προσπάθεια να περιοριστεί η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στην Ευρώπη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν έδειξε μεγάλη επιδεξιότητα στον προσδιορισμό εκείνων των Δυτικών ευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων που θα μπορούσαν να γίνουν σύμμαχοι των ΗΠΑ. Ο ίδιος διαπίστωσε, ορθώς, ότι οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές της Ιταλίας ήταν μονολιθικοί: Ήταν ενωμένοι στην υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και αντίθετοι στο υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ Σχέδιο Μάρσαλ. Οπότε ο Τρούμαν στήριξε τους Χριστιανοδημοκράτες, βοηθώντας τους να κερδίσουν μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση το 1948. Στην Γαλλία, ωστόσο, ο Τρούμαν αναγνώρισε ότι οι Σοσιαλιστές αντιτίθεντο στον κομμουνισμό και συνήψε μια συμφωνία μαζί τους, επιτρέποντας στην Γαλλία να γίνει ένας κακότροπος, αλλά πραγματικός εταίρος των ΗΠΑ.

Τέτοιες απροκάλυπτες και συγκαλυμμένες παρεμβάσεις από εξωτερικές δυνάμεις είναι ένα άλλο καθοριστικό χαρακτηριστικό των παρατεταμένων κρίσεων νομιμοποίησης. Η σύγκρουση μεταξύ του Ισλαμισμού και της εκκοσμίκευσης είναι απλώς ο τελευταίος ανταγωνισμός, στον οποίο μια σειρά από εξωτερικούς παράγοντες έχουν εμπλακεί στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, είτε δουλεύοντας στα παρασκήνια είτε με την χρήση στρατιωτικών μέσων. Κάποιοι έχουν επικρίνει πολλές τέτοιες έξωθεν παρεμβάσεις˙ ειδικότερα, οι επικριτές έχουν υποστηρίξει ότι οι εκστρατείες των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, και, πιο πρόσφατα, στην Λιβύη αντιπροσωπεύουν παράλογες εκρήξεις Σταυροφοριών, που εκφεύγουν των ορίων της συνετής κρατικής διαχείρισης. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι συνήθης πρακτική για μια μεγάλη δύναμη το να χρησιμοποιεί βία για να αλλάξει ή να διατηρήσει το καθεστώς μιας άλλης χώρας. Οι εξωτερικές παρεμβάσεις δεν αποτελούν μια ξεχωριστή, ανόητη, και απευκταία προσθήκη στις ιδεολογικές μάχες˙ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους. Περισσότερες από 200 τέτοιου είδους παρεμβάσεις έχουν συμβεί τα τελευταία 500 χρόνια, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων συνέβησαν κατά την διάρκεια περιφερειακών κρίσεων νομιμοποίησης, όπως αυτή που πνίγει την Μέση Ανατολή σήμερα.

Η βαθιά πόλωση που παράγεται από αυτά τα είδη των συγκρούσεων εξηγεί γιατί οι παρεμβάσεις είναι τόσο συνήθεις. Συχνά, οι ιδεολογικές συγκρούσεις βαθαίνουν τα κοινωνικά σχίσματα τόσο πολύ που οι άνθρωποι γίνονται πιο πιστοί σε αλλοδαπούς με τους οποίους μοιράζονται τις αρχές τους παρά σε δικούς τους συμπατριώτες που δεν το κάνουν. Αυτές οι συγκρούσεις προδιαθέτουν έντονα τους ανθρώπους και τις χώρες προς την κατεύθυνση είτε της φιλίας είτε της εχθρότητας προς τους ξένους δρώντες, ειδικά προς εκείνους που είναι αρκετά ισχυροί για να δώσουν σε αυτούς ή στους αντιπάλους τους το πάνω χέρι. Και οι ξένοι δρώντες, από την πλευρά τους, βλέπουν αυτά τα είδη των κρίσεων ως ευκαιρίες για να κάνουν νέους φίλους ή να αποτρέψουν την εμφάνιση νέων εχθρών.

Οι παρεμβαίνουσες δυνάμεις δεν χρειάζεται να έχουν θρησκευτικό μερίδιο στην σύγκρουση˙ Μερικές φορές ένα υλικό διακύβευμα είναι αρκετό. Σε άλλες εποχές, ιδεολογικοί και υλικοί υπολογισμοί συνδυάζονται για να προκαλέσουν την παρέμβαση. Για παράδειγμα, το 2011, κατά την διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, η κυριαρχούμενη από Σουνίτες Σαουδική Αραβία έστειλε στρατεύματα στο Μπαχρέιν για να βοηθήσει να σταματήσει μια σιιτική εξέγερση, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο τόσο την εμβέλεια του σιιτικού Ισλάμ όσο και την ισχύ του κυριαρχούμενου από Σιίτες Ιράν. Λίγο αργότερα, το Ιράν παρενέβη στην Συρία για να υποστηρίξει το καθεστώς του Άσαντ εναντίον των Σουνιτών ανταρτών που πιθανότατα θα εναρμόνιζαν την Συρία με την Σαουδική Αραβία, αν νικούσαν. Εξελίξεις όπως αυτές, έχουν προκαλέσει φόβους ότι η Μέση Ανατολή θα δει όλο και πιο απερίσκεπτα, ιδεολογικά καθοδηγούμενα κράτη που τείνουν προς την καταστροφή της περιφερειακής τάξης. Ορισμένοι παρατηρητές ανησυχούν, για παράδειγμα, ότι αν το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά όπλα θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να διαταράξει την εύθραυστη ισορροπία στην Μέση Ανατολή, μέχρι και να προκαλέσει μια Αποκάλυψη.

Η ιστορία δεν προσφέρει μια σαφή ετυμηγορία σχετικά με αυτόν τον φόβο, αλλά όντως καταδεικνύει ότι ένα κράτος μπορεί να είναι ταυτόχρονα ιδεολογικό και ορθολογικό. Ένα καθεστώς που κυβερνιέται από ιδεολόγους μπορεί να έχει ιδεολογικούς σκοπούς, όπως μια ριζικά διαφορετική περιφερειακή τάξη. Για την επιδίωξη αυτών των σκοπών, μπορεί να χρησιμοποιεί λογικά μέσα, υποχωρώντας όταν η επιθετικότητα φέρνει πάρα πολύ μεγάλο κόστος. Αλλά θα μπορούσε επίσης περιστασιακά να ενεργεί με τρόπο που να διαψεύδει την παραδοσιακή λογική κόστους-οφέλους της γεωπολιτικής.

Η συμπεριφορά ενός κορυφαίου γερμανικού πριγκιπάτου που ονομάζεται Παλατινάτο κατά την διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων απεικονίζει αμφότερες τις δυνατότητες. Οι άρχοντες του πριγκιπάτου ήταν μαχητικοί Καλβινιστές οι οποίοι προσπάθησαν να τερματίσουν την Καθολική κυριαρχία στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και σε όλη την Ευρώπη. Προσπάθησαν επανειλημμένα να συνθέσουν μεγάλες προτεσταντικές συμμαχίες εναντίον των Καθολικών δυνάμεων, στέλνοντας στρατεύματα σε διάφορες περιστάσεις για να βοηθήσουν τους Καλβινιστές στην Γαλλία και την Ολλανδία. Για ένα μεγάλο μέρος του 16ου αιώνα, ωστόσο, οι υπολογισμοί τους περιελάμβαναν ένα υγιές μίγμα ιδεολογίας και ορθολογισμού: Όταν αντιμετώπισαν αρκετή αντίσταση από τους πανίσχυρους Αψβούργους και αδιαφορία από τους συναδέλφους τους Προτεστάντες, υποχώρησαν. Στην συνέχεια, όμως, Καλβινιστές στασιαστές στην Βοημία (ένα άλλο τμήμα της αυτοκρατορίας, που κυβερνιόταν από τους Καθολικούς) κάλεσε τον άρχοντα του Παλατινάτου, Φρειδερίκο τον Β’ να αψηφήσει τους Αψβούργους και να γίνει ο βασιλιάς τους. Ο Φρειδερίκος το δέχτηκε και, το 1619, απαίτησε την Βοημία για τον εαυτό του, παρά τους προφανείς κινδύνους μιας αντίδρασης των Αψβούργων και το γεγονός ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι Προτεστάντες αρνήθηκαν να τον υποστηρίξουν ανοιχτά. Αρκετά σίγουροι, οι Αψβούργοι κατατρόπωσαν τον στρατό του Φρειδερίκου και πήγαν για να καταστρέψουν το Παλατινάτο και να καταστείλουν τον Προτεσταντισμό εκεί. Αυτές ήταν οι εισαγωγικές κινήσεις του Τριακονταετούς Πολέμου.

Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΥ


Όπως όλοι οι παρατεταμένοι περιφερειακοί ιδεολογικοί ανταγωνισμοί, έτσι και αυτός μεταξύ Ισλαμισμού και εκκοσμίκευσης θα τελειώσει μια ημέρα. Το πώς θα συμβεί αυτό, όμως, και τι προοπτικές υπάρχουν για την δημοκρατία στην Μέση Ανατολή, είναι αμφότερα αναπάντητα ερωτήματα.

Η ιστορία της Δύσης δείχνει ότι οι κρίσεις νομιμότητας συνήθως λύνονται μόνες τους με έναν από τους εξής τρεις τρόπους: Μια αποφασιστική νίκη της μιας πλευράς, μια υπέρβαση της σύγκρουσης από τις αντιμαχόμενες πλευρές, ή η εμφάνιση ενός υβριδικού συστήματος που συνδυάζει τα αντίπαλα δόγματα με τρόπους που κάποτε φαίνονταν αδύνατοι. Σήμερα, το πρώτο σενάριο (μια ξεκάθαρη νίκη από οποιαδήποτε ιδεολογία) φαίνεται απίθανο˙ δεδομένου ότι ο Ισλαμισμός είναι μακράν του να είναι μονολιθικός, ένας θρίαμβος του Ισλαμισμού σε γενικές γραμμές δεν λύνει το ποιος από τους πολλούς κλάδους του -Σουνίτες ή Σιίτες, μετριοπαθείς ή ακραίοι, μοναρχικοί ή δημοκράτες- θα κυριαρχήσει. Αλλά τα άλλα δύο σενάρια είναι πιθανά.

Αν και μπορεί να είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια Μέση Ανατολή που ξεπερνά την τρέχουσα κρίση νομιμοποίησης, μια από τις προηγούμενες κρίσεις της Δύσης όντως τελείωσε με αυτόν τον τρόπο. Η πρώιμη σύγχρονη Ευρώπη ξεπέρασε τελικά τις θρησκευτικές διαμάχες της με την εμφάνιση νέων ειδών καθεστώτων που κατέστησαν άσχετες τις παλιές ιδεολογικές διαφορές. Καθολικοί και Προτεστάντες παρέμειναν πιστοί στις θρησκείες τους, αλλά έπαψαν να σκέφτονται τους εαυτούς τους με όρους μηδενικού αθροίσματος και σταδιακά αγκάλιασαν τον διαχωρισμό μεταξύ εκκλησίας και κράτους. Ένα παρόμοιο είδος αποτελέσματος στην Μέση Ανατολή θα απαιτήσει ότι οι Μουσουλμάνοι, και οι ελίτ και οι μαζικοί πληθυσμοί, θα πάψουν να βλέπουν το θέμα της επιρροής του Ισλάμ στους νόμους και την δημόσια τάξη ως θέμα ζωής και θανάτου. Ωστόσο, δεδομένης της βαθιάς πόλωσης που επικρατεί, ωστόσο, η προοπτική μιας τέτοιας υπέρβασης φαντάζει μακρινή.

Εναλλακτικά, ανταγωνιστικές ιδεολογίες θα μπορούσαν να αρχίσουν να συγκλίνουν, υιοθετώντας κάποιους θεσμούς και πρακτικές αλλήλων. Η Ευρώπη γνώρισε την εξέλιξη αυτή, επίσης. Από την δεκαετία του 1770 μέχρι την δεκαετία του 1850, η ήπειρος ήταν διχασμένη ανάμεσα σε μοναρχικούς, που πίστευαν ότι η εξουσία πρέπει να είναι κληρονομική, και δημοκρατικούς, οι οποίοι ήθελαν τις κυβερνήσεις να εκλέγονται. Αυτές οι δύο ιδέες αρχικά φαίνονταν αλληλοαποκλειόμενες˙ οι μοναρχίες επανειλημμένα συνέθλιψαν δημοκρατικές εξεγέρσεις. Αλλά μετά από μια περίοδο καταπίεσης, οι μονάρχες της Ευρώπης συνήψαν μια νέα συμφωνία με τις μεσαίες τάξεις. Ακολουθώντας τα βήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, ορισμένα κράτη -Αυστρία, Γαλλία, Ιταλία, και Πρωσία- οικοδόμησαν ένα νέο είδος καθεστώτος. Μερικές φορές αποκαλούμενο ως «φιλελεύθερος συντηρητισμός», συνδύασε την μοναρχία με τους κοινοβουλευτική περιορισμούς και τις μεγαλύτερες πολιτικές ελευθερίες.

Αυτή η ιστορία δείχνει το τελικό ιστορικό μάθημα: Η τελική επιτυχία μιας ιδεολογίας, ή ενός υβρίδιου πολλών ιδεολογιών, συχνά εξαρτάται από το αν έχει ως υποστηρικτή ένα ισχυρό κράτος. Ο θρίαμβος του φιλελεύθερου συντηρητισμού στην Ευρώπη προκλήθηκε εν μέρει από την προφανή επιτυχία του Ηνωμένου Βασιλείου, το κράτος που τον εξήγησε καλύτερα. Η χώρα αυτή είχε από καιρό ένα υβριδικό καθεστώς, μια συνταγματική μοναρχία που συγχώνευσε την παράδοση με την μεταρρύθμιση. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν επίσης, χωρίς αμφιβολία, το πιο επιτυχημένο κράτος του κόσμου εκείνης της εποχής, διαθέτοντας την μεγαλύτερη οικονομία, την πιο εκτεταμένη αυτοκρατορία, και αξιοσημείωτα σταθερή κοινωνική τάξη. Ο λόγος που το υβριδικό καθεστώς του ενέπνευσε την μίμηση σε ολόκληρη την περιοχή, ήταν ότι αποδεδειγμένα λειτουργούσε.

Σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο, ένα υβριδικό καθεστώς διαφορετικού είδους δείχνει προσφάτως σημάδια αντοχής. Αυτό το υβρίδιο μερικές φορές αποκαλείται «ισλαμική δημοκρατία». Παρά το γεγονός ότι οι μελετητές επί μακρόν πίστευαν ότι η δημοκρατία και ο Ισλαμισμός είναι εγγενώς ασυμβίβαστα, ορισμένοι Ισλαμιστές και δημοκράτες σε διαφορετικές χώρες έχουν προσπαθήσει να ενώσουν τα δύο αυτά συστήματα στην θεωρία και στην πράξη. Στην περίοδο 2011-13, για παράδειγμα, το κόμμα της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης της Αιγύπτου (η πολιτική πτέρυγα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) πάσχισε να απεικονίσει τον εαυτό του ως μετριοπαθή δύναμη αποδεχόμενο τον θρησκευτικό και ιδεολογικό πλουραλισμό. Η προσπάθεια αυτή τελικά απέτυχε, καθώς ο πρόεδρος Mohamed Morsi άρχισε να συσσωρεύει εξουσίες και ο στρατός της Αιγύπτου τον ανέτρεψε. Από τότε, η Αίγυπτος φαίνεται να έχει εγκαταλείψει την δημοκρατία συνολικά, αλλά η χώρα σίγουρα έχει το μέγεθος και την επιρροή για να γίνει ένα υποδειγματικό κράτος οψέποτε επιχειρήσει το πείραμα και πάλι.

Εν τω μεταξύ, η πιο επιτυχημένη προσπάθεια να συνδυαστεί ο Ισλαμισμός και η δημοκρατία έγινε από το πολιτικό κόμμα Ennahda στην Τυνησία, η οποία διεξήγαγε δημοκρατικές εκλογές στα τέλη του 2014, παρότι αγκαλιάζει ανοιχτά τον Ισλαμισμό. Η Τυνησία είναι πολύ μικρή για να γίνει ένα υποδειγματικό κράτος, αλλά αποτελεί το πιο φωτεινό σημείο που αναδύεται από την Αραβική Άνοιξη και, τουλάχιστον, δείχνει τι είναι δυνατό.

Πολλά εξαρτώνται από τις πολιτικές επιλογές των δύο ισχυρότερων χωρών μουσουλμανικής πλειοψηφίας στην περιοχή: Του Ιράν και της Τουρκίας. Αν και καμιά δεν είναι αραβική, η καθεμιά έχει μια μακρά ιστορία περιφερειακής επιρροής. Το Ιράν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα Ισλαμισμού, αφού είχε ανακηρυχθεί ο σημαιοφόρος της ιδεολογίας με την επανάσταση του 1979. Παρά το γεγονός ότι η χώρα είναι επίσημα μια δημοκρατία με ημι-ελεύθερες εκλογές, η υπέρτατη εξουσία βρίσκεται στα χέρια του αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ. Αλλά οι προοπτικές του Ιράν ως ένα υποδειγματικό κράτος έχουν υποφέρει κατά την διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης και των επακόλουθών της, καθώς η αμέριστη υποστήριξη της Τεχεράνης προς το καθεστώς του Άσαντ στην Συρία την έχει αποξενώσει από την συντριπτική πλειοψηφία των Σουνιτών Αράβων. Επιπλέον, το καθεστώς δείχνει εύθραυστο μετά τις ύποπτες εκλογές του 2009, αυξάνοντας τις αμφιβολίες ότι οι γείτονές του θα θέλουν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Ως εκ τούτου, εφ’ όσον το Ιράν παραμένει σε ρόλο προτύπου για τον Ισλαμισμό, ο Ισλαμισμός έχει μπελάδες.

Η Τουρκία θα μπορούσε να είναι μια διαφορετική ιστορία. Παρά το γεγονός ότι η χώρα είναι επισήμως μια κοσμική δημοκρατία, διολισθαίνει προς την ισλαμιστική κατεύθυνση. Στα τελευταία τρία χρόνια, η Τουρκία έχει εμφανιστεί σε καλό δρόμο για να γίνει ένα πρότυπο ενός νέου, υβριδικού είδους ισλαμικής δημοκρατίας. Ανταγωνιστικές εκλογές έχουν επανειλημμένα αναδείξει το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ή ΑΚΡ, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έχει αυτοανακηρυχθεί πρωτοπόρος της ισλαμικής δημοκρατίας (ακόμα κι αν προτιμά να αποκαλεί αυτό το στυλ διακυβέρνησης ως «συντηρητικό» και όχι «ισλαμικό»). Η χώρα απόλαυσε μια έκρηξη δημοτικότητας μεταξύ πληθυσμών στην περιοχή στις αρχές της Αραβικής Άνοιξης και συνέχισε να επεκτείνει την επιρροή της έκτοτε. Αλλά όταν πρόκειται για ένα ισλαμικό-δημοκρατικό υβρίδιο, η άνθιση εξαφανίζεται, εν μέρει επειδή ο Ερντογάν έχει αντ’ αυτού αρχίσει να υιοθετεί ένα αυταρχικό ύφος διακυβέρνησης. Η Τουρκία μπορεί ακόμα να δημιουργήσει το παράδειγμα ενός υβριδικού καθεστώτος, αλλά το δημοκρατικό στοιχείο σε αυτό το υβρίδιο έχει αντικατασταθεί πλέον από την παλιομοδίτικη απολυταρχία.

ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΕΜΟΥΝ

Όπως και με τους πολλούς ιδεολογικούς ανταγωνισμούς πριν από αυτήν, η κρίση στην Μέση Ανατολή έχει οδηγήσει μερικούς παρατηρητές να αναρωτιούνται αν η ιδεολογία είναι πραγματικά η αιτία της [κρίσης] ή όχι. Πολλοί επικριτές εντοπίζουν την σύγκρουση σε κάτι εντελώς άλλο, υποστηρίζοντας ότι ο Δυτικός ιμπεριαλισμός -πρώτα Ευρωπαϊκός, τώρα Αμερικανικός- έχει ταπεινώσει τους Μουσουλμάνους και περιόρισε σοβαρά την ικανότητά τους να ελέγχουν το δικό τους μέλλον, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνίες. Κατά την άποψη αυτή, η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή και η στήριξή τους προς το Ισραήλ ευθύνονται για την κλιμάκωση της βίας. Αλλά τα επιχειρήματα αυτού του είδους παραβλέπουν ένα βασικό γεγονός: Ο κόσμος είναι γεμάτος από ανίσχυρους, απογοητευμένους ανθρώπους και ομάδες, και η ηγεμονία των ΗΠΑ είναι σχεδόν παγκόσμια. Ωστόσο, το ιδιόμορφο κουβάρι προβλημάτων που περιπλέκει την Μέση Ανατολή -αλλεπάλληλες ταραχές και καταστολή, τρομοκρατία και βαρβαρότητα, και επαναλαμβανόμενες ξένες επεμβάσεις- δύσκολα μπορεί να βρεθεί πουθενά αλλού.

Άλλοι κατηγορούν την φτώχεια. Αν οι Μουσουλμάνοι είχαν περισσότερο πλούτο και ευκαιρίες, υποστηρίζουν, η κρίση θα υποχωρούσε. Αλλά αυτό το επιχείρημα, επίσης, αντισταθμίζεται από πολλές άλλες φτωχές κοινωνίες του κόσμου, πολλές σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό, τι το μέσο κράτος της Μέσης Ανατολής, που έχουν καταφέρει να αποφύγουν τις αναταραχές. Αν η φτώχεια ήταν αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία, λοιπόν, η υποσαχάρια Αφρική θα έπρεπε να αντιμετωπίζει πολύ περισσότερες τρομοκρατικές ενέργειες, επαναστατικά κύματα, και εισβολές από ξένες δυνάμεις. Τα στοιχεία δείχνουν ένα διαφορετικό συμπέρασμα: Αν και τόσο η έλλειψη ισχύος όσο και η φτώχεια αποτελούν βασικούς παράγοντες, μπορούν να παράγουν το είδος της δυσλειτουργίας που ορίζει η σημερινή Μέση Ανατολή μόνο όταν συνδυάζονται με μια παρατεταμένη κρίση νομιμοποίησης σε ολόκληρη την περιοχή.

Τα καλά νέα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να είναι σε θέση να ενθαρρύνουν ένα πιο σταθερό μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα με το να υποστηρίζουν χώρες και κόμματα που δημιουργούν το παράδειγμα ενός μετριοπαθούς συστήματος διακυβέρνησης, ακόμα και αν το σύστημα αυτό υπολείπεται από το να είναι εντελώς κοσμικό. Τα άσχημα νέα, όμως, είναι ότι αυτό είναι το μόνο που μπορούν να ελπίζουν: Ακόμη και οι ισχυρές Ηνωμένες Πολιτείες δεν δύνανται να λύσουν όλα τα προβλήματα της περιοχής, δεδομένου ότι αναπόφευκτα όλες οι πλευρές θα δουν τις παρεμβάσεις τους ως μεροληπτικές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει, φυσικά, να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους -ένα καθήκον που σε ορισμένες χρονικές περιόδους και τόπους ίσως απαιτήσει βία και πάλι. Αλλά ακριβώς όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή η μουσουλμανική υπερδύναμη της εποχής των θρησκευτικών πολέμων, δεν θα μπορούσε να επιλύσει την διαμάχη μεταξύ των Χριστιανών στον 16ο αιώνα, κανένας εξωτερικός παράγοντας δεν μπορεί να κατευνάσει την Μέση Ανατολή σήμερα. Μόνον οι ίδιοι οι Μουσουλμάνοι μπορούν να διευθετήσουν τον ιδεολογικό πόλεμό τους.

Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.