Βιβλιοκριτική: Η Κίνα από την ουράνια αυτοκρατορία στην αναδυόμενη υπερδύναμη του 21ου αιώνα.
Η εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη της Κίνας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε συνδυασμό με τη δημογραφική της δυναμική, την τεχνολογική της εξέλιξη και την ενίσχυσή της στο στρατιωτικό επίπεδο, την καθιστούν κεντρικό δρώντα του διεθνούς συστήματος. Το γεγονός αυτό καταδείχθηκε πρόσφατα με την κρίση των διεθνών χρηματαγορών που προκάλεσε η απόφαση υποτίμησης του γουάν, αλλά και με τις αντιδράσεις που προκαλεί στη Δύση κάθε ένδειξη αυξημένης στρατιωτικής αυτοπεποίθησης από κινεζικής πλευράς.
Παρ” όλα αυτά, η Κίνα παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, ιδιαίτερα στο ελληνικό κοινό. Το βιβλίο του καθηγητή Χ. Παπασωτηρίου «Κίνα: από την ουράνια αυτοκρατορία στην ανερχόμενη υπερδύναμη του 21ου αιώνα» (εκδ. Ποιότητα 2013) αποτελεί μια πολύτιμη συμβολή στην κατανόηση αυτής της μεγάλης χώρας, που επηρεάζει (και θα επηρεάσει ακόμα περισσότερο στο μέλλον) τη διεθνή πολιτική αλλά και τις ζωές μας.
Το βιβλίο είναι πολύτιμο, γιατί μέσα σε 369 ευανάγνωστες σελίδες παρουσιάζει ολόκληρη την κινεζική πολιτική ιστορία, ξεκινώντας από την παραδοσιακή κομφουκιανική αυτοκρατορία της Κίνας και φτάνοντας στον 21ο αιώνα. Το βασικό του προτέρημα είναι ότι ο συγγραφέας εντοπίζει και αναδεικνύει μέσα από την ιστορικοπολιτική αφήγηση τα καίρια (και σε μεγάλο βαθμό σύμφυτα με τον ιδιαίτερο πολιτισμό της χώρας) χαρακτηριστικά του κινεζικού πολιτικού συστήματος που καθόρισαν διαχρονικά την πορεία της χώρας. Ταυτόχρονα εντάσσει με αβίαστο τρόπο στην αφήγησή του βασικές αρχές και διδάγματα της επιστήμης των διεθνών σχέσεων και γενικότερα της πολιτικής επιστήμης.
Ο συγγραφέας ξεκινά θυμίζοντας ότι η κινεζική αυτοκρατορία είχε διάρκεια εικοσιενός αιώνων (από το 221 π.Χ. ως το 1911 μ.Χ.) και κληροδότησε στο διάδοχο κινεζικό εθνικό κράτος μια έκταση συγκρίσιμη με όλη την Ευρώπη. Πρόκειται για ανυπέρβλητο φαινόμενο μακρο-ιστορικής επιτυχίας, το οποίο αποδίδεται όχι τόσο σε οικονομικούς ή στρατηγικούς, αλλά πρωτίστως σε πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Από την εποχή της αυτοκρατορικής Κϊνας και ως τον 20ο αιώνα, ο βαθύς κοινός πολιτισμός των Χαν (δηλ. των καθ” εαυτό Κινέζων), εμποτισμένος από την κομφουκιανική διδασκαλία, επέτασσε την υποταγή στον αυτοκράτορα, ως «γιο του ουρανού» και επί γης εκπρόσωπο της θείας τάξης της οικουμένης.
Παραδοσιακή κινεζική απεικόνιση του Κομφουκίου
Ο κομφουκιανισμός προέκρινε μια ιεραρχική κοινωνική δομή, βασισμένη στην ατομική αρετή (δια της παιδείας και της ηθικής), την υπακοή των ιεραρχικά κατωτέρων προς τους ανωτέρους (παιδιών προς γονείς, μαθητών προς δασκάλους, υπηκόων προς ηγεμόνα) και τη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης από «ευγενείς», δηλαδή μορφωμένους αξιωματούχους που ακολουθούσαν ένα κώδικα έντιμης συμπεριφοράς. Μια κρίσιμη πρακτική εκδήλωση του κομφουκιανισμού ήταν η δημιουργία μιας ολιγάριθμης, καλά εκπαιδευμένης και αφοσιωμένης στον αυτοκράτορα γραφειοκρατικής ελίτ, μέσω των αξιοκρατικών εξετάσεων πρόσβασης στη δημόσια διοίκηση που διενεργούνταν τακτικά. Γενικότερα, το κομφουκιανικό σύστημα αξιών, που κωδικοποιήθηκε το 1670 με διάταγμα του αυτοκράτορα Κανγκτσί σε δεκαέξι αρχές κατανοητές στο λαό, υπήρξε για πολλούς αιώνες η ηθική και πολιτιστική ραχοκοκαλιά στην οποία βασίστηκε η Κίνα, με αποτέλεσμα να επιβιώσει ως ενιαίο κράτος, παρά τις αναπόφευκτες κρίσεις, τις αλλαγές δυναστειών και την ετερότητα μεταξύ των εθνοτήτων που το αποτελούσαν.
Η αδυναμία της κινεζικής ηγεσίας να αντιληφθεί τη σημασία της βιομηχανικής επανάστασης και να προσαρμοστεί στις συνθήκες της, τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έκαναν άλματα και επεξέτειναν τις σφαίρες επιρροής τους προς την Ανατολή, υπήρξε η βασική αιτία της παρακμής της Κίνας κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή η βιομηχανική επανάσταση επέφερε χάσμα μεταξύ της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου, τόσο στον οικονομικό όσο και στον στρατιωτικό τομέα. Στην Κίνα, η παραδοσιακή ελίτ των κομφουκιανιστών λογίων έφερνε σημαντική αντίσταση στον εκβιομηχανισμό της χώρας, μεταξύ άλλων και με τη σκέψη ότι τα ορυχεία, ο σιδηρόδρομος, ο τηλέγραφος κλπ. θα διατάραζαν το «φενγκ σούι», δηλ. την αρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Έτσι ο διεθνής καταμερισμός ισχύος άλλαξε σε βάρος της Κίνας, γεγονός που φάνηκε και με τη συνθήκη της Ναντζίνγκ (1842) που τερμάτισε τον «πρώτο πόλεμο του οπίου». Με τη συνθήκη αυτή η Κίνα παραχώρησε το Χονγκ Κονγκ στη Μ. Βρετανία και επιτράπηκε στους βρετανούς εμπόρους να διεξάγουν ελεύθερα συναλλαγές σε πέντε σημαντικά κινεζικά λιμάνια. Ακολούθησαν αντίστοιχες διμερείς συμφωνίες της Κίνας με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.
Η αδυναμία της Κίνας κατά τον 19ο αιώνα να εκσυγχρονιστεί (όπως αντίθετα πέτυχε η Ιαπωνία) οδήγησε τη χώρα σε στασιμότητα και παρακμή, ανάμεικτη με αισθήματα εθνικής ταπείνωσης για τα προνόμια που απολάμβαναν ξένα εμπορικά συμφέροντα (π.χ. τον έλεγχο των σιδηροδρόμων). Η επανάσταση του 1911 οδήγησε στην πτώση της αυτοκρατορικής δυναστείας και αποτέλεσε την απαρχή μιας ταραγμένης περιόδου, κατά την οποία η χώρα απέκτησε μεν δυτικότροπους θεσμούς (πχ. Σύνταγμα και Βουλή), αλλά αναζητούσε μια νέα ταυτότητα σε αντικατάσταση της προηγούμενης. Στο διάστημα μεταξύ Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που χαρακτηρίστηκε από ρευστότητα και εμφύλιες συγκρούσεις, το εθνικιστικό επαναστατικό κίνημα Γκουόμιντανγκ, αρχικά με ηγέτη τον Σουν Γιατσέν και μετά το θάνατό του τον Τσιανγκ Καϊσέκ, κατόρθωσε σταδιακά να κυριαρχήσει στην Κίνα.
Τσιανγκ Καϊ Σεκ
Ταυτόχρονα όμως άρχισε να ενδυναμώνεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ), το οποίο στη δεκαετία του 1920 αποτελούσε ουσιαστικά την «αριστερή πτέρυγα» του Γκουόμιντανγκ αλλά σύντομα, με ηγέτη τον Μάο Ζεντόνγκ (Μάο Τσε Τουνγκ) λειτούργησε ανταγωνιστικά. Από το 1929 ο Μάο δημιούργησε αντάρτικο στρατό και προσπάθησε να οργανώσει κομμουνιστικές εξεγέρσεις σε επαρχιακές πόλεις, ενώ το 1931 ανακήρυξε Κινεζική Σοβιετική Δημοκρατία στη Τζιανγκσί. Όμως ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Τσιάνγκ Καϊσέκ και το 1934-35 ο Μάο με τους εναπομείναντες συντρόφους του διεξήγαγε τη «Μακρά Πορεία» προς την απομακρυσμένη κινεζική ενδοχώρα, βρίσκοντας τελικά καταφύγιο στην επαρχία Σααντσί, όπου ανασυντάχθηκε.Στο διάστημα αυτό οι διεθνείς σχέσεις της Κίνας χαρακτηρίζονται από ένταση με την ισχυρή Ιαπωνία, , που το 1931 κατέλαβε μονομερώς ολόκληρη τη Μαντζουρία και το 1932 επιτέθηκε στη Σαγκάη. Το 1937 η Ιαπωνία εισέβαλε στην Κίνα και ως το 1938, νικώντας τις δυνάμεις του Τσιανγκ Καϊσέκ, πέτυχε να ελέγξει μια μεγάλη περιοχή που περιλάμβανε το Πεκίνο, την τότε πρωτεύουσα Ναντζίνγκ, τη Βουχάν και την Καντόν, δηλαδή τα σημαντικότερα βιομηχανικά κέντρα και την καλύτερη αγροτική γη της Κίνας. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτό το μέρος της Κίνας παρέμεινε υπό ιαπωνικό έλεγχο, ενώ η κυβέρνηση του Τσιανγκ Καϊσέκ και το ΚΚΚ από τις περιοχές που ήλεγχαν αμφισβητούσαν την ιαπωνική κυριαρχία. Ειδικά το ΚΚΚ διακρίθηκε ιδιείτερα σε τακτικές ανταρτοπολέμου, τις οποίες αξιοποίησε και κατά τη διάρκεια του κινεζικού εμφυλίου.
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η απόσυρση των ιαπωνικών δυνάμεων σήμανε για την Κίνα (παρά τις αμερικανικές προσπάθειες διαμεσολάβησης επί περίπου ένα χρόνο) την έναρξη του κινεζικού εμφυλίου πολέμου, που διήρκεσε από το 1946 ως το 1949. Ο στρατός του ΚΚΚ (Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), παρά την αρχική του κατωτερότητα σε αριθμούς και εξοπλισμό, επικράτησε τελικά, εκμεταλλευόμενος την εμπειρία του στον ανταρτοπόλεμο και τα στρατηγικά λάθη του Τσιανγκ Καϊσέκ. Ο τελευταίος αναγκάστηκε το Δεκέμβριο του 1949 να καταφύγει μαζί με περίπου 2 εκατομμύρια αξιωματούχους, στρατιώτες και οπαδούς του στην Ταϊβάν, όπου και ίδρυσε το δεύτερο κινεζικό κράτος, που υφίσταται ως σήμερα.
Μάο Ζεντόνγκ (Μάο Τσε Τουνγκ)
Η πορεία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας υπό την καθοδήγηση του Μάο Ζεντόνγκ (ως το θάνατό του το 1976) είναι από μόνη της άξια ειδικής μελέτης. Υπό την καθοδήγηση του Μάο συντελέστηκε μια διαδικασία βίαιης ρήξης με την κομφουκιανική παράδοση, με στόχο την «ταξική συνειδητοποίηση» και την υποκίνηση των λαϊκών μαζών σε βίαιες κινητοποιήσεις. Τυπικές μαοϊκές μέθοδοι ήταν η «εκστρατεία» και ο «αγώνας». Η έννοια του «αγώνα» αντιστρατευόταν ευθέως την κομφουκιανική παράδοση περί κοινωνικής αρμονίας, καθώς προέβλεπε προσωπικές και δημόσιες επιθέσεις κατά των στοχοποιημένων κοινωνικών ομάδων από άλλες «κατώτερες», με στόχο να διαρραγούν οι κομφουκιανικής προέλευσης κοινωνικές συμβάσεις και να μεταβληθούν οριστικά και αμετάκλητα οι κοινωνικές σχέσεις. Οι «εκστρατείες» συνίσταντο στο μοίρασμα εγγράφων, το κόλλημα αφισών και τη χρήση των ΜΜΕ με στόχο την υποκίνηση της κοινής γνώμης ενάντια στην εκάστοτε στοχοποιημένη κοινωνική ομάδα. Έτσι π.χ. κατά τον αναδασμό της γης στόχος ήταν η ριζοσπαστικοποίηση των φτωχών αγροτών κατά των γαιοκτημόνων. Οι μέθοδοι ήταν εσκεμμένα βίαιες, ώστε όσοι συμμετείχαν να δένονται αμετάκλητα με το νέο κοινωνικό καθεστώς, φοβούμενοι την παλινόρθωση του παλιού.
Ειδικά κατά την Πολιτιστική Επανάσταση, ο Μάο υποκίνησε την κινεζική νεολαία, και μάλιστα τους μαθητές των καλύτερων σχολείων, να εξεγερθούν κατά των «αντιδραστικών στοιχείων» με πρώτους τους καθηγητές και δασκάλους τους. Ένα τεράστιο κύμα αναταραχών σάρωσε την Κίνα, καθώς οι νεαροί «κοκκινοφρουροί» βιαιοπραγούσαν κατά των δασκάλων τους, εξευτελίζοντας, βασανίζοντας ή και σκοτώνοντάς τους. Η μαοϊκή μέθοδος της υποκίνησης των λαϊκών μαζών έφτασε εδώ στο απόγειό της, καθώς ο Μάο ουσιαστικά παρακινούσε τη νεολαία να ξεσηκωθεί κατά του «καθεστώτος», παρ” ότι ο ίδιος ήλεγχε αυτό το καθεστώς σε μεγάλο βαθμό, επί 15 και πλέον χρόνια. Έτσι πέτυχε να εκτονώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τις ως τότε αστοχίες (με πρώτο το «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός» που κόστισε εκατομμύρια νεκρούς), στρέφοντάς την κατά των «ρεβιζιονιστών – αντιδραστικών» εσωκομματικών αντιπάλων του και μένοντας ο ίδιος στο απυρόβλητο. Η υποκίνηση των λαϊκών μαζών προς τον εξτρεμισμό από ένα καθεστώς που αφ” ενός κυβερνά και αφ” ετέρου εμφανίζεται ως αντιπολιτευόμενο τις κακές πτυχές του κυβερνητικού εαυτού του, ήταν μέθοδος πρωτότυπη και αποτελεσματική.
Αφίσα της περιόδου της Πολιτιστικής Επανάστασης: ο λαός τσακίζει τους «ρεβιζιονιστές»
Δημόσια ταπείνωση καθηγητών
με το περιβραχιόνιο των «κοκκινοφρουρών» στο μπράτσο
Οι μαοϊκές μέθοδοι είχαν καταστροφικά αποτελέσματα, μετρώμενα σε δεκάδες εκατομμύρια νεκρών. Ενδεικτικά, το «Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός», δηλ. η προσπάθεια ραγδαίας αύξησης της παραγωγής το 1958-1960 με «κινηματικές» μεθόδους (κολλεκτιβοποίηση αγροτικού τομέα, μαζική κινητοποίηση του εργατικού δυναμικού κλπ), οδήγησε σε λιμό με τραγικό απολογισμό 30 εκατομμύρια νεκρούς. Τα θύματα της «Πολιτιστικής Επανάστασης» υπολογίζονται σε τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο νεκρούς ενώ πολύ περισσότεροι ήταν όσοι εκτοπίστηκαν, βασανίστηκαν ή εξευτελίστηκαν δημοσίως. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, οι μαοϊκές μέθοδοι κόστισαν περίπου εξήντα εκατομμύρια νεκρών στην Κίνα, χωρίς τελικά η χώρα να επιτύχει σοβαρή πρόοδο σε κάποιον τομέα. Παραμένει όμως εντυπωσιακό το γεγονός ότι το μαοϊκό καθεστώς, άπαξ και επιβλήθηκε, βγήκε αλώβητο από τραγικές αποτυχίες τεραστίου μεγέθους, όπως το «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός», επειδή δεν υπήρχε αντίπαλη πολιτική δύναμη.
Μετά το θάνατο του Μάο Ζεντόνγκ (1976) επικράτησε στο ΚΚΚ μια πιο πραγματιστική ηγεσία με κυρίαρχη φιγούρα τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, επιφανές στέλεχος του κόμματος που είχε περιθωριοποιηθεί από τον Μάο αλλά μπόρεσε να επιβιώσει. Υπό την δική του καθοδήγηση η εικοσαετία 1976-1996 είδε την Κίνα να ανοίγεται σταδιακά στον κόσμο και να υποδέχεται ξένες επενδύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μια θεαματική ανάπτυξη στον τομέα της οικονομίας και της βιομηχανίας (αύξηση του κινεζικού ΑΕΠ από 189,4 δις δολλάρια το 1980 σε 856 δις δολλάρια το 1996), όχι όμως και της δημοκρατίας (είναι χαρακτηριστική η αιματηρή καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων στην πλατεία Τιεν Αν Μεν το 1989).
1989: εξέγερση στην πλατεία Τιεν Αν Μεν
Σήμερα, άλλη μία εικοσαετία αργότερα, το κινεζικό ΑΕΠ έχει ξεπεράσει τα 6 τρις δολλάρια και είναι το δεύτερο υψηλότερο στον κόσμο μετά το ΑΕΠ των ΗΠΑ. Οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Κίνα σήμερα είναι η διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και η συνέχιση δημιουργίας θέσεων εργασίας στα αστικά κέντρα, ώστε να απορροφάται ομαλά η εσωτερική μετανάστευση του πληθυσμού από την επαρχία. Όμως όπως παρατηρεί ο συγγραφέας η Κίνα αντιμετωπίζει προβλήματα τόσο στις εξαγωγές όσο και στις δημόσιες επενδύσεις, που απειλούν την διατηρησιμότητα του ρυθμού ανάπτυξής της. Επιπλέον η άνοδος της στρατιωτικής ισχύος της Κίνας προκαλεί ανησυχία στα υπόλοιπα κράτη της Ασίας, που αυξάνουν τις στρατιωτικές δαπάνες τους, ενώ και οι ΗΠΑ μεταφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις από την Ευρώπη και τη Μ. Ανατολή στην Ασία και τον Ειρηνικό.
Ως κατακλείδα, ο καθηγητής Παπασωτηρίου παρατηρεί ότι το κέντρο βάρους της παγκόσμιας πολιτικής μετατοπίζεται από την Ευρώπη και τον Ατλαντικό προς τον Ειρηνικό. Η Ευρώπη περιθωριοποιείται, καθώς οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες διεθνώς είναι οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ιαπωνία. Εάν η Κίνα διατηρήσει την αναπτυξιακή της δυναμική, οι επόμενες δεκαετίες θα σημαδευτούν από μείζονες ανακατατάξεις στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος.
Χαράλαμπος Παπασωτηρίου*
6-12-2015
*O Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Απόφοιτος της Σχολής Φιλοσοφίας, Πολιτικής και Οικονομικών (Πανεπιστήμιο Οξφόρδης) και κάτοχος διδακτορικού στις διεθνείς σχέσεις από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.Είναι διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου από το 2007. Είναι, επίσης, διευθυντής της Εταιρείας Κοινωνικών και Οικονομικών Μελετών (Ε.Κ.Ο.ΜΕ.). Συμμετέχει στο Επιστημονικό Συμβούλιο του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων (Ι.Α.Α.). Είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και συνεργάτης της Σχολής Εθνικής Άμυνας (Σ.ΕΘ.Α.).
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
http://e-amyna.com/?p=17725