Aρχαία Αθήνα,Ακρόπολη,Παρθενώνας!























(...)

«Τους γνωρίζω, τους γνωρίζω,
- μίλησα κ’ εγώ, -
τους γνωρίζω και τους διαλαλώ
ξέρω απ’ όλα τα τραγούδια
μα για να τα πω,
τα ταιριάζω τα τραγούδια
στο δικό μου το σκοπό».

Και το λόγο που αρχινήσαν
έτσι τον τελειώνω εγώ:
«Και σπρωγμένοι ως εδώ πέρα
οι Αθάνατοι κ’ οι Ωραίοι
από ανέμους και φουρτούνες
και σεισμούς και χαλασμούς,
και καραβοτσακισμένοι
και σκληρά κατατρεμένοι
κι από ξένους και δικούς!

Και κρυψώνες ηύρανε και σκήτες,
μοναστήρια και κελλιά,\
κ’ ηύρανε παλάτια και σκολιά,
και δεν ηύρανε τον ήλιο
και τη λευτεριά,
και δεθήκαν κι αρρωστήσαν
και χτικάσιαν τ’ απολλώνια τα κορμιά
και γινήκαν βρυκολάκοι και στοιχιά.
Βρήκαν κάτεργα και κάστρα
και μια πλάση ξένη, μια στενή
πλάση ξελογιάστρα.
Ορνια γίνανε μπαλσαμωμένα,
λείψανα λυπητερά,
και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
η ζωή και η νιότη και η χαρά.
Γίνανε ή σαν άρρωστα λουλούδια
τροπικά στα θερμοκήπια,
ή φυτρώσανε μαζί
με τα χόρτα που αγκαλιάζουνε τα ερείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ’ στου δασκάλου τα χέρια,
κι αποκάτου απ’ την κοντόφωτη ματιά,
ζήσανε ζωή μέσ’ στα δεφτέρια,
ζήσανε ζωή μέσ’ στη σκλαβιά,
ζήσανε ζωή τυραγνισμένη,
και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη
σαν τα βάσανα και σαν τα καταφρόνια,
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!»

Κι απ’ τους πάπυρους εκείνους μια ψυχή
θάρρεψα πως χύθη,
και γρικήθηκ’ ένας ύμνος θριαμβευτής,
κι απ’ των τάφων έβγαινε τα βύθη:

«Θα διαβούμε και στεριές και πέλαγα,
θα σταθούμε όπου το πόδι δεν μπορεί
Τούρκου κανενός να μας πατήση
από την πατρίδα μας διωγμένοι,
και σβησμένοι απ’ την Ανατολή,
θ’ ανατείλουμε στη Δύση.

Οπου πάμε, θάβρουμε πατρίδες
και θα πλάσουμε, απ’ το Βόσπορο
χαιδευτά συνεβγαλμένοι ως τον Αδρία
θα φωλιάσουμε στη Βενετιά,
θα ξαναρριζώσουμε στη Ρώμη,
θα μας αγκαλιάση η Φλωρεντία.

Τ’ Αλπεια τα βουνά θα δρασκελήσουμε,
θα ξαφνίσουμε τα ρέματα του Ρήνου,
στου Βοριά θ’ ασπροχαράξουμε τα σκότη,
θα χυθούμε σα μαγιάπριλα του νου
όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε
μιαν Ελλάδα και μια νιότη.

Και πλανήτες με δικό μας φως,
το δικό μας φως θα ρίξουμε
όπου θάμπωμα και βράδιασμα στη φύση
κι ο ασκητής θα φιλιωθή με τη ζωή
και το γάλα της χαράς ξανά θα πιής,
νηστευτή, κ’ ένα κρασί θα σε μεθύση.

Και ο Κελτός και ο Γότθος κι ο Αλαμάνος,
κάθε βάρβαρος μ’ εμάς θ’ αναγαλλιάσει,
κι ο Ιταλος απ’ όλους πρώτα
ρασοφόροι και ποντίφικες
θα προσπέσουνε στα πόδια της Ελένης
και τον κύκνο θα λατρέψουνε του Ευρώτα.

Του οικοδόμου θα του δείξουνε ρυθμούς,
νόμους του σοφού, σ’ εμάς θα τρέξουν
όμοια κυβερνήτες και τεχνίτες,
πύργοι θα υψωθούν και πολιτείες,
και παντού ξανά θα στηλωθούν
των καλών και των ωραίων οι δικιοκρίτες.

Μόλις βγούμε απ’ αυτό δα το κοιμητήρι
προς το φως και στα τετράπλατα του αέρα,
σαν τα πρώτα θάβρουμε τα νιάτα,
κ’ έξω απ’ τα στενά κιβούρια,
Καίσαρες κι Αλέξαντροι, θ’ ανοίξουμε,
με του Λόγου το σπαθί, τη στράτα.

Ολυμπων κορφές και Παρνασσών!
Κι απ’ τη σκέψη κι απ’ τα μέτρα μας
γίνονται άνθρωποι και Παρθενώνες
πέρα ως πέρα στην ψυχή μια νεκρανάσταση!
Το μεγάλο Πάνα ολόχαροι
ξαναπροσκυνούν οι αιώνες.

Κ’ οι κακόσορτοι σοφοί και οι στέρφοι
δάσκαλοι, που χρόνια και καιρούς
έτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους
και μαζί μας πάνε σέρνοντάς μας,
άγια στερνολείψανα
του χαμένου Γένους,

έτσι βλέποντας μας χρυσοφτέρουγους
από μέσα από τα χέρια τους να φεύγουμε
σε αποθέωση που δε θα ξαναγίνη,
θα πιστέψουν πως σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι από της θεότης μας τ’ αντίφεγγα
σαν ημίθεοι θα φαντάξουν ως κ’ εκείνοι!»

( Απόσπασμα του ποιήματος ''Ο Θάνατος των Αρχαίων'' του Κ.Παλαμά )