Τάσος Βρεττός.Στη θρησκευτική Βαβέλ της Αιόλου ...



«Με αυτή τη δουλειά», λέει ο Τάσος Βρεττός, «συνειδητοποίησα τη δύναμη της πίστης στους ανθρώπους. Κοινή συνιστώσα όλων των φωτογραφιών είναι η θρησκευτική έκσταση». 

«Ανοιξα την πόρτα και απογειώθηκα». Σύμφωνα με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη, έναν από τους δύο επιμελητές της έκθεσης «Τ (ρ)όποι Λατρείας» (έως 10/1/2016), αυτή ακριβώς ήταν η φράση που είπε ο φωτογράφος Τάσος Βρεττός περιγράφοντας την εμπειρία του από μια επίσκεψη σε άγνωστη αιθιοπική εκκλησία κάπου στην Αθήνα. Ηταν η άμεση αντίδρασή του στο ερέθισμα, η πρώτη, αυτή που μετράει. Η κουβέντα ειπώθηκε σε συνάντηση με φίλους, ένα μεσημέρι Απριλίου του 2012, και επρόκειτο να επιβεβαιωθεί στη συνέχεια.

Κυριακή πρωί, Νοέμβριος 2015, κατηφορίζουμε την οδό Ευριπίδου, στρίβουμε δεξιά στην Αιόλου, και πάλι δεξιά σε μια στοά, και ακόμη μια φορά δεξιά στην είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας που δείχνει ακατοίκητη, ενώ κάποτε μάλλον στέγαζε γραφεία και βιοτεχνίες μέσα στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Αυτό το ρημαγμένο από την αχρησία κτίριο ο Τάσος Βρεττός το ονομάζει Βαβέλ. Εδώ βρίσκονται πέντε από τους πολλούς τόπους λατρείας που επισκέφθηκε δουλεύοντας το φωτογραφικό του πρότζεκτ που τώρα εκτίθεται στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς.

Στο κεντρικό πλάτωμα του τρίτου ορόφου –φαρδιές βρώμικες σκάλες ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, άχρηστα αντικείμενα παρατημένα στις γωνιές, βρώμικα τζάμια και διάδρομοι που φτάνουν σε όμοιες, φθαρμένες, κλειστές ξύλινες πόρτες– ακούγεται μουσική. Απροσδιόριστο από πού έρχεται η μουσική αυτή, ακατανόητοι οι ήχοι, άγνωστες οι λέξεις των τραγουδιών. Είναι ύμνοι; Ακούγονται κρουστά; Εκείνος γνωρίζει ποια είναι η σωστή πόρτα που θα χτυπήσει και η αλήθεια είναι ότι σε καθοδηγεί το αυτί, όχι το μάτι.

Η πόρτα ανοίγει και αίφνης βρισκόμαστε στην Αιθιοπία, σε έναν μικρό αυτοσχέδιο ναό Ευαγγελικών. Το εκκλησίασμα αποτελείται αυτή την ώρα από καμιά τριανταπενταριά πιστούς. Ακούν τον ιερέα, προσεύχονται δυνατά, τραγουδούν, άλλοι μιλούν μόνοι τους στραμμένοι προς τον τοίχο σαν να βρίσκονται σε έκσταση, κάποιες γυναίκες έχουν τα μάτια κλειστά και διακόπτουν τη σιωπή τους με ένα «Αμήν», δυο-τρία μικρά παιδιά κάθονται στην πίσω σειρά των καθισμάτων και κάνουν αταξίες. Οι φωνές των ανθρώπων μπερδεύονται με τους ήχους του συνθεσάιζερ που παίζει δίπλα στον ιερέα, με τα γέλια των παιδιών και τα «Αλληλούια», δημιουργώντας ένα ηχητικό background που δεν ταιριάζει καθόλου με ό,τι φαίνεται πίσω από τα τζάμια της αίθουσας: η οδός Αιόλου άδεια.

Οι πόρτες αυτού του κτιρίου, όπως αποδείχθηκε, βγαίνουν επίσης στην Γκάνα, στην Ερυθραία, στις Φιλιππίνες. Αλλάζει η ένταση και το ύφος της μουσικής, η διακόσμηση του λατρευτικού χώρου, οι εκδηλώσεις των πιστών –άλλοτε περισσότερο θορυβώδεις κι άλλοτε πιο ήπιες όπως συνηθίζουν οι Ασιάτες–, παραμένουν σταθερά τα χαμόγελα που μας καλοδέχονται, οι θερμές χειραψίες, η κατάνυξη που μοιράζεται το ακροατήριο, το πάθος και τα ορθάνοιχτα σε σταυρό χέρια του κήρυκα, ενώ η κυριακάτικη Αθήνα παραμένει ακίνητη έξω από τα παράθυρα. Παρακολουθούμε ένα μέρος της λειτουργίας και αποχωρούμε αθόρυβα.

Στην πραγματικότητα

Προσγειωνόμαστε στην πραγματικότητα της πόλης με το ασανσέρ που λειτουργεί παραδόξως άψογα, διατηρώντας στα αυτιά και στο μυαλό τον απόηχο μιας παράδοξης εμπειρίας, που κάποιοι θα ονόμαζαν εκστατική ή υπερβατική.

Μήπως επειδή το θέμα αφορά τη θρησκευτική πίστη, που σε συνδυασμό με την προσευχή απελευθερώνει μεταφυσική ενέργεια μεγατόνων πάνω από τη Βαβέλ της Αιόλου; Ή μήπως επειδή, χάρη σε αυτή την επίσκεψη και τις φωτογραφίες από τους αθηναϊκούς «Τ (ρ)όπους Λατρείας», μια κουκκίδα αόρατης μάζας –οι μετανάστες αυτής της πόλης, οι ξένοι– αποκτά σώμα και μετατρέπεται σε ένα σύμπαν που διαστέλλεται, όπως σημειώνει ο κοινωνιολόγος Παναγής Παναγιωτόπουλος στον κατάλογο της έκθεσης;

44 «ναοί» της Αττικής σε 400 φωτογραφίες

Ο Τάσος Βρεττός δεν χαρακτηρίζει τον εαυτό του θρησκευόμενο, ούτε όμως άθεο. Επίσης διευκρινίζει πως σε αυτή τη φωτογραφική έρευνα πεδίου δεν τον ώθησε το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, αλλά η καθαρή περιέργεια. Η αρχή έγινε κάποιο Πάσχα με την Ανάσταση σε μια αφρικανική εκκλησία, που κάποιοι του είπαν ότι είναι εντυπωσιακή. Αυτό ήταν, γοητεύτηκε. «Ολα μου τα πρότζεκτ προκύπτουν από την περιέργεια να δω κάτι. Σαν να ανοίγω μια πόρτα, σαν να σηκώνω μια πέτρα, σαν να κοιτάζω λίγο μέσα από μια τρύπα», λέει.

Το ένα πράγμα έφερε το άλλο και τελικά, στα τρία χρόνια που διήρκεσε η περιπλάνησή του στην Αττική, απαθανάτισε τη λατρευτική ζωή σαράντα τεσσάρων «ναών» μεταναστών και προσφύγων.

Οι τετρακόσιες φωτογραφίες που φιλοξενούνται στην έκθεση καταγράφουν ένα αόρατο δίκτυο που λανθάνει στο σώμα της πόλης. Υπόγεια και ενοικιαζόμενα διαμερίσματα πολυκατοικιών, γκαράζ, άδεια γήπεδα, παλιές βιοτεχνίες, εγκαταλελειμμένες αποθήκες και βενζινάδικα αποτελούν τους αυτοσχέδιους χώρους λατρείας πολυάριθμων κοινοτήτων, όπως αυτές ορίζονται με βάση την εθνική/εθνοτική αλλά και τη θρησκευτική τους ταυτότητα: Αιθίοπες κόπτες και Αιθίοπες ευαγγελικοί, Νιγηριανοί ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάντες, Αιγύπτιοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι, Αφγανοί σιίτες και σουνίτες, Πακιστανοί σιίτες και σουνίτες, Ινδοί ινδουιστές, μουσουλμάνοι, σιχ κ.ο.κ.

Προσπαθώντας να παραμείνει αόρατος, επιδιώκοντας να μην ταράξει την προσωπική ζωή των πιστών, κερδίζοντας την αποδοχή και τη συνεργασία τους, εισχώρησε σε αθέατους τόπους και ανακάλυψε τρόπους που καταφέρνουν να μετατρέψουν το κοινότοπο σε ιερό. Ο ίδιος λέει: «Μπορώ να αναγνωρίσω τον ναό όπου βρίσκομαι με κλειστά μάτια, απλώς με την όσφρηση. Τα μπαχαρικά και τα καρυκεύματα των φαγητών που ετοιμάζονται σε μια αυτοσχέδια κουζίνα για να προσφερθούν στους πιστούς μετά τη λειτουργία, τα λουλούδια των προσφορών στους ινδουιστικούς ναούς, τα έντονα αρώματα των γυναικών από την Αφρική, η μυρωδιά του λιβανιού, ακόμη και οι οσμές του ιδρώτα, δημιουργούν ένα πανηγύρι των αισθήσεων».

Οι επιμελητές της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη επέλεξαν να τοποθετήσουν τις εικόνες σε ενιαίο χώρο, όπου θεόρατοι μαύροι «τοίχοι» φέρουν τις φωτογραφίες, ενώ ταυτόχρονα ορίζουν τη διαδρομή του επισκέπτη ανάμεσά τους. Το στροβίλισμα του θεατή μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο θυμίζει λίγο τις στροφές του δερβίση ή τη ρυθμική επανάληψη των ινδουιστικών μάντρας.

«Με αυτή τη δουλειά», λέει ο Βρεττός, «συνειδητοποίησα τη δύναμη της πίστης στους ανθρώπους. Κοινή συνιστώσα όλων των φωνογραφιών είναι η θρησκευτική έκσταση, μια κόκκινη κλωστή όπως εκείνη που κρατούν οι βουδιστές όταν προσεύχονται και συνδέει μεταξύ τους όσους εξωτερικά μοιάζουν τόσο διαφορετικοί».

Σαν παγανιστική τελετή

Την εντύπωση μιας παγανιστικής τελετής, στην οποία το ανθρώπινο σώμα παίζει πρωτεύοντα ρόλο, επιτείνει και η μουσική που συνοδεύει την έκθεση «Τ (ρ)όποι Λατρείας». Πρόκειται για σύνθεση θρησκευτικών ύμνων και ηχητικών ντοκουμέντων που κατέγραψε ο μουσικός Μιχάλης Καλκάνης, συνταξιδεύοντας με τον φίλο του Τάσο Βρεττό σε αρκετούς ναούς, ενώ ένα κοντραμπάσο «σχολιάζει» διακριτικά τα τεκταινόμενα. Το χρώμα, τέλος, το οποίο ο Βρεττός δεν φοβάται καθόλου, αντίθετα το καταγράφει με όλη του την ένταση, όπως και τα κιτς στοιχεία των χώρων δημιουργούν εικόνες που μοιάζουν τρισδιάστατες. Σαν μεμονωμένα καρέ κινηματογραφικών ταινιών, τα οριζόντια κάδρα του σε μεταφέρουν σε μια παράλληλη πραγματικότητα.​​

«Τ(ρ)όποι Λατρείας» στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς) έως τις 10 Ιανουαρίου 2016.

ΜΑΡΩ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ
13-12-2015
http://www.kathimerini.gr/841687/article/politismos/eikastika/sth-8rhskeytikh-vavel-ths-aioloy



«Τ(ρ)όποι λατρείας»: 
ψηλαφίζοντας το απρόσιτο φως 

Ο​​ι άνθρωποι τρέμουμε και την ίδια στιγμή ποθούμε την έκσταση· να βρεθούμε εκτός της στάσης μας, να βγούμε εκτός εαυτού. Καθώς διατρέχω το έξοχο λεύκωμα «Τ (ρ)όποι λατρείας», που εξέδωσε το Μουσείο Μπενάκη για την εκπληκτική φωτογραφική έκθεση του Τάσου Βρεττού –ίσως το εικαστικό δρώμενο της σεζόν–, που θα «τρέχει» στην Πειραιώς έως τις 10 Ιανουαρίου, με αποτυπώσεις και παραστάσεις σαράντα τεσσάρων τόπων και τρόπων θρησκευτικής λατρείας στο λεκανοπέδιο της Αττικής, ο νους μου ανατρέχει άναρχα πάνω στις αρχέγονες, και ενίοτε απόκρυφες, επιθυμίες και απωθήσεις.

Το ανθρωπολογικής εμβέλειας φωτογραφικό πρότζεκτ του Τάσου Βρεττού (έργο εν εξελίξει που ξεκίνησε το 2012) μου μοιάζει σαν μια συνεχή σπουδή, σε παραλλαγές, πάνω στην έννοια της έκστασης και του τι μπορεί να σημαίνει βρίσκομαι εκτός της στάσης μου. Και ίσως το πνευματικό, το υπερβατικό, όπως το καταλαβαίνει ο καθένας, να είναι το κυρίαρχο στοιχείο στις εικόνες αυτές, ωστόσο, η αίσθησή μου είναι πως η προσευχή, ο διαλογισμός, ο ασκητισμός, η ίδια η πράξη της λατρείας είναι επίσης μυστικά μονοπάτια, που δίχως το όχημα του κορμιού δεν περπατιούνται, δεν διαβαίνονται.

Στις φωτογραφίες του Τάσου Βρεττού, το σκυφτό, παρατεντωμένο, ιδρωμένο, γονατιστό, χορευτικό, ματωμένο σώμα με τα κλειστά μάτια, με τα δάκρυα και τα σφιγμένα δόντια είναι κάτι τόσο έντονο και δυνατό όσο και το άυλο, το αόρατο, το υπερβατικό στοιχείο που τις διακρίνει. Γι’ αυτό και μέσα σε όλη αυτή την έξαλλη, αλλόκοτη θρησκευτική μανία, ή και γαλήνη, διακρίνω επίσης μια έντονη σεξουαλικότητα. Λένε πως η ανηδονία, η συνθήκη του ανοργασμικού ανθρώπου, ισχύει όταν ο τρόμος του θανάτου είναι τόσο διάχυτος και έντονος στο υποσυνείδητο ορισμένων ατόμων που παραλύει κάθε διάθεση για έξοδο από τον εαυτό.

Διότι τι άλλο είναι η έκσταση του οργασμού από μια τέτοια έξοδο, από μια παράδοση άνευ όρων – έστω και για λίγα δευτερόλεπτα; Χρειαζόμαστε όλοι διάσπαρτους τέτοιους «μικρούς θανάτους» για να επανασυγκολλούμε μετά τα κομμάτια μας, οπότε, όταν η ύστατη έκσταση, το έσχατο «εκτός της στάσης μου, εκτός εαυτού» δεν είναι παρά ο ίδιος ο θάνατος, αντιλαμβανόμαστε εύκολα πως, ασυναίσθητα, για κάποιους ανθρώπους, ακόμα και η αίσθηση του οργασμού– προκαλεί τρόμο και όσο κι αν συνειδητά την αποζητούν, τόσο αυτή τους διαφεύγει.

«Ο θείος γνόφος εστι το απρόσιτον φως», λέει ο μυστικός Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και στις δραματικές φιγούρες αυτής της σπάνιας σειράς φωτογραφιών, αισθάνεσαι έντονα αυτή την αγωνία του ανθρώπου να ψηλαφίσει το «απρόσιτο φως».

12.12.2015  
ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
http://www.kathimerini.gr/841892/article/politismos/eikastika/tropoi-latreias-yhlafizontas-to-aprosito-fws