Eurozone In Crisis...






         Ιταλική δυσφορία...     

Oπως ήταν φυσικό, οι δηλώσεις του υφυπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ιταλίας Γκότσι χάθηκαν στην εορταστική ειδησεογραφία της παραμονής των Χριστουγέννων. Ο Ιταλός αξιωματούχος και στενός συνεργάτης του Ρέντσι άστραψε και βρόντηξε κατά των Βρυξελλών και του Βερολίνου αλλά και του Παρισιού! Για να παραφράσουμε τον τίτλο της γνωστής ταινίας του Γούντι Αλεν είπε όλα όσα στον Νότο σκέφτονται για την Κρίση στην Ευρωζώνη και δεν τολμούν να εκφέρουν δημόσια.

Η Ρώμη επιτίθεται ανοικτά κατά του διδύμου Ντομπρόφσκις-Μοσκοβισί και ζητά ξεκάθαρες πολιτικές στήριξης της ανάπτυξης εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια της κυβέρνησής του για τη στάση της Κομισιόν από το Προσφυγικό, τις διασώσεις τραπεζών, μέχρι τις κρατικές επιδοτήσεις στη Χαλυβουργία και συνολικά τη δημοσιονομική πολιτική. Δεν διστάζει να απειλήσει με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ο Γκότσι καλεί τη Γερμανία να αλλάξει την πολιτική της για να μην επιδεινωθεί η συγκυρία στην Ευρωζώνη, αλλά και εξαπολύει σκληρή επίθεση στη Γαλλία του Ολάντ, καθώς η στήριξη του Παρισιού στην αμφισβήτηση της λιτότητας είναι ρητορική που δεν μεταφράζεται σε πράξεις και ασκείται στο παρασκήνιο και όχι δημόσια.

Τα παραπάνω είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι και λόγω της επιδείνωσης της εσωτερικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας, και λόγω των μηνυμάτων που έρχονται από Πορτογαλία και Ισπανία αλλά κυρίως λόγω της αδράνειας της Γαλλίας που μοιάζει βραχυκυκλωμένη μετά την πρωτιά της Λεπέν, η Ρώμη προειδοποιεί και μάλιστα την παραμονή των Χριστουγέννων ότι περνά σε ανοικτή ανταρσία κατά των πολιτικών λιτότητας του Βερολίνου. Και όχι μόνον καθώς στην πράξη επικαλούμενη τη γαλλική απουσία διεκδικεί ηγετικό ρόλο στον Νότο της Ευρωζώνης σε μια στιγμή πολιτικών ανακατατάξεων στην Ιβηρική Χερσόνησο.

Είναι προφανές ότι ο Ρέντσι, ο οποίος τον Μάρτιο του 2014 ανέτρεψε τον προκάτοχό του Λέτα υποσχόμενος τόλμη και ανάληψη του πολιτικού κόστους των περικοπών και διαρθρωτικών αλλαγών βλέπει να εξαντλείται η δυναμική του και αντίθετα να δένει μέρα με τη μέρα το ετερόκλητο εθνικολαϊκό ευρωσκεπτικιστικό μέτωπο της Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, της Λέγκας του Βορρά του Σαλβίνι και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο.

Τι θα κάνει η Γαλλία μπροστά στην απειλή ανταρσίας κατά της λιτότητας από την Ιταλία; Θα προσπαθήσει να μεσολαβήσει μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών - Βερολίνου ή θα διατυπώσει και αυτή, με τη σειρά της, μια συνολική αμφισβήτηση της λιτότητας και αν ναι με ποια εναλλακτική πρόταση;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ
28/12/2015
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=31706&subid=2&pubid=64308372






           Ιταλικό βαρόμετρο           

Σε επίπεδο ρητορικής ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ρέντσι πρωταγωνιστεί τον τελευταίο μήνα σε καταγγελίες για τις παρενέργειες της δημοσιονομικής λιτότητας που έχει επιβάλει η Γερμανία στην Ευρωζώνη. Οι βολές Ρέντσι πύκνωσαν την επομένη των εκλογών στην Ισπανία, με κορυφαία τη διαπίστωση ότι οι κυβερνήσεις που εφαρμόζουν αυστηρά μέτρα λιτότητας είναι καταδικασμένες να χάσουν την πλειοψηφία. Κορυφώθηκαν χθες Τρίτη με συνέντευξή του στους Financial Times, όπου δηλώνει ότι η Ιταλία με τη δημοσιονομική εξυγίανση και τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών κέρδισε το δικαίωμα να επικρίνει τη Γερμανία. Ανέξοδη ρητορική εσωτερικής κατανάλωσης; 

Ο Ρέντσι γνωρίζει ότι η κοινή γνώμη περιμένει χειροπιαστή βελτίωση μιας δύσκολης καθημερινότητας και το πιθανότερο είναι η διαφοροποίησή του από το Βερολίνο να έχει πρώτα απ' όλα αποδέκτες εκτός συνόρων:

Πρώτον τη Γερμανία, στην οποία διαμηνύει ότι η περίοδος που άρχισε πριν από τέσσερα χρόνια με την κατά παραγγελία των Μέρκελ-Σαρκοζί αποπομπή του Μπερλουσκόνι και αντικατάστασή του από τον Μόντι τελείωσε. Η Ρώμη δεν αισθάνεται πλέον την ανάγκη να αναλαμβάνει το κόστος μεταρρυθμίσεων και περικοπών, έστω και σε επικοινωνιακό επίπεδο δεσμεύσεων και διακηρύξεων.

Δεύτερον τη Γαλλία, που μετά την κυβερνητική αλλαγή στην Πορτογαλία και την επερχόμενη στην Ισπανία, αλλά κυρίως μετά το σοκ των περιφερειακών εκλογών, θα πρέπει να βιαστεί να αναλάβει τον ρόλο που της αναλογεί στη διαμόρφωση των συσχετισμών της Ευρωζώνης, αν δεν θέλει να δει τον Ρέντσι να πιστώνεται, σε επικοινωνιακό τουλάχιστον επίπεδο, την πρώτη μετωπική διαφοροποίηση από την πολιτική του Βερολίνου από την άνοιξη του 2010 μέχρι και σήμερα.

Η Ρώμη, με άλλα λόγια, διαμηνύει στο Παρίσι ότι δεν υπάρχει περιθώριο για γαλλική διαμεσολάβηση-γέφυρα ανάμεσα στον Νότο της Ευρωζώνης και το Βερολίνο. Ο Ιταλός πρωθυπουργός πιέζει για τη συγκρότηση ενός μετώπου των χωρών του Νότου συν τη Γαλλία, γιατί αργά αλλά σταθερά χάνει έδαφος απέναντι στο ετερόκλητο ευρωσκεπτικιστικό μέτωπο που τείνει να διαμορφωθεί από τη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, τη Λέγκα του Βορρά του Σαλβίνι και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο.


Ο Ρέντσι με τη ρητορική μέχρι στιγμής εξέγερσή του κατά του Βερολίνου δείχνει να εκτιμά ως αναπόφευκτη τη σύγκρουση του Νότου με τη Γερμανία και σπεύδει να επενδύσει σε αυτήν την προοπτική. Να σημειωθεί ότι όταν ανέτρεψε, την άνοιξη του 2014, τον προκάτοχό του Λέτα, ο Ρέντσι δεσμευόταν για πιο τολμηρές κινήσεις δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών αλλαγών.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ
23/12/2015
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=31706&subid=2&pubid=64306787




  Πολιτική αστάθεια στον μεσογειακό Νότο  

Ο Μαριάνο Ραχόι μπορεί να ελπίζει ότι θα σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας με αποχή των Σοσιαλιστών. Για τον ηγέτη των Σοσιαλιστών, Πέδρο Σάντσες, όμως, ανάλογη στάση θα ισοδυναμούσε με πολιτικό χαρακίρι.

Πριν από μία εβδομάδα, ο Ματέο Ρέντσι κάλεσε τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις της Μεσογείου να σχηματίσουν ενιαίο μέτωπο για να εξισορροπήσουν την, κατά τη γνώμη του, υπερβολική γερμανική επιρροή στην Ε.Ε. Την περασμένη Τρίτη, δύο ημέρες μετά τις ισπανικές εκλογές που ανέτρεψαν το παραδοσιακό δικομματικό σύστημα και αφαίρεσαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τον κεντροδεξιό ομόλογό του Μαριάνο Ραχόι, ο Ρέντσι επανήλθε δριμύτερος. «Δεν γνωρίζω τι θα συμβεί στον φίλο μου τον Μαριάνο, γνωρίζω όμως ότι όσοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, ως υπερασπιστές μιας πολιτικής λιτότητας χωρίς ανάπτυξη, έχασαν τα αξιώματά τους», δήλωσε ο Ιταλός πρωθυπουργός στους Financial Times, για να προσθέσει, απευθυνόμενος στην Αγκελα Μέρκελ: «Η Ε.Ε. οφείλει να υπηρετεί και τα 28 κράτη–μέλη και όχι μόνο ένα εξ αυτών».

Θα μπορούσαν να διατυπωθούν διάφορες εικασίες για τα αίτια της όψιμης αντιγερμανικής έκρηξης του Ρέντσι. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας είχε βάσιμους λόγους να εξοργίζεται για το γεγονός ότι η χώρα του, η οποία διατηρεί στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, υποχρεώνεται να εφαρμόζει κυρώσεις σε βάρος της τη στιγμή που η Γερμανία ετοιμάζεται να διπλασιάσει –με το αζημίωτο– τη χωρητικότητα του υπεραγωγού μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, Nord Stream. Εξίσου ισχυρούς λόγους έχει ο Ρέντσι να επιθυμεί χαλάρωση της λιτότητας, καθώς η δημοτικότητά του διανύει πτωτική τροχιά και το ημερολόγιο του 2016 περιλαμβάνει κρίσιμες τοπικές εκλογές σε μεγάλες πόλεις, όπως η Ρώμη, το Μιλάνο και η Νάπολη.

Το μάθημα της επταετίας

Ανεξαρτήτως κινήτρων, η διαπίστωση του Ιταλού πρωθυπουργού διατηρεί την αξία της. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορούν να συζητούν στο διηνεκές κατά πόσο ο αυστηρός γερμανικός νεοφιλελευθερισμός (Ordoliberalismus) μπορεί να σταθεροποιήσει ή όχι μια προβληματική οικονομία. Εκεί που δεν χωράει αμφιβολία, όμως, είναι ότι αυτή η οικονομική φιλοσοφία αποδεικνύεται πολύ ικανή στο να αποσταθεροποιήσει εκ θεμελίων το πολιτικό σύστημα των χωρών που την εφαρμόζουν. Η δρακόντεια λιτότητα αναδεύεται ως αβυσσαλέα Μέδουσα που «καταπίνει» πρωθυπουργούς. Αυτό είναι το μάθημα των επτά τελευταίων χρόνων από την έναρξη της μεγάλης κρίσης του 2008: Μπράουν, Σαρκοζί, Μπερλουσκόνι, Θαπατέρο, Παπανδρέου, Σαμαράς, Κοέλιο είδαν την κόκκινη κάρτα από το εκλογικό σώμα. Ο Μαριάνο Ραχόι είναι πολύ πιθανόν να τους ακολουθήσει.

Οι βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής αποτέλεσαν σημείο καμπής στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ισπανίας. Τα δύο κόμματα που κυβερνούσαν επί τέσσερις δεκαετίες μετά το τέλος της εποχής Φράνκο, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα και οι Σοσιαλιστές, είδαν το άθροισμα των ποσοστών τους να κατακρημνίζεται από τα συνήθη επίπεδα του 80% ή και 85%, στο 50%. Από τη φθορά τους ευνοήθηκαν τα δύο νεοπαγή κόμματα που ξιφουλκούν, από διαφορετικές αφετηρίες, «εναντίον των πολιτικών ελίτ», οι κεντρώοι Ciudadanos (τέταρτο κόμμα με 14%) και κυρίως το αριστερό Podemos (τρίτο κόμμα με 21%).

Βεβαίως ο Ραχόι, ως επικεφαλής του πρώτου κόμματος, θα ήθελε να ελπίζει ότι θα σχηματίσει, έστω και με μόλις το 29% των ψήφων, κυβέρνηση μειοψηφίας, στην περίπτωση που οι Σοσιαλιστές και οι Ciudadanos απόσχουν από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Ηδη ο ηγέτης των απολύτως συστημικών Ciudadanos, Αλμπερτ Ριβέρα, προσφέρθηκε να τον διευκολύνει.

Για τον νεαρό ηγέτη των Σοσιαλιστών, Πέδρο Σάντσες, όμως, μια ανάλογη στάση θα ισοδυναμούσε με πολιτικό χαρακίρι. Η Ισπανία δεν είναι Γερμανία, μια χώρα όπου ένας «μεγάλος συνασπισμός» Κεντροδεξιάς - Κεντροαριστεράς θεωρείται κάτι το φυσιολογικό. Είναι μια χώρα όπου η αντίθεση Δεξιάς - Αριστεράς χαράχτηκε στο κοινωνικό σώμα με το πυρωμένο σίδερο του εμφυλίου πολέμου και όπου ο μισός πληθυσμός θεωρεί το Λαϊκό Κόμμα του Ραχόι συνέχεια της παράταξης του Φράνκο. Ενδεχόμενη σύμπραξη του Σάντσες με τον Ραχόι θα σημάνει, πιθανότατα, ότι οι Ισπανοί Σοσιαλιστές θα έχουν την τύχη του βενιζελικού ΠΑΣΟΚ και ότι το Podemos θα αναδειχθεί στον βασικό κορμό της αντιπολίτευσης, με προοπτική εξουσίας στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, που μάλλον δεν θα αργήσει, ούτως ή άλλως.

Το εναλλακτικό σενάριο

Αμφίβολο εμφανίζεται, ωστόσο, και το εναλλακτικό σενάριο μιας λύσης «α λα Πορτογαλία»: του σχηματισμού, δηλαδή, κυβέρνησης από το δεύτερο, Σοσιαλιστικό, κόμμα, με στήριξη από το Podemos και την Ενωμένη Αριστερά, κορμός της οποίας είναι το Κ.Κ. Ισπανίας. Το πρόβλημα είναι ότι, σε αντίθεση με την Πορτογαλία, εδώ οι αριθμοί δεν βγαίνουν. Για την εξασφάλιση της δεδηλωμένης θα χρειαστεί η σύμπραξη είτε των Ciudadanos –κάτι πολύ αμφίβολο λόγω μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών– είτε αριστερών, αυτονομιστικών κομμάτων από την Καταλωνία και τη Χώρα των Βάσκων. Αλλά η δεύτερη αυτή εκδοχή είναι πολύ ακανθώδης για τους Σοσιαλιστές, οι οποίοι, σε αντίθεση με το Podemos, αρνούνται μέχρι στιγμής να δώσουν τη δυνατότητα στους Καταλανούς να αποφασίσουν για την ανεξαρτησία ή όχι της περιοχής τους με δημοψήφισμα.

Ο βετεράνος σοσιαλιστής Φελίπε Γκονσάλες, πρωθυπουργός επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου και Φρανσουά Μιτεράν, δήλωσε ότι η Ισπανία κινδυνεύει να μπει σε τροχιά «ιταλοποίησης, χωρίς Ιταλούς για να τη διαχειριστούν». Αναφερόταν στις πέντε πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες όπου η Ιταλία άλλαζε κυβέρνηση κάθε έξι μήνες ή ένα χρόνο, με εναλλασσόμενους βραχύβιους συνασπισμούς κομμάτων. Μόνο που η Ισπανία δεν γνώρισε ποτέ από κυβέρνηση συνασπισμού μετά τον εμφύλιο.

Η παλιά τάξη πραγμάτων καταρρέει, αλλά καμία καινούργια δεν φαίνεται έτοιμη να πάρει τη θέση της. Ακόμη και αν σχηματιστεί μια κυβέρνηση Σοσιαλιστών - Αριστεράς και άλλων συμμάχων, θα βρισκόμαστε πολύ μακριά από την έλευση ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού παραδείγματος. Αλλωστε η περί τον –επικοινωνιακά χαρισματικό– Πάμπλο Ιγκλέσιας ηγεσία του Podemos έβαλε πολύ νερό στο κρασί της τον τελευταίο χρόνο. Εθαψε στο συρτάρι στόχους όπως η στάση πληρωμών για μερική διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών, το κατώτατο εγγυημένο εισόδημα και το 35ωρο, ενώ σταμάτησε κάθε συζήτηση περί εξόδου από το ΝΑΤΟ.

Δύο ταχύτητες

Αλλά και η κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα στην Πορτογαλία, προτού αναλάβει τα καθήκοντά της, έδωσε εγγυήσεις στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο ότι θα σεβαστεί τις αυστηρές δημοσιονομικές προβλέψεις του συμφώνου σταθερότητας. Σε κάθε περίπτωση, τίποτα δεν δείχνει ότι η Γερμανία και οι σύμμαχοί της είναι διατεθειμένοι να μετριάσουν τις απαιτήσεις τους έναντι των ανήσυχων μεσογειακών εταίρων τους. Το αντίθετο είναι πιθανότερο: να σφίξουν περισσότερο τη βίδα στις πιο προβληματικές οικονομίες της Ευρωζώνης για να αποτρέψουν χαλάρωση της λιτότητας, όχι μόνο σε μικρές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, αλλά και σε μεγάλες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία – κάτι που θα σήμαινε το τέλος του συμφώνου σταθερότητας.

Παρά τις ρητορικές εκκλήσεις των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών προς αυτή την κατεύθυνση, η Αγκελα Μέρκελ δεν δείχνει καμία διάθεση για αλλαγή πολιτικής. Αλλωστε, η πίεση που δέχεται από τους εκλογείς της είναι σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Αν στον ευρωπαϊκό Νότο η κρίση των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας ευνοεί –επί του παρόντος και μόνο ως ένα σημείο– αριστερά, ριζοσπαστικά ρεύματα, στις χώρες του Βορρά τροφοδοτεί τον δεξιό, εθνικιστικό λαϊκισμό εκείνων που αγανακτούν όχι μόνο με τους πρόσφυγες, αλλά και με τη διασπάθιση των χρημάτων τους σε ατελέσφορα δάνεια προς τους «τεμπέληδες» της Μεσογείου.

Με δύο λόγια, εάν η Ευρωζώνη δύο ταχυτήτων αποτελεί, μέχρι τώρα, μόνο σχέδιο επί χάρτου στο γραφείο του κ. Σόιμπλε, η πολιτική Ευρώπη των δύο ταχυτήτων είναι ήδη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα, που μάλλον δεν διαγράφεται ευοίωνη.

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
 25.12.2015 
http://www.kathimerini.gr/843716/article/epikairothta/kosmos/politikh-asta8eia-ston-mesogeiako-noto







          Ακυβέρνητη πολιτεία η ΕΕ       

Tο ένα σοκ διαδέχεται το άλλο στην ΕΕ και την αναδεικνύει συνολικά ως ακυβέρνητη πολιτεία που νομιμοποιεί ερωτηματικά όχι πλέον για την ικανότητα προσαρμογής της αλλά και για την ίδια την επιβίωσή της και μάλιστα σε ορίζοντα διετίας, όπως γράφει αρθρογράφος των «Financial Times» στις 22.12. Το Προσφυγικό, αντί να προκαλέσει συσπείρωση και να διαμορφώσει μια συνολική αλληλεγγύη, όπως επεχείρησε αρχικά το Βερολίνο, απειλεί με θρυμματισμό και ακύρωση τη Συμφωνία Σένγκεν.

Η αποδοκιμασία της δημοσιονομικής λιτότητας σε όλες τις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις αλλά και ο κίνδυνος εγκλωβισμού της Ευρωζώνης σε σπιράλ αποπληθωρισμού, παρά την ποσοτική επέκταση της ΕΚΤ και την αναγγελία της παράτασής της και της διεύρυνσής της από τον Ντράγκι, δεν φαίνεται να επηρεάζει τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής του Βερολίνου, που δεν είναι άλλος από την αποφυγή αμοιβαιοποίησης του κινδύνου. Τελευταίο δείγμα γραφής τής παραπάνω προσέγγισης το σθεναρό «όχι» της Γερμανίας στο σχέδιο για κοινή εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων στην Ευρωζώνη, στο οποίο είχαν συμφωνήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και μια πλειοψηφία κρατών-μελών.

Η ανυπαρξία της Ευρώπης φάνηκε αυτές τις μέρες και στη διένεξη για την ενεργειακή σχέση της ΕΕ με τη Ρωσία και στην παράταση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Μόσχα για την Ουκρανία. Είναι γνωστό ότι η Γερμανία και η Γαλλία θέλουν να απεγκλωβιστούν από το αδιέξοδο στο οποίο τις έσπρωξε η παρέμβαση των ΗΠΑ στην Ουκρανία πριν από δύο χρόνια. Ομως το Βερολίνο με την ανοχή του Παρισιού αντί να συσπειρώσει μια υπάρχουσα πλειοψηφία χωρών-μελών που δεν θέλει παγίωση μιας νέας ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης, προτίμησε να συνάψει σε διμερές επίπεδο συμφωνία με τη Μόσχα για την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου Northstream 2 στη Βαλτική, την ώρα που η Ιταλία, η Ελλάδα και οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης εκβιάζονται να μην ξανανοίξουν το θέμα της κατασκευής του Southstream!

Πριν από λίγα χρόνια ο εγκλωβισμός της Βρετανίας στο δημοψήφισμα από τον Κάμερον θα ήταν ακόμη μια αδυναμία του Λονδίνου να συντονιστεί με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Σήμερα, ενώ ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ αναζητεί αγωνιωδώς στις διαβουλεύσεις του με τις Βρυξέλλες τη φόρμουλα που θα του επιτρέψει να ταχθεί υπέρ της παραμονής της χώρας του στην ΕΕ και να κερδίσει το δημοψήφισμα, υπάρχει η βαριά σκιά της δέσμευσης της Λεπέν στη Γαλλία για δημοψήφισμα με το ίδιο ερώτημα, σε περίπτωση εκλογής της στην προεδρία το 2017. Ουδείς σήμερα μπορεί με βεβαιότητα να αποκλείσει την αλληλοτροφοδότηση του γαλλικού και του βρετανικού ευρωσκεπτικισμού σε μια σχέση συγκοινωνούντων δοχείων.

Η έξοδος από την Ευρωζώνη ως σύνθημα συσπείρωσης έχει φανεί και στην Ιταλία, όπου διαμορφώνεται ένα ετερόκλητο μέτωπο από τη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, τη Λέγκα του Βορρά του Σαλβίνι και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο με την υποστήριξη μιας ισχυρής μειοψηφικής μερίδας της Confindustria, του ιταλικού ΣΕΒ δηλαδή.

Η Φινλανδία συμπυκνώνει από μόνη της τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: αλαζονική και αδιάλλακτη προς τον Νότο ως νεόπλουτος του Βορρά μέχρι πριν από δύο χρόνια, και βυθισμένη σήμερα σε μια ύφεση χωρίς ορατή προοπτική εξόδου, βλέπει την υποστήριξη της παραμονής της στην Ευρωζώνη να καταρρέει δημοσκοπικά στο ποσοστό του 54%.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ
25-12-2015
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=31706&subid=2&pubid=64307731







Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ «ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ» ΕΞΑΝΤΛΗΣΕ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ

«Ωρα μηδέν» για το πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης

Η Ευρώπη θεωρείται, δίχως αμφιβολία, η κοιτίδα της αστικής δημοκρατίας και των θεμελιωδών ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Σε αυτήν, επίσης, το αποκαλούμενο «κράτος-πρόνοιας» εξελίχθηκε και πήρε την πιο ολοκληρωμένη του μορφή. Τα δύο αυτά στοιχεία αποτέλεσαν, άλλωστε, τους βασικότερους πυλώνες της «τάξης πραγμάτων» η οποία σφράγισε την ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτά βασίστηκε η σχετική ομαλότητα με την οποία κύλησαν τα προηγούμενα 60 και κάτι χρόνια (παρά τις ταραχώδεις περιόδους που, κατά καιρούς, βίωσαν μια σειρά χώρες), δίνοντας την εντύπωση ότι η Ευρώπη αποτελεί το παγκόσμιο πρότυπο σταθερότητας, συναίνεσης, αλλά και μιας ομαλής οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς τις ακρότητες των Αγγλοσαξόνων.

Η κρίση, όμως, που εκδηλώθηκε το 2008 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, η οποία κλόνισε συθέμελα τον «υπαρκτό καπιταλισμό» σε ολόκληρο τον πλανήτη, απέδειξε ότι η συγκεκριμένη ευρωπαϊκή «τάξη πραγμάτων» εξάντλησε πλέον τα όριά της. Η βίαιη αναδιανομή εισοδήματος που επιβλήθηκε σε βάρος των μεσαίων και χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, προκειμένου να σωθούν οι τράπεζες, να καλυφθούν τα ελλείμματα και να αντιμετωπιστεί η χίμαιρα του χρέους, έχουν υπονομεύσει οριστικά και αμετάκλητα την οικονομική βάση, καθώς και όλους τους παραδοσιακούς θεσμούς και μηχανισμούς διαμεσολάβησης που συγκροτούσαν ένα δαιδαλώδες, περίπλοκο, αλλά πρακτικά λειτουργικό και αποτελεσματικό οικοδόμημα -κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα, Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρώ, ακόμη και ΜΜΕ και εργατικά συνδικάτα.

Το σύστημα, βεβαίως, ήταν ισχυρό και κατάφερε, εύκολα ή δύσκολα, να αντέξει τους μεγάλους κραδασμούς της προηγούμενης επταετίας. Η ταχεία «μετάλλαξη» της πρώτης δημοκρατικά εκλεγμένης αριστερής κυβέρνησης στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο, στην Ελλάδα, φάνηκε να καθησυχάζει τις ελίτ, που πρόβαλαν επίμονα και συστηματικά το επιχείρημα ότι «τίποτα δεν αλλάζει». Όλα δείχνουν, όμως, ότι οι κραδασμοί έχουν αρχίσει να μετατρέπονται σε σεισμούς μεγάλης έντασης. Η προσφυγική κρίση, η τρομοκρατική απειλή και το διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα δημοκρατίας στερούν από το οικοδόμημα κρίσιμους ακρογωνιαίους λίθους του.

Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών σε Γαλλία και Ισπανία δείχνουν πως έρχονται ιστορικές ανακατατάξεις. Οι πολίτες αναζητούν άλλους δρόμους, πρότυπα και απαντήσεις. Τα παλιά κόμματα φθίνουν, όμως και τα καινούργια μοιάζουν να είναι... ανακυκλώσιμα. Κανείς, για την ώρα, δεν μπορεί να προδιαγράψει το πρόσημο των αλλαγών που έχουν ξεκινήσει. Οι κοινωνίες καλούνται να σηκωθούν από τον καναπέ και να βάλουν τη σφραγίδα τους -εάν θέλουν αύριο να μην βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων...

ΙΤΑΛΙΑ

Στον αστερισμό Γκρίλο και Λίγκας

Η Ιταλία αποτελούσε παραδοσιακά το πολιτικό «εργαστήρι» της Ευρώπης. Σε αυτήν έχουν βαθιές ρίζες ο ευρωκομμουνισμός και η θεωρία του «ιστορικού συμβιβασμού», εκεί ευδοκίμησαν και τα δύο «άκρα» στην πιο εξτρεμιστική τους μορφή -τις νεοφασιστικές συμμορίες και τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Στην πολιτική της σκηνή επιχειρήθηκε η βίαιη αναδόμηση του παλιού πολιτικού σκηνικού με την περίφημη «Επιχείρηση Καθαρά Χέρια», σε αυτήν αναδύθηκε και το άστρο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, του πρώτου ουσιαστικά καπιταλιστή στην ιστορία που αποφάσισε να αναλάβει χωρίς... μεσάζοντες τη διακυβέρνηση της χώρας του.
«Ωρα μηδέν» για το πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης 

Το μοντέλο Σίλβιο

Η ιστορία, φυσικά, δεν σταματάει εδώ. Η «δύση» του Καβαλιέρε μπορεί να παρασέρνει στον γκρεμό το δημιούργημά του, την Φόρτσα Ιτάλια, όμως ήδη έχει κερδίσει θέση στην πρώτη γραμμή ένας άνθρωπος -ο πρώην δημοφιλής κωμικός και σόουμαν Μπέπε Γκρίλο, με το «Κίνημα Πέντε Αστέρων»- ο οποίος κατάφερε να δημιουργήσει ένα πρωτόγνωρο πολιτικό «μείγμα», που είναι αδύνατο να καταταγεί στη Δεξιά ή την Αριστερά με βάση τις κλασικές διαχωριστικές γραμμές. Παράλληλα, οι εθνικιστές της Λίγκας του Βορρά έσπασαν την τακτική της σιωπής και συναίνεσης που εφάρμοζαν την εποχή της παντοδυναμίας του Μπερλουσκόνι και διεκδικούν επίσης καθοριστικό ρόλο.

Με όλα αυτά να συμβαίνουν, έχει δίκιο να ανησυχεί ο ηγέτης των Δημοκρατικών, Ματέο Ρέντσι -ο οποίος, ταυτόχρονα, είναι ίσως ο μακροβιότερος πρωθυπουργός στην Ευρώπη που κατέλαβε το αξίωμά του χωρίς να περάσει από τη δοκιμασία (και τη νομιμοποίηση) μιας εκλογικής αναμέτρησης.

Μόλις την περασμένη Τρίτη και υπό το φως των δημοσκοπήσεων που δείχνουν ότι και το δικό του άστρο έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, ο πρώην δήμαρχος της Φλορεντίας και αγαπημένος των μίντια προειδοποίησε, με συνέντευξή του στην εφημερίδα Financial Times, ότι το κύμα του λαϊκισμού ο οποίος ενισχύεται από τις πολιτικές λιτότητας ενισχύεται επικίνδυνα σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Δημοσκοπήσεις

Για του λόγου το αληθές, σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει μετά το καλοκαίρι στην Ιταλία, η διαφορά ανάμεσα στο κυβερνόν κόμμα και τον Γκρίλο τείνει να περιοριστεί στα όρια του στατιστικού λάθους. Και ο Ρέντσι, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να αποφύγει το μοιραίο, έχει περάσει στην επίθεση υιοθετώντας σαφώς πιο αντιγερμανικούς τόνους και ξιφουλκώντας διαρκώς κατά της λιτότητας και άλλων κεντρικών επιλογών οι οποίες γίνονται στις Βρυξέλλες -μάλιστα, οι πληροφορίες τον θέλουν να αντάλλαξε και κάποια... γαλλικά με την Ανγκελα Μέρκελ στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής.

«Μπορούμε να νικήσουμε αυτή τη δημαγωγία, την απάθεια και τον λαϊκισμό ποντάροντας στην ανάπτυξη και την απασχόληση, στο πλαίσιο μιας νέας κοινωνικής Ευρώπης», δήλωσε χαρακτηριστικά στην προαναφερθείσα συνέντευξή του στους FT. Μόνο που οι πράξεις του κάνουν ολοένα περισσότερους να δυσπιστούν για τα λεγόμενά του.

Εθνικισμός

Αμφισβητούνται και τα σύνορα

Οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές δεν θα είναι το μοναδικό σημείο τριβής στην πορεία προς τον σχηματισμό της νέας ισπανικής κυβέρνησης. Κι αυτό διότι μετά την πρόσφατη απόφαση των Καταλανών να χαράξουν έναν «οδικό χάρτη» προς την ανεξαρτησία τους από τη Μαδρίτη, η θέση των κομμάτων σε αυτό το «καυτό» ζήτημα θα αποτελέσει, πιθανότατα, ένα εξίσου μεγάλο αγκάθι στις διαπραγματεύσεις που θα διεξαχθούν.

Πολύ περισσότερο, μάλιστα, καθώς Λαϊκό Κόμμα και Σοσιαλιστές -που μαζί με τους Ciudadanos απορρίπτουν ουσιαστικά κάθε συζήτηση περί μιας νέας σχέσης με τις περιφέρειες- κυριολεκτικά συνετρίβησαν στην Καταλονία, όπου τις δύο πρώτες θέσεις κέρδισαν το σχήμα που στήριξαν οι Podemos και η ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία υποστηρίζει φανατικά την απόσχιση.

Καταλανοί και Σκοτσέζοι

Είναι δε σαφές ότι η διαμάχη ανάμεσα σε Μαδρίτη και Βαρκελόνη δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία στον ουρανό της Ευρώπης.

Την ίδια στιγμή, οι Σκοτσέζοι εθνικιστές μοιάζουν να μην έχουν αποδεχθεί την ήττα στο δημοψήφισμα του 2014 και περιμένουν την ευκαιρία να ξαναθέσουν επί τάπητος το δικό τους αίτημα για ανεξαρτησία -κάτι που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κάνουν στην περίπτωση που η Βρετανία αποφασίσει να πάρει τον δρόμο της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Τα «μαχαίρια» τους ακονίζουν όμως και στον (πλούσιο) ιταλικό Βορρά, ενώ άσβεστο παραμένει το εθνικό μίσος ανάμεσα σε Φλαμανδούς και Βαλόνους στο Βέλγιο, όπου επίσης μπορεί να μετατραπεί σε ανοιχτή σύγκρουση ανά πάσα στιγμή.

Ας μην υπάρχουν αυταπάτες: Η αιτία πίσω από την αναβίωση όλων αυτών των αποσχιστικών τάσεων δεν είναι άλλη από τη γενικότερη απαξίωση του συνολικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος και των ακρογωνιαίων λίθων του, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και ο «ιερός» ρόλος των εθνικών κρατών στη Γηραιά Ήπειρο.

ΓΑΛΛΙΑ

Η Ακροδεξιά κάνει πόλεμο σε Ε.Ε. - ευρώ

Κανείς δεν μπορεί, φυσικά, να ισχυριστεί ότι η Ακροδεξιά και τα κόμματα που την εκφράζουν, παλιά και νεότερα, είναι κάτι το καινοφανές στην Ευρώπη. Σε πολλές χώρες, άλλωστε, οι ρίζες τους είναι βαθιές, τόσο στις κοινωνίες όσο και την πολιτική, έστω κι αν για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεναν στο περιθώριο και δεν διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο. Από την άλλη, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια και στο φόντο των πολλαπλών κρίσεων που πλήττουν ταυτόχρονα την Ευρώπη, η Ακροδεξιά δείχνει να αναγεννάται, να εκσυγχρονίζει το πολιτικό και ιδεολογικό της οπλοστάσιο και να καταφέρνει να βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της τάσης είναι, αναμφίβολα, η Γαλλία και το Εθνικό Μέτωπο της δυναστείας Λεπέν. Ακολουθώντας μια συνεχή ανοδική πορεία στα ποσοστά του, τόσο στις εκλογικές αναμετρήσεις όσο και στις δημοσκοπήσεις, η γαλλική Ακροδεξιά έχει θέσει τον πιο φιλόδοξο στόχο -της «κατάληψης» του Προεδρικού Μεγάρου στις εκλογές του 2017- ο οποίος, εάν επιτευχθεί, θα καταφέρει στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα ένα τόσο βαρύ πλήγμα, από το οποίο είναι αμφίβολο εάν θα καταφέρει να επιβιώσει.

Στρώνουν το χαλί

Όπως έχει επανειλημμένως τονιστεί, η αποτυχία της Μαρίν Λεπέν να κερδίσει έστω και μία περιφέρεια στις πρόσφατες εκλογές, λόγω της συστράτευσης όλου του «δημοκρατικού τόξου», δεν συνιστά λόγο επανάπαυσης. Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι οι αιτίες που φέρνουν την ενίσχυση της ίδιας και του κόμματός της, όχι απλώς δεν εκλείπουν, αλλά γενικεύονται: η οικονομική κρίση, ο αυταρχισμός από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών, ο βραχνάς του ευρώ και της ΕΚΤ, τα κύματα των προσφύγων και η ισλαμική τρομοκρατία συνθέτουν ένα εξαιρετικά ευνοϊκό έδαφος, πάνω στο οποίο ευδοκιμεί το ακροδεξιό δηλητήριο που «εκλεπτυσμένα» χύνει η Λεπέν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Η πρωτιά της στις περυσινές ευρωεκλογές, οι 6 στις 13 περιφέρειες όπου το Εθνικό Μέτωπο προηγούνταν στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών και οι δεσμοί που οικοδομεί η Λεπέν με όμορα κόμματα σε όλη την Ευρώπη καθιστούν τον κίνδυνο άμεσο. Πολύ περισσότερο καθώς την «αγκαλιάζουν» (έστω και όχι φανερά) τμήματα της ελίτ που ασφυκτιούν κάτω από τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη, θεωρώντας ότι το Βερολίνο επιχειρεί να οικοδομήσει το «Τέταρτο Ράιχ» όχι με τα πάντσερ, αλλά με τη μέθοδο του οικονομικού ιμπεριαλισμού.

Ασφαλώς, το Εθνικό Μέτωπο δεν μπορεί επ' ουδενί να θεωρηθεί μια... αντικαπίταλιστική δύναμη. Παρ' όλα αυτά, το κατεστημένο έχει κάθε λόγο να φοβάται ότι η άνοδός του θα φέρει πολλές ανακατατάξεις και θα προκαλέσει «θύματα»...

ΙΣΠΑΝΙΑ

Το (προαναγγελθέν) Βατερλό του δικομματισμού

«Οι εκλογές της Κυριακής στην Ισπανία αποτέλεσαν ένα σημείο καμπής (...) Αυτό που φαίνεται πλέον πιο ξεκάθαρα είναι ότι η λιτότητα συνέβαλε ώστε να τσακιστούν τα παλιά πολιτικά συστήματα στη νότια Ευρώπη, ανοίγοντας το κλαμπ των αποστεωμένων κομμάτων που ήλεγχαν ασφυκτικά την πολιτική σκηνή και φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα γενιά φιλόδοξων σχημάτων». Αυτά σημείωνε η εφημερίδα New York Times την περασμένη Τρίτη, σε πρωτοσέλιδή ανάλυσή της με τίτλο «οι εκλογές στην Ισπανία κατάφεραν πλήγμα στη λιτότητα στην Ευρώπη».

Βαθιά ρωγμή

Πράγματι, τα αποτελέσματα προκάλεσαν στο «παλιό σύστημα» μια τόσο βαθιά ρωγμή η οποία είναι δύσκολο, αν όχι απίθανο, να κλείσει. Τα δύο κόμματα που κυβερνούσαν εναλλάξ τη χώρα μετά το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο, οι Λαϊκοί και οι Σοσιαλιστές, είδαν τη δύναμή τους να μειώνεται κατά το ένα τρίτο περίπου, ξεπερνώντας αθροιστικά μόλις και μετά βίας το 50%, όταν στις εκλογές του 2011 κυριαρχούσαν απόλυτα, με πάνω από 73%. Την ίδια στιγμή, δύο «πρωτάρηδες» σε εθνικές εκλογές, οι (κατά τεκμήριο) αριστεροί Podemos και οι (με ανάλογο κριτήριο) δεξιοί Ciudadanos πλασαρίστηκαν απευθείας στην τρίτη και τέταρτη θέση, εκτοπίζοντας τα μικρότερα παραδοσιακά μορφώματα και συγκεντρώνοντας αθροιστικά το ένα τρίτο ψήφων και εδρών στη Βουλή.

Αρκετοί δε είναι εκείνοι που θεωρούν ότι το εκλογικό σοκ που υπέστησαν αποτελεί και το βασικό ανάχωμα (χωρίς ωστόσο να το αποκλείουν) απέναντι στο σενάριο του σχηματισμού ενός «μεγάλου συνασπισμού» στην κυβέρνηση, κατά τα πρότυπα βορειοευρωπαϊκών χωρών, όπως της Γερμανίας ή της Αυστρίας. Κι αυτό διότι μια τέτοια εξέλιξη αφενός θα έβαζε ταφόπλακα στις όποιες ελπίδες ανάκαμψης των δύο κομμάτων και, αφετέρου, θα άφηνε το πεδίο της αντιπολίτευσης ελεύθερο σε νέες και ελάχιστα δοκιμασμένες από το σύστημα δυνάμεις. Έτσι, αυξάνουν οι πιθανότητες επανάληψης των όσων συνέβησαν στην γειτονική Πορτογαλία, όπου η κυβέρνηση σχηματίστηκε όχι από το κόμμα που ήρθε πρώτο στις εκλογές, αλλά από τους δεύτερους Σοσιαλιστές (που τα πήγαν πολύ καλύτερα από τους Ισπανούς συντρόφους τους) με τη στήριξη της Αριστεράς.

«Το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να μην συνιστά επανάσταση, αλλά είναι μια σημαντική στροφή», εκτίμησε από την πλευρά της η φίλα προσκείμενη προς την Κεντροαριστερά και τους Σοσιαλιστές ισπανική εφημερίδα el Pais, επιχειρώντας μια πιο ψύχραιμη και ρεαλιστική προσέγγιση στις εξελίξεις που δρομολογούνται στη χώρα. Πράγματι δε, η οπτική της θα μπορούσε να θεωρηθεί ορθή, μιας και η αναμέτρηση της περασμένης Κυριακής είναι μόνο η αρχή των ανακατατάξεων που κυοφορούνται εδώ και πολυ καιρό στην Ισπανία. Πολλά, αναμφίβολα, θα εξαρτηθούν από τους χειρισμούς που θα γίνουν στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, το οποίο δεν αποκλείεται να διαρκέσει ακόμη και μέχρι την... άνοιξη του 2016.

Δεν αποκλείεται, τελικώς, να προκριθεί η λύση της εκ νέου προσφυγής στις κάλπες -η οποία, ωστόσο, ενέχει μεγάλο ρίσκο, όπως έχει αποδείξει και η εμπειρία της Ελλάδας.

Του Γιώργου Παυλόπουλου
24/12/2015
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26511&subid=2&pubid=113877797