H «Εικαστική βιογραφία» του Γιάννη Ψυχοπαίδη



Εκείνο που μας διακρίνει από τους θεούς, τους αθάνατους και τα άλλα έμβια όντα είναι η επίγνωση πως δεν ελέγχουμε τη μοίρα μας. Αυτός άλλωστε είναι ίσως και ο λόγος, για τον οποίο αναζητούμε το «νόημα» μιας ύπαρξης που δεν μπορεί παρά να είναι μάταια.

Με αυτήν την έννοια, η αίσθηση «εαυτού» είναι ταυτόχρονα το υποκείμενο μιας διάχυτης αγωνίας και το αντικείμενο μιας αέναης φροντίδας. Δεν μπορούμε λοιπόν ούτε να την αντιπαρέλθουμε, ούτε να την ξεχάσουμε, ούτε να αδιαφορήσουμε γι’ αυτήν.

Πολύ περισσότερο που το οποιοδήποτε νόημα της ζωής συναρτάται με το νήμα του διανυόμενου χρόνου. Η στιγμή του παρόντος δεν μπορεί να σημασιολογηθεί αλλιώς παρά στο πλαίσιο μιας πλασματικής διάρκειας που τη συνδέει με το παρελθόν και ανοίγεται στο μέλλον.

Με αυτήν την έννοια, η αίσθηση του εαυτού εκφράζεται πάντα με τη μορφή μιας αέναης αφήγησης που συνεχώς εμπλουτίζεται, αναθεωρείται και εκλογικεύεται στη βάση μιας επιλεκτικής μνήμης.

Οι άνθρωποι που κατά καιρούς συναπαντήσαμε, οι επιρροές που δεχτήκαμε, οι εικόνες που αντικρίσαμε, οι τόποι που περπατήσαμε, οι ιδέες που ασπαστήκαμε ή απορρίψαμε και οι φαντασιώσεις που μας τυράννισαν συντίθενται σε ένα καλειδοσκοπικό μωσαϊκό δίχως αρχή και δίχως τέλος.

Ομως, ακόμα και αν η αφήγηση εαυτού οφείλει να εμφανίζεται παγιωμένη, δεν χρειάζεται να έχει εσωτερικό ειρμό. Η τέχνη της αυτοβιογραφίας δεν υπακούει σε κανονισμούς.

Ενα τέτοιο «εαυτικό καλειδοσκόπιο» μας παρουσιάζει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης στην τελευταία του έκθεση. «Εικαστική βιογραφία» την αποκαλεί. Αποτελείται από δεκατρία ισομεγέθη πορτρέτα ανθρώπων που σημάδεψαν τη ζωή του, τη δημιουργία του και τη νιότη του. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι φυσιογνωμίες που επέλεξε δεν αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής του έκφρασης.

Η επαγγελματική του στράτευση είναι προϊόν ενός μακρόχρονου και πολυεπίπεδου προβληματισμού για το τι μπορεί να σημαίνει σήμερα η τέχνη.

Χαρακτηριστικά, ενώ ο χώρος των καλών τεχνών αντιπροσωπεύεται «μόνο» από τον Χαλεπά και τον Μπουζιάνη, ο χώρος της δημόσιας δράσης καλύπτεται από τέσσερις, τον Μπελογιάννη, τον Θεοδωράκη, τον Παναγούλη και τον Γλέζο, ενώ ο χώρος του λόγου και της ποίησης από επτά, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Καζαντζάκη και τον Τσίρκα.

Δίχως λοιπόν ίσως να το επιδιώκει ή να το ξέρει, ο Ψυχοπαίδης μας διαμηνύει ότι η δική του τέχνη επιλέγει να μην αιωρείται στο κοινωνικό κενό. Η εαυτική του συνείδηση συγκροτείται από μια ζωντανή ιστορία που τρέφεται από τις αναμνήσεις της και που εξακολουθεί να τον εμπνέει μέσα από τις τραγωδίες, τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις που γέννησε.

Στα πλαίσια αυτά, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι, περισσότερο ίσως από οποτεδήποτε άλλοτε, η «υφολογική» τεχνική του καλλιτέχνη φαίνεται να αντιστοιχεί απολύτως στον ευρύτερο προβληματισμό που τον ταλανίζει.

Το μορφολογικό και το χρωματικό καλειδοσκόπιο στο πλαίσιο του οποίου συγκροτούνται τα πορτρέτα εμφανίζονται ως εικαστικές αντιστίξεις ενός κοινωνικού καλειδοσκόπιου που αναζητεί ακόμα την οριστική του νοηματοδότηση. Οπως και η κοινωνία, έτσι και οι εαυτοί δεν αποκτούν νόημα παρά μόνον εκ των υστέρων, όταν δηλαδή, όπως έλεγε ο Γκέτε, πέσουν οι τίτλοι του τέλους.

Αφηγούμενος λοιπόν το κοινό μας δράμα και τις προσωπικές του εμμονές μέσα από αναπάντεχα δημιουργικούς συνδυασμούς σχημάτων και χρωμάτων, ο Ψυχοπαίδης δείχνει να μας λέει ότι η τέχνη είναι το μόνο ίσως καταφύγιο που έχουμε όχι μόνον ενάντια στον θάνατο, αλλά και ενάντια στην κατάρρευση όλων των βεβαιοτήτων και όλων των κλειστών και οριστικών νοημάτων.

Σήμερα περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, η ανοικτή ενδεχομενική ιστορία χρειάζεται μια ανοικτή «ενδεχομενική τέχνη».

Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα, ομολογώ πως αναρωτήθηκα για τους λόγους, για τους οποίους ο κατεξοχήν κοσμοπολίτης και «Ευρωπαίος» Ψυχοπαίδης επέλεξε να περιορίσει τις αναφορές του στην Ελλάδα.

Τον ρώτησα. Και η απάντηση ήταν ότι υπάρχει και ένα τελευταίο, δέκατο τέταρτο πορτρέτο που όμως δεν μπόρεσε ποτέ να ολοκληρώσει. Το πορτρέτο του Βίκτωρα Ουγκό. Εντυπωσιάστηκα.

Σκέφτηκα όμως πως υπάρχει ίσως ένας μυστικός λόγος για τον οποίο αυτό το τελευταίο πορτρέτο έπρεπε να παραμείνει κενό. Πράγματι, αυτό που υπάρχει πλαισιώνεται πάντα από αυτό-που-δεν-υπάρχει-ακόμα, αλλά οριοθετείται επίσης και από αυτό-που-δεν-υπάρχει-πια. Και από πολλές πλευρές, ο Βίκτωρ Ουγκό είναι σήμερα απών.

Από τη μια μεριά, όλο και λιγότεροι είναι είναι πια οι ρομαντικοί νέοι που κάποτε συγκινούνταν από τις περιπέτειες του Γιάννη Αγιάννη, την τραγική φιγούρα του Ιαβέρη και τη μεγαλοψυχία του επισκόπου Μυριήλ.

Από την άλλη μεριά, στην εποχή των τζιχαντιστών, δεν είναι πια αυτά που ήταν τα οδοφράγματα όπου ο Γαβριάς άφησε την τελευταία του πνοή τραγουδώντας «αν είμαι εγώ σ’ αυτό το μέρος, γι’ αυτό φταίει ο Βολταίρος και αν ξερό ψωμί μασώ, γι’ αυτό φταίει ο Ρουσσώ».

Στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης, δεν φαίνεται να υπάρχει χώρος ούτε για τον Βολταίρο ούτε για τον Ρουσσώ, ούτε καν γι’ «αυτό το μέρος»! Και η πιο αποτελεσματική αντίσταση είναι σήμερα η τέχνη.

12.12.2015 
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς
http://www.efsyn.gr/arthro/h-eikastiki-viografia-toy-gianni-psyhopaidi