Νίκος Παναγιωτόπουλος


''Υπήρξε ένας από τους πιο «εργατικούς» δημιουργούς του νέου ελληνικού κινηματογράφου, αφήνοντας πίσω του 17 ταινίες που διατρέχουν με γοητευτική αυθάδεια τα κινηματογραφικά είδη. Από την κωμωδία μέχρι το δράμα κι από το μιούζικαλ έως το θρίλερ, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έκανε ταινίες που δεν έμοιαζαν με τίποτα, αλλά μάλλον έδιναν σχήμα στον υπέροχο, γοητευτικό τυφώνα ιδεών που έμοιαζε να στριφογυρίζει ασταμάτητα στο κεφάλι του.
Ταινίες άλλοτε παιχνιδιάρικες, άλλοτε σκοτεινές, άλλοτε βαθιές, μερικές φορές ελαφριές σαν τον αφρό της ίδιας της ζωής, πάντα όμως ενδιαφέρουσες. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος μοιάζει να έκανε σινεμά με την ίδια ευκολία που άλλοι ανασαίνουν. Με την ίδια ευκολία που μιλώντας μαζί του ένιωθες ότι διαβάζεις ένα βιβλίο, γεμάτο χιούμορ, ευφυΐα, αποφθέγματα.  Στις ταινίες του χαρτογράφησε την ανθρώπινη κατάσταση, τις πιο βαθιές αλλά και αστείες στιγμές της, την ελληνική πραγματικότητα, το εφήμερο και το σπουδαίο, κάτι απ' όλα αυτά που έμοιαζε να σκέφτεται συνεχώς πίσω από το σκανταλιάρικο χαμόγελό του, πίσω από μια ατάκα που πάντα είχε να πει.'' (*)


 «Τα γηρατειά είναι άσχημο πράγμα» συνήθιζε να λέει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Κανένας δε θα τον θυμάται γέρο. Ακόμα και στα 74 του χρόνια, είχε τον ενθουσιασμό του ανθρώπου που ετοιμάζει την πρώτη ταινία. Ή μια από τις πρώτες. Άλλωστε το σινεμά ήταν ένα μέρος της καθημερινότητάς του. Και η φιλοδοξία του πάντα, να κάνει ταινίες με το τίποτα, για το τίποτα.

Πιστός στο προσωπικό του όραμα, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, έκανε 17 ταινίες. Η τελευταία, η «Κόρη του Ρέμπραντ» βγήκε στις αίθουσες στις 10 Δεκεμβρίου. Από τα Χρώματα της Ίριδας, την πρώτη του ταινία το 1974, ο Παναγιωτόπουλος μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το καυστικό του σχόλιο σε συνδυασμό με τη σκηνοθετική του μαεστρία.

Άνθρωπος πνευματώδης και απρόβλεπτος, με σαρδόνιο χιούμορ, δε δίστασε ποτέ να εκθέσει την τολμηρή ματιά του. Στο σύμπαν του Παναγιωτόπουλου, ακόμα και η πιο μικρή εικόνα, η πιο μικρή ψηφίδα είχε σημασία. Μέχρι την τελευταία του ταινία, ο θεατής μπορούσε να διακρίνει την αθωότητα, την αθωότητα με την οποία είχε περάσει ως παιδί μυθικές όπως έλεγε ο ίδιος βραδιές στα θερινά σινεμά, αυτές που καθόρισαν την κλίση του στον κινηματογράφο. Και την μικρή ξενοιασιά των ηρώων ακόμα και στις πιο δραματικές συνθήκες. Την ξενοιασιά που ο ίδιος θεωρούσε αγαθό. Ήταν αυτό που τον έκανε να ζηλεύει μια γάτα που λιαζόταν ξαπλωμένη στον ήλιο.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν ένας σκηνοθέτης «της πόλης». Τον έβλεπες να κυκλοφορεί στην Αθήνα και την λάτρευε. Δεν την έβρισκε κακάσχημη. Έλεγε ότι σε κάθε γωνιά του δρόμου παραμονεύουν αναμνήσεις. Η Αθήνα του Παναγιωτόπουλου ήταν η πόλη με τα νεοκλασικά και τα συνεργεία, μια πόλη ασεβής στην οποία δε χρειάζεται κανένας να κυκλοφορεί μα τα καλά του.

Για τον κινηματογράφο είχε μια θεωρία για την «ενάρετη στάση» ενός δημιουργού. Το ταλέντο για τον Παναγιωτόπουλο, δεν ήταν αρκετό. Χρειαζόταν και το ήθος. Ήταν ο τρόπος του να κάνει σινεμά. Και θεωρούσε ότι η τέχνη που αγάπησε με πάθος στην Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει δυο εχθρούς: το χρήμα και την προπαγάνδα. Εκείνος ήθελε να κάνει πάντα του κεφαλιού του. Τα κατάφερνε. Οι ταινίες του προκαλούσαν πάντα στους θεατές αισθήματα λατρείας, σε άλλους αισθήματα απέχθειας. Αλλά ήταν πάντα ένα θέμα συζήτησης.
Ο Παναγιωτόπουλος είχε αφοριστικό χιούμορ, κυνική σοφία, τρυφερότητα. Κατάφερε μέσα στον ελληνικό κινηματογράφο και δημιούργησε το δικό του σύμπαν για τέσσερις δεκαετίες. Ένα σύμπαν αυθαίρετο, προκλητικό, πολλές φορές σαρκαστικό αλλά και οικείο μέσα στο οποίο βυθίστηκαν οι Έλληνας θεατές. Ο Παναγιωτόπουλος είχε ένα τρόπο να ξεβολεύει τους γύρω του, να ξεβολεύει τον εαυτό του, να κάνει ταινίες που δεν χαϊδεύουν τον θεατή με ένα τρόπο που πολεμούσε τον ρεαλισμό. 

Ο Παναγιωτόπουλος ευτύχησε να είναι ένας παραγωγικός σκηνοθέτης. Με την σύντροφο και συνοδοιπόρο του στην τέχνη και τη ζωή, Μαριάννα Σπανουδάκη, μοιράστηκαν την εμπειρία του πώς στήθηκε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ελληνικός κινηματογράφος. Ήταν πολύ τυχερός γιατί κατάφερε να κάνει αυτά που ήθελε. Ήταν πολύ ευτυχής γιατί έζησε σε μια κοινότητα με σεβασμό και αγάπη, από τους ομότεχνούς του, κατάφερε να μιλήσει για αυτά που τον απασχόλησαν, ελεύθερα και χωρίς περιορισμό. Και για κάποιο λόγο, έφυγε, αιφνίδια, χωρίς βάσανο, χωρίς να τον έχει καταβάλει το γήρας που απεχθανόταν. Ο θάνατός του μοιάζει με απρόβλεπτα εξαφάνιση σε κάποια ταινία του.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ετοίμαζε την δέκατη όγδοη ταινία του, «Amor Fati» γυρισμένη στο κέντρο της Αθήνας. Την ιστορία ενός άστεγου από μια νουβέλα του Αυστριακού συγγραφέα Γιόζεφ Ροτ. (*)


Ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 75 ετών. Γεννήθηκε στην Μυτιλήνη και σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου του Ιωαννίδη. Μόλις τελείωσε τη Σχολή πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του. Πέρασε από την IDHEC (Ιnstitute Des Hautes Etudes Cinematographiques) και το Institut De Filmologie της Σορβόννης, αλλά τα εγκατέλειψε, μελετώντας κινηματογράφο στη Γαλλική Ταινιοθήκη. Εκεί γνώρισε τις δημιουργίες των Γκοντάρ, Αντονιόνι και Φελίνι που τον επηρέασαν στο ξεκίνημα της καριέρας του. Έμεινε στο Παρίσι μέχρι το 1972 και συνδέθηκε με τους σκηνοθέτες Θ. Αγγελόπουλο Π. Λιαρόπουλο, Τ. Μαρκετάκη, με τους οποίους σχεδίαζε να αλλάξουν τη ροή του «κατεστημένου» στην ελληνική παραγωγή. Το 1965 ήρθε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και γύρισε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του (Κυριακή). Στη Γαλλία γύρισε τις δύο επόμενες μικρού μήκους ταινίες (Ανδρέου και Cine Love). Το 1973 ήρθε μόνιμα στην Ελλάδα και ξεκίνησε τα γυρίσματα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας Τα χρώματα της Ίριδος, η οποία ήταν από τις πρώτες του ελληνικού κινηματογράφου που χρησιμοποίησαν «ανερμήνευτους» συμβολισμούς και δομή αντι-αφηγηματική. Το 1978 έρχεται η πρώτη μεγάλη επιτυχία με τίτλο Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας που διακρίθηκε στο ΦΕΚΘ, έκανε σημαντική πορεία σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και έγινε μεγάλη εμπορική επιτυχία σε μια εποχή κρίσης για τον ελληνικό κινηματογράφο. Το 1980 γύρισε την καθαρά βιωματική ταινία Μελόδραμα, μια ασπρόμαυρη ταινία με δύο πρωταγωνιστές και με διάθεση ενός νέου ξεκινήματος. Θα ακολουθήσουν τρεις ακόμα βιωματικές ταινίες το Βαριετέ, Η Γυναίκα που έβλεπε τα Όνειρα και το Ονειρεύομαι τους Φίλους μου. Το 1996 κάνει μια σημαντική στροφή στην καριέρα του με πιο αφηγηματικές ταινίες χρησιμοποιώντας ηθοποιούς με πλατιά αναγνώριση και στόχο περισσότερο εμπορικό: Εργένης, Αυτή η νύχτα μένει. Το 2003 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του με το Χρυσό Αλέξανδρο στο 44ο ΦΕΚΘ. Ήταν παντρεμένος με την ενδυματολόγο Μαριάννα Σπανουδάκη.(*)



Ολόκληρη η φιλμογραφία του:

-Τα Χρώματα της Ίριδος (1974)
-Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας (1978)
-Μελόδραμα (1981)
-Βαριετέ (1985)
-Η Γυναίκα που Έβλεπε τα Όνειρα (1988)
-Ονειρεύομαι τους Φίλους μου (1993)
-Ο Εργένης (1997)
-Αυτή η Νύχτα Μένει (1999)
-Beautiful People (2001)
-Κουράστηκα να Σκοτώνω τους Αγαπητικούς σου (2002)
-Delivery (2004)
-Πεθαίνοντας στην Αθήνα (2006)
-Αθήνα – Κωνσταντινούπολη (2008)
-Τα Οπωροφόρα της Αθήνας (2010)
-Δεσμά Αίματος (2012)
-Η Λιμουζίνα (2013)
-Η Κόρη του Ρέμπραντ (2015)



Νίκος Παναγιωτόπουλος:
''Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας'', 1978 
Η ταινία που καθόρισε τον Νίκο Παναγιωτόπουλο και που παραλίγο να του ανοίξει μια διεθνή καριέρα, αν δεν την είχε ο ίδιος απεμπολήσει. Εμπνευσμένη από το βιβλίο του Γαλλο-αιγύπτιου Αλμπέρ Κοσερί, γυρισμένη σε ένα εκπληκτικό τρίπατο αρχοντικό στην Κηφισιά που του παραχώρησε ο Ευταξίας και που μετέτρεψε σε εξαιρετικό σκηνικό ο Διονύσης Φωτόπουλος, μιλάει συμβολικά για την απάθεια και την οκνηρία της σύγχρονης κοινωνίας που διαβρώνει όλες τις βαθμίδες της. Μία οικογένεια η οποία αποτελείται από έναν 70αρη πατέρα και τρεις γιούς σε τρεις διαφορετικές ηλικίες, κοιμούνται ακατάπαυστα και μακάρια χωρίς να έχουν καμία διάθεση να αντιδράσουν σε τίποτα. Οποιαδήποτε μορφή δραστηριότητας τη θεωρούν προσβολή και χάσιμο χρόνου. Η μόνη που κινείται μέσα σ’ αυτό το σπίτι και αντιδρά στην κατάσταση, είναι η νεαρή υπηρέτρια. Η ταινία πέρασε από μεγάλες περιπέτειες μέχρι ο νέος, τότε, σκηνοθέτης να βρει χρηματοδότες, απορρίφθηκε από το Κέντρο Κινηματογράφου, δημιουργήθηκε σκάνδαλο, έγινε επερώτηση στη βουλή, το σενάριο χαρακτηρίστηκε από τους ιθύνοντες «παρανοϊκό και ανατριχιαστικό», για να θριαμβεύσει στα διεθνή φεστιβάλ (Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Λοκάρνο), να σαρώσει τα μεγάλα βραβεία στη Θεσσαλονίκη, και όταν βγήκε στις αίθουσες να κάνει αξιοσημείωτες εισπράξεις. Η εκπληκτική της φωτογραφία είναι του Ανδρέα Μπέλλη, η μουσική Γκούσταβ Μάλερ (1η συμφωνία) και τους κεντρικούς ρόλους κρατούν οι Βασίλης Διαμαντόπουλος, Δημήτρης Πουλικάκος, Νικήτας Τσακίρογλου, Γιώργος Διαλεγμένος και η εκπάγλου καλλονής Όλγα Καρλάτου.(*)





Νίκος Παναγιωτόπουλος:
''Ονειρεύομαι τους φίλους μου'', 1993
«Κουράζεις τους φίλους σου». «Γι' αυτό υπάρχουν οι φίλοι», λέει ο Τζώνης αλλάζοντας απότομα κέφι και ξεχνώντας όσα προσβλητικά έλεγε προηγουμένως. «Γι' αυτό είστε και συνεργάτες μου, επειδή είμαστε φίλοι». «Μπούρδες», λέει ο Κυριάκος, «μας έχεις προσλάβει για να δείξεις πόσο αποτυχημένοι είμαστε». Βασισμένη σε σειρά διηγημάτων του Δημήτρη Νόλλα, η ταινία ακολουθεί την πορεία μιας 25ετίας του Κυριάκου, από το Βερολίνο στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι την Αθήνα του ΄90 και των κολλητών του. Η συναισθηματική διαδρομή τεσσάρων αντρών που ξανασυναντιούνται στο γάμο της κόρης του ενός όπου κατά τη διάρκεια του πάρτι καταλήγουν στις τουαλέτες της Μεγάλης Βρετανίας για έναν τελικό απολογισμό. Αλληλοσπαράζονται με σπαρταριστό τρόπο έχοντας ξεκαθαρίσει και αποδεχθεί μεταξύ τους τούς ρόλους που επέλεξαν να υποδυθούν στη ζωή και την κατιούσα που πήραν. Εσωστρεφές road movie που διαπερνά την ιστορία με καλλιτεχνικούς όρους, μία καθαρά αντρική ταινία χωρίς την παρουσία γυναικών, με πρωταγωνιστή τον Λευτέρη Βογιατζή του οποίου η ερμηνεία απέσπασε και το α’ βραβείο στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, τον Ακύλλα Καραζήση, τον Μηνά Χατζησάββα, τον Γιάννη Καρατζογιάννη, τον Στάθη Λιβαθινό στους βασικούς ρόλους. Βραβεία β’ αντρικού και σεναρίου στο 34ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.(*)






Νίκος Παναγιωτόπουλος:
''Ο εργένης'', 1997 
Η ιστορία ενός τριανταπεντάρη υπαλλήλου τραπέζης του οποίου η γυναίκα γίνεται πόρνη πολυτελείας. Το ίδιο όμως θα συμβεί και με την επόμενη γυναίκα που γνωρίζει. O προαγωγός Xουάν του λέει ότι ανήκει σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων: «Eσύ δεν μπορείς να είσαι εργένης και οι γυναίκες που επιλέγεις ή και σε επιλέγουν είναι ιδανικές, γεννημένες για τη δουλειά που τις θέλω εγώ». Γι’ αυτό και θα τον προστατεύει με σκοπό να του κλέβει κάθε άλλη γυναίκα με την οποία θα συνδέεται στο μέλλον. Μέχρι βέβαια που ο ήρωας οδηγείται στην τρέλα. Ο Στράτος Τζώρτζογλου είναι ο «εργένης» ο οποίος στο τέλος κουρεύεται γουλί και μαζεύει κατσαρίδες σε βαζάκια μαρμελάδας, ο Άκης Σακελαρίου ο Χουάν, οι γυναίκες της χειμαζόμενης ζωής του η Λύδα Ματσάγκου, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Ναταλία Δραγούμη. Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου που πολύ πολεμήθηκε αλλά που ο Παναγιωτόπουλος πίστεψε και σεναριοποίησε τοποθετώντας το σε μία ξέφρενη κι αλαζονική Αθήνα είναι μία εντυπωσιακή του ταινία και μία μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Ο ήρωας του ζει στον Πύργο της Πανόρμου απ’ όπου πανοραμικά απλώνεται η γιγάντια τσιμεντένια μητρόπολη ενώ σκηνές διαδραματίζονται μέσα στο ιστορικό πια Rock n’ Roll στο Κολωνάκι. Περάσματα κάνουν πολλοί και διάφοροι από τον Στάθη Λιβαθινό μέχρι την Τζένη Μπαλατσινού. Μουσική επιμέλεια υπογράφουν οι Γιάννης Αγγελάκας, Γιώργος Καρράς και Γιώργος Χριστιανάκης.(*)



Νίκος Παναγιωτόπουλος:''Αυτή η νύχτα μένει'',1999 
Ο Νίκος Κουρής έχει μία ΕΒΓΑ της γειτονιάς και μένει σε ένα δώμα από το οποίο βλέπει τα αεροπλάνα να φεύγουν. Η Αθηνά Μαξίμου θέλει να γίνει τραγουδίστρια και παρ’ όλο τον έρωτα της για εκείνον αποφασίζει να αναζητήσει την τύχη της στην επαρχία. Τότε αρχίζει η περιπέτεια της στα σκυλάδικα ανά την Ελλάδα όπου περισσότερη σημασία έχουν οι επιδόσεις κάτω από το τραπέζι παρά πάνω στο πάλκο. Έτσι όπως τα κατέγραψε και τα διηγήθηκε μοναδικά ο Θανάσης Αλεξανδρής στην εποποιία του για τα «κωλάδικα» της δεκαετίας του ’80 στο βιβλίο του «Αυτή η νύχτα μένει». Σ’ αυτό βασίστηκε και ο Παναγιωτόπουλος, αν και το βιβλίο μοιάζει μια μακρινή ανάμνηση σε σχέση με την κινηματογραφική μεταφορά. Παρολ’ αυτά πετυχαίνει να αποδώσει εν μέρει την ατμόσφαιρα, τη χυδαιότητα, και τον διονυσιασμό των ιδιότυπων αυτών κέντρων – ανδρώνων της τιμημένης αγροτιάς. Ένα οδοιπορικό στην Ελλάδα του βαθύ σκότους, ένα homage στις τσαλακωμένες ψυχές και στα ταξιδιάρικα κορμιά, μία ταινία για τη γενιά που δεν μπορεί να επικοινωνήσει. Τους δύο πρωταγωνιστές πλαισιώνουν η Ζωή Ναλμπάντη, ο Κώστας Μαρκόπουλος, ο Θανάσης Βισκαδουράκης κι ένα πλήθος ερμηνευτών από τον Γιάννη Ροζάκη, τον Τάκη Σπυριδάκη, τον Γιώργο Διαλεγμένο, τη Φωτεινή Μπαξεβάνη και τον συγγραφέα Αλεξανδρή, μέχρι περσόνες όπως η παλιά δόξα της εθνικής οδού Παλόμα και τον ευτραφή γλετζέ Μαξ Ρόμαν. Η μουσική, εκτός από κάποια γνήσια λαϊκά που ερμηνεύουν ερμηνευτές του είδους, έχει την υπογραφή του Σταμάτη Κραουνάκη του οποίου το ομώνυμο τραγούδι του τίτλου, ερμηνευμένο από τη Δήμητρα Παπίου - ντουμπλαρισμένο από την Μαξίμου, έχει ξεπεράσει τη φήμη της ταινίας και παραμένει από τα πιο αγαπημένα του σπουδαίου συνθέτη. (*)




















Νίκος Παναγιωτόπουλος:
''Βαριετέ '',1985
'Ενας σκηνοθέτης, σε υπαρξιακή και δημιουργική κρίση, προσπαθεί να συλλάβει και να μορφοποιήσει το σενάριο της νέας ταινίας του. Επινοεί μια ιστορία με ήρωα έναν επιτυχημένο άνδρα, σε υπαρξιακή κρίση, ο οποίος χωρίζει απ’ τη γυναίκα του. Γνωρίζεται με μία άλλη γυναίκα, ζει μαζί της μια δυνατή ερωτική περιπέτεια και αναζητεί τη συνέχεια της ερωτικής τους ιστορίας σε ένα ταξίδι, αλλά απογοητεύεται πλήρως. Μετά απ’ όλα αυτά επιστρέφει στη γυναίκα του, ένα συναίσθημα όμως μοναξιάς και εγκατάλειψης τρώει τα σωθικά του. Έτσι θέτει τέρμα στη ζωή του.(*)




Νίκος Παναγιωτόπουλος:
''Τα Χρώματα της Ιριδος'', 1974 
 Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος μας έχει συνηθίσει σε ταινίες με θέματα φιλοσοφικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Η αναζήτηση της ταυτότητας του ανθρώπου, ο διαχωρισμός μεταξύ του παραλόγου και του λογικού, της πραγματικότητας και του ονείρου απασχολούν τον σκηνοθέτη σε αυτήν την ταινία του 1974.

Ένα άγνωστος μπαίνει σε ένα κινηματογραφικό πλάνο στην διάρκεια των γυρισμάτων μιας ταινίας και έπειτα εξαφανίζεται στην θάλασσα, ενώ η κάμερα συνεχίζει να τραβάει. Ο ήρωας της ταινίας, τον οποίον ενσαρκώνει ο Νικήτας Τσακίρογλου, προσπαθεί να εξιχνιάσει το μυστήριο. Η ταινία αυτή θυμίζει αστυνομικό b movie ή ακόμη και αμερικάνικο western, καθώς ο μοναχικός ήρωας προσπαθεί να διαλευκάνει τις συνθήκες του «εγκλήματος» ενάντια στο κατεστημένο(χούντα) και τις συμβάσεις(λογοκρισία), μόνος του ενάντια σε όλους. ΠαρΑ όλΑ αυτά, η αναζήτησή του αυτή θα μετατραπεί σε ένα «ταξίδι» ενδοσκόπησης και εξερεύνησης της ταυτότητάς του, όπου ο ήρωας προσπαθεί να διαχωρίσει το λογικό από το παράλογο και να αποδείξει την αλήθεια όχι τόσο στους άλλους αλλά κυρίως στον εαυτό του. Χαρακτηριστική είναι και η cameo εμφάνιση του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος τραγουδάει «ποιος είμαι εγώ και που πάω;»

Παράλληλα, με την διερευνητική ματιά του σκηνοθέτη στο φιλοσοφικό ζήτημα της αναζήτησης της ανθρώπινης ταυτότητας, η ταινία προσπαθεί να υπονομεύσει την αυθεντικότητα του θεάματος και της αναπαράστασης, καταδεικνύοντας της δύναμή τους να αποπροσανατολίζουν και να εκτροχιάζουν συνειδήσεις, πεποιθήσεις και ιδεολογίες, να μετατρέπουν το κοινό σε μάζα που δεν σκέφτεται, απλά γίνεται μαριονέτα στα χέρια αυτών που διαχειρίζονται τον κόσμο του θεάματος. Ειδικότερα το συγκλονιστικό τέλος της ταινίας αποσβολώνει τον θεατή, καθώς υποδεικνύει ακριβώς αυτό.

Με έξυπνα αφηγηματικά τρικ και χιουμοριστικές αναφορές ενάντια στο πολιτικό κατεστημένο της Ελλάδας εκείνη την εποχή (η ασφάλεια ακολουθεί σχεδόν παντού τους ήρωες), ο Παναγιωτόπουλος καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία που δεν κουράζει, ούτε και απομακρύνει τον θεατή, αλλά τον καλεί να προβληματιστεί και να αφομοιώσει τα μηνύματά της.

Έξοχος ο Νικήτας Τσακίρογλου στον ρόλο του πρωταγωνιστή, ειδικότερα τις στιγμές που χάνει τον έλεγχο των καταστάσεων και του εαυτού του. Εξίσου καλοί και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, ειδικότερα ο Βαγγέλης Καζάν.

«Τα χρώματα της ίριδος» αδικήθηκαν στο 15o φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς απονεμήθηκε στην ταινία μόνο το βραβείο της διεύθυνσης φωτογραφίας. Τόσο το σενάριο, όσο και η μουσική επένδυση, της οποίας δημιουργός είναι ο Σταμάτης Σπανουδάκης, εκτιμήθηκαν πολλά χρόνια αργότερα. Ειδικότερα, το soundtrack της ταινίας θεωρείται σήμερα από τα πιο όμορφα του ελληνικού κινηματογράφου.(*)





ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ:
''Delivery''
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έστρεψε τρυφερά τη ματιά του προς εκείνο το κομμάτι της πόλης, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν να κοιτάξουν. Γιατί είναι ένα κομμάτι, που, απ' όποια γωνιά και να το δεις, πληγώνει! Πληγώνει, γιατί τα άτομα που ζουν και κινούνται στα γκέτο της πόλης, οι άνθρωποι του περιθωρίου, όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι άτομα χωρίς ελπίδα, χωρίς πίστη στην ανατροπή. Είναι άτομα βαθιά ηττημένα, χωρίς καλή κοινωνική όραση, χωρίς δυνάμεις τα περισσότερα. Είναι «μοιραία και ανήμπορα αντάμα» άτομα. Γι' αυτό και ανακυκλώνουν την τραυματισμένη ζωή τους, χώνοντάς την κάθε στιγμή και σε βαθύτερα αδιέξοδα, μέχρι να έρθει ο φυσικός ή βίαιος θάνατος για να τα απαλλάξει. Ποιος, λοιπόν, εφησυχασμένος, να κοιτάξει προς τα εκεί;
Ο Παναγιωτόπουλος, ανήσυχος δημιουργός, κοίταξε! Κοίταξε με μεγάλη παρατηρητικότητα. Η καταγραφή του δεν έχει σοβαρές ελλείψεις. Η μηχανή του, με τη βοήθεια του πολύ καλού διευθυντή φωτογραφίας Κωστή Γκίκα, μας αποκάλυψε μιαν άλλη Αθήνα. Μια Αθήνα άσχημη. Μια Αθήνα ακαλαίσθητη. Μια Αθήνα τραγικό σκηνικό για μετανάστες και συντετριμμένες -ντόπιες και ξένες - υπάρξεις. Μια Αθήνα γεμάτη ενοχές. Γεμάτη απελπισμένους ανθρώπους. Γεμάτη βία και ναρκωτικά. Μια Αθήνα αντιτουριστική και αντιολυμπιακή. Χωρίς τις λοξές γέφυρες του Καλατράβα. Και χωρίς τα εμπρηστικά βεγγαλικά της Φιλοθέης! Με ανθρώπους να κοιμούνται στα χαρτοκούτια. Με ανθρώπους πεινασμένους να αναζητούν το φαγητό τους στους κάδους των απορριμμάτων. Με ανθρώπους να καρφώνουν στα χέρια τους και στις καρδιές τους σύριγγες!
Μέσα σ' αυτό το φρικτό σκηνικό, ένας νεαρός που έρχεται από το πουθενά (αλλά και από το παντού, ίσως), κάνει το δικό του απελπισμένο ταξίδι. Αυτός, όμως, δε θα αφομοιωθεί. Από την πρώτη στιγμή προσπαθεί. Για κάποια στιγμή πιστεύει πως μπορεί με τον έρωτα... Ομως, πού να ανθίσουν παραγωγικά συναισθήματα σε τέτοια άγονα χωράφια... Στο τέλος, θα τιμωρήσει τον «ευεργέτη» του. Αυτόν που τον μετατρέπει σε ζητιάνο από διεκδικητή! Μέχρι εκεί, βέβαια...
Μια ταινία, φυσικά, είναι αυτή που είναι. Δε χωράνε «αν». Ωστόσο, «αν» ο Παναγιωτόπουλος τολμούσε να υπερβεί την παρατήρηση ότι «η καρέκλα έχει τέσσερα ποδάρια», και μας έλεγε «γιατί η καρέκλα έχει τέσσερα ποδάρια», τότε θα είχαμε μιαν άλλη ταινία. Κατά τη γνώμη μου, μια ταινία σπάνια. Επίσης «αν» τολμούσε να υπερβεί το ρεαλισμό και περνούσε στην περιοχή της ποίησης, όπως έκανε στο φινάλε - και σε άλλα σημεία της ταινίας - τότε θα είχαμε επίσης μιαν άλλη ταινία. Σπάνια και προς αυτήν την κατεύθυνση. Είχα την αίσθηση παρακολουθώντας το Delivery πως ο σκηνοθέτης - αναβάτης συγκρατούσε τα χαλινάρια του Πήγασου εμποδίζοντας την απογείωση, που ήταν εκεί!
Θα πρέπει να σημειώσω τις θαυμάσιες «φάτσες» των μικρών, αλλά χαρακτηριστικών ρόλων. Την πολύ καλή παρουσία του νεαρού πρωταγωνιστή (Θάνος Σαμαράς). Θα έλεγα άριστα για τη νεαρή πρωταγωνίστρια (Αλεξία Καλτσίκη), αν το «φυσικό» παίξιμό της δεν ήταν σε βάρος της καθαρότητας της άρθρωσής της. Οσες φορές χρησιμοποιούσε το πρόσωπο, τα χέρια, το κορμί, ήταν άψογη.
Παίζουν: Θάνος Σαμαράς, Αλεξία Καλτσίκη, Δημήτρης Hμελος, Ερρίκος Λίτσης, Σπύρος Σταυρινίδης, Πέτρος Αϊβαζής, Φωτεινή Βαξεβάνη κ.ά.(*)



Νίκος Παναγιωτόπουλος:
''Τα Οπωροφόρα της Αθήνας'',  2010 
(AΠΟΣΠΑΣΜΑ της ΤΑΙΝΙΑΣ)
Τι σχέση έχει η Βουδαπέστη με τη Λεωφόρο Συγγρού και τα ολόγλυκα σύκα με το Κολωνάκι και τη Νεάπολη; Το Φάληρο είναι ο ευλογημένος τόπος της πόλης, με ρόδια, τζίτζιφα και μανταρίνια. Στην παραλιακή βρίσκεις φραγκόσυκα και σε όλη την Αθήνα διάσπαρτες μουριές. Ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις την πόλη είναι να την περπατήσεις, όπως ο ήρωας μας (Νίκος Κουρής). Σε κάθε του βήμα ανακαλύπτει τους ήχους, τα αρώματα και τις γεύσεις της Αθήνας, δοκιμάζει όλα τα φρούτα της και συναντά στις περιπλανήσεις του τους πιο απίθανους χαρακτήρες. Οδηγός του στις διαδρομές αυτές, ο συγγραφέας της ιστορίας (Λευτέρης Βογιατζής) που συντροφεύει τον ήρωά του σε κάθε του βήμα…(*)



(*)

ΠΗΓΕΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

https://www.facebook.com/greekfilmcentre/?fref=ts

http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/%CE%B8%CE%B5%CE%BC%CE%B1/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%89%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF

http://www.lifo.gr/guide/cultureblogs/cinemablog/41637

http://www.rizospastis.gr/story.do?id=2537174

http://www.cine.gr/film.asp?id=650831&page=4