ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΜΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ: Η ΒΙΩΣΙΜΗ ΕΥΗΜΕΡΙΑ

«Πλαστικό δέντρο» του Καμερουνέζου καλλιτέχνη Pascale Marthine Tayou

Επτά χρόνια μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και πέντε χρόνια μετά την είσοδο της χώρας σε Μνημόνια αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε απέναντι σε μια μεγάλη -ιστορικών διαστάσεων- καμπή της ανάπτυξης. O φόβος για το αύριο και η αβεβαιότητα για το μέλλον που καλλιεργούνται σήμερα στη δημόσια σφαίρα και διευκολύνουν την άκριτη χειραγώγηση της κοινωνίας από τις εξελίξεις ενισχύεται και από την επικράτηση μιας βραχυπρόθεσμης και αποσπασματικής λογικής στην εξήγησή τους, που περιορίζεται στις εξωτερικές εκδηλώσεις τους στο πεδίο της ανάπτυξης. Στο σύγχρονο πολύπλοκο κόσμο όμως τα πάντα αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοεξαρτώνται. Οι οικονομικές και οι δημογραφικές εξελίξεις επηρεάζουν τις κοινωνικές και τις περιβαλλοντικές και αντιστρόφως, ενώ όλες μαζί επηρεάζουν την εξέλιξη του βιοτικού επιπέδου.. Η ομόθυμη θεώρηση της κρίσης ως της μεγαλύτερης εδώ και 80 χρόνια επιτάσσει μια διεισδυτικότερη ανάλυση στις βαθύτερες αιτίες των σύγχρονων εξελίξεων με την υιοθέτηση πιο μακροπρόθεσμων και σφαιρικών ερμηνευτικών εργαλείων από εκείνα που επικαλείται η κυρίαρχη οικονομική πολιτική, αυτή που οδήγησε στην κρίση και τη διαχειρίζεται μέχρι σήμερα χωρίς ορατή προοπτική εξόδου. Η επανάκτηση της εμπιστοσύνης στη διάρκεια της ευημερίας προϋποθέτει το σχεδιασμό μιας πολιτικής βιώσιμης ανάπτυξης που έχει στρατηγικό ορίζοντα και γνώμονα την πρόοδο ως κοινό αγαθό.
Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι πρόσφατες υφεσιακές επιδόσεις της Ελληνικής οικονομίας – με τη μείωση του βιοτικού επιπέδου να ξεπερνά το 25% και την αύξηση της ανεργίας να ξεπερνά τις 1.500.000 θέσεις εργασίας – συνιστούν μια ειδική περίπτωση, η πορεία της ανάπτυξης υποδηλώνει σαφώς ότι η κρίση της ευημερίας είναι σήμερα ευρύτερη: η εξελισσόμενη βαθειά κρίση χρέους και η παρατεταμένη ύφεση στις χώρες του Νότου της Ευρωζώνης, η ασθενική και αβέβαιη ανάκαμψη στις χώρες του Βορρά και τέλος, οι εντεινόμενες αναταράξεις στις οικονομίες της Ρωσίας, της Βραζιλίας και εσχάτως της Κίνας, δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι η ανάπτυξη βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τεράστιες πιέσεις που αντιστρατεύονται με σφοδρότητα την ανοδική της πορεία σε παγκόσμια κλίμακα. Σε συνθήκες ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού, οι πιέσεις αυτές γίνονται αντιληπτές με τις επιπτώσεις της σταθερά κλιμακούμενης κλιματικής αλλαγής και του διαφαινόμενου περιορισμού των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων αλλά και με τις συνέπειες της εκρηκτικής ανόδου της ανεργίας και της ραγδαία διευρυνόμενης κοινωνικής και εισοδηματικής ανισότητας (που κατά τον Πικετί έχει προσεγγίσει αναλογικά τα επίπεδα της παραμονής του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου).
Η ένταση αυτών των κοινωνικών και περιβαλλοντικών πιέσεων στην ανάπτυξη, που πλήττουν καίρια την κοινωνική συνοχή και απειλούν τη φέρουσα χωρητικότητα του περιβάλλοντος αντίστοιχα, θέτουν σε αμφισβήτηση μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητά της. Ποιές είναι οι μείζονες διαρθρωτικές ανισορροπίες της ανάπτυξης σήμερα και πως μπορούμε να τις υπερβούμε με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη διάρκεια της ευημερίας;
Η μεγάλη καμπή
Η πρώτη αξιόλογη εμφάνιση των περιβαλλοντικών πιέσεων στην ανάπτυξη, υπό τη μορφή των δύο παγκόσμιων πετρελαϊκών κρίσεων και της μόλυνσης της ατμόσφαιρας, ανάγεται πίσω στη δεκαετία του 1970. Η εκδήλωσή τους στη διεθνή οικονομία, σε συνθήκες μάλιστα στασιμοπληθωρισμού, σηματοδότησε το τέλος της χρυσής εποχής της εκβιομηχάνισης και έθεσε σε κρίση το εθνικής εμβέλειας βιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης που κυριάρχησε μεταπολεμικά. Για την αντιμετώπισή τους δρομολογήθηκε μια στρατηγική που στηρίζονταν σε δύο άξονες: αφενός, στην επέκταση των οικονομιών κλίμακας από την εθνική στην παγκόσμια διάσταση που οδήγησε στην παγκοσμιοποίηση των αγορών ∙ αφετέρου, στην επιτάχυνση της τεχνολογικής προόδου που οδήγησε στη δημιουργία των νέων πράσινων τεχνολογιών.
Πράγματι, με την εκδήλωση στη δεκαετία του 1980 της νέας τεχνολογικής επανάστασης της Πληροφόρησης και της Επικοινωνίας κατέστη εφικτή τεχνικά η παγκοσμιοποίηση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου και η μετατόπιση των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε μακρινές γεωγραφικές αποστάσεις αλλά και η εμφάνιση νέων τεχνολογιών που μειώνουν τόσο τις εκπομπές ρύπων στην ατμόσφαιρα, όσο και την εισροή μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων ανά μονάδα προϊόντος. Οι νέες τεχνολογίες είναι ακόμη μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου από τις βιομηχανικές αποταμίευσης εργασίας και μάλιστα η αποτελεσματικότητά τους στην επίτευξη του στόχου εξαρτάται ευθέως από την ένταση κεφαλαίου της παραγωγικής διαδικασίας: όσο μεγαλύτερη είναι και τόσο μεγαλύτερη είναι η εξοικονόμηση που επιτυγχάνεται στην περιβαλλοντική επιβάρυνση.
Παράλληλα εμφανίζεται σταδιακά στην παραγωγική διαδικασία ένα νέο μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης, που αναγορεύει ως κύρια πηγή της τη γνώση και την καινοτομία και ένας νέος παγκόσμιος καταμερισμός του εμπορίου και της παραγωγής που υποδηλώνει τη μετατόπιση του συγκριτικού πλεονεκτήματος από τον παραδοσιακό κανόνα στις εκροές έντασης γνώσης: οι αναπτυγμένες χώρες εξειδικεύονται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας γνώσης και χαμηλής περιεκτικότητας σε φυσικούς πόρους ενώ οι αναπτυσσόμενες σε εκροές χαμηλής προστιθέμενης αξίας γνώσης και υψηλής περιεκτικότητας σε φυσικούς πόρους (βαρειά βιομηχανία, επεξεργασία πρώτων υλών).
Οι αλλαγές αυτές απομακρύνουν την πορεία της ανάπτυξης από το βιομηχανικό μοντέλο της εξέλιξής της και την οδηγούν προς ένα νέο που, όπως έχει ήδη εκδηλωθεί, διαφοροποιείται ποιοτικά από το πρώτο σε βασικούς άξονες, όπως: (α) στη διάσταση των οικονομιών κλίμακας της παραγωγικής δραστηριότητας (παγκόσμια vs εθνική) (β) στο επίπεδο της έντασης κεφαλαίου των παραγωγικών διαδικασιών (το νέο είναι ιστορικά υψηλότερο) (γ) στο περιεχόμενο του κεφαλαίου (μετατοπίζει την έμφαση από το φυσικό ή παραγωγικό στο κεφάλαιο γνώσης) και (δ) στη διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου (οι μη ανανεώσιμοι φυσικοί πόροι καθίστανται πλήρως αντικαταστάσιμος παραγωγικός συντελεστής όπως το κεφάλαιο και η εργασία ενώ στο βιομηχανικό θεωρούνταν σταθερή εισροή – ανεξάρτητη από τις άλλες δύο).
Η καμπή της ανάπτυξης την οποία διερχόμαστε σήμερα καθορίζεται κατά συνέπεια από τη μετάβαση της πορείας της σε ιστορικά νέες συνθήκες εξέλιξης. Στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας και πολιτικής η μετάβαση αυτή, νοούμενη ως μετάβαση από τον κλασικό στον νέο οικονομικό φιλελευθερισμό, πραγματοποιείται ως μεθερμηνεία και αλλαγή του πρώτου από τον δεύτερο με βάση τη θεωρία του εκσυγχρονισμού, διαδικασία που προϋποθέτει την αποδόμηση του πρώτου και όχι την προγραμματική σύγκρουση μαζί του. Έτσι στο επίπεδο της εφαρμοσμένης πολιτικής η μετάβαση αυτή υλοποιείται με την υιοθέτηση προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής με βάση τη μεταρρυθμιστική ατζέντα που εισήγαγαν οι πολιτικές της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον.
Οι νέες μείζονες διαρθρωτικές ανισορροπίες της ανάπτυξης
Η αύξηση της έντασης κεφαλαίου (ο λόγος κεφαλαίου / εργασίας) στο νέο μοντέλο ανάπτυξης σε ιστορικά, ως προς τη βιομηχανική οικονομία, επίπεδα επιβάλλεται από τη σημαντική αύξηση του κόστους του κεφαλαίου που απαιτείται, αφενός, γιατί το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στην παγκόσμια αγορά είναι μεγαλύτερο από ότι σε μιαν εθνική και, αφετέρου, επειδή το κεφάλαιο γνώσης, που κυριαρχεί τώρα στο περιεχόμενό του, έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος για το σχηματισμό του από το φυσικό ή παραγωγικό κεφάλαιο. Η τεράστια αύξηση της εισροής κεφαλαίου που απαιτείται για το σκοπό αυτό, αναμένεται να επιτευχθεί με την παγκοσμιοποίηση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου που επιτρέπει τη μεγαλύτερη χρηματοοικονομική μόχλευση των κεφαλαίων (αναφέρεται ότι μέχρι την κρίση το επίπεδο της χρηματοοικονομικής μόχλευσης του ενεργητικού των τραπεζών είχε φθάσει, από 1 προς 10, σε 1 προς 30).
Επομένως, ο προγραμματικός στόχος του νέου μοντέλου ανάπτυξης, που έγκειται στην ενίσχυση της μεγέθυνσης με τον έλεγχο της μεγάλης έντασης των περιβαλλοντικών πιέσεων, επιδιώκεται να επιτευχθεί με τη γρήγορη  πρόοδο της νέας τεχνολογίας και με την ευρεία υιοθέτησή της στην παραγωγική διαδικασία που με τη σειρά της προϋποθέτει τη μεγάλη και διαρκή αύξηση της έντασης κεφαλαίου της. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται ύψιστη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής η αναγκαιότητα ο ρυθμός της τεχνολογικής προόδου να προηγείται διαρκώς των απειλών που θέτει στη μεγέθυνση η υπερπλήρωση της φέρουσας χωρητικότητας του περιβάλλοντος. Αυτή η στρατηγικά επιτακτική αναγκαιότητα αναδεικνύει και τις μείζονες διαρθρωτικές ανισορροπίες που χαρακτηρίζουν το νέο μοντέλο ανάπτυξης και οριοθετούν τη βιωσιμότητά του.
Πρώτον, επιβάλλει ως μονόδρομο την αυτορρύθμιση της οικονομικής μεγέθυνσης και ακυρώνει de facto κάθε δυνατότητα άσκησης πολιτικών ρύθμισής της όπως αυτές που οδήγησαν στη μεταπολεμική ευημερία (πλήρης απασχόληση, αναδιανομή εισοδήματος, κοινωνικό κράτος). Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι η νέα στρατηγική της ανάπτυξης ανατρέπει ριζικά την προϋπάρχουσα ισορροπία ανάμεσα στους παραγωγικούς συντελεστές κεφάλαιο και εργασία καθώς αναδεικνύει το πρώτο σε μείζονα θέση έναντι της δεύτερης στην παραγωγική διαδικασία. Αυτή η ανατροπή εκδηλώνεται με την αναγόρευση της προσέλκυσης επενδύσεων κεφαλαίου σε κύριο αν όχι αποκλειστικό μοχλό της ανάπτυξης και με τη διαρκή μείωση της εισροής της εργασίας στην παραγωγική διαδικασία (ανεργία) αλλά και της εισοδηματικής συμμετοχής της στο ακαθάριστο προϊόν (βραζιλιανοποίηση) καθώς και με τη διάλυση του κοινωνικού κράτους (Παιδείας, Υγείας, Συντάξεων). Έχοντας ως μόνα διαθέσιμα μέσα για την αποτροπή και τον έλεγχο της κοινωνικής πίεσης την επιχειρηματικότητα και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (βλ. πολιτικές της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον) η σύγχρονη οικονομική πολιτική έχει έξω από τον προγραμματικό της ορίζοντα τη βιωσιμότητα της κοινωνικής πλευράς της ανάπτυξης και κατά συνέπεια μακροπρόθεσμα της ίδιας της ανάπτυξης. Τούτο γιατί η ανεξέλεγκτη αύξηση της κοινωνικής πίεσης επιδρώντας αναδραστικά στις άλλες πλευρές της ανάπτυξης είναι βέβαιο ότι θα απειλήσει με κατάρρευση την ίδια τη μεγέθυνση. Αυτός ο περιορισμός των διαθέσιμων εναλλακτικών πολιτικών μεγέθυνσης σε μία, αυτή της αυτορρύθμισης, επανακαθορίζει το περιεχόμενο της δημοκρατίας αλλά και τις πολιτικές δυνάμεις του 20ου αιώνα: στο χώρο της Δεξιάς επικρατούν οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, οι δυνάμεις της ρύθμισης (σοσιαλδημοκρατία) στερούνται τη νομιμοποιητική βάση άσκησης του αυτόνομου ιστορικού τους ρόλου, οι δε δυνάμεις της αριστεράς περιέρχονται σε ιστορική αμηχανία και καλούνται να επανακαθορίσουν το ρόλο τους με βάση τα νέα δεδομένα της ανάπτυξης.
Δεύτερον, σε ένα μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η ικανότητα της τεχνολογικής προόδου να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής πίεσης είναι βάσιμα αμφισβητήσιμη. Τούτο γιατί μια τέτοια θεώρηση προϋποθέτει ότι οι αποδόσεις κλίμακας των επενδύσεων κεφαλαίου στην Ε&Τ είναι αύξουσες, δηλαδή ότι αυτές μπορούν να αυξάνονται απεριόριστα στη διάρκεια του χρόνου. Αυτό όμως έρχεται σε πρόδηλη αντίφαση με το μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση γεγονός ότι, μακροπρόθεσμα, οι δαπάνες αυτές δεν μπορούν να αυξάνονται με ρυθμούς μεγαλύτερους της αύξησης του ΑΕΠ. Τέλος, μεσοπρόθεσμα, αυτή η ανάγκη διαρκούς αύξησης της εισροής κεφαλαίου στην οικονομία για την παραγωγή νέας τεχνολογίας προσκρούει σε σοβαρούς κινδύνους που εγείρονται λόγω της τεράστιας ρευστότητας που δημιουργείται αναγκαστικά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς αυτή δεν κατευθύνεται πλέον σε παραγωγικές επενδύσεις. Στις σύγχρονες συνθήκες αυτορρύθμισης της λειτουργίας του είναι σχεδόν νομοτελειακή η παραγωγή «φουσκών», το σκάσιμο των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας, όπως κατέδειξε γλαφυρά η εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η βιώσιμη ευημερία            
     Η αρχιτεκτονική του νέου μοντέλου ανάπτυξης υποδηλώνει ότι αυτό αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής πίεσης στη μεγέθυνση αποκλειστικά με πολιτικές έντασης κεφαλαίου, δηλαδή με τεχνολογικό έλεγχο και όχι φυσικό περιορισμό των πηγών από τις οποίες αυτή εκπορεύεται στην παραγωγική διαδικασία. Ανατρέποντας όλα τα δεδομένα της νεωτερικότητας, αναγορεύεται έτσι η περιβαλλοντική πίεση σε σημαντικότερη απειλή για τη ανάπτυξη από την κοινωνική και επιτρέπεται η μεταφορά όλου του φορτίου των δυνάμεων που αντιμάχονται την πορεία της από την περιβαλλοντική στην κοινωνική διάσταση της ανάπτυξης.
Η ιστορική καμπή την οποία διερχόμαστε σήμερα, προοιονίζει όντως μια μεγάλη καμπή στον πολιτισμό, στη δημοκρατία και στην ευημερία μας. Στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας η βιωσιμότητα της ευημερίας είναι ένα ζήτημα υπερεθνικού προσδιορισμού. Στη διάσταση αυτή, η επιδίωξή της προϋποθέτει την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής πίεσης όχι αποκλειστικά μέσω της τεχνολογίας αλλά και με πολιτικές έντασης εργασίας. Μια τέτοια δυνατότητα όμως θα είναι διαθέσιμη στην οικονομική πολιτική μόνο αν υπάρξει και ένας φυσικός περιορισμός (αυτοπεριορισμός) των παραγωγικών αιτίων που την προκαλούν, έτσι ώστε να μην αυξάνεται σε απαγορευτικά, για τη βιωσιμότητα της εργασίας και της κοινωνίας, επίπεδα η ένταση κεφαλαίου της οικονομίας. Αν θεωρηθεί η οικονομική μεγέθυνση και ειδικότερα τα ποσοτικά και βραχυπρόθεσμα κριτήρια που την καθορίζουν, ως η κύρια αιτία της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, τότε απαιτείται ο αναπροσανατολισμός της με την υιοθέτηση ποιοτικών κριτηρίων περιβαλλοντικής και κοινωνικής βιωσιμότητας καθώς και μιας μακροπρόθεσμης αντίληψης στην επενδυτική διαδικασία. Ένα επιθυμητό μέλλον φαίνεται να στηρίζεται σε ένα λιτότερο και δικαιότερα κατανεμημένο βιοτικό επίπεδο που στηρίζεται στην αρχή της αυτοσυγκράτησης. Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται η ρύθμιση της δομής του νέου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης με την εισαγωγή ενός νέου μοντέλου έξυπνης οικονομικής μεγέθυνσης.
ΧΑΡΗΣ ΤΟΠΑΛΙΔΗΣ
 Δρ Οικονομικών και συγγραφέας του βιβλίου «Η παγκόσμια κρίση της ευημερίας. Η βιώσιμη ανάπτυξη στη μετάβαση από τη βιομηχανική στην παγκόσμια οικονομία της γνώσης», Εκδόσεις ΑΠΘ
http://www.anixneuseis.gr/?p=138025#_ftn1
25-1-2016