Ο δρόμος προς την κόλαση
Η κοινωνία μπορεί να κατανοεί ότι στάθηκε αδύνατον να ξεφύγει η χώρα από τις αξιώσεις των δανειστών της, όμως δεν ανέχεται τον εμπαιγμό ότι δήθεν με αυτή την καταναγκαστική πορεία και χωρίς αντιστάθμισμα ούτε συγκεκριμένο σχέδιο για κάτι το διαφορετικό θα μπορέσει ποτέ η χώρα να φθάσει οπουδήποτε αλλού εκτός από την εξασφάλισή του μαρασμού της. Το συναίσθημα ότι οι σημερινές πρόσθετες θυσίες στις οποίες η κυβέρνηση καλεί τους πολίτες δεν οδηγούν πουθενά και κατ' ουδένα τρόπο σε καμιά επάνοδο στην κανονικότητα αποξενώνει και πάλι την εξουσία από τα κοινωνικά ερείσματα που μέχρι πρόσφατα την εστήριζαν.
Εάν σήμερα επανέρχεται η κοινωνική κατάθλιψη, δεν είναι επειδή εγκαταλείφθηκαν οι ρητορείες της «μεγάλης ανατροπής», αλλά κυρίως επειδή οι πολίτες που δεν έλαβαν μέρος σε κανένα «πάρτι» βλέπουν να τους αμφισβητείται το δικαίωμα στη ζωή από αυτούς που συνεχίζουν την «διασκέδαση».
Κι όμως, αυτή η εξέλιξη δεν ήταν καθόλου μοιραία ούτε προδιαγεγραμμένη, θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, αλλά και σήμερα ακόμη δεν είναι αργά για να αποτραπεί. Για την αποξένωση από την κοινωνία δεν χρειάζονται κατ' ανάγκην κακές προθέσεις, αρκούν και οι καλές και ίσως οι δεύτερες είναι αποτελεσματικότερες από τις πρώτες. Σε κάθε περίπτωση, το κρίσιμο σημείο δεν είναι οι προθέσεις, αλλά η συνεχής διαβούλευση με την κοινωνία και η καθοριστική συμμετοχή της στη λήψη των αποφάσεων που την αφορούν.
Η διευθέτηση του
ασφαλιστικού που προωθεί σήμερα η κυβέρνηση προς ικανοποίηση των
δανειστών, μειώνει τη συμμετοχή του κράτους στην ασφαλιστική δαπάνη,
αυξάνει σε αντιστάθμιση τις εισφορές, όμως τελικά οι συντάξεις περικόπτονται και η εθνική δαπάνη για συντάξεις μειώνεται.
Από τη στιγμή που οι συντάξεις τροφοδοτούν σήμερα στη χώρα μας 50% της
εσωτερικής ζήτησης, κάθε περαιτέρω περικοπή τους θα σημαίνει ότι, πέραν
του κοινωνικού και ανθρωπιστικού προβλήματος, μειώνεται επίσης η
συνολική εθνική δαπάνη, δηλαδή το συνολικό εισόδημα που δαπανάται στην
εσωτερική αγορά και στην ελληνική οικονομία. Οι ασφαλιστικοί λογαριασμοί
εξυγιαίνονται εις βάρος του επιπέδου λειτουργίας της οικονομίας.
Πως
είναι δυνατόν, υπ' αυτές τις συνθήκες, να αναμένεται σταθεροποίηση της
οικονομίας και όχι περαιτέρω κατολίσθηση της σε σαφώς κατώτερα επίπεδα;
Πρωθύστερο και ανώφελα εμπροσθοβαρές το 3ο μνημονιακό πρόγραμμα, όμως όχι λιγότερο το σχήμα που ενστερνίζεται η ελληνική κυβέρνηση. Τόσο η πλευρά των δανειστών όσο και αυτή της οφειλέτριας χώρας αντιστρέφουν τις προτεραιότητες προτάσσοντας ο,τι θα έπρεπε να έπεται, ενώ μεταθέτουν στο μέλλον ο,τι προηγείται.Οι συνέπειες κηρύσσονται αίτιες, ενώ οι πραγματικές αίτιες για τη σημερινή κατολίσθηση υποβαθμίζονται σε απλές συνέπειες. Οι χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας δεν εμπόδισαν κατά το παρελθόν την πραγματοποίηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, που επέτρεπαν την αυτοσυντήρηση και διαιώνισή τους. Όμως, αυτές έλαβαν ακόμη μεγαλύτερες, τερατώδεις και μη-διαχειρίσιμες διαστάσεις από τη στιγμή που η οικονομία της χώρας εκ των άνω εξωθήθηκε και καθηλώθηκε σε αρνητικούς ρυθμούς. Μέτα το 2010, η θεραπευτική αγωγή αποδείχθηκε όχι μόνον αλυσιτελής, άλλα και απελπιστικά δεινότερη της αρχικής ασθένειας.
Τυπικό παράδειγμα το ασφαλιστικό. Εκ μέρους της ΕΕ, ο Επίτροπος Μοσκοβισί διατυπώνει ιεράρχηση στόχων με την οποία η κυβέρνηση δεν χάνει ευκαιρία να ευθυγραμμίζεται: για την αναγκαία επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη, πρώτα η επίλυση του συνταξιοδοτικού, έπειτα η αξιολόγηση και μόνο στο τέλος η ρύθμιση του χρέους. Ωστόσο, παρασιωπάται έτσι ότι το ασφαλιστικό δεν είναι αιτία, αλλά συνέπεια της διεθνούς, ευρωπαϊκής και ελληνικής κρίσης και του υφεσιακού δρόμου που επιλέγεται για την αντιμετώπισή της. Όταν η συνταξιοδοτική δαπάνη και οι συντάξεις θα έχουν συρρικνωθεί και τα συνταξιοδοτικά ταμεία θα έχουν «εξυγιανθεί» επί χάρτου, τότε η οικονομία, αντί να επιστρέφει στην ανάπτυξη, θα έχει οριστικά εγκατασταθεί στην κόλαση της ύφεσης χωρίς δυνατότητα επιστροφής ούτε μετάνοιας. Μοιραία και αναπόφευκτα, κάθε προσαρμογή που επιχειρείται σε συνθήκες ύφεσης αφαιρεί κίνητρα για την αναγκαία ανάκαμψη. Και όσες μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού έχουν επιτύχει στον κόσμο, όπως στον Καναδά, Σουηδία, Δανία, Νορβηγία, οφείλουν την επιτυχία τους στο ότι πραγματοποιήθηκαν όχι αιφνιδιαστικά και εξ υφαρπαγής, αλλά σταδιακά, σε βάθος χρόνου και οπωσδήποτε με τη μέριμνα αποφυγής αρνητικών επιπτώσεων στο ρυθμό ανάπτυξης της συνολικής οικονομίας.
Στην ελληνική περίπτωση όχι μόνον αγνοούνται όλες αυτές οι αναγκαίες προφυλάξεις, αλλά και απολύτως αυθαίρετα και ατεκμηρίωτα η προσαρμογή του ασφαλιστικού τίθεται ως δήθεν προϋπόθεση για την ανάκαμψη, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει ακριβώς το αντίθετο: η εξυγίανση του ασφαλιστικού δεν είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψη, αλλά η ανάκαμψη συνιστά προϋπόθεση για την εξυγίανση του ασφαλιστικού. Ούτε βέβαια ισχύει η μίζερη «θεωρία» ότι δήθεν οι σημερινές γενιές μεταθέτουν στις επόμενες το κόστος των συνταξιοδοτικών απολαβών τους. Στο μεταπολεμικό σύστημα της κατανομής του ασφαλιστικού κόστους μεταξύ των γενιών, που ίσχυσε σε ολόκληρη την δυτική Ευρώπη, είναι αυτονόητο ότι κάθε γενιά μεταθέτει το κόστος στην επόμενη, αλλά και αυτή με την σειρά της στην μεθεπόμενη και ούτω καθεξής χωρίς τέλος. Αυτό το σύστημα αποβαίνει ακάλυπτο μόνον εάν προεξοφλείται ως δεδομένο το οριστικό τέλος της ανάπτυξης και εκ προοιμίου μάταιη κάθε προσπάθεια αναθέρμανσης της. Ο Κέινς δεν απέρριπτε την ισοσκέλιση των βασικών λογαριασμών, μόνον που την μετέθετε από την έναρξη της περιόδου στη λήξη της, προεξοφλώντας την αύξηση του εισοδήματος που θα έχει στο μεταξύ παραχθεί.
Η διευθέτηση του ασφαλιστικού που προωθεί σήμερα η κυβέρνηση προς ικανοποίηση των δανειστών, μειώνει τη συμμετοχή του κράτους στην ασφαλιστική δαπάνη, αυξάνει σε αντιστάθμιση τις εισφορές, όμως τελικά οι συντάξεις περικόπτονται και η εθνική δαπάνη για συντάξεις μειώνεται. Από τη στιγμή που οι συντάξεις τροφοδοτούν σήμερα στη χώρα μας 50% της εσωτερικής ζήτησης, κάθε περαιτέρω περικοπή τους θα σημαίνει ότι, πέραν του κοινωνικού και ανθρωπιστικού προβλήματος, μειώνεται επίσης η συνολική εθνική δαπάνη, δηλαδή το συνολικό εισόδημα που δαπανάται στην εσωτερική αγορά και στην ελληνική οικονομία. Οι ασφαλιστικοί λογαριασμοί εξυγιαίνονται εις βάρος του επιπέδου λειτουργίας της οικονομίας.
Πως είναι δυνατόν, υπ' αυτές τις συνθήκες, να αναμένεται σταθεροποίηση της οικονομίας και όχι περαιτέρω κατολίσθηση της σε σαφώς κατώτερα επίπεδα;
Παράλληλα, είναι γνωστό ότι η σημερινή οξύτητα του ασφαλιστικού δεν ανατρέχει τόσο στο απώτερο «αμαρτωλό» παρελθόν, όσο κυρίως σε ό,τι έχει μεσολαβήσει κατά την τελευταία 6ετία. Με τις «εξυγιαντικές» επιλογές από το 2010, ενθαρρύνθηκε εκ των άνω η συνταξιοδότηση εις βάρος της απασχόλησης, με συνέπεια ο αριθμός των αποχωρούντων να εκτιναχθεί από 50.000 άτομα ετησίως σε 120.000. Παράλληλα, με τις επιλογές της λιτότητος ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε δραστικά κατά 25%, με συνέπεια τη μείωση εισφορών στα ταμεία. Η χαριστική βολή στο ασφαλιστικό εξασφαλίσθηκε με το PSI το 2012, όταν το κράτος διέγραψε 17 δισ. αποθεματικών των ταμείων που είχαν τοποθετηθεί σε τίτλους του δημοσίου.
Η ελάφρυνση του δημοσίου χρέους πραγματοποιήθηκε εις βάρος των συνταξιούχων και των ταμείων τους. Από το απώτερο παρελθόν, τη δεκαετία του 1950, το κράτος υποχρέωνε τα ταμεία να τοποθετούν τα αποθεματικά τους χωρίς ανταπόδοση στην Τράπεζα Ελλάδος. Υπ' αυτές τις συνθήκες, ποιος διασώζει ποιον; Το κράτος τα ταμεία ή μήπως τα ταμεία το κράτος; Όποια και αν είναι η απάντηση, όταν η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη περικόπτεται, τότε οι συνέπειες δεν πλήττουν μόνον τους συνταξιούχους, αλλά ολόκληρη την εθνική οικονομία. Εάν σήμερα το κράτος επέστρεφε απλώς στα ταμεία την απώλεια που το ίδιο προκάλεσε το 2012 με τη μονομερή διαγραφή αποθεματικών 17 δισ., το ασφαλιστικό θα καλυπτόταν για αρκετές δεκαετίες.
Σε κάθε περίπτωση δεν προηγείται το ασφαλιστικό της ανάπτυξης, αλλά αντίθετα η ανάπτυξη του ασφαλιστικού. Παρόμοια αντιστροφή προτεραιοτήτων γίνεται με το δημόσιο χρέος. Ενώ από πολλές πλευρές αναγνωρίζεται ότι το βάρος του χρέους επισκιάζει κάθε ορατότητα για το άμεσο μέλλον της ελληνικής οικονομίας, εν τούτοις οι δανειστές επιβάλλουν και η κυβέρνηση αποδέχεται ότι προηγείται η σταθεροποίηση της οικονομίας και έπεται η ρύθμιση του χρέους. Όμως, κατά πόσο μπορεί να σταθεροποιηθεί η οικονομία ενόσω επικρεμάται η δαμόκλειος σπάθη του χρέους; Η ρύθμιση του δεν έπεται της σταθεροποίησης, αλλά αντίθετα προηγείται αυτής και μάλιστα αποτελεί πλέον στοιχειώδη και απαράκαμπτη προϋπόθεσή της.
Εν τούτοις, η σημερινή κυβέρνηση προσχωρεί και ενστερνίζεται την προσέγγιση των προκατόχων της, αποδεχόμενη ότι με την εξονυχιστική τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων θα αποσπάσει θετική αξιολόγηση, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την σταθεροποίηση, ανάκαμψη και τελική ρύθμιση του χρέους. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το μημονιακό πρόγραμμα δεν οδηγεί σε ανάκαμψη ούτε σταθεροποίηση, αλλά σε διαιώνιση και εμβάθυνση της ύφεσης, με συνέπεια τη μη - διαχειρισιμότητα όλων των επιμέρους προβλημάτων, όπως το ασφαλιστικό και τα άλλα. Αυτό η σημερινή κυβέρνηση το εγνώριζε καλά όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση, όμως σήμερα εμφανίζεται να το αγνοεί.
Ακόμη και τον περασμένο Σεπτέμβριο, αυτό που της εξασφάλισε την εκλογική νίκη δεν ήταν φυσικά η επαγγελία εφαρμογής των μνημονιακών δεσμεύσεων, αλλά η υπόσχεση για επεξεργασία «παράλληλου προγράμματος» που θα αντιστάθμιζε τις υφεσιακές συνέπειές τους. Ωστόσο, μέχρι σήμερα όχι μόνον το παράλληλο πρόγραμμα απουσιάζει και μόνον το μνημονιακό τηρείται, αλλά και η κυβέρνηση εμφανίζεται να αισιοδοξεί με την πεποίθηση ότι με την απλή, υποδειγματική και χωρίς αντιστάθμιση τήρηση του ανοίγει ο δρόμος για την επιστροφή σε κάποια υποθετική «κανονικότητα».
Από το ελβετικό Νταβός, ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει ότι το 2016 η Ελλάδα θα καταπλήξει την παγκόσμια κοινότητα, ότι οι ξένοι επενδυτές θα προσέλθουν αφού η χώρα βαδίζει στο σωστό δρόμο, ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, όπως και η απορρόφηση των διαρθρωτικών ευρωπαϊκών κονδυλίων. Ωστόσο, το ζήτημα είναι ότι αφού η ανακεφαλαιοποίηση πραγματοποιήθηκε εις βάρος της οικονομίας, σήμερα οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούν επιχειρήσεις που διατηρούνται στα όρια της χρεωκοπίας.
Ομοίως, μπορεί να πραγματοποιείται με επιτυχία η απορρόφηση των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, όμως από την πλευρά του το κράτος, περικόπτοντας εισοδήματα και δαπάνες, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές, με αυξήσεις φόρων και εισφορών, καταλήγει να αντισταθμίζει αρνητικά και να εξουδετερώνει κάθε ευεργετική επίπτωση στο επίπεδο λειτουργίας της οικονομίας. Ενόσω η οικονομία παραμένει συρρικνούμενη, αυτό μπορεί να εκτιμάται από τους δανειστές, αλλά δεν πείθει ούτε προσελκύει τους υποψήφιους επενδυτές και μάλιστα τους απωθεί ακόμη περισσότερο. Οι επενδύσεις προσελκύονται από αναπτυσσόμενες οικονομίες, ενώ απωθούνται από συρρικνούμενες. Υπ' αυτές τις συνθήκες, εάν το 2016 η Ελλάδα κατορθώσει την επαναφορά στην ανάπτυξη, αυτό θα προξενούσε πράγματι παγκόσμια κατάπληξη, αφού θα συνιστούσε κατόρθωμα από τα άγραφα και οπωσδήποτε παγκόσμια πρωτοτυπία.
Η κοινωνία μπορεί να κατανοεί ότι στάθηκε αδύνατον να ξεφύγει η χώρα από τις αξιώσεις των δανειστών της, όμως δεν ανέχεται τον εμπαιγμό ότι δήθεν με αυτή την καταναγκαστική πορεία και χωρίς αντιστάθμισμα ούτε συγκεκριμένο σχέδιο για κάτι το διαφορετικό θα μπορέσει ποτέ η χώρα να φθάσει οπουδήποτε αλλού εκτός από την εξασφάλισή του μαρασμού της. Το συναίσθημα ότι οι σημερινές πρόσθετες θυσίες στις οποίες η κυβέρνηση καλεί τους πολίτες δεν οδηγούν πουθενά και κατ' ουδένα τρόπο σε καμιά επάνοδο στην κανονικότητα αποξενώνει και πάλι την εξουσία από τα κοινωνικά ερείσματα που μέχρι πρόσφατα την εστήριζαν.
Εάν σήμερα επανέρχεται η κοινωνική κατάθλιψη, δεν είναι επειδή εγκαταλείφθηκαν οι ρητορείες της «μεγάλης ανατροπής», αλλά κυρίως επειδή οι πολίτες που δεν έλαβαν μέρος σε κανένα «πάρτι» βλέπουν να τους αμφισβητείται το δικαίωμα στη ζωή από αυτούς που συνεχίζουν την «διασκέδαση».
Κι όμως, αυτή η εξέλιξη δεν ήταν καθόλου μοιραία ούτε προδιαγεγραμμένη, θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, αλλά και σήμερα ακόμη δεν είναι αργά για να αποτραπεί. Για την αποξένωση από την κοινωνία δεν χρειάζονται κατ' ανάγκην κακές προθέσεις, αρκούν και οι καλές και ίσως οι δεύτερες είναι αποτελεσματικότερες από τις πρώτες. Σε κάθε περίπτωση, το κρίσιμο σημείο δεν είναι οι προθέσεις, αλλά η συνεχής διαβούλευση με την κοινωνία και η καθοριστική συμμετοχή της στη λήψη των αποφάσεων που την αφορούν. Ενόσω αυτή η πλευρά παραμελείται και υποβαθμίζεται, κανένα πρόγραμμα δεν θα αποδίδει και ακόμη χειρότερα καμιά παντελής έλλειψη προγράμματος δεν θα κατανοείται ούτε θα συγχωρείται.
Κώστας Βεργόπουλος
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII
22-1-2016
http://www.huffingtonpost.gr/kostas-vergopoulos/-_3742_b_9047770.html?utm_hp_ref=greece