USA & Folk music
Τα πάντα για τη μουσική folk
Το Folk στην Αμερική
Aπό τις «ρίζες» μέχρι την Joan Baez και τον Bob Dylan
Από τον Φώντα Τρούσα
Είναι αλήθεια πως από την αρχή κιόλας της μορφοποίησής του, στις αρχές του 20ού αιώνα, το folk στις ΗΠΑ συνδέθηκε με το αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα. Φυσικά, επειδή μιλάμε για ηχογραφήσεις, το όλο πράγμα δεν είναι δυνατόν να απαθανατίσει αυτή καθ’ αυτήν τη γέννηση του λαϊκού εργατικού τραγουδιού, που συνδέθηκε άμεσα με την ίδρυση της συνδικαλιστικής οργάνωσης Industrial Workers of the World (IWW) στο Σικάγο το 1905 – τα τραγούδια των wobblies δηλαδή, που αποτέλεσαν τη βάση των γνωστότερων σ’ εμάς protest songs των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Γράφει, σχετικώς, ο Umberto Fiori, κιθαρίστας και τραγουδιστής του ιταλικού συγκροτήματος Stormy Six, στο βιβλίο του «Μπομπ Ντύλαν, Τζο Χιλλ, Γούντυ Γκάθρυ, Ιστορία του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού» (Νεφέλη, Aθήνα 1981): «Η παραγωγή εργατικών λαϊκών τραγουδιών δεν αρχίζει, φυσικά, στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα. Χωρίς να υπολογίσουμε την αγγλοσαξονική παράδοση που διατηρείται ζωντανή σε πολλές περιοχές, καθώς κι εκείνη των τραγουδιών της δουλειάς των νέγρων και των κάου-μπόι, τα παλιά επαγγελματικά συνδικάτα είχαν ήδη δημιουργήσει εκατοντάδες τραγουδιών. Ήταν όμως η παραγωγή wobbly –το “Little Red Songbook” είναι το πρώτο αξιόλογο παράδειγμα συλλογής λαϊκών τραγουδιών από τη βάση που δεν ακολουθεί φιλολογικά κριτήρια– που καταγράφεται ως “αποφασιστική καμπή”, με τους πρωτεργάτες της (πρώτος απ’ όλους ο Τζο Χιλλ) να θεωρούνται οι γενάρχες του σύγχρονου κοινωνικού τραγουδιού στις ΗΠΑ».
«Η παραγωγή εργατικών λαϊκών τραγουδιών δεν αρχίζει, φυσικά, στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα. Χωρίς να υπολογίσουμε την αγγλοσαξονική παράδοση που διατηρείται ζωντανή σε πολλές περιοχές, καθώς κι εκείνη των τραγουδιών της δουλειάς των νέγρων και των κάου-μπόι, τα παλιά επαγγελματικά συνδικάτα είχαν ήδη δημιουργήσει εκατοντάδες τραγουδιών»
Joe Hill
Τα πάντα αρχίζουν να αποκτούν λαϊκή απήχηση, λοιπόν, μέσω του Joe Hill, η ζωή του οποίου ως εργάτη, συνδικαλιστή και τραγουδοποιού και, κυρίως, ο τρόπος θανάτου του –εκτελέστηκε κατηγορούμενος αδίκως για φόνο, μέσω μιας στημένης δίκης– θα εμπνέουν έκτοτε πλήθος δημιουργών (από τον Woody Guthrie και τον Pete Seeger, μέχρι τον Bob Dylan, τον Phil Ochs και την Joan Baez, και από τον Billy Bragg και τους Chumbawamba, μέχρι τους Rage Against the Machine). Σημειώνει ο Fiori: «Το στυλ του Τζο Χιλλ είναι κάτι τελείως ξεχωριστό, κι όμως κανένα τραγούδι wobbly δεν φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα στο κίνημα απ’ τα δικά του, ακριβώς λόγω της ιδέας που έχει ο δημιουργός μας για τον ρόλο του και για τη λειτουργία των έργων του. (...) Ο Τζο Χιλλ δεν είναι πια ο λαϊκός τραγουδιστής της παράδοσης αλλά μια νέα μορφή προλετάριου καλλιτέχνη. Όπως κάθε τραγουδοποιός, γράφει κι αυτός κατά παραγγελία, με τη διαφορά ότι ο εντολέας του είναι το κίνημα και σκοπός του η προπαγάνδα. Το τραγούδι δεν πρέπει να είναι μονάχα ευχάριστο, αλλά και πειστικό, δεν πρέπει μόνο να αφηγείται, να ψυχαγωγεί, να συγκινεί ή να πληροφορεί, αλλά και να παρουσιάζει επιχειρήματα υπέρ και κατά και να εκμεταλλεύεται τις ιδιαίτερες δυνατότητες και τις τεχνικές αυτής της σύντομης και λαϊκής μορφής ποίησης».
Τα τραγούδια των wobblies και του Joe Hill κατάφεραν να διασχίσουν τον 20ό αιώνα μέσα από το ρεπερτόριο καλλιτεχνών, όπως ο Woody Guthrie και ο Pete Seeger. Ο Guthrie αναφερόταν διαρκώς στο «Little Red Songbook», ενώ και ο Seeger ήταν ένα γνωστό μέλος του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος από τα 17 του, με αποτέλεσμα τα εργατικά τραγούδια να βρουν, μέσω αυτού, έναν νέο εκφραστή. Άλλοι σπουδαίοι folk τραγουδιστές της εποχής, πέραν των Guthrie και Seeger, ήταν ο Josh White, ο Earl Robinson, οι Union Boys (το «στιγμιαίο» σούπερ-γκρουπ των Pete Seeger, Josh White, Burl Ives, Alan Lomax, Tom Glazer, Sonny Terry & Brownie McGhee!), ο Bob Miller, οι Almanac Singers, ο Tom Glazer, ο J.B. Lenoir, ο Leadbelly, ο Carl Sandburg, ο Ernie Lieberman, ο Brownie McGhee, η Aunt Molly Jackson, ο Sir Lancelot, οι Weavers και μερικοί ακόμα που απέδωσαν τραγούδια τα οποία θα χαρακτηρίζαμε κλασικά, όχι μόνο σε σχέση με το αγωνιστικό τους περιεχόμενο αλλά και αναφορικά με το καλλιτεχνικό τους μέρος, αφού είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση υπήρξαν «προάγγελοι» του folk revival και των αντίστοιχων protest songs των sixties.
Woody Guthrie,Pete Seeger, κι ο αιδεσιμότατος Gary Davis ,1950
Ο Woody Guthrie («Dust Bowl Ballads», «Bonneville Songs», «Sacco and Vanzetti Ballads») αποτελεί, μαζί με τον Pete Seeger και τον Ramblin’ Jack Elliott, την ισχυρή λευκή τριάδα πάνω στην οποία πάτησε το folk revival στα χρόνια του ’60. Και αν για τον ρόλο του Guthrie η ιστορία αποφάνθηκε εξαρχής, για τον Seeger, και πολύ περισσότερο για τον Elliott, το πράγμα έχει μείνει ελαφρώς πιο πίσω. Αιτία υπάρχει κι έχει να κάνει κυρίως με το γεγονός ότι τόσο ο Seeger όσο και ο Elliott δεν υπήρξαν οι κατεξοχήν τραγουδοποιοί (παρότι έγραψαν και δικά τους κομμάτια), αλλά, κυρίως, οι περφόρμερ-λαϊκοί ερευνητές (ανάμεσα σε άλλα) που διέσωσαν τεράστιο αριθμό σκοπών, προσφέροντας έτοιμο ρεπερτόριο για μερικούς από τους πιο διάσημους songwriters του ’60. Σκεφθείτε μόνο πως ο Pete Seeger, που πέθανε πέρσι στα 95 του, ηχογράφησε 38 (!) LP για τη Folkways Records στο διάστημα 1950-1964, ενταγμένα συνήθως σε ευρύτερες σειρές. Φέρ’ ειπείν, οι «American Favorite Ballads», που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1957 και 1962 και που αποτέλεσαν άλλη μια ισχυρή αναφορά για τους singer-songwriters της εποχής του.
Φυσικά, τον ίδιο και μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε και ο Harry Smith (1923-1991) με την περίφημη σειρά των τριών διπλών συλλογών-LP που επιμελήθηκε για τη Folkways το 1952 υπό τον τίτλο «Anthology of American folk music». O Smith ήταν ο πρώτος Αμερικανός που διαπίστωσε την αξία των προπολεμικών και ιδίως των προ του κραχ του 1929 ηχογραφήσεων, αποδίδοντάς τους θέση υψηλή στο καλλιτεχνικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Περιττό να πούμε πως πάνω στις «ανθολογίες» του στηρίχθηκε όλο το folk revival, μα ακόμα και το folk-rock, όπως κι ένα μέρος του rock των επόμενων δεκαετιών. Ο Smith δεν ανθολογούσε απλώς τραγούδια, αλλά τραγούδια με βαθύ, συχνά, κοινωνικό περιεχόμενο, τα οποία υπομνημάτιζε με οξυδερκή σχόλια. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Smith δεν ήταν απλώς ο πρώτος σοβαρός compiler της δισκογραφίας αλλά ίσως και ο πρώτος σοβαρός μουσικοκριτικός στον χώρο της ευρύτερης pop.
Bob Dylan και Dave van Ronk
Ο Van Ronk είχε αποτελέσει για τον Scaduto ισχυρή πηγή πληροφόρησης, αφού όχι απλώς είχε υπάρξει φίλος του Dylan αλλά κατά μία έννοια και δάσκαλός του. Για αρκετό καιρό τον φιλοξενούσε στο διαμέρισμά του (ο Van Ronk τον Dylan), μαθαίνοντάς του συγχρόνως δεκάδες παλιά τραγούδια, τα οποία ο Dylan κατέγραφε με απίστευτη ταχύτητα. Του συνέστησε, επίσης, να διαβάσει Γάλλους ποιητές (Νερβάλ, Απολλιναίρ, Ρεμπώ), τους οποίους ο Dylan θα έβρισκε μπροστά του στην πορεία. Όπως έλεγε και ο Van Ronk: «Τα βιβλία του ήταν όλα υπογραμμισμένα με σημειώσεις στα περιθώρια. Του άρεσε του Bobby να εμφανίζεται ως ένα είδος πριμιτίφ καλλιτέχνη, ένα είδος φυσικής διάνοιας. Δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτά που διάβαζε. Μπορούσες όμως να βρεις τον Ρεμπώ σε πολλά κατοπινά τραγούδια του».
Mία από τις σημαντικότερες μορφές του πιο σύγχρονου αμερικανικού folk υπήρξε ο Dave van Ronk (1936-2002). Για τον Van Ronk γράφει πολλά ο Anthony Scaduto στην κλασική βιογραφία του για τον Bob Dylan (New American Library, New York 1979), συνδέοντας κατά βάση τις πρώτες μέρες του Dylan με τον κορυφαίο Νεοϋορκέζο folkist. Ο Van Ronk είχε αποτελέσει για τον Scaduto ισχυρή πηγή πληροφόρησης, αφού όχι απλώς είχε υπάρξει φίλος του Dylan αλλά κατά μία έννοια και δάσκαλός του. Για αρκετό καιρό τον φιλοξενούσε στο διαμέρισμά του (ο Van Ronk τον Dylan), μαθαίνοντάς του συγχρόνως δεκάδες παλιά τραγούδια, τα οποία ο Dylan κατέγραφε με απίστευτη ταχύτητα. Του συνέστησε, επίσης, να διαβάσει Γάλλους ποιητές (Νερβάλ, Απολλιναίρ, Ρεμπώ), τους οποίους ο Dylan θα έβρισκε μπροστά του στην πορεία. Όπως έλεγε και ο Van Ronk: «Τα βιβλία του ήταν όλα υπογραμμισμένα με σημειώσεις στα περιθώρια. Του άρεσε του Bobby να εμφανίζεται ως ένα είδος πριμιτίφ καλλιτέχνη, ένα είδος φυσικής διάνοιας. Δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτά που διάβαζε. Μπορούσες όμως να βρεις τον Ρεμπώ σε πολλά κατοπινά τραγούδια του».
Dylan και Van Ronk συγκρούστηκαν άγρια τουλάχιστον μια φορά και αιτία ήταν το κλασικό παραδοσιακό τραγούδι «The house of the rising sun», ένα κομμάτι που ο Van Ronk φαίνεται πως είχε τραγουδήσει πριν από οποιονδήποτε άλλον εκείνα τα χρόνια. Και όμως, το τραγούδι αυτό υπάρχει στον πρώτο δίσκο του Bob Dylan (Columbia, 1962), και μάλιστα με την ενοργάνωση του Van Ronk.
Dylan και Van Ronk συγκρούστηκαν άγρια τουλάχιστον μια φορά και αιτία ήταν το κλασικό παραδοσιακό τραγούδι «The house of the rising sun», ένα κομμάτι που ο Van Ronk φαίνεται πως είχε τραγουδήσει πριν από οποιονδήποτε άλλον εκείνα τα χρόνια. Και όμως, το τραγούδι αυτό υπάρχει στον πρώτο δίσκο του Bob Dylan (Columbia, 1962), και μάλιστα με την ενοργάνωση του Van Ronk. Τι είχε γίνει; Ο Dylan είχε αρπάξει το τραγούδι, όπως συνήθιζε εξάλλου να κάνει τότε, και το ηχογράφησε χωρίς την άδεια του ανθρώπου που του το είχε διδάξει. Στο οπισθόφυλλο του δίσκου ο Stacey Williams γράφει πως ο Dylan είχε μάθει, όντως, το τραγούδι από τον Van Ronk, αλλά όπως ο ίδιος ο Dylan ισχυριζόταν: «Πάντα το ήξερα, αλλά δεν κατάλαβα ότι το ήξερα μέχρι να το ακούσω από τον Dave»! Σε κάθε περίπτωση, η φιλία των δύο μουσικών δεν θα σπάσει και όπως με μεγαλοθυμία έγραφε ο Dave van Ronk στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ του «Somebody else, not me» (Philo, 1980), όταν διασκεύασε το «Letter to Woody» του παλιού του φίλου: «Ας το πω να τελειώνουμε. Τελικά, πήρα περισσότερα εγώ από τον Dylan απ’ όσα πήρε εκείνος από μένα».
Bob Dylan - House Of The Risin' Sun (1962... από theUnforgettablesTv
Για τον Dylan είναι πολλά πράγματα γνωστά, αλλά ένα-δυο καθοριστικά ίσως δεν είναι και τόσο καλά συνειδητοποιημένα. Θα αναφερθούμε σε ένα απ’ αυτά... σε ένα ταξίδι του στη Βρετανία το 1964. Ο Bob Dylan επισκέπτεται για δεύτερη φορά την Αγγλία τον Μάιο του ’64, έχοντας ήδη κυκλοφορήσει το τρίτο άλμπουμ του, «The times they are a-changin’» τον Γενάρη εκείνης της χρονιάς. Φυσικά, τώρα δεν ήταν ο άγνωστος τραγουδιστής που έπαιζε όπου έβρισκε στα κλαμπ, όπως πριν από ενάμισι χρόνο (κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψής του). Έτσι, προετοιμάστηκε καταλλήλως και η εμφάνισή του στο Λονδίνο, στις 17 Μαΐου, στο Royal Albert Hall. Τα πράγματα, όμως, είχαν αλλάξει στην Αγγλία. Οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Animals έδιναν μια εντελώς καινούργια μορφή στην ποπ, με τον Dylan να βρίσκεται μπροστά σε μια κοσμογονία. Είναι η εποχή που θα γνωριστεί με τους Beatles και θα τους μυήσει στη μαριχουάνα (o Scaduto λέει ότι αυτή η γνωριμία έγινε στο Λονδίνο, ενώ ο Bill Harry, στην «Encyclopedia of Beatles People», αναφέρει ως τόπο πρώτης συνάντησης το ξενοδοχείο «Delmonico» στη Νέα Υόρκη). Οι Beatles είχαν πρωτοακούσει για τον Dylan τον Γενάρη του ’64, όταν βρίσκονταν στο Παρίσι, ενώ ο Dylan μάθαινε γι’ αυτούς την ίδια εποχή, όταν το «I want to hold your hand» σάρωνε στην Αμερική. Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη ήταν φυσικό, πλέον, να πει: «Θεέ μου, πρέπει ν’ ακούσετε τι γίνεται εκεί πέρα. Τον Eric Burdon και τους Animals τους ξέρετε; Κάνανε το “House of the rising sun” ροκ. Ροκ! It’s fuckin’ wild. Μου πήρε το μυαλό». (από το βιβλίο του Scaduto).
Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει, λοιπόν, πως οι Animals ήταν εκείνοι που ενσυνείδητα άνοιξαν πρώτοι τον δρόμο στο folk-rock; Ήταν τόσο μεγάλο, μάλιστα, το σοκ για τον Dylan, ώστε αποφάσισε ο ίδιος, με τα ίδια του τα χέρια όπως θα λέγαμε, να θάψει τα protest folk songs. Ο μοναδικός, ίσως, απόγονος του Woody Guthrie, λίγο καιρό αργότερα, απευθυνόμενος στον Phil Ochs, θα του έλεγε: «Τα τραγούδια που γράφεις είναι όλα για χέσιμο, γιατί η πολιτική είναι για χέσιμο. Το μόνο πράγμα που έχει αξία βρίσκεται μέσα σου. Είναι τα αισθήματά σου. Κοίταξε για ποιον κόσμο γράφεις, και θα δεις ότι σπαταλάς τον χρόνο σου».
Φυσικά, τα τραγούδια του Ochs δεν ήταν για «χέσιμο», καθότι ο μεγάλος Phil Ochs δεν «σπατάλησε» τον χρόνο του (όπως νόμιζε τότε ο Dylan), απλώς τον πλήρωσε, λόγω της στάσης του και των τραγουδιών του, με την ίδια του τη ζωή. Ούτε η πολιτική ήταν για χέσιμο, εννοείται. Για χέσιμο μπορεί να ήταν οι πολιτικοί, αλλά η πολιτική είναι άλλο πράγμα. Παρά ταύτα, ήταν εντυπωσιακή εκείνη η κουβέντα του Dylan, επειδή έδειχνε τα έτη φωτός που είχαν διανυθεί στο folk κύκλωμα από τις πρώτες μέρες των sixties. Ο folk τραγουδιστής, αν ήθελε να έχει μέλλον, θα έπρεπε να βάλει βύσματα στα όργανα και τους ενισχυτές στις πρίζες, αφήνοντας τα στενά «τραγούδια διαμαρτυρίας» κατά μέρος…
Joan Baez και Ted Alevizos
Joan Baez; Η Joan Baez… Η Joan Baez χρωστούσε και χρωστά πολλά σ’ έναν Έλληνα που τη βοήθησε στα πρώτα της καθοριστικά βήματα, τον Ted Alevizos… και γι’ αυτό το θέμα αξίζει να πούμε λίγα λόγια παραπάνω. Εξάλλου, το πρώτο LP της Baez δεν ήταν αυστηρώς προσωπικό της αλλά μια συνεργασία της με τον Bill Wood και τον Ted Alevizos που είχε τίτλο «Folksingers’ Round Harvard Square» και είχε ηχογραφηθεί για λογαριασμό μιας εταιρείας ονόματι Veritas, τον Μάιο του 1959.
Με βάση ένα σύντομο βιογραφικό που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ του Ted Alevizos «Songs of Greece» (Tradition, αρχές του 1960), μαθαίνουμε πως ο Theodore «Ted» Alevizos είχε γεννηθεί στο Mιλγουόκι, από γονείς που κατάγονταν από τη Νότια Πελοπόννησο. Με σπουδές στο Marquette University, στο Juilliard School of Music αλλά και με master από το Columbia University θα διακριθεί όχι μόνο για την τενόρο φωνή του, μα και ως folk ερμηνευτής. Το 1957 τον βρίσκει προϊστάμενο στη Widener Library, στο Harvard, στη βιβλιοθήκη, δηλαδή, στην οποία θα ανακαλύψει τη συλλογή του Greek Folklore, ανακαλώντας στη μνήμη του τραγούδια τα οποία άκουγε από μικρός στο σπίτι του. Γύρω στο ’58 παρουσιάζει αυτά ακριβώς τα ελληνικά τραγούδια σε τηλεοπτικό σταθμό της Βοστώνης, στο Ballad Room επίσης στη Βοστώνη, στο radio show του Oscar Brand στη Νέα Υόρκη, όπως και σε διάφορα άλλα στέκια της Νέας Αγγλίας. Προφανώς, σε κάποια απ’ αυτά τα στέκια ο Alevizos γνώρισε την Joan Baez, η οποία από το 1958 ζούσε κάπου στο Belmont (προάστιο της Βοστώνης) με την οικογένειά της.
Στην αυτοβιογραφία της Baez, που έχει κυκλοφορήσει και στη χώρα μας ως «Και μια φωνή να τραγουδάω» (Καστανιώτης, Αθήνα, 1988), η φημισμένη singer-songwriter θυμάται: «Ο Πήτερ (σ.σ. Robinson), ένας φίλος της οικογένειας, προσφέρθηκε να μου κάνει τον μάνατζερ και κανονίσαμε μια ηχογράφηση στο κελάρι του σπιτιού ενός άλλου φίλου (σ.σ. του Stephen Fassett). Πήγα εκεί να φτιάξουμε ένα άλμπουμ με τον Μπιλ Γουντ (σ.σ. πατέρας του Chris Wood, του μπασίστα των Medeski Martin & Wood) και τον Τεντ Αλεβίζο. Ο Μπιλ ήταν μηχανικός, απόφοιτος του Χάρβαρντ, κι είχε μια εκπομπή με μουσική folk στον ραδιοφωνικό σταθμό του πανεπιστημίου. Ο Τεντ Αλεβίζος τραγουδούσε ελληνικά τραγούδια κι είχε ένα εκπληκτικό τέμπρο στη φωνή του – είχε σπουδάσει φωνητική και ήταν συντηρητικός. Κυκλοφορούσε ένα κουτσομπολιό, ότι ο Τεντ είχε δοκιμάσει ένα καινούργιο ναρκωτικό, το LSD, ότι είχε χάσει τελείως το μυαλό του μετά απ’ αυτό κι είχαν περάσει βδομάδες μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ξαναγύρισε στη γη. Τραγουδήσαμε μερικά σόλο, μερικά ντουέτα και για το φινάλε τη δική μας μοναδική και εξαιρετική διασκευή του “When I’m dead and buried, don’t weep after me”. Το άλμπουμ βαφτίστηκε “Folksingers ’Round Harvard Square”» .
Το άλμπουμ της Veritas, παρότι έχει κάνει διάφορες επανεκδόσεις ως το πραγματικό πρώτο της Baez, δηλαδή πριν από το πρώτο επίσημο στη Vanguard (11/1960), στην original έκδοσή του είναι σπάνιο και ιδιαίτερης αξίας (και δεν εννοώ χρηματικής). Και τούτο γιατί περιέχει 18 τραγούδια συνολικά, τα περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη έκδοση. Έτσι, λοιπόν, σ’ εκείνο τον δίσκο, που κυκλοφόρησε σε περιορισμένα αντίτυπα το 1960, ακούγονταν 6 τραγούδια με την Joan Baez, 3 με την Baez σε duo με τον Bill Wood, 4 με τον Bill Wood, 4 με τον Ted Alevizos και ένα, το «Don’t weep after me», και με τους τρεις μαζί (για το οποίο κάνει λόγο και η Baez στο απόσπασμα από την αυτοβιογραφία της). Αξίζει να σημειώσω εδώ την τεράστια επιρροή που άσκησε ο Alevizos εκείνα τα πρώιμα χρόνια στη νεαρή folksinger. Όχι μόνο με την ευρύτητα του ρεπερτορίου του όσο, κυρίως, με τη φωνή του.
Στο βιβλίο του David Hajdu «Positively 4th Street» (North Point Press, New York, 2002) διαβάζουμε το προφανές, πως ο Ted Alevizos… εξείχε τόσο πολύ, ως φωνή, ώστε σχεδόν κάλυπτε την Joan. Ο Hajdu, μάλιστα, είχε εντοπίσει τον Alevizos, ο οποίος θυμόταν: «Τραγουδούσαμε ένα κομμάτι μαζί στο τέλος του δίσκου, έχοντας εγώ, κατά κάποιον τρόπο, τον ρόλο του leader. Η Joan είχε αναστατωθεί, επειδή συνήθιζε να λέει πως είχα την πιο μεγαλοπρεπή φωνή που είχε ακούσει ποτέ. Συνήθως με ρωτούσε πώς κατάφερνα και τραγουδούσα έτσι. “Θέλω κι εγώ να τραγουδήσω όπως εσύ. Πώς μπορώ να το κάνω;” και τέτοια. Της έλεγα πως έχω κάνει μαθήματα για να το καταφέρω, και τότε μου απαντούσε “α όχι - όχι, όχι”». Και συμπληρώνει ο Hajdu: «Όσο και να είχε σκανδαλιστεί από τον τρόπο που τραγουδούσε ο Alevizos, ο φόβος και η ανασφάλεια υπερκάλυπταν την περιέργειά της».
Εκείνο που λέει η Baez στην αυτοβιογραφία της για το «εκπληκτικό τέμπρο» του Alevizos το διαπιστώνει κανείς ακούγοντας το συγκλονιστικό –το κάνει ο ίδιος συγκλονιστικό, δηλαδή– «Rejected Lover» (ερμηνεία που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα αριστουργήματα της Odetta από την ίδια περίοδο). Τα άλλα τρία τραγούδια είναι το «Walie Walie», το «Astrapsen» (τραγουδισμένο στη γλώσσα μας!) και το «Lass from the low country» (το έχουν πει η Odetta, η Nina Simone, η Joan Baez και διάφοροι άλλοι και άλλες), το οποίο ο Alevizos απογειώνει. Μοιάζει να είπαμε τη μαγική λέξη; Ο Alevizos, ως μέλος της κοινότητας του Harvard, ήδη από το 1957 φαίνεται πως είχε δοκιμάσει LSD καιρό πριν από τον Timothy Leary και τους υπόλοιπους μύστες των sixties – ο οποίος Leary μπήκε λέκτορας στο πανεπιστήμιο το 1959 και μέχρι τον Αύγουστο του ’60, όταν πρωτογεύτηκε magic mushrooms στην Cuernavaca, δεν είχε καπνίσει ούτε μαριχουάνα.
Το 1960 ήταν η χρονιά του Ted Alevizos, καθότι τότε κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ τρία άλμπουμ με το όνομά του στο εξώφυλλο. Το πρώτο ήταν εκείνο στην Tradition, υπό τον τίτλο «Songs of Greece». Πρόκειται για μια συλλογή 15 τραγουδιών, πολύ γνωστών και αγαπημένων στο ευρύτερο ελληνικό κοινό, τα οποία ο Alevizos ερμηνεύει με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο (τον βοηθά η σπάνια φωνή του και, φυσικά, το γεγονός ότι νιώθει βαθιά όσα τραγουδάει). Το «Mia voskopoula agapisa» κοντράρει στη μνήμη μου τη μελιστάλακτη, αλλά σε κάθε περίπτωση εξαιρετική εκδοχή τού Δημήτρη Ζάχου, ενώ μέσα από τη «Misirlou» του (εννοώ το φωνητικό της μέρος) βλέπω να καταφθάνει η διπλοπενιά τού Dick Dale στη Fender Stratocaster του, δύο χρόνια αργότερα.
Ο Τεντ Αλεβίζος τραγουδούσε ελληνικά τραγούδια κι είχε ένα εκπληκτικό τέμπρο στη φωνή του – είχε σπουδάσει φωνητική και ήταν συντηρητικός. Κυκλοφορούσε ένα κουτσομπολιό, ότι ο Τεντ είχε δοκιμάσει ένα καινούργιο ναρκωτικό, το LSD, ότι είχε χάσει τελείως το μυαλό του μετά απ’ αυτό κι είχαν περάσει βδομάδες μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ξαναγύρισε στη γη. Τραγουδήσαμε μερικά σόλο, μερικά ντουέτα και για το φινάλε τη δική μας μοναδική και εξαιρετική διασκευή του “When I’m dead and buried, don’t weep after me”. Το άλμπουμ βαφτίστηκε “Folksingers ’Round Harvard Square”».
Για το «Folksingers ’Round Harvard Square» των Baez, Wood, Alevizos τα είπαμε. Το τρίτο LP κυκλοφόρησε στο τέλος του 1960 ή το αργότερο στις αρχές του ’61 από την Prestige International και είχε τίτλο «Greek folksongs sung by Theodore Alevizos». Περιείχε 19 τραγούδια, σε 13 εκ των οποίων έπαιζε δεύτερη κιθάρα ο Rolf Cahn, ενώ σε δύο τραγουδούσε η σύζυγος Susan Alevizos. Από την ίδια πληροφορούμαστε πως το ζευγάρι είχε επισκεφθεί την Ελλάδα, μαθαίνοντας τραγούδια επιτόπου και όχι μόνο από τις βιβλιοθήκες ή μέσω των αναμνήσεων των μεταναστών. Στον συνδυασμό και των τριών στοιχείων πιθανώς να οφείλεται η ιδιαιτερότητα των αποδόσεων. Σμυρναίικα, ροδίτικα, καρπαθιώτικα, θρακιώτικα, αλλά και από τα Ιόνια Νησιά ή την Καππαδοκία, ανάμεσά τους και η «Ψαροπούλα» του Μπαγιαντέρα, όλα τραγουδισμένα, στη γλώσσα μας εννοείται, με ξέχειλη συγκίνηση.
Η επόμενη δισκογραφική εμφάνιση του Ted Alevizos συμβαίνει το 1968/69. Μάλιστα, είχε συνδυαστεί με την έκδοση ενός βιβλίου, τον Δεκέμβριο του ’68, υπό τον τίτλο «Folk songs of Greece» και τον υπότιτλο «Work songs, love songs, dances, historical ballads, singing games, lullabies, holiday songs - 52 songs in Greek and English compiled, arranged and translated by Susan and Ted Alevizos» (Oak Publications). Το LP τώρα είχε τίτλο «Greek folksongs sung by Ted Alevizos» και είχε τυπωθεί στην Pathways of Sound από το Cambridge της Μασαχουσέτης. Η εταιρεία τύπωνε, βασικά, δίσκους για παιδιά, ενώ καλλιτεχνικός της διευθυντής ήταν ο Eric von Schmidt (1931-2007), ένας από τους πιο αναγνωρισμένους, και αυτός, folkist των sixties. Ο Von Schmidt φιλοτέχνησε και το ωραίο, ελληνικότατο εξώφυλλο του άλμπουμ, στο οποίο περιλαμβάνονταν μερικά από τα άσματα των προηγούμενων δίσκων, κάποιοι χοροί αλλά και ορισμένα παιδικά («Nato to daktilidi», «Kalanda», «Den pernas kira Maria»). Εν αντιθέσει προς τα προηγούμενα LP, εδώ δεν ακούγονταν μόνο κιθάρες αλλά και μαντολίνο (ο αδελφός Jim Alevizos), φλάουτο (o καθηγητής στο Harvard σε θέματα Κοινωνικής Τεχνολογίας, Emmanuel G. Mesthene), καθώς και το σαντούρι της Suzan Alevizos. Όπως γράφει η ίδια, είχε διδαχτεί τα μυστικά του από τον Ναξιώτη Γιάννη Τζόβενο, αδελφό του μεγάλου σαντουριέρη του ρεμπέτικου Κώστα Τζόβενου.
John Fahey
Μία άλλη ιδιόμορφη folk περίπτωση υπήρξε και ο John Fahey (1939-2001), ο οποίος ενεπλάκη από πολύ μικρός στη βαθιά παράδοση των blues του Δέλτα, μελετώντας το έργο του Blind Willie Johnson, του Mississippi John Hurt και του Charley Patton. Τις ηχογραφήσεις θα τις ξεκινήσει το 1958-59, κυκλοφορώντας τότε κάποια 78άρια με το ψευδώνυμο Blind Thomas, αναπτύσσοντας παραλλήλως τη μυθολογία του Blind Joe Death (υποκρινόμενος κάποιον άγνωστο μαύρο bluesman από τον Νότο), που έκτοτε θα εμφανιστεί κι άλλες φορές στο έργο του. Το 1959 ο Fahey θα ιδρύσει την Takoma Records (μαζί με τους Norman Pierce και ED Denson), ηχογραφώντας το πρώτο του άλμπουμ και με το ψευδώνυμο Blind Joe Death, ενώ το 1963 θα ανακαλύψει (μαζί με τον ED Denson) τον παροπλισμένο Bukka White, επαναφέροντάς τον στη δισκογραφία. Τo 1964 θα εντοπίσει, μάλιστα, και τον περίφημο Skip James, μαζί με τους Bill Barth και Henry Vestine (των Canned Heat).
Στην Takoma Records, ο Fahey θα δώσει βήμα σε αρκετούς μουσικούς (Bukka White, Robert Pete Williams, Leo Kottke, Robbie Basho, Phil Yost, Max Ochs κ.ά.), οι οποίοι ή, μάλλον, κάποιοι από αυτούς θα αναπτύξουν τις ιδέες τους σε καινούργιους ήχους, ανακατεύοντας folk, blues, classical και world στοιχεία, δημιουργώντας ένα παράξενο, minimal οπωσδήποτε, ακουστικό κιθαριστικό σύμπαν, το οποίο αγαπήθηκε ιδιαιτέρως (πρώτα-πρώτα την ψυχεδελική περίοδο). Φυσικά, στο ίδιο label (και αλλού) έβλεπαν το φως και οι προσωπικές δουλειές του Fahey, που αποτελούν μέχρι σήμερα έργα προς μελέτη. Λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του ο Fahey θα τιμηθεί με ένα εξώφυλλο στο περιοδικό «The Wire» (Issue 174, August 98)… κάτι που τότε είχε τη σημασία του.
Dino Valenti
Μια άλλη σπουδαία και κομμάτι ακριβοθώρητη περίπτωση ήταν εκείνη του Dino Valenti (1937-1994), ενός αναγνωρισμένου τραγουδοποιού της εποχής (οι περισσότεροι τον γνωρίζουμε ως μέλος των Quicksilver Messenger Service), συνθέτη του ύμνου «Get Τogether» (Ειρήνη πάσι… και τω πνεύματί σου… τας κεφαλάς υμών τη αγάπη κλίνομεν…) που έχουν αποδώσει οι Kingston Trio, Jefferson Airplane, Youngbloods, H.P. Lovecraft και πολλοί άλλοι.
Ο Valenti, που ηχογράφησε ένα μόνο (εξαιρετικό) προσωπικό LP όσο ζούσε κάτω από το όνομα «Dino Valenti» στην Epic, το 1968, περικλείει κάτι (πολύ) από τον μύθο της δεκαετίας του ’60, με αποτέλεσμα κάθε ηχογράφησή του να αποτελεί, ασυζητητί, γεγονός. Όπως γεγονός ήταν και η προσφορά της ελληνικής Missing Vinyl το 2011 υπό τον τίτλο «Get Together… the lost recordings». Ηχογραφήσεις, λοιπόν, της περιόδου 1964-1970, οι οποίες έφθασαν εντελώς τυχαία στα χέρια του γιου του Valenti, Joli Valenti Powers πριν από καιρό και επιβεβαιώνουν την υψηλή θέση εκείνου του ανθρώπου στη folk, acid-folk και acid-rock τραγουδοποιία της εποχής.
Παρότι στις ταινίες που βρέθηκαν δεν υπήρχε κανένας σοβαρός υπομνηματισμός, εντούτοις, ακούγοντάς τες κάποιος μπορεί, μέσες-άκρες, να υποθέσει κάτι παραπάνω, εξειδικεύοντας κάπως εκείνο το… 1964-1970. Έτσι, λοιπόν, έχουμε εδώ τραγούδια με σκέτη κιθάρα, που λογικώς αφορούν την πρώτη περίοδο δράσης του Valenti (ίσως όχι τόσο παλαιά, από την εποχή που συνέπραττε με τον Bob Dylan και τον Fred Neil στο Café Wha? του Greenwich Village, αλλά πάντως γραμμένα πριν από το ’65, όταν βρισκόταν πια στη Δυτική Ακτή), άλλα ακουστικά, όμως κάπως παράξενα, που παραπέμπουν στις μέρες του άλμπουμ «Dino Valente» (με κάτι σαν reverb στην κιθάρα και με τη φωνή ν’ ακούγεται σαν να είναι περασμένη μέσα από ένα ελαφρύ echo), και άλλα με κανονική rock ορχήστρα (αρκούντως ψυχεδελική) που θυμίζουν, έντονα κάποιες φορές, τις μέρες των Quicksilver Messenger Service. Εντός του άλμπουμ, πάνω από το κείμενο του Joli Valenti Powers, αναγράφεται: «This selection of songs may someday be considered the greatest folk album ever recorded». Είναι αλήθεια! Απίστευτα τραγούδια!
Tom Rush
Tom Rush είναι ένας άλλος αγαπημένος folkist. Μπορεί, στους κατά καιρούς δίσκους του, να μην είχε πολλά δικά του τραγούδια, αλλά των φίλων του –του James Taylor, του Jackson Browne, της Joni Mitchell, του Fred Neil–, όμως δικό του είναι το «No Regrets» από το «The Circle Game» (Elektra, 1968), ένα από τα πιο αναγνωρισμένα folk στάνταρ των sixties. Δικά του είναι, επίσης, ένα από τα 2-3 ωραιότερα εξώφυλλα που έχω δει ποτέ – και αναφέρομαι στο cover του φερώνυμου άλμπουμ του στην Elektra από το 1965 (o Tom να ανάβει το τσιγάρο του με φόντο τις εγκαταστάσεις του λιμανιού της Νέας Υόρκης –αυτό, ίσως, είναι– στον ποταμό Hudson), με τη φωτογραφία και το design του William S. Harvey (βασικός γραφίστας της Elektra).
Fred Neil
Η ιστορία θα κρατήσει αιώνια και για λόγους πολλούς το όνομα του Fred Neil (1936-2001) ζωντανό, εγώ όμως θα τον θυμάμαι πρώτα απ’ όλα γι’ αυτή την υπέροχη, βαθιά και ξάστερη φωνή, που, όταν ανέβαινε, έβγαζε ένα αφόρητο λυγμικό πάθος (ο μαθητής του Tim Buckley είναι σίγουρα πιο γνωστός), ενώ στα χαμηλά της η ανάσα του, με αυτό το απίστευτο φυσικό loudness, μπορούσε να σου σκίσει για πάντα την ψυχή. Ο Fred Neil υπήρξε ο συνθέτης του περίφημου «Everybody’s talkin’», που ακουγόταν στην ταινία «Midnight Cowboy» του John Schlesinger με τη φωνή του Nilsson (μεγάλη επιτυχία), για να διασκευαστεί στη συνέχεια από δεκάδες καλλιτέχνες κάθε μουσικού χώρου. Ήταν, επίσης, ο δημιουργός του «Dolphins», ενός από τα πιο σπουδαία τραγούδια εκείνων των χρόνων που διασκεύασε ο Tim Buckley στο «Sefronia» αλλά και οι It’s A Beautiful Day. Το πρώτο ολοδικό του LP, «Bleeker & McDougal», από το 1965 (το… folk σταυροδρόμι του Greenwich Village), είναι ένα από τα αριστουργήματα της εποχής, με τραγούδια ανεπανάληπτα, όπως το «Blues on the ceiling», το «The other side of this life» και το «Travelin’ shoes». Το ίδιο ισχύει και για τα άλμπουμ του στην Capitol, το «Fred Neil» και το «Sessions», που περιείχαν απίστευτα άσματα.
Patrick Sky
Τι να πει κανείς για τον Patrick Sky, έναν από τους πιο αξιοπρόσεκτους τραγουδοποιούς της folk και των protest songs της δεκαετίας του ’60; Τα βασικά: ο Sky υπήρξε φίλος και συνεργάτης της Buffy Sainte-Marie. Έπαιξε κιθάρα στους πρώτους δίσκους της, στο «It’s my way» (1964) και το «Many a Mile» (1965), χαρίζοντάς της το φερώνυμο τραγούδι, μια φοβερή μπαλάντα την οποία θα τραγουδήσει και ο ίδιος στο πρώτο άλμπουμ του για τη Vanguard εκείνη την εποχή (1965). Ο Sky συνέβαλε επίσης στη δισκογραφική επανεμφάνιση του θρύλου bluesman Mississippi John Hurt, ηχογραφώντας και για πάρτη του, εκείνη την εποχή, το ένα άλμπουμ μετά το άλλο. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το «Reality is bad enough» (Verve Forecast, 1968), που πιάνει τον Patrick Sky σε μεγάλη φόρμα. Εδώ περιέχονται 11 τραγούδια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το τραγικό, όσο και στοιχειωμένα μελωδικό «Jimmy Clay», ένα από τα πιο βαριά αντιπολεμικά κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ για τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
«Έτσι όπως είσαι πεσμένος μες στη λάσπη, ποιος θ’ ασχοληθεί μαζί σου; Κανένας, Jimmy Clay… Όταν αυτοί θα σε φιλούν στο μάγουλο, το πρόσωπό σου θα ’ναι πια ένα με το χώμα… Σου είπαν “πήγαινε να πεθάνεις για μας” κι εσύ πήγες… Μπράβο, είσαι ήρωας τώρα, αλλά είσαι μόνος σου πια, Jimmy Clay…»
. Το είχε γράψει κι ένας κριτικός του All Music Guide για τον Patrick Sky: «Nobody has the balls to make songs like this anymore».
Μια 20άδα βορειοαμερικανικής folk δισκογραφίας
1. JOAN BAEZ: Farewell, Angelina (Vanguard, 1965)
2. TIM BUCKLEY: Goodbye and Hello (Elektra, 1967)
3. JOHNNY CASH: At Folsom Prison (Columbia, 1968)
4. LEONARD COHEN: Songs of Leonard Cohen (Columbia, 1967)
5. KAREN DALTON: In my Own Time (Paramount, 1971)
6. BOB DYLAN: The Freewheelin’ Bob Dylan (Columbia, 1963)
7. TIM HARDIN: Tim Hardin 1 (Verve Folkways, 1966)
8. THE CAROLYN HESTER COALITION: The Carolyn Hester Coalition (Metromedia, 1968)
9. THE KINGSTON TRIO: The Kingston Trio (Capitol, 1958)
10. PETER LA FARGE: As Long As the Grass Shall Grow (Folkways, 1963)
11. JONI MITCHELL: Blue (Reprise, 1971)
12. HOLLY NEAR: Hang in There (Redwood, 1973)
13. FRED NEIL: Fred Neil (Capitol, 1966)
14. PHIL OCHS: Rehearsals for Retirement (A&M, 1969)
15. TOM PAXTON: Ramblin’ Boy (Elektra, 1964)
16. PETER, PAUL AND MARY: Peter, Paul and Mary (Warner Bros, 1962)
17. TOM RUSH: The Circle Game (Elektra, 1968)
18. PATRICK SKY: Reality Is Bad Enough (Verve, 1968)
19. MARK SPOELSTRA: Five & Twenty Questions (Elektra, 1965)
20. DAVE VAN RONK: No Dirty Names (Verve Folkways, 1966)
ΦΩΝΤΑΣ ΤΡΟΥΣΑΣ
ΠΗΓΗ: http://www.lifo.gr/articles/music_articles/87260
ΜΟΥΣΙΚΑ VIDEOS
Tim Buckley - Goodbye and Hello
SpaceOdyssee0
Tim Buckley Anthology