ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Σκίτσο του Π.ΜΑΡΑΓΚΟΥ
Έστω και καθυστερημένα, η κυβέρνηση συνειδητοποιεί ότι περιέρχεται σε κατάσταση πολιορκίας. Όταν ξεκίνησαν τα αγροτικά μπλόκα και οι διαδηλώσεις των ελεύθερων επαγγελματιών, στο Μαξίμου θεωρούσαν ότι η κατάσταση ήταν πολιτικά διαχειρίσιμη. Η προσωπική εμπλοκή του πρωθυπουργού και οι μικροβελτιώσεις του σχεδίου Κατρούγκαλου δεν φαίνεται να εκτονώνουν την κοινωνική αναταραχή. Αντιθέτως, η δυναμική των κινητοποιήσεων έχει οδηγήσει σε μία σκλήρυνση ειδικά της στάσης των αγροτών.
Την ίδια στιγμή, τα μηνύματα για τις προθέσεις των δανειστών είναι απογοητευτικά. Την προπερασμένη εβδομάδα, η Γουόλ Στρήτ Τζέρναλ είχε γράψει ότι το ΔΝΤ ζητάει περικοπή των συντάξεων κατά 30%. Αυτές τις ημέρες, πληροφορίες του αμερικανικού Χάφινγκτον Ποστ κατεβάζουν το ποσοστό της περικοπής στα 15%!
Παραλλήλως, διοχετεύονται πληροφορίες πως το Ταμείο θα απαιτήσει και μέτρα που δεν περιλαμβάνονται στις μνημονιακές υποχρεώσεις της Ελλάδας. Μεταξύ αυτών είναι οι ομαδικές απολύσεις και η περαιτέρω μείωση των μισθών στον δημόσιο τομέα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για επικοινωνιακό-ψυχολογικό πόλεμο, ο οποίος ενορχηστρώνεται από τον Τόμσεν, αλλά είναι σαφές πως έχει το πράσινο φως του Σόιμπλε.
Ο Τσίπρας αναμένει με αγωνία τις συνομιλίες του οικονομικού επιτελείου με το Κουαρτέτο που μόλις ήρθε στην Αθήνα. Θέλει να έχει από πρώτο χέρι μία εικόνα για τις προθέσεις των δανειστών. Στο Μαξίμου γνωρίζουν ότι η Κομισιόν δεν συμφωνεί με τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του ΔΝΤ και των σκληροπυρηνικών του ευρωιερατείου. Δεν έχουν σαφή εικόνα, όμως, για το εάν έχει βρεθεί ένας συμβιβασμός στους κόλπους των δανειστών και εάν ναι σε ποιο σημείο.
Από τον τρόπο που θα συμπεριφερθεί τις επόμενες ημέρες το Κουαρτέτο θα κριθούν πολλά στο πολιτικό επίπεδο. Κι αυτό, επειδή –όπως μας είπε κυβερνητική πηγή– «Δεν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας. Θέλουμε να ολοκληρωθεί το ταχύτερο η αξιολόγηση και να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για το χρέος, αλλά δεν έχει πολιτικό νόημα να αποδεχθούμε ό,τι μας ζητήσουν. Με το ζόρι μπορούμε να περάσουμε από τη Βουλή το σχέδιο Κατρούγκαλου. Άντε να δεχθούμε και κάτι λίγο παραπάνω. Αν, όμως, περάσει η γραμμή των σκληρών και μας ζητήσουν πράγματα που δεν μπορούμε να δώσουμε, δεν μας αφήνουν άλλη επιλογή από το να αρνηθούμε. Δεν θα αφήσουμε, όμως, τη διαδικασία της αξιολόγησης να τραβήξει σε μάκρος. Όσοι παίζουν καθυστερήσεις, περιμένοντας να έρθει η ώρα που θα βρεθούμε όμηροι της δόσης θα απογοητευτούν. Είναι θεμιτές οι διαφωνίες αναφορικά με την εφαρμογή του 3ου μνημονίου, αλλά όχι οι τρικλοποδιές και ο ακήρυχτος πολιτικός πόλεμος. Εάν πάμε εκεί, ο Αλέξης είναι αποφασισμένος να ξαναδεί τα πράγματα από την αρχή».
Ζητήσαμε διευκρινίσεις για το τι σημαίνει αυτό, για το πώς θα μπορούσε η κυβέρνηση να αντιδράσει στην περίπτωση που βρεθεί αντιμέτωπη με ανελαστικές και μαξιμαλιστικές απαιτήσεις. Η ίδια κυβερνητική πηγή περιορίσθηκε στην απάντηση ότι «πρώτα θα διαπιστώσουμε ποιές είναι οι προθέσεις των δανειστών και μετά θα καταλήξουμε σε αποφάσεις. Ελπίζουμε πως οι διαρροές είναι διαπραγματευτικά κόλπα και ότι στο τέλος θα επικρατήσει η λογική».
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η κυβέρνηση δεν βρίσκεται αντιμέτωπη μόνο με τις συμπληγάδες αφενός των κοινωνικών αντιδράσεων, αφετέρου των μαξιμαλιστικών απαιτήσεων. Έχει μπροστά της και ένα θολό ορίζοντα όσον αφορά τις προθέσεις των δανειστών. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ήρθε να προστεθεί και η έκθεση της Κομισιόν, η οποία απειλεί την Ελλάδα με άτυπη αποβολή από τη ζώνη Σένγκεν.
Στο Μαξίμου είναι εξοργισμένοι, χαρακτηρίζοντας την εν λόγω έκθεση τοξική. Δεν θέλουν, όμως, σ’ αυτή τη φάση να ανοίξουν μέτωπο με την Κομισιόν, επειδή την έχουν ανάγκη στο μέτωπο της αξιολόγησης. Ο πρωθυπουργός εξέφρασε δημοσίως τη δυσφορία του, ζητώντας να σταματήσει επιτέλους το blame game (παιχνίδι επίρριψης ευθυνών). Δεν προχώρησε, όμως, παραπέρα.
Όπως μας είπε υπουργός «περιμένουμε να δούμε τη στάση που θα τηρήσει στις διαπραγματεύσεις ο εκπρόσωπός της στο Κουαρτέτο. Ξέρουμε ότι ο Κοστέλο έρχεται με σαφείς οδηγίες του Μοσχοβισί, οπότε θα φανεί τι μπορούμε να περιμένουμε από τον Γιούνκερ και την Κομισιόν».
Επισήμως, η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος δεν συνδέεται με τους χειρισμούς στο μέτωπο του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Στην πράξη, όμως, πρόκειται για αλληλοεπηρεαζόμενα ζητήματα. Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Ντομπρόβσκις διέψευσε πως υπάρχει σκέψη για σύνδεση της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους με τη μετατροπή της χώρας μας σε “αποθήκη ψυχών”, όπως πρότεινε αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Είναι ξεκάθαρο, όμως, πως η Ελλάδα έχει καταστεί το πειραματόζωο και στα δύο ανοικτά μέτωπα της ΕΕ.
Για την ακρίβεια, το προσφυγικό-μεταναστευτικό αναδεικνύεται σε εκρηκτικό πρόβλημα. Δοκιμάζει σκληρά όχι μόνο την αλληλεγγύη, όχι μόνο τους κοινοτικούς θεσμούς, αλλά και το ίδιο το ενοποιητικό εγχείρημα. Είναι δεδομένο πως η ιδεοληπτική πολιτική της αναπληρώτριας υπουργού Χριστοδουλοπούλου (θεωρούσε όλους όσους εισέρχονταν παράνομα στην Ελλάδα πρόσφυγες και δεν τους κατέγραφαν) έστειλε το λάθος μήνυμα και αύξησε τις εισροές. Τη μεγάλη ζημιά, όμως, την έκανε η περίφημη δήλωση-κάλεσμα της Μέρκελ, με την οποία ουσιαστικά υιοθέτησε πολιτική ανοικτών συνόρων. Αυτή ήταν που ερμηνεύθηκε από πρόσφυγες και επίδοξους μετανάστες σαν χρυσή ευκαιρία και προκάλεσε το μεγάλο τσουνάμι.
Προφανώς, έπαιξε κάποιο ρόλο και το γεγονός ότι ο πόλεμος στη Συρία δείχνει να μην έχει τέλος. Όσοι Σύριοι είχαν καταφύγει στην Τουρκία, την Ιορδανία και τον Λίβανο ανέμεναν υπομονετικά τις άθλιες συνθήκες των πρόχειρων καταυλισμών, ελπίζοντας ότι ο πόλεμος θα τελείωνε γρήγορα και θα επέστρεφαν στις εστίες τους.
Η διάψευση αυτής της ελπίδας από μόνη της, όμως, θα έστελνε πολύ λιγότερους στο επικίνδυνο ταξίδι προς την Ευρώπη. Με άλλα λόγια, ήταν η δήλωση-κάλεσμα της καγκελαρίου που διόγκωσε απότομα το ρεύμα. Εάν δεν λυθεί το Συριακό, το κύμα του 2016 θα είναι ακόμα μεγαλύτερο από το κύμα του 2015. Ας σημειωθεί ότι μόνο τον Ιανουάριο και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, εισήλθαν στην Ελλάδα πάνω από 43.000 πρόσφυγες και μετανάστες.
Η Ελλάδα πληρώνει το μεγαλύτερο τίμημα. Όχι μόνο δέχεται στο έδαφός της αδιάκριτα πρόσφυγες και παράνομους οικονομικούς μετανάστες, αλλά και δέχεται εύκολες κατηγορίες από τους εταίρους της. Αποκορύφωμα ήταν η έκθεση της Κομισιόν, η οποία στηρίζεται σε επιτόπια έρευνα στελεχών της στα μέσα του περασμένου Νοεμβρίου.
Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιδρούν στη μαζική είσοδο προσφύγων και μεταναστών, γεγονός που αντανακλάται στις επιλογές των κυβερνήσεων. Είναι ενδεικτική η περίπτωση της Γερμανίας. Η επίμαχη δήλωση-κάλεσμα της Μέρκελ δεν πήγασε μόνο από λόγους αλληλεγγύης σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη προστασίας. Πήγασε κυρίως από την ανάγκη της γερμανικής βιομηχανίας για φθηνά εργατικά χέρια. Το είχε δηλώσει ευθέως ο πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων, ο οποίος είχε ζητήσει το άνοιγμα των συνόρων σε πρόσφυγες-μετανάστες.
Η είσοδος σε χρόνο-ρεκόρ ενός εκατομμυρίου προσφύγων-μεταναστών, όμως, άλλαξε το αρχικά ευνοϊκό κλίμα. Ανταποκρινόμενοι και στη διάχυτη δυσφορία πολλών Γερμανών, ισχυροί κύκλοι των Χριστιανοδημοκρατών, με πρωταγωνιστές του Χριστανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, αντιδρούν στη μαζική εισδοχή μουσουλμάνων. Θέτουν σε δεύτερη μοίρα την οικονομική σκοπιμότητα, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η πολιτική της καγκελαρίου για χωρίς όριο υποδοχή των προσφύγων θα αλλοιώσει την πολιτισμική ταυτότητα της Γερμανίας και ευρύτερα της Ευρώπης.
Είναι ένα επιχείρημα που βρίσκει ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση όχι μόνο στη γερμανική, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου, μόνο το 16% των Γερμανών θεωρεί πλέον περισσότερο θετική παρά αρνητική την παρουσία των προσφύγων-μεταναστών. Ο μεγάλος αριθμός σεξουαλικών παρενοχλήσεων τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς στην Κολωνία και τα όσα ακολούθησαν επιβάρυναν το κλίμα και στάθηκαν η αφορμή για να ανοίξει μία δημόσια συζήτηση.
Τώρα πλέον βγαίνουν στην επιφάνεια τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί η μαζική εισροή και τα οποία μέχρι πρότινος κρύβονταν κάτω από το χαλί στο όνομα της πολιτικής ορθότητας. Όσο αυτά δεν αντιμετωπίζονται τόσο τροφοδοτούν την ξενοφοβία και φαινόμενα ρατσισμού. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει πως το 40% των Γερμανών επιθυμούν την παραίτηση της Μέρκελ, λόγω ακριβώς της πολιτικής της στο προσφυγικό-μεταναστευτικό.
Μέσα σ’ αυτό το τοξικό κοινωνικοπολιτικό κλίμα, το ευρωιερατείο, διχασμένο και αμήχανο, αποδεικνύεται ανίκανο να επεξεργασθεί και να εφαρμόσει μία συνεκτική πολιτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Είναι ενδεικτικό ότι από τις 160.000 που έχει αποφασισθεί να κατανεμηθούν στις χώρες-μέλη μόνο λίγες εκατοντάδες έχουν μέχρι τώρα γίνει δεκτοί! Στην πραγματικότητα, οι χώρες-μέλη αναδιπλώνονται, προσεγγίζοντας το πρόβλημα με στενά εθνικά και όχι με ευρωπαϊκά κριτήρια. Και μόνο αυτό το γεγονός επιβεβαιώνει για μία ακόμα φορά πόσο αβαθής είναι η ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η Βρετανία κλείνει τις πόρτες της. Η Σουηδία επανέφερε τους συνοριακούς ελέγχους όταν οι πρόσφυγες έφθασαν τους 190.000 και αρχίζει μαζικούς επαναπατρισμούς. Η Δανία, που φιλοξενεί μόλις 18.000, νομοθέτησε την κατάσχεση πολύτιμων αντικειμένων που έχουν μαζί τους οι πρόσφυγες για να πληρωθούν τα έξοδα φιλοξενίας τους! Με αυτά και άλλα μέτρα, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν να καταστήσουν τις χώρες τους μη φιλικές προς τους πρόσφυγες-μετανάστες και ως εκ τούτου να τους στρέψουν προς άλλες χώρες-μέλη.
Μπορεί επισήμως η κυβέρνηση Μέρκελ να μην αλλάζει πολιτική, αλλά οι πράξεις της καταδεικνύουν το αντίθετο. Στην πραγματικότητα, περισσότερο ή λιγότερο, όλες σχεδόν οι χώρες-μέλη διολισθαίνουν ανομολόγητα στην πολιτική του Ούγγρου πρωθυπουργού Ορμπάν. Αυτό ισχύει όχι μόνο για το γενικό ζήτημα της αντιμετώπισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού κύματος, αλλά και για το ειδικό ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης της Ελλάδας.
Σπάζοντας το ρεκόρ υποκρισίας, η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν επαναλαμβάνει και προσδίδει κύρος στις ανόητες κατηγορίες ότι η Ελλάδα είναι απρόθυμη-ανίκανη να φυλάξει τα εξωτερικά σύνορα της ζώνης Σένγκεν. Όλοι οι αρμόδιοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι γνωρίζουν πως ο μόνος τρόπος να εμποδίσεις την είσοδο προσφύγων-μεταναστών στο Αιγαίο είναι να τους εμποδίσεις να επιβιβασθούν στα πλοιάρια των διακινητών.
Αυτό, όμως, μπορεί να το κάνουν μόνο οι τουρκικές αρχές. Αντιθέτως, όμως, η Άγκυρα χρησιμοποιεί τη διοχέτευση προσφύγων-μεταναστών σαν πολιτικό-διπλωματικό μοχλό πίεσης προς την ΕΕ για να εξασφαλίζει κάθε είδους ανταλλάγματα.
Δεδομένης της τουρκικής απροθυμίας να εμποδίσουν τα κυκλώματα των διακινητών, τα οποία συχνά διευκολύνονται από τις τοπικές αρχές, το μόνο που μπορεί να κάνει το Λιμενικό και η FRONTEX στα ελληνικά χωρικά ύδατα για να εμποδίσει την είσοδο είναι να αφήσει τους πρόσφυγες-μετανάστες να πνιγούν. Αυτό δεν το απαγορεύει μόνο η ηθική, αλλά και το διεθνές δίκαιο.
Οι αρμόδιοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν συνείδηση ότι τα εξωτερικά σύνορα στο Αιγαίο δεν μπορούν να σφραγισθούν. Επειδή, όμως, δεν θέλουν άλλους πρόσφυγες-μετανάστες στις χώρες τους, παπαγαλίζουν τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα είναι ανίκανη να φυλάξει τα εξωτερικά σύνορα και στην πράξη υιοθετούν τη λύση του Ορμπάν.
Αναγνωρίζοντας ότι το Αιγαίο δεν μπορεί να σφραγισθεί, ο Ούγγρος πρωθυπουργός είχε προτείνει: «Η επόμενη γραμμή άμυνας που πρέπει να ενισχύσουμε είναι τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας». Με άλλα λόγια, ζήτησε τη μεταφορά του φράγματος εκεί που μπορεί να υπάρξει, στα χερσαία σύνορα Ελλάδας-FYROM.
Στο πλαίσιο αυτό, αρχικά ο Ορμπάν και αργότερα ο πρωθυπουργός της Σλοβενίας πρότειναν την ενίσχυση των Σκοπίων με Ευρωπαίους αστυνομικούς και τεχνικά μέσα, ώστε να αποτρέπουν τις εισροές προσφύγων-μεταναστών από την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι η πρόταση υποστηρίχθηκε θερμά από τον Γιούνκερ παρότι είναι θεσμικό έκτρωμα. Η ΕΕ θα βοηθήσει μία χώρα μη μέλος να σφραγίσει τα σύνορά της με χώρα-μέλος!
Επειδή δεν υπάρχει νομικός τρόπος να αποβληθεί η Ελλάδα από τη ζώνη Σένγκεν επιχειρούν να την αποβάλουν στην πράξη. Γι’ αυτό και έδωσαν τρίμηνη προθεσμία πριν ενεργοποιήσουν το άρθρο 26 που προβλέπει προσωρινούς συνοριακούς ελέγχους. Είναι αληθές ότι οι ελληνικές αρχές έχουν καθυστερήσει στη δημιουργία και λειτουργία των κέντρων ταυτοποίησης. Ακόμα, όμως, και εάν αυτά λειτουργούσαν τέλεια δεν θα έλυναν το πρόβλημα, δεν θα μείωναν τις εισροές.
Για να παρακάμψουν, μάλιστα, το ηθικό-πολιτικό ζήτημα της μετατροπής μίας χώρας-μέλους σε “αποθήκη ψυχών”, πολλοί εταίροι μας έχουν σπάσει κάθε ρεκόρ όχι μόνο υποκρισίας, αλλά και κακοήθειας. Ενοχοποιώντας την Ελλάδα ότι δεν φυλάει τα εξωτερικά σύνορα επιχειρούν να την μετατρέψουν σε αποδιοπομπαίο τράγο. Καλλιεργούν στις δική τους κοινή γνώμη την εντύπωση πως για όλα φταίει η ανίκανη Ελλάδα και πως εάν έστω και ατύπως την αφήσουν εκτός, θα λύσουν το πρόβλημα.
Μετά από ελληνικό αίτημα, η διοίκηση της FRONTEX ξεκαθάρισε με ανακοίνωσή της πως στο Αιγαίο γίνεται το καλύτερο δυνατόν και πως τα θαλάσσια σύνορα είναι αδύνατον να σφραγισθούν. Είναι αξιοσημείωτο πως αυτή η επίσημη ανακοίνωση της αρμόδιας ευρωπαϊκής υπηρεσίας θάφτηκε από τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, επειδή ακριβώς ακυρώνει την εκστρατεία ενοχοποίησης της Ελλάδας που τείνει να κυριαρχήσει.
Αξίζει, επίσης να σημειωθεί ότι το μέγεθος της υποκρισίας υποχρέωσε σοβαρά γερμανικά ΜΜΕ να αντιδράσουν. Η σοσιαλδημοκρατική Ντι Τσάιτ, η σοβαρή συντηρητική Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τζάιτουνγκ και το περιοδικό Σπίγκελ αντέκρουσαν και σ’ ορισμένες περιπτώσεις χλεύασαν την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας.
Ακόμα, όμως, και εάν η ΕΕ βάλει το φράγμα στην Ειδομένη και πρακτικά αφήσει την Ελλάδα εκτός ζώνης Σένγκεν δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα. Θα περιορίσει τις εισροές και θα κερδίσει κάποιο χρόνο. Σε πρώτη φάση θα εγκλωβισθούν στη χώρα μας εκατοντάδες χιλιάδων πρόσφυγες-μετανάστες, αλλά στη συνέχεια θα αναζητήσουν άλλους παράνομους δρόμους για να μεταβούν στον προορισμό τους. Δικαιολογημένα ο Ρέντσι φοβάται πως το ρεύμα θα στραφεί προς την Ιταλία.
Είναι προφανές πως οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθειμένοι να σηκώσουν το βάρος της φιλοξενίας εκατομμυρίων προσφύγων-μεταναστών. Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι οι ρητορικές κορώνες περί αλληλεγγύης είναι αβαθείς όσον αφορά το πραγματικό αντίκρισμά τους και η συγκίνηση από τους δραματικούς θανάτους προσφύγων περιστασιακή.
Η ιδιότυπη αυτή «εισβολή των αμάχων» στις ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν δοκιμάζει την αντοχή μόνο της συνθήκης Σένγκεν για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Επειδή συμπίπτει με άλλα ρήγματα που λόγω της οικονομικής κρίσης έχουν ενεργοποιηθεί στους κόλπους της ΕΕ απειλεί με σταδιακή αποσύνθεση το ίδιο το ενοποιητικό εγχείρημα.
Αντί, λοιπόν, να ψάχνει εξιλαστήρια θύματα, το ευρωιερατείο οφείλει να εκπονήσει μία αποτελεσματική στρατηγική ανάσχεσης του προσφυγικού-μεταναστευτικού ρεύματος, η οποία θα υπερβαίνει τα στερεότυπα της πολιτικής ορθότητας και θα ανταποκρίνεται στο μέγεθος και την οξύτητα του προβλήματος. Η υιοθέτηση αυστηρότερων κριτηρίων όσον αφορά την παροχή ασύλου, ο συστηματικός επαναπατρισμός όσων δεν δικαιούνται προστασίας, η γενναιόδωρη βοήθεια για να παραμείνουν οι Σύριοι πρόσφυγες στην Ιορδανία, τον Λίβανο και την Τουρκία και η άσκηση αποτελεσματικών πιέσεων στην Άγκυρα για να λάβει δραστικά μέτρα στα μικρασιατικά παράλια (αντί να την αφήνουν στο απυρόβλητο) είναι μερικά μόνο από τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν. Η σύνοδος κορυφής του Φεβρουαρίου δεν αναμένεται να οδηγήσει σε αποτελεσματικές αποφάσεις.
Προς το παρόν, όμως, η Ελλάδα καλείται να επωμισθεί ένα δεύτερο αβάσταχτο φορτίο για να μην επιβαρυνθούν οι άλλοι πολύ πιο πλούσιοι εταίροι. Η άτυπη αποβολή της από τη ζώνη Σένγκεν δεν έχει αξιόλογες πρακτικές επιπτώσεις. Έχει σημασία, όμως, στο επίπεδο της πολιτικής σημειολογίας.
Εάν οι εξελίξεις κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, θα δημιουργηθεί ένα προηγούμενο που εκ των πραγμάτων θα ενισχύσει όσους προσανατολίζονται σε μία μικρότερη Ευρωζώνη και σε μία μικρότερη ζώνη Σένγκεν. Για την ακρίβεια, θα ενισχύσει όσους προσανατολίζονται σε μία διχοτόμηση όπου ο πιο αναπτυγμένος ευρωπαϊκός πυρήνας θα κάνει βήματα περαιτέρω ενοποίησης και οι ασθενέστερες χώρες-μέλη της ευρωπαϊκές περιφέρειας θα τοποθετηθούν σε μία εξαρτημένη εξωτερική στιβάδα. Όλα αυτά, όμως, είναι σχέδια επί χάρτου, τα οποία είναι πιθανότερο να οδηγήσουν στη διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος παρά στον επιδιωκόμενο στόχο.
Με τους Ευρωπαίους να μετατρέπουν την Ελλάδα σε αποδιοπομπαίο τράγο, με τους δανειστές να προβάλουν μαξιμαλιστικές αξιώσεις και με την κοινωνική αναταραχή στο εσωτερικό να κλιμακώνεται, ο Τσίπρας καλείται να ισορροπήσει σ’ ένα σύνθετο και ολισθηρό πολιτικό περιβάλλον. Ο οίκος αξιολόγησης Μούντις δεν έχει άδικο, όταν επισημαίνει πως το πολιτικό ρίσκο στην Ελλάδα παραμένει υψηλό.
Η πορεία της οικονομίας είναι όμηρος της αξιολόγησης και η αξιολόγηση εξαρτάται εκ των πραγμάτων από τις προθέσεις των δανειστών. Εάν τα πράγματα στραβώσουν, το ενδεχόμενο πολιτικών εξελίξεων σε συνθήκες ραγδαίας επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος θα καταστεί αναπόφευκτα πλειοψηφικό σενάριο.
Σταύρος Λυγερός
http://piotita.gr/2016/02/01/%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%BB%CF%85%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%8C%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BB%CE%B7%CE%B3%CE%B1%CE%B4%CE%B5%CF%83-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CF%81/
1-2-2016