Τέχνη και κρίση
(...)
Και παντού ο θάνατος, σχεδόν σαν φυσικό φαινόμενο. Και ο μέσος καταναλωτής των εικόνων, ο τηλεθεατής, να βρίσκεται κι αυτός σε μια αργή πορεία εξοικείωσης με τη φρίκη, μαθαίνοντας να συμβιώνει με το τραγικό μέσα από την οθόνη, σαν έναν κόσμο έξω απ’ αυτόν, άυλο, σε αντίθεση με την «πραγματική» ζωή που βιώνεται μέσα στο σαλόνι του, προφυλαγμένη στο ιδιωτικό του καταφύγιο.
Η εικονική αυτή ζωή των μέσων μαζικής χειραγώγησης, φτιαγμένη από φοβικά σύνδρομα, υστεροβουλία, κυνισμό με ανθρωπιστική επίφαση, επιχειρεί να στερήσει από τις εικόνες της φρίκης την πολιτική τους διάσταση, το πλαίσιο και τους μηχανισμούς που τις γεννούν, τα συμφέροντα και τις δυνάμεις που έμμεσα ή άμεσα καλλιεργούν και εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο.
Μια φιλάνθρωπη ανθρωπιστική αισθηματολογία ως άλλοθι για τις βαριές ευθύνες για τη συμμετοχή της Δύσης στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Για άλλη μια φορά, οι χιλιάδες ανθρώπινες ζωές που χάνονται, οι πρόσφυγες που ξεριζώνονται, οι ανέστιοι που φυλακίζονται, κυνηγημένοι απ’ αυτούς που τους εξόρισαν και που τώρα υποκρίνονται τους σωτήρες τους, οι φυγάδες από τους «ανθρωπιστικούς» πολέμους, όλοι αυτοί λογίζονται για «παράπλευρες απώλειες» στον εγκληματικό πόλεμο γεωστρατηγικής ισχύος δίχως τέλος.
(...)
Με αφορμή ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη ο Γιάννης Ψυχοπαίδης γράφει για τους ξεριζωμένους πρόσφυγες, για τους ανέστιους, για τις νεκρές μικρές Οφηλίες.
Και αναρωτιέται «πώς μπορεί να βλέπει τις θάλασσες με αθώο βλέμμα, να περπατά στις ακρογιαλιές αναζητώντας βότσαλα και κοχύλια;».
Εξάλλου το έργο του γνωστού ζωγράφου έχει διαρκή σχέση όχι μόνο με την ελληνική και την ευρωπαϊκή τέχνη, αλλά και με την Ιστορία.
Η πεδιάς και το νεκροταφείον
(Πίναξ ημιτελής)
Εχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Αλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει μόνο τ’ αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ’ όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το ’χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κ’ οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό ’πού σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.
(Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον!
Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κ’ η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)
Πώς μπορεί να μιλήσει κανείς σήμερα για την οδύνη; Πώς μπορεί να σχεδιάσει τον εκπατρισμό, να ζωγραφίσει την ερημιά και τον πόνο, να χαράξει την απελπισία, να πλάσει με τα χέρια του ένα γλυπτό για τον ξενιτεμό και την προσφυγιά;
Πώς μπορεί να βλέπει τις θάλασσες με αθώο βλέμμα, να περπατά στις ακρογιαλιές αναζητώντας βότσαλα και κοχύλια, να βυθιστεί αμέριμνα στα γαλάζια νερά ανάμεσα στις βυθισμένες βάρκες, τις ξεβρασμένες ψυχές και τις νεκρές μικρές Οφηλίες;
Στην Ανατολή βομβαρδισμένες πολιτείες, συντρίμμια και ερείπια· στη Δύση βομβαρδισμένα μυαλά, συντρίμμια και ερείπια οι ιδέες της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού, των μεγάλων προταγμάτων του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Ενας ανεξέλεγκτος χείμαρρος πληροφοριών, ένας βομβαρδισμός από εικόνες έχει κατακλύσει την καθημερινή ζωή, με τις τραγικές ανθρώπινες υπάρξεις να μάχονται απελπισμένα να διαφύγουν από τους ρημαγμένους τόπους τους.
Και παντού ο θάνατος, σχεδόν σαν φυσικό φαινόμενο. Και ο μέσος καταναλωτής των εικόνων, ο τηλεθεατής, να βρίσκεται κι αυτός σε μια αργή πορεία εξοικείωσης με τη φρίκη, μαθαίνοντας να συμβιώνει με το τραγικό μέσα από την οθόνη, σαν έναν κόσμο έξω απ’ αυτόν, άυλο, σε αντίθεση με την «πραγματική» ζωή που βιώνεται μέσα στο σαλόνι του, προφυλαγμένη στο ιδιωτικό του καταφύγιο.
Η εικονική αυτή ζωή των μέσων μαζικής χειραγώγησης, φτιαγμένη από φοβικά σύνδρομα, υστεροβουλία, κυνισμό με ανθρωπιστική επίφαση, επιχειρεί να στερήσει από τις εικόνες της φρίκης την πολιτική τους διάσταση, το πλαίσιο και τους μηχανισμούς που τις γεννούν, τα συμφέροντα και τις δυνάμεις που έμμεσα ή άμεσα καλλιεργούν και εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο.
Μια φιλάνθρωπη ανθρωπιστική αισθηματολογία ως άλλοθι για τις βαριές ευθύνες για τη συμμετοχή της Δύσης στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Για άλλη μια φορά, οι χιλιάδες ανθρώπινες ζωές που χάνονται, οι πρόσφυγες που ξεριζώνονται, οι ανέστιοι που φυλακίζονται, κυνηγημένοι απ’ αυτούς που τους εξόρισαν και που τώρα υποκρίνονται τους σωτήρες τους, οι φυγάδες από τους «ανθρωπιστικούς» πολέμους, όλοι αυτοί λογίζονται για «παράπλευρες απώλειες» στον εγκληματικό πόλεμο γεωστρατηγικής ισχύος δίχως τέλος.
Ξαναδιαβάζοντας σήμερα το ποίημα του Καρυωτάκη βλέπουμε σ’ αυτό το «ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον», «ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου», πως δεν του λείπουν ούτε τα ερείπια, ούτε οι αγχόνες.
«Την πεδιάδα όλη» τη διασχίζει μια ατέλειωτη ματωμένη γραμμή από ανθρώπινες υπάρξεις, που συνεχίζει το εφιαλτικό ταξίδι της, αναζητώντας και καταφεύγοντας στον δυτικό Παράδεισο, αυτόν τον Παράδεισο που υπήρξε η προϋπόθεση της δικής της Κόλασης.
Και η μακρά Οδύσσεια συνεχίζεται χωρίς την Ιθάκη. Το απατηλό ιδεολόγημα ότι η Ευρώπη μπορούσε να ασκεί τις φιλοπόλεμες πολιτικές της, οχυρωμένη και ασφαλής στο περιφρουρημένο κάστρο της, έχει καταρρεύσει.
Της γης οι κολασμένοι ακυρώνουν με τα σώματα και τα σαπιοκάραβά τους κάθε ψευδαίσθηση για ανάπτυξη της «πολιτισμένης» Δύσης σε βάρος των άμαχων παιδιών ενός κατώτερου θεού.
Και μαζί καταρρέουν και οι ιδρυτικές αξίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και οι όποιες ελευθερίες και δικαιώματα που έχουν απομείνει από το χλομό φάντασμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Ο πίνακας στο ποίημα του Καρυωτάκη, όπως γράφει ο υπότιτλος, δεν είναι ημιτελής, αλλά ατελής και μάλιστα από τη γέννησή του, από τη γέννηση των ιδρυτικών αρχών της Ε.Ε.
Η επικυριαρχία των αγορών οδήγησε σ’ αυτό το Νεκροταφείον των ιδεών, στο κοιμητήριο Ψυχών, στα υπαίθρια στρατόπεδα μιας ηπείρου που απειλείται καθημερινά από τη μισαλλοδοξία, τη ρατσιστική βία, την ιδεολογία του απομονωτισμού, των κλειστών ματιών και των κλειστών συνόρων.
...Εχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα
γράφει ο Καρυωτάκης σαν να προμάντευε μέσα από τη δική του Πρέβεζα τις οδύνες του 21ου αιώνα που ερχόταν, σαν να διαισθανόταν τη δύση του ήλιου σαν μια ευρύτερη κρίση πολιτισμού.
«γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει».
Ο άνθρωπος του νέου αιώνα μετέχει σ’ ένα παράλογο, τραγικό θέατρο, όπου η ζωή παίζεται πάνω σε μια θεατρική σκηνή που σκοτεινιάζει γρήγορα, είτε για να κλείσει οριστικά η αυλαία, είτε για να ανοίξει σε μια παράσταση που μόλις αρχίζει. Τι θα συντελεστεί πάνω σ’ αυτή τη σκηνή;
Σ’ αυτό «το χαριτωμένο περιβόλι που αίμα και δάκρυα το ’χουνε ποτίσει» η εξέλιξη της ζωής είναι ανοιχτή και η έκβαση άγνωστη. Ενα όμως είναι βέβαιο:
Ο άνθρωπος και η ανθρώπινη κοινότητα κουβαλούν αξεχώριστα την κοινή ευθύνη για τη ζωή τους, την Ιστορία, τον πολιτισμό τους, είναι «καταδικασμένοι να πετύχουν» με όρους αξιοπρέπειας στο μεγάλο στοίχημα της επιβίωσης.
Και το στοίχημα αυτό δεν αφορά την κάθε χώρα μόνη της, αλλά την Ευρώπη συνολικά, που μόνο ενωμένη μπορεί να δώσει τις λύσεις μέσα από πολιτικές ανθρωπιάς και αλληλεγγύης.
Το «πέπλο που πέφτει» σε αυτήν την εικόνα του ωραίου, φριχτού και απέριττου τοπίου κινδυνεύει να σκεπάσει κάθε ίχνος ορθού λόγου, αμοιβαίου σεβασμού της διαφορετικότητας, αρχών δικαιοσύνης και δημοκρατίας, μπροστά σ’ αυτήν την κρίση με βαθιές ρίζες και σκοτεινό μέλλον.
Και κινδυνεύει να σκεπάσει και κάθε ίχνος ανοιχτού, καθαρού και δημιουργικού νου.
Ετσι και στη δημιουργία. Οι τέχνες και οι δημιουργοί καλούνται -πόσο μάλλον σήμερα- να μεταφράσουν τα αισθήματα της οδύνης, τη γεύση της αλήθειας σε μια γλώσσα που σκέφτεται πάνω στον εαυτό της και τα μέσα της, που αναστοχάζεται την Ιστορία της και τα όριά της.
Και να εκφράσουν την αλήθεια τους με ριζοσπαστικές φόρμες που δεν ωραιο-ποιούν, δεν εικονογραφούν αλλά αναρωτιούνται, δεν αντιγράφουν την επιφάνεια, δεν παραλύουν σε μια αισθητική ηττοπάθεια, που δεσμεύονται αλλά δεν είναι δέσμιες του αυτονόητου και του συμβατικού.
Το ιδιωτικό κεφάλαιο της τέχνης, το βαθιά αληθινό του ενός, μπορεί να γίνει συλλογικό κεφάλαιο, το ίδιο αληθινό για όλους.
Οι ατομικές συμβάσεις του καθενός με τον εαυτό του και την κοινωνία, να γίνουν συλλογικές συμβάσεις μιας ανθρώπινης ομάδας, σ’ ένα μοίρασμα της αγωνίας αλλά και της ευθύνης.
Σε μια διαρκή αναφορά της σκέψης πάνω στην οδυνηρή ανθρώπινη συνθήκη, μέσα σ’ ένα τοπίο όπου «οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σαν χέρια τον ουρανό, που σύννεφα περνούνε, τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια».
Η δημιουργία σήμερα καλό θα ήταν να βυθιστεί στο βάθος των περιστάσεων, να αναζητήσει αυτά που δεν ξέρει, να επινοήσει αυτό που νοσταλγεί, να θυμηθεί αυτά που ξέχασε και να ξεχάσει αυτά που ήδη ξέρει.
Και όπως έγραψε και ο Γ.Σ.:
''Ψάχναμε πάλι το πρώτο σπέρμα, για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα...''
14.02.2016
Γιάννης Ψυχοπαίδης
http://www.efsyn.gr/arthro/tehni-kai-krisi