Η νέα κούρσα εξοπλισμών:Συνδεσιμότητα και Ανταγωνισμός.

Στον εικοστό πρώτο αιώνα, οι κούρσες εξοπλισμών δεν είναι για τα όπλα αλλά για την συνδεσιμότητα -και οι Ηνωμένες Πολιτείες [1] χάνουν έδαφος. Στην καρδιά του ανταγωνισμού για την συνδεσιμότητα βρίσκονται οι υποδομές. Μεταξύ του 2005 και του 2012, για να συμβαδίσουν με την αστικοποίηση, την αύξηση των διεθνών ταξιδιών, την αύξηση του εμπορίου [2], την διασπορά των αλυσίδων εφοδιασμού και την αυξημένη εξάρτηση από τις διεθνείς [3] ψηφιακές υπηρεσίες, οι δαπάνες για τις υποδομές μεταφορών, ενέργειας και επικοινωνιών διπλασιάστηκαν από περίπου 2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως γύρω στο 2005 στα 4 τρισεκατομμύρια το 2012. Ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί στα 9 τρισεκατομμύρια μέχρι το 2020.

Με τον κόσμο τώρα να διασχίζεται από ένα πλέγμα συνδέσεων, η εποχή των εδαφικών κατακτήσεων έχει σε μεγάλο βαθμό τελειώσει. Οι διεθνές συγκρούσεις έχουν μειωθεί˙ αντ’ αυτού, τα έθνη ανταγωνίζονται για να αποκτήσουν επιρροή στον διασυνδεδεμένο κόσμο.

ΔΕΣΜΟΙ ΠΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΝΟΥΝ

Η υπό κινεζική ηγεσία Ασιατική Τράπεζα Υποδομών και Επενδύσεων (Asian Infrastructure and Investment Bank, AIIB) [4] είναι ένα από τα κύρια παραδείγματα της ανταγωνιστικής διασύνδεσης. Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990, διαδοχικά κύματα κινεζικών επενδύσεων σε υποδομές έχουν διαχυθεί στα πρώην σοβιετικά κράτη. Η Κίνα [5] διευθέτησε γρήγορα τις συνοριακές διαφορές (συνορεύει με περισσότερες μετα-σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας από όσες η Ρωσία [6]), ενεργοποίησε τελωνειακές συμφωνίες, και ολοκλήρωσε πολλαπλούς αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου από την Κασπία Θάλασσα μέσω του Καζακστάν [7] και του Τουρκμενιστάν [8].

Η Κίνα έχει περισσότερους γείτονες από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Έχει τεταμένη και ακόμη και εχθρική ιστορία με κάποιες, και υποψίες για όλες. Όμως, η στρατηγική της επιλογή δεν ήταν ο πόλεμος, αλλά οι δρόμοι, οι σιδηρόδρομοι, οι αγωγοί και άλλες επενδύσεις. Η Κίνα αντιμετωπίζει φίλους και εχθρούς το ίδιο: Ως κατασκευαστικά σχέδια για υλοποίηση, ιδιοκτησία και λειτουργία.

Η Κίνα δεν θα ανταγωνιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες στην στρατιωτική ισχύ οποτεδήποτε σύντομα, αλλά έχει ένα καθοριστικό «πλεονέκτημα έδρας» στην Ευρασία. Στην πραγματικότητα, όλες οι υποδομές που κατασκευάστηκαν στην κινεζική περιφέρεια -ανεξάρτητα από το ποιος τις κατασκεύασε- τελικά εξυπηρετούν την Κίνα. Για παράδειγμα, όταν η AIIB ανακοίνωσε την αρχική δέσμευση 100 δισ. δολαρίων για την περιοχή, η Ιαπωνία διακήρυξε την δική της πρόθεση να χρηματοδοτήσει έργα υποδομής στην Ασία με 110 δισ. δολάρια. Ωστόσο, τα ιαπωνικά έργα από το Καζακστάν μέχρι την Μιανμάρ [9] θα κάνουν τις χώρες αυτές απλώς πιο αποδοτικούς εμπορικούς εταίρους και διόδους για την Κίνα. Η Ιαπωνία μπορεί να αυτοσυγχαίρεται για την διαγραφή χρέους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Βιρμανίας και γα την δέσμευση κατ’ εκτίμηση ποσού 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων για επενδύσεις στο αεροδρόμιο, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και στις ειδικές οικονομικές ζώνες της Μιανμάρ κατά την διάρκεια των τελευταίων αρκετών ετών, και η Δύση μπορεί να διαλαλεί την άρση της επιβολής κυρώσεων στην χώρα με αντάλλαγμα μια δημοκρατική μετάβαση, αλλά η Κίνα εξακολουθεί να κυριαρχεί στις εισερχόμενες επενδύσεις και τις εξερχόμενες εξαγωγές της Μιανμάρ. Η Κίνα προχωρά με αγωγούς και σιδηροδρόμους για να συνδέσει την ηπειρωτική χώρα με τον κόλπο της Βεγγάλης, έτσι ώστε η Κίνα να είναι λιγότερο εξαρτημένη από τα Στενά της Μάλακα για τις εξαγωγές της μέσω ναυτιλίας. Ομοίως, το αμερικανικό πρόγραμμα «Silk Road Roundabout », το οποίο προορίζεται να στηρίξει το [περιφερειακό] οδικό δίκτυο του Αφγανιστάν [10], θα ωφελήσει αναμφίβολα τους αγρότες του Αφγανιστάν αλλά θα βοηθήσει επίσης στην κινεζική εξόρυξη χαλκού και λιθίου από μια χώρα στην οποία είναι εδώ και καιρό ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής.

Το Αφγανιστάν είναι επίσης η μόνη χώρα που χωρίζει την Κίνα από το Ιράν [11], το οποίο ο πρόεδρος της Κίνας Xi Jinping επισκέφθηκε μια εβδομάδα αφότου ήρθησαν οι Δυτικές κυρώσεις. Το σινο-ιρανικό διμερές εμπόριο ανέρχεται ήδη σε 55 δισεκατομμύρια δολάρια, και ο Xi ανακοίνωσε μια προβλεπόμενη δεκαπλάσια αύξηση κατά την επόμενη δεκαετία. Η Ευρώπη έχει επίσης αγωνιστεί για να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα συμβόλαια για αεροσκάφη, διυλιστήρια πετρελαίου και κατασκευαστικά έργα στο Ιράν.


Ένας επιβάτης βλέπει μέσα από το παράθυρο ενός τρένου, καθώς περιμένει να αποκατασταθεί η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος σε σιδηροδρομικό σταθμό στο Νέο Δελχί, στις 31 Ιουλίου του 2012. ADNAN ABIDI / REUTERS

Από την Μέση Ανατολή μέχρι την Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξασφαλίσει την θέση τους μέσα από συμμαχίες και κατοχή και καταναγκαστικές κυρώσεις. Όλο και περισσότερο, οι μέθοδοι αυτές μοιάζουν ως κάτι από το παρελθόν. Αυτές τις μέρες, η Ευρώπη, η Ρωσία και άλλες εμπορικές δυνάμεις ενδιαφέρονται λιγότερο να ευχαριστήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες για την προσπάθειά τους να παρέχουν σταθερότητα και ενδιαφέρονται περισσότερο να βγάλουν από την μέση τις Ηνωμένες Πολιτείες έτσι ώστε να μπορούν να κινούνται σε δυνητικές αγορές.

ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ

Η κινεζική στρατηγική επί των υποδομών λειτουργεί ακόμα και στην θάλασσα. Η άμμος είναι ένα πιο ισχυρό όπλο από τα αεροπλανοφόρα και τα παράκτια πολεμικά πλοία. Με το να βυθοκορεί και να μεταφέρει άμμο για να μετατρέψει υφάλους και βραχονησίδες σε στρατηγικά τοποθετημένα οχυρά, η Κίνα έχει δημιουργήσει δεδομένα στο νερό που οι πρόσφατες αμερικανικές επιχειρήσεις για την ελευθερία των πλόων δεν έχουν αναιρέσει.

Κατά καιρούς, φαίνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να παρασυρθούν σε έναν πόλεμο με την Κίνα για λογαριασμό των συμμάχων τους στην περιοχή. Αλλά η Ουάσιγκτον θα αυτοσυγκρατηθεί από το να συρθεί σε μια αποπροσανατολιστική συμπλοκή με το Πεκίνο για λογαριασμό κάποιου στρατιωτικά αδύναμου συμμάχου˙ οι Φιλιππίνες [12] δεν είναι Ταϊβάν [13] ή Ισραήλ [14]. Το Πεκίνο, επίσης. Η στρατηγική του στην πλούσια σε φυσικό αέριο αλυσίδα νησιών Πάρασελ είναι να χρησιμοποιήσει κινητές υποδομές, όπως η ρυμουλκούμενη εξέδρα CNOOC-981, για να εξερευνήσει τα ύδατα και έπειτα γρήγορα να υποχωρήσει όταν η διπλωματική αντίδραση κλιμακωθεί. Η κλιμάκωση είναι ελεγχόμενη και σταδιακή, αλλά είναι αδύνατο να αγνοηθεί.

Η Κίνα χρησιμοποιεί την συνδεσιμότητα με τρόπους που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αποτρέψουν. Κατά την τελευταία δεκαετία, ιδίως, έχει γίνει ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος 124 χωρών, πάνω από τις διπλάσιες από όσες οι Ηνωμένες Πολιτείες (52). Η εμπορική συμφωνία Trans–Pacific Partnership (TPP) [15], την οποία το Κογκρέσο θα μπορούσε να περάσει το 2016, θα δώσει στις εταιρείες μεγαλύτερη πρόσβαση στις αγορές της Ασίας, αλλά θα μπορούσε εύκολα να ξεπεραστεί από την υπό την ηγεσία της Κίνας Περιφερειακή Συμμετοχική Οικονομική Συνεργασία (Regional Comprehensive Economic Partnership, RCEP), η οποία θα βασιστεί στα ήδη ανθηρά ενδο-ασιατικά δίκτυα εφοδιαστικής αλυσίδας.

Στο κάτω-κάτω, η RCEP περιλαμβάνει χώρες-μέλη της TPP, όπως η Αυστραλία και η Ιαπωνία, αλλά και μη μέλη, όπως η Ινδία. Παρά το γεγονός ότι οι αμερικανο-ινδικοί στρατηγικοί δεσμοί έχουν αναμφίβολα βελτιωθεί από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ο πρωθυπουργός της Ινδίας Narendra Modi είναι ένας ορκισμένος οπαδός του κινεζικού αναπτυξιακού μοντέλου. Το διμερές εμπόριο μεταξύ των δύο [χωρών] αυξήθηκε από 5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2002 σε πάνω από 70 δισεκατομμύρια δολάρια σήμερα. Η Ινδία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη μέτοχος (μετά την Κίνα) στην AIIB. Με λίγα λόγια, η Κίνα έχει χρησιμοποιήσει την συνδεσιμότητα για να εξουδετερώσει την μοναδική ασιατική χώρα που μπορεί να την ανταγωνιστεί σε φιλοδοξία.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ

Ίσως το πιο ανησυχητικό για την Δύση, έστω και μόνο λόγω γεωγραφίας, είναι η Τουρκία [16]. Είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά οι πότε θερμές και πότε ψυχρές σχέσεις της με την Δύση έχουν πολλά να κάνουν με τις αποτυχημένες προσφορές ένταξης στην ΕΕ και τις διαφωνίες για το Ιράκ και την Συρία. Ο Ερντογάν σκοπεύει τώρα να εντάξει την Τουρκία στον υπό κινεζική ηγεσία Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization, SCO) [17], καθιστώντας την ένα σταθερό μέλος και των δύο στρατοπέδων. Με άλλα λόγια, η Τουρκία είναι εμβληματική για τη νέα εποχή των συμμαχιών των υποδομών˙ οι πολιτισμικές κοινότητες και οι στρατιωτικές συμμαχίες δεν εγγυώνται την πίστη όσο η πυκνότητα των διασυνδέσεων μεταξύ των πεδίων των υποδομών και του εμπορίου.

Και η Τουρκία θα μπορούσε απλώς να είναι η αρχή. Η υπόλοιπη Ευρώπη αισθάνεται την έλξη της χρηματοδοτούμενης από την Κίνα ευρασιατικής ολοκλήρωσης. Εκεί που οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την Κίνα μέσα από τον φακό της άμυνας, η άποψη της Ευρώπης για την Κίνα διαμορφώνεται από τις εταιρείες μηχανικής, προμηθειών και κατασκευών (engineering, procurement and construction, EPC). Από τις 25 κορυφαίες εταιρείες EPC στον κόσμο, 23 είναι ευρωπαϊκές και ασιατικές (η Bechtel και η Fluor είναι οι μόνες αμερικανικές εταιρείες στην λίστα).

Έτσι, ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα αντιτάχθηκε στην AIIB, περισσότερες από 60 άλλες χώρες –συμπεριλαμβανομένου σχεδόν κάθε συμμάχου των Αμερικανών- συνέρρεαν για να ενταχθούν. Στα τέλη του 2015, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών George Osborne έκανε ένα ιδιαίτερο ταξίδι στην Ουρούμκι, την πρωτεύουσα της κινεζικής επαρχίας Σιντζιάνγκ, για να στρώσει τον δρόμο σε βρετανικές εταιρείες που αναζητούν έργα κατά μήκος του «Νέου Δρόμου του Μεταξιού». Από το 2015, το συνολικό εμπόριο της Ευρώπης με την Κίνα ισοδυναμεί με το εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν πρόκειται για την ευθυγράμμιση [μεταξύ κρατών], οι πολιτιστικοί δεσμοί εκατέρωθεν του Ατλαντικού μπορεί να αποδειχθούν ασθενέστεροι από ό, τι οι δεσμοί των υποδομών σε ολόκληρη την Ευρασία.

ΑΝΑΜΕΙΓΝΥΟΝΤΑΣ ΑΓΟΡΕΣ

Σίγουρα, ο επεκτατισμός της Κίνας μπορεί να προχωρά ομαλά για την ώρα, αλλά θα μπορούσε εύκολα να εκτροχιαστεί καθώς οι πολιτικοί καιροί αλλάζουν. Ορυχεία μπορεί να απαλλοτριωθούν, σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και αγωγοί να καταληφθούν ή να μπλοκαριστούν, και το πέρασμα εμπορευματικών σιδηροδρόμων να απαγορευτεί. Όταν οι χώρες γυρίσουν εναντίον της Κίνας, καταγγέλλοντας τις συμβάσεις της (όπως μόλις έκανε το Ιράν για την εξερεύνηση φυσικού αερίου και η Ινδονησία για ένα σιδηροδρομικό έργο υψηλής ταχύτητας) και διώχνοντας τους εργαζομένους της (όπως έκανε η Ζάμπια), οι Δυτικές δυνάμεις μπορούν να καλύψουν το κενό, περίπου όπως έκανε η Κίνα αφότου οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη υποχώρησαν κατά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Εάν δεν το πράξουν, οι ευάλωτες χώρες θα μπορούσαν τελικά να γίνουν ακίνητοι στόχοι αν η Κίνα αποφασίσει να απαιτήσει τα τεράστια χρέη τους ή να επιδιώξει αντίποινα επί των περιουσιακών στοιχείων τους.

Στην πραγματικότητα, πολλές χώρες από τον Ισημερινό [18] ως την Σρι Λάνκα [19] και μέχρι το Καζακστάν ήδη βρίσκονται σε αυτή την θέση σήμερα. Τα κινεζικά δάνεια προς το Εκουαδόρ φθάνουν σχεδόν τα 12 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά καθώς οι τιμές του πετρελαίου πέφτουν κατακόρυφα και η χώρα εισέρχεται σε μια πιθανώς παρατεταμένη ύφεση, η Κίνα θα πάρει σχεδόν όλες τις εξαγωγές πετρελαίου του Ισημερινού σε τιμή ευκαιρίας, ενώ θα κερδίζει επίσης δικαιώματα για να εξερευνήσει την περιοχή του Εκουαδόρ στον Αμαζόνιο για πετρέλαιο, και ουσιαστικά θα αναλάβει τον εξορυκτικό τομέα της χώρας. Πριν από ένα χρόνο, η νέα κυβέρνηση της Σρι Λάνκα δεσμεύτηκε να επανεξετάσει ακόμη και να ακυρώσει μεγάλα κινεζικά έργα, όπως το νέο λιμενικό συγκρότημα στο Colombo [20]˙ αντ’ αυτού άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στην Ινδία. Έναν χρόνο αργότερα, χωρίς άλλους ξένους επενδυτές ικανούς να φτάσουν τους κινεζικούς επενδυτικούς όγκους, η ίδια κυβέρνηση προχώρησε με πολλαπλά κινεζικά μεγάλα έργα. Το Δυτικό κήρυγμα για πιο διαφανείς δημόσιες συμβάσεις δεν είναι υποκατάστατο στο να βάζεις πραγματικά τα χρήματά σου εκεί που ρητορεύεις, ιδιαίτερα όταν οι δυνητικοί σύμμαχοι αντιμετωπίζουν μείωση αποθεμάτων και επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η υψηλή στρατηγική της Κίνας που οδηγείται από τις υποδομές [21] είναι φτιαγμένη να διαρκέσει τουλάχιστον δύο γενιές, διαρκώντας περισσότερο από τις αλλαγές των κυβερνήσεων στις χώρες υποδοχής [που μπορεί να συμβούν] στην πορεία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επίσης, χρειάζονται μια στρατηγική όχι μόνο για την επόμενη κυβέρνηση, αλλά για το υπόλοιπο αυτού του αιώνα. Ακόμα κι αν η χώρα είναι γεωγραφικά αποκομμένη από την Ευρασία, τρεις παράγοντες διασφαλίζουν ότι θα παραμείνει μια βαθιά, ουσιαστική υπερδύναμη για την συνδεσιμότητα για τουλάχιστον δύο δεκαετίες: Ενέργεια, χρήματα και τεχνολογία.

Οι ουρανοξύστες Shanghai World Financial Center (δεξιά) και Jin Mao Tower κατά την διάρκεια έντονων βροχοπτώσεων στην οικονομική περιοχή Pudong της Σαγκάης, στις 15 Μαΐου 2015. ALY SONG / REUTERS

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον ο κορυφαίος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο, ικανός να εξάγει προς την Ευρώπη και την Ασία. Η ψηφοφορία του Κογκρέσου τον Δεκέμβριο του 2015 για την άρση του εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου των ΗΠΑ θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας από τους πιο στρατηγικά σοφούς ελιγμούς στην εποχή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, δίνοντας στις ασιατικές αγορές υψηλής ανάπτυξης έναν εναλλακτικό προμηθευτή πέραν της ταραγμένης Μέσης Ανατολής. Ασιατικά έθνη από την Σιγκαπούρη μέχρι τη Νότια Κορέα είναι απασχολημένα με την αναβάθμιση των διυλιστηρίων τους για την ενίσχυση των εισαγωγών ελαφρού αργού πετρελαίου και συμπυκνωμάτων.

Ακόμη και η Κίνα θα μπορούσε να γίνει μια σημαντική αγορά για τις εξαγωγές ενέργειας των ΗΠΑ˙ αυτόν τον Μάρτιο το πρώτο αμερικανικό δεξαμενόπλοιο αργού πετρελαίου από τον Κόλπο [του Μεξικό] θα πλεύσει προς την Κίνα. Εν τω μεταξύ, το αμερικανικό δολάριο παραμένει το μόνο καθολικό αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο και ένα ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους οικονομικής μεταβλητότητας. Το μερίδιο του δολαρίου επί των συνολικών παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων παραμένει σταθερό στο 65%, ενώ του ευρώ μειώνεται. Και, φυσικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η κύρια πηγή των ψηφιακών τεχνολογιών που στηρίζουν την υποδομή των επικοινωνιών.

Εκτός από έναν υπεράκτιο εξισορροπιστή, αυτές τις μέρες, ο κόσμος βλέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες ως έναν υπεράκτιο πάροχο, όπως είναι. Για να διατηρήσουν τις άκρες τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εγγυώνται την αξιοπιστία των προϊόντων που προσφέρουν: Μέσω σοφού εμπορίου και νομισματικής πολιτικής, και με συνεχή επένδυση σε καινοτομίες προς όφελος των καταναλωτών παγκοσμίως. Αυτή θα είναι η διαδρομή προς την συμφιλίωση των συντριπτικών δυνάμεων της Αμερικής με τις προτεραιότητες των άλλων χωρών σε όλο τον κόσμο.