Τεκμήρια διαβίωσης, εργαλείο φορολογικής επιβάρυνσης


Τα τεκμήρια, διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, καθιερώθηκαν με το Ν. 820/1978 ο οποίος είχε τίτλο «Περί λήψεως μέτρων διά την περιστολήν της φοροδιαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων», σε μία προσπάθεια της πολιτείας να περιορίσει το συνεχώς εντεινόμενο φαινόμενο της φοροδιαφυγής έχοντας, μέσω αυτών, μια κατ’ αρχήν ένδειξη φοροδοτικής ικανότητας. Στην πράξη όμως τα τεκμήρια λειτούργησαν ως ένας τρόπος προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος.

Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμηθούμε την από το 2002 έκθεση της επιτροπής για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, στο πόρισμα της οποίας αναφέρεται ότι ο προσδιορισμός του εισοδήματος με τα τεκμήρια εξασφαλίζει στο κράτος ορισμένα έσοδα και χρησιμοποιείται συνήθως σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όπου η φοροδιαφυγή είναι περισσότερο εκτεταμένη και ο προσδιορισμός του ύψους του πραγματικού εισοδήματος αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες ενώ αντίθετα, τέτοιος προσδιορισμός δεν συναντάται, κατά κανόνα, στα φορολογικά συστήματα των αναπτυγμένων χωρών, επειδή παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα, επισημαίνοντας ότι μετά την πρόοδο που έχει κάνει το Υπουργείο Οικονομικών τόσο στη μηχανοργάνωση όσο και στον ελεγκτικό τομέα, έπρεπε να καταργηθεί ο τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος και τα τεκμήρια να χρησιμοποιούνται ως ενδεικτικά, και μόνο, στοιχεία φοροδοτικής ικανότητας κατά τον έλεγχο.

Ως συνήθως σε αυτή τη χώρα οι βασικές αυτές επισημάνσεις της επιτροπής αυτής δεν ελήφθησαν ποτέ σοβαρά υπόψη και το 2010, με την τότε επιχειρούμενη φορολογική μεταρρύθμιση, τα τεκμήρια διαβίωσης αντικαταστάθηκαν με τις «αντικειμενικές δαπάνες» διαβίωσης.

Ενώ λοιπόν η αιτιολογική έκθεση του νόμου ανέφερε ότι, καθιερώνεται ένα αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού των δαπανών που απαιτούνται να γίνουν λόγω της κατοχής και χρήσης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή το ετήσιο κόστος συντήρησης και λειτουργίας κατοικιών, αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής, εναέριων μέσων, πισινών, διδάκτρων, οικιακών βοηθών κ.λπ., προκειμένου να λειτουργήσει ως βάση για την καταρχήν αξιολόγηση από τις φορολογικές αρχές της ειλικρίνειας του δηλούμενου εισοδήματος, στην πράξη λειτουργεί ως εργαλείο προσδιορισμού του ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος, συνεπώς τα τεκμήρια διαβίωσης παρέμειναν με άλλο όνομα. Στη συνέχεια το 2011 αυξήθηκαν υπερβολικά και το 2013 συμπεριελήφθησαν αυτούσια στον νέο κώδικα φορολογίας συμβάλλοντας στην υπέρμετρη φορολόγηση φορολογουμένων με πραγματικά χαμηλά εισοδήματα μεσούσης της οικονομικής ύφεσης.

Με δεδομένη την πρόθεση του οικονομικού επιτελείου για ριζικές αλλαγές στη φορολογία πρέπει να προχωρήσει το συντομότερο δυνατόν η κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης και η καθιέρωση του περιουσιολογίου, έτσι ώστε να προκύπτουν πιο ασφαλείς ενδείξεις φοροδοτικής ικανότητας οι οποίες θα χρησιμοποιούνται από τα ελεγκτικά όργανα για τον προσδιορισμό του πραγματικού εισοδήματος των φορολογουμένων.

Έτσι όπως λειτουργούν σήμερα τα τεκμήρια θεωρείται δεδομένο ότι ένας εργαζόμενος με ετήσιο πραγματικό εισόδημα ύψους 9.000 ευρώ πρέπει να φορολογείται για εισόδημα ύψους 11.650 ευρώ επειδή έχει την ατυχία να μένει σε ένα διαμέρισμα 90 τ.μ. με βοηθητικούς χώρους 20 τ.μ. και κατέχει ένα αυτοκίνητο 1.000 κ.ε. Δηλαδή, ενώ ζητείται από αυτόν να «ζήσει;» με 9.000 ευρώ, θεωρείται ότι έχει δαπανήσει για τη διαβίωσή του 11.650 ευρώ επιβαρυνόμενος με φόρο για αυτό το «εισόδημα» ύψους 463 ευρώ, καθιστώντας τις κατ’ όνομα αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης εργαλείο άδικης φορολογικής επιβάρυνσης.

Ο φόρος εισοδήματος πρέπει να υπολογίζεται, με βάση το πραγματικό εισόδημα που πραγματοποιεί κάθε φορολογούμενος, όπως αυτό προκύπτει είτε από τη δήλωσή του είτε από πραγματικό έλεγχο από τη φορολογική αρχή.

12/3/2016
Γιώργος Α. Κορομηλάς, 
Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26533&subid=2&pubid=113939005