Το τέλος της αμερικανικής ευμάρειας
Robert J. Gordon
The Rise and Fall of American Growth.The U.S. Standard of Living since the Civil War,
Princeton University Press. 2016,
σελ. 784, τιμή 39,95 δολάρια
The Rise and Fall of American Growth.The U.S. Standard of Living since the Civil War,
Princeton University Press. 2016,
σελ. 784, τιμή 39,95 δολάρια
Μηχανικός επισκευάζει κινητήρα λεωφορείου το 1943 στο Νόξβιλ του Τενεσί
Το μεγάλο οικονομικό άλμα της Δύσης στον 20ό αιώνα οφείλεται σε μοναδικές ιστορικές συνθήκες, υποστηρίζει ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Γκόρντον και αναλύει τα δομικά αίτια που καθηλώνουν τις ΗΠΑ σε μηδενική μελλοντική ανάπτυξη
Κάποτε ο συνήθης όρος που χαρακτήριζε την εξελικτική πορεία της τεχνολογίας ήταν η «εφεύρεση». Σήμερα στη θέση του επικρατεί η «καινοτομία». Η σημασιολογική μεταβολή δεν είναι διακοσμητική. Δηλώνει τη διαφορά του διανοητικού και αξιακού πλαισίου στο οποίο εγγράφεται η διαδεδομένη χρήση των δύο όρων, με άλλα λόγια την κοινωνική και πολιτισμική απόσταση μεταξύ των μέσων του 19ου και των αρχών του 21ου αιώνα. Δεν είναι επομένως άμοιρο σημασίας το γεγονός ότι στο «The Rise and Fall of American Growth» o Ρόμπερτ Τζέιμς Γκόρντον, διακεκριμένος αμερικανός οικονομολόγος και καθηγητής της έδρας Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν, χρησιμοποιεί κατά κόρον την πρώτη λέξη αντί της δεύτερης. Κι αυτό γιατί σε ένα πολυαναμενόμενο εδώ και τέσσερα χρόνια βιβλίο («μνημειώδες» και «επίτευγμα» σύμφωνα με τους νομπελίστες οικονομολόγους Ρόμπερτ Σόλοου και Τζορτζ Ακερλοφ), το οποίο αναλύει ένα πολύπλοκο ζήτημα σε ευρύτατο χρονικό ανάπτυγμα (το βιοτικό επίπεδο των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1870 ως τις μέρες μας), ο συγγραφέας αφίσταται από τις αισιόδοξες προβλέψεις για έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο τεχνολογίας που υποβάλλουν η φρενίτιδα της διάδοσης των κοινωνικών μέσων και οι ετήσιες επιδείξεις νεωτερικών προϊόντων της Apple. Αντίθετα, το κυριότερο πόρισμα της πολύχρονης έρευνας είναι ότι η πρωτοφανής οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ μεταξύ 1920 και 1970, όπως και η μεταπολεμική ευρωπαϊκή «ένδοξη τριακονταετία», υπήρξαν φαινόμενο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Η Δύση στο εξής είναι καταδικασμένη, για τον διαφαινόμενο χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον, στο Καθαρτήριο του παρόντος: σε μια κατάσταση ελάχιστης ανάπτυξης, αύξησης ανισοτήτων, καθήλωσης των εισοδημάτων και στενέματος των προοπτικών.
Το βασικό επιχείρημα του Ρόμπερτ Γκόρντον, στηριγμένο σε πληθωρικές σειρές στατιστικών στοιχείων αποτυπωμένων σε περισσότερα από 100 γραφήματα και πίνακες και στην παράθεση άπλετων ιστορικών δεδομένων, παρακολουθεί την καμπύλη της λεγόμενης «ολικής παραγωγικότητας» (total factor productivity), του τμήματος εκείνου της παραγωγής που δεν εξηγείται από το ποσό της εισαγωγής εργασίας και κεφαλαίου, επομένως εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα και την ένταση της επεξεργασίας τους. Σε αδρές γραμμές η ανάλυσή του υποδεικνύει ότι η κλιμάκωση των εφαρμογών στην καθημερινότητα ενός πλέγματος «μεγάλων εφευρέσεων» της περιόδου 1870-1920 (ηλεκτροδότηση, τρεχούμενο νερό, αυτοκίνητο, τηλέφωνο, ραδιόφωνο, φωταέριο), σε συνδυασμό με τις πρακτικές του «New Deal» για την έξοδο από τη «Μεγάλη Υφεση» του 1929 και τη βιομηχανική έκρηξη επί Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ευθύνονται για το οικονομικό θαύμα των δεκαετιών ως το 1970. Στην πεντηκονταετία εκείνη ο Γκόρντον διαπιστώνει ότι η αύξηση της «ολικής παραγωγικότητας» υπήρξε τριπλάσια τόσο της προηγούμενης όσο και της επόμενης περιόδου.
Ο ανεπανάληπτος αιώνας
Ο μετασχηματισμός της αμερικανικής κοινωνίας στη διάρκεια αυτού του «ξεχωριστού αιώνα» αποτυπώνεται σε καθοριστικά μέτρα της ποιότητας ζωής: το προσδόκιμο του βίου ανήλθε από 45,2 έτη το 1870 σε 64,2 το 1940 και 77,9 το 2010, η βρεφική θνησιμότητα μειώθηκε από 175,5‰ σε 43,2‰ και 6,8‰ αντίστοιχα. Ισως όμως πιο εντυπωσιακή απεικόνιση του χάσματος που χωρίζει τις εποχές να αποτελεί η μεταβαλλόμενη όψη μιας τυπικής αμερικανικής μεγαλούπολης: «Στη Βοστώνη του 1870 250.000 κάτοικοι μοιράζονταν τις οδούς με 50.000 άλογα. Η πυκνότητα των αλόγων στη Βοστώνη ήταν περίπου 700 ανά τετραγωνικό μίλι. Στη Νέα Υόρκη του 1867 τα άλογα σκότωναν τέσσερις πεζούς την εβδομάδα», είκοσι χρόνια αργότερα σημαντικές αρτηρίες της θάβονταν κάτω από δύο μέτρα κοπριάς. Ηδη όμως το 1933 ο μέσος αστός Αμερικανός έκανε τα καθημερινά του ψώνια σε κάτι που ονομαζόταν «σουπερμάρκετ», το 1940 το 44% των οικογενειών διέθετε πλυντήριο ρούχων, ενώ το 1950 το 92,6% των νοικοκυριών δήλωναν κάτοχοι αυτοκινήτου.
Η ειδοποιός διαφορά της ανάπτυξης στην πεντηκονταετία μετά το 1970 είναι ότι αυτή αφορά «ένα περιορισμένο τμήμα της ανθρώπινης εμπειρίας» που οριοθετείται από την ψυχαγωγία, την επικοινωνία και την τεχνολογία της πληροφορίας. Πρόκειται οπωσδήποτε για σημαντικό επίτευγμα, ωστόσο εδώ εδράζεται η διαφωνία του Γκόρντον αναφορικά με την ποιοτική υστέρηση των σύγχρονων τεχνολογικών εξελίξεων: «Κεντρική μου θέση», σημειώνει, «αποτελεί η πεποίθηση ότι ορισμένες εφευρέσεις είναι σημαντικότερες από άλλες». Στην άτυπη ιεραρχία της καινοτομίας η «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» τίθεται υπεράνω της «επανάστασης της πληροφορικής» γιατί μετέβαλε ριζικά τον χώρο εργασίας, τον δημόσιο χώρο και το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας. Επιπλέον, αυτή η μεταβολή δεν επαναλαμβάνεται, δεν κλωνοποιείται: «Οταν ο ηλεκτρικός ανελκυστήρας επέτρεψε στα κτίρια να επεκτείνονται κάθετα αντί οριζόντια, η ίδια η χρήση της γης μεταβλήθηκε και δημιουργήθηκε η αστική πυκνότητα». Κατάληξη της πορείας της σκέψης του είναι η τελική διαπίστωση: «Η οικονομική επανάσταση από το 1870 ως το 1970 υπήρξε μοναδική στην ανθρώπινη ιστορία γιατί πάρα πολλά από τα επιτεύγματά της μπορούν ακριβώς να συμβούν μόνο μία φορά».
Το τέλος της ανάπτυξης
Αυτή η μοναδικότητα εξηγεί και τις αμφιβολίες του Γκόρντον για το όνειρο της επιστροφής στη χαμένη ανάπτυξη που στοιχειώνει το συλλογικό φαντασιακό της δυτικής κοινωνίας μετά την κρίση του 2008. Το βιβλίο δεν αναφέρεται βέβαια στην κρίση, όμως όπως ακριβώς «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» (εκδ. Πόλις) του Τομά Πικετί αφενός δεν νοείται χωρίς αυτήν, αφετέρου εντάσσει λειτουργικά στοιχεία της σε μακροϊστορικό πλαίσιο και υποδηλώνει τον δομικό παρά τον συγκυριακό τους χαρακτήρα. Κοινή, για παράδειγμα, και στους δύο είναι η έμφαση στην αύξηση και διαιώνιση των οικονομικών ανισοτήτων - η εικοσαετής έρευνα των Τομά Πικετί και Εμάνουελ Σάες τροφοδοτεί μάλιστα τον Γκόρντον με το υλικό που τεκμηριώνει την τρέχουσα συμπίεση των εισοδημάτων και τη συμπύκνωση της κορυφής της πυραμίδας του πλούτου. Ομως ο Γκόρντον αναγνωρίζει πρόσθετες διαστάσεις στο πρόβλημα: την πτώση του επιπέδου της αμερικανικής μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης· τη δημογραφική ελάττωση του εργατικού δυναμικού λόγω της συνταξιοδότησης της γενιάς της πληθυσμιακής έκρηξης· το πρόβλημα του αυξανόμενου δημόσιου χρέους το οποίο τοποθετεί στο 125% του ΑΕΠ το 2038· τα κοινωνικά προβλήματα στον πυθμένα της αναδιανομής των εισοδημάτων (μονογονεϊκές οικογένειες, αυξημένα ποσοστά εφήβων χωρίς απολυτήριο λυκείου, νεανική εγκληματικότητα)· την επίδραση της παγκοσμιοποίησης και της κλιματικής υπερθέρμανσης.
Είναι χαρακτηριστικό ίσως ότι σε αυτό ακριβώς το σημείο του βιβλίου κάνει την εμφάνισή του ο όρος «καινοτομία»: ο Γκόρντον σημειώνει ότι στο απόγειο της επαγγελματικής εφαρμογής τους, μεταξύ 1994 και 2004, οι νέες τεχνολογίες αύξησαν την «ολική παραγωγικότητα» κατά 1,03% ετησίως. Πολύ λιγότερο από το 1,89% της περιόδου από το 1920 ως το 1970, αν και σημαντικά ανώτερο από το 0,40% της στατικής εποχής 2004-2014.
Οσοι αντλούν την αισιοδοξία τους από τις άψογες οθόνες των smartphones και των tablets θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την πιθανότητα αυτή η εικόνα της τεχνολογικής ευμάρειας να αποτελεί απατηλή πρόσοψη: οι συνολικές δαπάνες επιχειρήσεων και νοικοκυριών στους τομείς της ηλεκτρονικής ψυχαγωγίας, των επικοινωνιών και της πληροφορικής τεχνολογίας συμπεριλαμβανομένων των τηλεοράσεων, ηχητικού εξοπλισμού και συμβολαίων κινητής τηλεφωνίας ισούνταν το 2014 μόλις με το 7% του αμερικανικού ΑΕΠ. Τίποτε από όλα αυτά δεν καθιστά τον Γκόρντον αισιόδοξο. Για τα επόμενα 25 χρόνια δεν προβλέπει καμία αύξηση στο μέσο διαθέσιμο πραγματικό εισόδημα. Πιο απλά, «είναι αμφίβολο αν το βιοτικό επίπεδο των σημερινών νέων θα διπλασιαστεί σε σχέση με εκείνο των γονέων τους, σε αντίθεση με εκείνο κάθε προηγούμενης γενιάς Αμερικανών από τα τέλη του 19ου αιώνα».
Η εποχή της στασιμότητας
Πόσο ζοφερό είναι τελικά το μέλλον της ανάπτυξης; Το πεδίο της επιχειρηματολογίας του Ρόμπερτ Γκόρντον είναι τόσο ευρύ όσο το σύνολο της οικονομίας, επομένως υπάρχει άπλετος χώρος για αντιρρήσεις. Ο «Economist», για παράδειγμα, γνωματεύει πως το βιβλίο υποτιμά την «τρέχουσα επανάσταση της πληροφορικής»: έχει μεταμορφώσει την καθημερινή μας ζωή, ενώ η μελλοντική έλευση της τεχνητής νοημοσύνης, οι εφαρμογές της τρισδιάστατης εκτύπωσης και του «Internet των πραγμάτων» προβλέπει να της προσδώσουν επιπλέον καινοτόμες διαστάσεις. Ενδεχομένως οι περιορισμένες δυνατότητες που τους αποδίδει ο Γκόρντον να οφείλονται και στη δική του «αίσθηση απώλειας που διαπερνά το πρόσφατο έργο του», όπως σημείωνε παλιότερα στο «New York Magazine» ο αρθρογράφος Μπέντζαμιν Γουάλας-Γουέλς, όχι μόνο στις δικές τους εγγενείς ιδιότητες. Ισως στην προσωπική του δυσπιστία προς το μέλλον να οφείλονται και οι μάλλον τετριμμένες προτάσεις περί φορολογικής ισότητας, αύξησης του κατώτατου μισθού, αναμόρφωσης του σωφρονιστικού συστήματος, αναδόμησης της Παιδείας, μεταρρύθμισης της μετανάστευσης ως πολιτική απάντηση στη στασιμότητα. Αν όμως η πειστική επιχειρηματολογία του Ρόμπερτ Γκόρντον αποδειχθεί ορθή κόντρα στον αισιόδοξο λόγο για την πτώση της ανεργίας και την οικονομική ανάπτυξη που εκφέρεται στην Αμερική του τελευταίου χρόνου της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, οι ΗΠΑ δεν έχουν να περιμένουν πολλά από την αργή πορεία προς το μέσο του αιώνα. Επομένως, η Ευρώπη ακόμη λιγότερα.
Καρασαρίνης Μάρκος
19/3/2016
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=783415