Η ιδιωτικοποίηση της ντροπής

Τα τρία μεγάλα σκάνδαλα της εκποίησης των κερδοφόρων αεροδρομίων στην κρατική εταιρεία της Γερμανίας, τεκμηριώνουν πως η Ελλάδα είναι πλέον αποικία των δανειστών της – ενώ οι κυβερνήσεις της θλιβερό, πειθήνιο όργανο τους...




 «Το άκρον άωτο της ανοησίας είναι το να πουλήσει κανείς το σπίτι του, αφενός μεν πληρώνοντας τον αγοραστή για να το πάρει, αφετέρου αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις που δεν γνωρίζει καν τι θα του κοστίσουν στο μέλλον. Στην περίπτωση ενός κράτους όμως, επειδή κανένας δεν μπορεί να θεωρήσει την κυβέρνηση του ανόητη, τότε ασφαλώς πρόκειται για κάτι άλλο – το οποίο ο καθένας μπορεί να υποθέσει«.

Είμαστε υπέρ της ελεύθερης οικονομίας και των ιδιωτικοποιήσεων, θεωρώντας πως όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα – με εξαίρεση όμως τις κοινωφελείς και τις στρατηγικές, καθώς επίσης τις μονοπωλιακές κερδοφόρες, όπως είναι τα τυχερά παιχνίδια (ανάλυση).
Εν τούτοις, είναι οικονομικά παράλογο να διενεργούνται αποκρατικοποιήσεις σε εποχές που οι τιμές ευρίσκονται στο ναδίρ, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα – ενώ είναι απαράδεκτο να καταναγκάζεται μία χώρα να το κάνει από τους δανειστές της, οι οποίοι της επιβάλλουν τις τιμές πώλησης των περιουσιακών της στοιχείων, καθώς επίσης τους αγοραστές που οι ίδιοι επιλέγουν.
Αυτό ακριβώς έχει συμβεί στην περίπτωση των 14 ελληνικών αεροδρομίων, με αγοραστή τη γερμανική εταιρεία FRAPORT – η οποία, μαζί με έναν Έλληνα επιχειρηματία (βιογραφικό), εξασφάλισε την άδεια λειτουργίας και επέκτασης τους για 40 χρόνια (προαιρετικά για 50). Έναντι αυτού θα πληρώσει ο όμιλος 1,23 δις €, ενώ θα εμβάζει επί πλέον ένα ετήσιο μίσθωμα, καθώς επίσης ένα ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη – τα οποία υπολογίζεται πως θα συνεισφέρουν συνολικά στα 40 χρόνια, περί τα 8 δις € στο δημόσιο.
Για να υπολογίσει τώρα κανείς εάν είναι συμφέρουσα ή μη η ιδιωτικοποίηση, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τη μεγάλη στρατηγική σημασία ορισμένων αεροδρομίων, θα πρέπει εν πρώτοις να καταγράψει τα σημερινά κέρδη τους – τα οποία είναι ετήσια στα 150 εκ. €, οπότε στα 40 έτη της ενοικίασης περί τα 7,2 δις € εάν υποθέσουμε πως δεν θα αυξάνονταν καθόλου.
Ο διευθυντή της FRAPORT, σε συνέντευξη του από τις 27.02.16 ανέφερε ότι, τα κέρδη της επιχείρησης του από το 2017 και μετά, μόνο από τα ελληνικά αεροδρόμια, θα αυξηθούν κατά 100 εκ. € – ενώ στα επόμενα χρόνια θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερα. Σημαντικότερα θεωρεί αυτά της Ρόδου, της Μυκόνου, της Κω, της Κέρκυρας και της Σαντορίνης – τα οποία σημείωσαν μία αύξηση ταξιδιωτών της τάξης του 20% το 2014 και το 2015. Σε κάθε περίπτωση, αφού το δημόσιο θα εισπράξει 1,23 δις € συν 8 δις €, οπότε συνολικά 9,23 δις €, ενώ θα κέρδιζε 7,2 δις €, άρα 2,03 δις € λιγότερα, φαίνεται αρχικά πως η ιδιωτικοποίηση ήταν συμφέρουσα. Εν τούτοις τα φαινόμενα απατούν – όπως θα φανεί παρακάτω.
Συνεχίζοντας, το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο εντοπίζεται στην αλλαγή των όρων της διαδικασίας μετά τον Αύγουστο του 2013, κατ’ εντολή της Τρόικα – αφού έως τότε σχεδιαζόταν η πώληση 37 αεροδρομίων, τα οποία ήταν χωρισμένα σε δύο ομάδες, όπου η κάθε ομάδα αποτελούταν από ένα μείγμα κερδοφόρων και ζημιογόνων.
Έτσι ο εκάστοτε αγοραστής θα έπρεπε με ένα μέρος των κερδών του να επιδοτήσει τα ζημιογόνα αεροδρόμια σε ορισμένα μακρινά νησιά – ενώ μετά την αλλαγή ή επιδότηση αυτή θα επιβαρύνει το δημόσιο. Επομένως, το κόστος της για τα επόμενα 40 χρόνια θα πρέπει να αφαιρεθεί από τα 9,23 δις € που θα εισπράξει το κράτος – αφού συμπεριλαμβανόταν στα 7,2 δις που θα κέρδιζε, εάν παρέμεναν δικά του.
Το δεύτερο σκάνδαλο είναι το ότι, ως τεχνικός σύμβουλος του ελληνικού ΤΑΙΠΕΔ για τη συγκεκριμένη ιδιωτικοποίηση, ορίσθηκε η θυγατρική εκείνης της γερμανικής εταιρείας που συμμετέχει μετοχικά στη FRAPORT με 8,45% – η Lufthansa Consulting Ltd. Εδώ πρόκειται ασφαλώς για μία πολύ σοβαρή σύγκρουση συμφερόντων – για μία εντελώς απρεπή διαδικασία που είναι ολοφάνερα αντίθετη με όλους τους κανόνες πλειστηριασμών της ΕΕ. Ειδικά όσον αφορά την ίδια τη σύμβαση παραχώρησης των 14 αεροδρομίων, από φορολογικής πλευράς και όχι μόνο, είναι κάτι περισσότερο από αποικιοκρατική (πηγή).
Το τρίτο σκάνδαλο έχει σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της FRAPORT – η οποία είναι γερμανική κρατική, ανήκοντας στο ομοσπονδιακό κρατίδιο του Έσσεν και στην πόλη της Φρανκφούρτης κατά 51,35% συνολικά. Αυτό σημαίνει πως στην πραγματικότητα τα ελληνικά αεροδρόμια δεν ιδιωτικοποιήθηκαν, αλλά κρατικοποιήθηκαν από τη Γερμανία – από έναν εκ των πιστωτών της χώρας μας δηλαδή, ο οποίος ουσιαστικά δήμευσε ένα μέρος της δημόσιας περιουσίας μας.
Περαιτέρω, εκτός από τις επιδοτήσεις των ζημιογόνων αεροδρομίων που πρέπει να αφαιρεθούν από την τιμή της ιδιωτικοποίησης, οφείλουν να υπολογιστούν τα επί πλέον έσοδα της FRAPORT – από τις καταγγελίες των συμβάσεων ενοικίασης όλων εκείνων των εταιρειών που στεγάζονται στα αεροδρόμια, όπως είναι τα εστιατόρια, τα καταστήματα κοκ., έτσι ώστε να υπάρξουν νέες. Κυρίως όμως οι ζημίες του ελληνικού δημοσίου, αφού αυτό θα αναλάβει την πληρωμή των αποζημιώσεων από τις καταγγελίες – ενώ το κράτος υποχρεώθηκε να αποζημιώσει επίσης τους εργαζομένους που θα απολύσει η γερμανική εταιρεία.
Ακόμη χειρότερα, το δημόσιο αποδέχθηκε επί πλέον την πληρωμή των περιβαλλοντικών μελετών που απαιτούνται για την επέκταση των αεροδρομίων – επίσης το κόστος τυχόν καθυστερήσεων, εάν κατά τη διαδικασία της επέκτασης υπάρξουν αρχαιολογικά ευρήματα.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν πρόκειται για μία πλήρως καταστροφική ιδιωτικοποίηση, αποικιοκρατική σε όλη της την έκταση – αφού ο ενοικιαστής έχει πρωτοφανή δικαιώματα επιδοτήσεων, εγγυήσεων, αποφυγής φόρων (ΕΝΦΙΑ) κοκ., τα οποία αναλαμβάνει η χρεοκοπημένη Ελλάδα. Την ίδια στιγμή η χώρα μας δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε αποφάσεις που αφορούν το σημαντικότερο οικονομικό της κλάδο, τον τουρισμό – όπως είναι για παράδειγμα ο καθορισμός των τελών προσγείωσης, τα οποία θεωρούνται πολύ κρίσιμα για την τουριστική εξέλιξη ενός νησιού.
Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης προβάλλουν ως βασικό τους επιχείρημα τις επενδυτικές ανάγκες των αεροδρομίων – πολλά από τα οποία ευρίσκονται πράγματι σε άθλια κατάσταση. Αυτό φυσικά ισχύει, όπως συμβαίνει με πολλές άλλες υποδομές στην Ελλάδα – οι οποίες έχουν καταρρεύσει μετά από τα επτά χρόνια των αποτυχημένων μνημονίων.
Εν τούτοις, ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός θα μπορούσε και θα έπρεπε να αναληφθεί από την ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων – αφού τα 14 αεροδρόμια είναι αποδεδειγμένα κερδοφόρα. Έτσι θα προσέφεραν έσοδα στο δημόσιο, βοηθώντας παράλληλα την ανάπτυξη της χώρας – αντί να ωφελήσουν τους Γερμανούς και τον Έλληνα συνεργάτη τους που φαίνεται πως δεν του αρκούν τα υπερκέρδη του φυσικού αερίου, εις βάρος της πατρίδας του (πηγή: Le Monde).
Ολοκληρώνοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν όλα αυτά είναι ευθύνη μόνο των κυβερνήσεων ή επίσης δική μας, ως Πολίτες – με την έννοια του ότι τα αποδεχόμαστε αδιαμαρτύρητα, σιωπώντας όπως τα πρόβατα. Παρά το ότι γνωρίζουμε πως κανένας δεν θέλει να ακούει οδυνηρές αλήθειες, προτιμώντας τα ευφάνταστα ψέματα (άρθρο), οπότε γίνεται αυτόματα αντιπαθητικός αυτός που περιγράφει τα πράγματα όπως είναι, θεωρούμε πως οι ευθύνες ανήκουν και στους δύο – ενώ η τάση των Ελλήνων προς την αποδοχή ψεμάτων δεν είναι τυχαία, αφού ασφαλώς όλοι γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει στην πατρίδα μας.
10/3/2016