Φίλιππος Κουτσαφτής-Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ. Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πώς πάμε παρακάτω;

O Φίλιππος Κουτσαφτής, ο σκηνοθέτης των ντοκιμαντέρ «Αγέλαστος Πέτρα» και «Αρκαδία Χαίρε», μας επισημαίνει πως η μνήμη είναι η μόνη μας περιουσία και σημειώνει μεταξύ άλλων πως μια από τις αιτίες της κρίσης είναι ότι χάσαμε το μέτρο. 




Κουτσαφτής:«Πρέπει να διαπραγματευτούμε καλύτερα την ιστορία μας, να καταλάβουμε ότι η μνήμη είναι η περιουσία μας»

Λατρεύω τα ντοκιμαντέρ σας, τόσο την «Αγέλαστος Πέτρα» όσο και το «Αρκαδία Χαίρε», με προβληματίζουν με ωθούν σε νέα μονοπάτια σκέψης, με μορφώνουν και ενίοτε με κάνουν να νιώθω θλιμμένος. Ίσως έχει να Κάνει με το πέρασμα του χρόνου. Εσείς γιατί ζυμώνεστε έτσι με το χρόνο;

O λόγος που ζυμώνομαι με τον χρόνο, στην περίπτωση της Ελευσίνας για παράδειγμα, ήταν μια απόφαση εκείνων των χρόνων ότι θα είχε ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη μιας πόλης μέσα στον χρόνο. Bοηθούσε και εμένα, επειδή χρηματοδοτούσα μόνος μου την ταινία, μάζευα λίγα χρήματα πήγαινα και ου το καθεξής. Αυτό στάθηκε ευεργετικό γιατί όλη αυτή η δουλειά με τους ανθρώπους απαιτεί χρόνο. Πρώτα απ όλα να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη απέναντί σου για να αρχίσουν να σε αποδέχονται. Και βέβαια η πρωταρχική απαίτηση και ιδέα ήταν να μπορέσω να καταγράψω εκείνα τα κομμάτια εκείνα της μνήμης τα οποία έρχονται και χάνονται.

Μιλώ για τις σωστικές ανασκαφές οι οποίες αφού πάρουν, φωτογραφίσουν και καταγράψουν όλα τα κινητά ευρήματα, στη συνέχεια όλος αυτός ο χώρος χάνεται και στη θέση του μπαίνει ένα καινούριο κτήριο.

Μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση αυτή η φοβερή φυσιογνωμία, ο πλάνητας ο Παναγιώτης Φαρμάκης ο οποίος κουβαλούσε αυτά τα μάρμαρα για να τα σώσει, ήταν δεμένος με το μέρος και τις πέτρες αυτές. Και σκέφτομαι αυτό που συζητούσα προ ημερών για τον στίχο του Σεφέρη για τη βαριά μαρμάρινη κεφαλή που κόβει τους αγκώνες και διακρίνω μια δυσκολία σε όλους μας να σηκώσουμε βαριές πέτρες, την ιστορία μας, τη μνήμη μας.

Δεν ξέρω, δεν είμαι σε θέση να δώσω ένα σαφή ορισμό του τι είναι η μνήμη, η ταυτότητα, αλλά μπορεί να δει κανείς την αξία που έχει μνήμη ή την αξία που έχει να γνωρίζεις λίγο πιο ουσιαστικά την ιστορία. Αυτά ήταν μια βασική αφετηρία, κυρίως το να παρακολουθήσω αυτές τις σωστικές ανασκαφές που γινόντουσαν εκείνα τα χρόνια μέσα στην πόλη, οι οποίες στη συνέχεια χάνονταν, έφευγε ότι ήταν να φύγει και στη θέση τους έμπαινε ένα κτήριο. Αυτά που υπήρχαν για 2.500 χρόνια στην αγκαλιά της Γης χάνονταν ξαφνικά μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και στη θέση τους έμενε το τίποτα.

Από μία άποψη είναι αρκετά σύνθετο το ζήτημα, να μην το απλουστεύσουμε. Η σωστική ανασκαφή καταρχήν θεωρείται σα να έχεις ένα μοναδικό αντίτυπο ενός βιβλίου, που, αφού διαβάσεις κάθε σελίδα, στη συνέχεια την καις. Νομίζω ότι σαν τόπος, σαν ιστορία, σαν χώρα μένουμε κατά ένα χιλιοστό φτωχότεροι κάθε φορά που αφήνουμε να χαθεί κάτι τέτοιο από τη μνήμη. Σαφώς και δεν είναι δυνατό να διατηρηθούν όλα, αλλά και από την άλλη μεριά να μη φτάσουμε σε αυτό το σημείο δηλαδή να μη δίνουμε σημασία.

Στην καινούργια σας ταινία «Αρκαδία Χαίρε» λέτε, στην αφήγηση, «Η Αρκαδία ξεκινάει άγνωστο πότε. Η δική μας προσπάθεια δεν είναι παρά στιγμές πάνω στην ατέλειωτη γραμμή του χρόνου…». Και έχετε αποδώσει συγκλονιστικές στιγμές και εικόνες, όπως το σπίτι εκείνο που οι άνθρωποι έχουν τα αρχαία ακριβώς μπροστά τους, ζούνε ακριβώς στο σημείο εκείνο που έζησαν άλλοι πριν χιλιάδες χρόνια. Δείχνετε τη σπορά, οι ίδιες κινήσεις του αγρότη που επίσης επαναλαμβάνονται ίδιες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Μας μεταφέρατε μια εμπειρίαν όπως είπαν συγκλονιστική. Αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω: έχουν επίγνωση, συναίσθηση αυτής της συνέχειας οι άνθρωποι αυτοί στην Τεγέα με τους οποίους ζήσατε τόσο καιρό μαζί τους;

Δεν ξέρω εάν το νιώθουνε ή πως το νιώθουνε. Σε αυτή τη σπορά εγώ αντιπαραβάλω την παραβολή του σπορέως. Το μεγάλο ζήτημα είναι να μπορέσει να δει κανείς όλους αυτούς τους τόπους που κουβαλάνε ένα φορτίο από τα μυθολογικά χρόνια ακόμη μέχρι σήμερα, να τα δει κανείς απαλλαγμένα κυρίως από την περιγραφή, να γίνει ένας διάλογος με κάποιο τρόπο, ένας στοχασμός.



«Η σωστική ανασκαφή καταρχήν θεωρείται σα να έχεις ένα μοναδικό αντίτυπο ενός βιβλίου, που, αφού διαβάσεις κάθε σελίδα, στη συνέχεια την καις. Νομίζω ότι σαν τόπος, σαν ιστορία, σαν χώρα μένουμε κατά ένα χιλιοστό φτωχότεροι κάθε φορά που αφήνουμε να χαθεί κάτι τέτοιο από τη μνήμη»
Πώς τον φαντάζεστε αυτό το διάλογο;

Το λέω με τον τρόπο για να συνεννοηθούμε, όπως κάνει ο Καβάφης με την ιστορία, δεν συγκρίνω τον εαυτό μου με τον Καβάφη, για όνομα του Θεού, μην με παρεξηγήσετε. (γέλια)

Επιμένω στις εικόνες που μας δείχνετε και στις σκέψεις που εκφράζετε. Κάπου δείχνετε ένα πανηγύρι και εκφράζετε μια απογοήτευση για τη φτηνή μουσική που παίζουν. Ίσως, λέτε, κάπου να υπάρχουν κάποιοι στίχοι αλλά χάνονται μέσα σε όλο αυτό το χάος και λίγο αργότερα έχουμε ένα τραπέζι με ηλικιωμένους και εκεί αναδεικνύεται ένας μουσικός και ποιητικός πλούτος.

Μου έκανε φοβερή εντύπωση, πρόκειται για ένα μικρό χωριό όπου ζούνε δεν ζούνε καμιά σαρανταριά ηλικιωμένοι, ενώ τα παλιότερα χρόνια το συγκεκριμένο χωριό έσφυζε από ζωή. Μου έκανε λοιπόν εντύπωση ένα καταπληκτικό πράγμα. Εκείνη τη βραδιά, που ήταν γύρω στις απόκριες, διαπίστωσα ότι αυτοί ήταν γνώστες ενός τεράστιου μουσικού πλούτου ο οποίος δεν αντιστοιχεί με το σήμερα. Αυτοί οι γέροντες λοιπόν είναι φορείς ενός τεράστιου πολιτισμού, που χαρακτήριζε όλη αυτή την επαρχία πριν από μερικές δεκαετίες. Ο τόπος αυτός ήταν φορέας ενός τεράστιου πολιτισμού και μιας οικονομικής κατάστασης εν πάση περιπτώσει. Είναι τελείως διαφορετικό το να ζεις στην Ήπειρο, για παράδειγμα, που παρήγαγε αυτό τον μουσικό πλούτο εν προκειμένω και άλλο πράγμα αυτά τα τραγούδια να τα χορεύουν στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας τα εγγόνια και τα δισέγγονα αυτών των ανθρώπων, που ζουν στην Αθήνα. Όλος αυτός ο πολιτισμός δημιουργήθηκε στο συγκεκριμένο χώρο. Δεν μπορεί να γίνει το ίδιο πράγμα στην Αθήνα, μπορεί να γίνει κάτι άλλο. Όμως, από τη στιγμή που αποψιλώθηκε ο συγκεκριμένος χώρος κάτι χάθηκε. Νομίζω ότι αυτές είναι οι τελευταίες γενιές που τον κουβαλούνε, με το που θα χαθούν αυτοί οι άνθρωποι θα χαθεί και αυτό το κομμάτι. Ενδεχομένως να γίνει μουσειακό είδος, ή θα υπάρχει σε καταγραφές και βιβλία, αλλά δεν θα είναι ζων. Είναι ζων σε αυτήν τη τελευταία γενιά που είδαμε μέσα στην ταινία. Άμα χαθεί αυτή η γενιά, θα χαθεί και αυτό.


Φθίνων τόπος. Μιλάτε για την αποψίλωση της επαρχίας και κάπου εκεί τη δεκαετία του 60 είναι και το τέλος της αθωότητας, είναι και η εποχή που έρχεστε στην Αθήνα. Ζήσατε την αστικοποίηση, το τέλος της επαρχίας και ενός πλούσιου λαϊκού πολιτισμού, γκρεμίστηκαν όλα, λέτε κάπου.

Γκρεμίστηκαν όλα, ναι, μετά το τέλος του εμφυλίου και την αποδοχή να γίνουμε και εμείς, Δύση δεν είχαμε εκείνο το κριτήριο της αξιολόγησης που απαιτείτο. Σίγουρα κάποια πράγματα έπρεπε να αλλάξουνε για να προχωρήσει η ζωή μπροστά, αλλά κάποια από τα πράγματα που είχαμε μέχρι τότε και τα οποία τα φέρναμε από πολύ παλιά χωρίς να το ξέρουμε, τα πετάξαμε όλα για να μπούμε μέσα σε αυτόν τον αστικό τρόπο ζωής.

Αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός γιατί έχω γεννηθεί στη Ζαγορά του Πηλίου και έχω προλάβει και έχω ζήσει μέσα σε αυτόν τον κόσμο, πριν εξαφανιστεί εντελώς. Δεν αναπολώ, ούτε επικαλούμαι ότι αυτόν τον τρόπο ζωής πρέπει να ξαναφέρουμε πάλι πίσω. Δεν γίνεται αυτό. Αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι ζήσαμε σε μια εποχή έναν άλλου είδους πολιτισμό, ο οποίος ερχόταν από πάρα πολύ μακριά, από την εποχή του Ησίοδου ακόμη, όπου τα ίδια πράγματα ίσχυαν και δεν αλλάξανε.


Επειδή μου μιλήσατε για τη Δύση… και στην ταινία σας «Αρκαδία Χαίρε» αναφέρεστε στο δυτικό μύθο της Αρκαδίας «Ed in Arcadia Ego» (Κι εγώ στην Αρκαδία). Όμως όλοι αυτοί που έφτιαξαν τον μύθο δεν είχαν πατήσει το πόδι τους εκεί.

Αυτή η εικόνα που έχει μείνει γνωστή με το «Ed in Arcadia Ego» είναι του Γάλλου ζωγράφου του Πουσέν ο οποίος δούλεψε στην Ιταλία κυρίως. Όλο αυτό το αρκαδικό που ονειρεύτηκε ή που ήταν σε μεγάλη ανάπτυξη εκείνα τα χρόνια ήταν ένα τελείως ιδεατό σχήμα, το οποίο δεν είχαν την ανάγκη να έρθουν στην πραγματική Αρκαδία για να το βρουν, αλλά το φαντάστηκαν.

Κάπου εκεί πολλοί εντοπίζουν και το πρόβλημα. Για παράδειγμα ο Κωστής Παπαγιώργης είχε πει πως οι Ευρωπαίοι είχαν μια συγκεκριμένη ιδέα για το τι ήταν Ελλάδα, ακόμη και στους πίνακες που ζωγράφιζαν αφαιρούσαν τα εκκλησάκια και άφηναν μόνο τα αρχαία. Σαν να πηδήσαμε κάποιους αιώνες χωρίς τίποτα το ενδιάμεσο και ξαφνικά γίναμε κράτος και νεοέλληνες. Ο Κοραής, λέει σε μια συνέντευξή του, τα κατέστρεψε όλα. Αντίθετα βλέπω και στις δύο σας ταινίες «Αγέλαστος Πέτρα» και «Αρκαδία Χαίρε» να δίνετε έμφαση στη θρησκευτικότητα των ανθρώπων και μάλιστα στα ψυχοσάββατα και να τα συνδέετε κάπως με την παλιά θρησκεία.

Αυτό που είμαστε, είτε πιστεύουμε, είτε δεν πιστεύουμε, αποτελείται από αυτές τις δύο συνιστώσες κατά κάποιον τρόπο. Αποτελούμε αυτές τις δύο συνιστώσες. Και οι θρησκείες και οι πολιτισμοί διαδέχονται η μια την άλλη, στην περίπτωση με τα ψυχοσάββατα είναι ένα αυτούσιο κομμάτι που το έχουμε πάρει από την αρχαία θρησκεία. Η παραβολή του σπορέως που λέει «Εάν ο κόκκος του σίτου δεν πέσει εις την γην και αποθάνη, αυτός μόνος μένει, εάν όμως αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει... (Κατ΄Ιωαν.ιβ,20-24). Δηλαδή, εάν θαφτεί, πολύ καρπό φέρει, η αντίληψη δηλαδή ότι ο θάνατος είναι η προϋπόθεση για τη ζωή. Είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία και αυτό διαπραγματευόντουσαν στα Ελευσίνια Μυστήρια, απ΄ όσο μπορούμε να ξέρουμε και απ΄όσο μπορούμε να συμπεράνουμε.

Στην «Αρκαδία Χαίρε» δείχνετε αυτές τις γυναίκες στα ψυχοσάββατα που με γοήτευσε η απλότητά τους, αλλά έχετε και ένα πλάνο τον ιερέα που ψάλλει «και των λοιπών ψυχών».

Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο χρόνο περίμενα για να πάρω αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι (γέλια).

Λέει λοιπόν ο ιερέας «και των λοιπών ψυχών» και σε αυτούς συμπεριλαμβάνει όλους, και αρχαίους και νέους. Όταν συνειδητοποίησα αυτό που άκουσα, ενθουσιάστηκα!

Χαίρομαι που το εντοπίσατε. Έχω επιμείνει πάνω σε αυτό, γιατί αυτοί οι άνθρωποι είτε γνωρίζουν, είτε δεν γνωρίζουν, ουσιαστικά κυκλοφορούν πάνω στα ίδια μονοπάτια, πατάνε πάνω στις ίδιες πέτρες, συναναστρέφονται με τα ίδια ρήματα, είναι κάτω από την ίδια αγέλη των άστρων, κυρίως μιλάνε την ίδια γλώσσα και ένα μέρος πραγμάτων δεν θα μπορούσε παρά να έχει μεταφερθεί και στους σημερινούς ανθρώπους που ζουν στην ίδια χώρα, είτε είναι ντόπιοι, είτε έχουν έλθει από αλλού. Βλέπουμε αυτήν την κοπέλα από τη Βουλγαρία η οποία οικειοποιεί, υιοθετεί αυτό το χωριό γιατί της θυμίζει την παιδική της ηλικία που έζησε σε ένα αντίστοιχο χωριό και είναι πάρα πολύ συγκινημένη και κλαίει.

«Oι άνθρωποι είτε γνωρίζουν, είτε δεν γνωρίζουν, ουσιαστικά κυκλοφορούν πάνω στα ίδια μονοπάτια, πατάνε πάνω στις ίδιες πέτρες, συναναστρέφονται με τα ίδια ρήματα, είναι κάτω από την ίδια αγέλη των άστρων, κυρίως μιλάνε την ίδια γλώσσα»
Δείχνετε και μια παρέλαση που γίνεται στην πόλη με αφορμή μια εθνική γιορτή και παράλληλα έχετε ένα πλάνο στο θέατρο, ένα νεοκλασικό κτήριο το οποίο όμως σχολιάζετε ότι δεν λειτουργεί γιατί δεν υπάρχει ενδιαφέρον για ένα τέτοιο πολιτιστικό δρώμενο και ταυτόχρονα αναφέρεστε στον Λορεντζάτο.

Ναι, το σχόλιο είναι πως να μιλήσεις για το ελληνικό πολιτισμό χωρίς μια ελευθερωμένη νεοελληνική πολιτεία. Με το ΄21, λέει ο Λορεντζάτος, κερδίσαμε την ελευθερία του σκλάβου, μένει να κερδίσουμε και την ελευθερία του ελεύθερου.


Υπάρχει όραμα, πρόταση για να επιτευχθεί αυτό;

Υπάρχει μια ρήση του Γκαίτε που λέει να μη συγχέουμε το όραμα με την όραση. Η όραση έχει να κάνει με ό,τι ζει κανείς στην καθημερινότητά του. Το όραμα είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο, που πρέπει κατ΄αρχήν να υπάρχει, γιατί αποδείχθηκε ότι σ’ αυτές τις προηγούμενες δεκαετίες που περάσαμε με τη μεγάλη αυταρέσκεια δεν υπήρχε όραμα, ενώ είχαμε την οικονομική δυνατότητα. Το όραμα ήταν να αυξήσουμε την καταναλωτική ευχέρεια, τον καταναλωτισμό στην ουσία, όμως το πραγματικό όραμα ήταν ανύπαρκτο. Είναι αυτό που λέει ο Σεφέρης: «Πεινούσαμε στης γης τη πλάτη, σαν φάγαμε καλά, πέσαμε εδώ στα χαμηλά ανίδεοι και χορτάτοι». Αυτά πληρώνουμε τώρα.

Πιστεύετε ότι είναι αναστρέψιμο, δεδομένου ότι πολλοί συνομιλητές μου μου επισήμαναν ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, μπορεί και να χαθούμε.

Δεν είμαι από τους πολύ αισιόδοξους ανθρώπους, αλλά από την άλλη μεριά θέλω να ελπίζω στους νέους ανθρώπους οι οποίοι βέβαια ζουν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση αυτό το πράγμα που ζούμε εμείς σήμερα. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να στερείς το όνειρο σε έναν νέο άνθρωπο. Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι χειρότερο και αυτό έχουμε κάνει σαν κοινωνία σε αυτούς τους ανθρώπους. Αν σκεφτεί κανείς ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν ολόκληρες τελετές, οι διαβατήριες τελετές, που εισήγαγαν τους νέους ανθρώπους, από νεαρή ηλικία, μέσα στην κοινωνία, γιατί αυτοί ήταν το μέλλον, η ελπίδα της πόλης. Σκεφτείτε λοιπόν ότι σε εμάς αυτή η ελπίδα είναι ένα βάρος, γιατί στην ουσία δεν έχουμε να τους δώσουμε τίποτα. Όλα αυτά τα παιδιά μάς είναι πραγματικά ένα βάρος σήμερα και αυτοί οι νέοι άνθρωποι βρίσκονται στην ανεργία και στη χειρότερη περίπτωση στις καφετέριες, στην Τρίπολη που τους είδα εγώ.


Τι κάνουμε όμως με τους νέους που είναι ανιστόρητοι, ενώ μπορούν να αντλήσουν νοήματα για την ίδια τους τη ζωή και στην ουσία να λειτουργήσουν ως κινητήριος δύναμη, τη στιγμή που ακόμη τσακωνόμαστε για του τι είδους ιστορία θέλουμε και που υπάρχει ένα φοβικό σύνδρομο με τη διαχείριση της ιστορίας μας; Μέχρι πρότινος όποιος μιλούσε για ιστορική συνέχεια, κινδύνευε να κατηγορηθεί ως εθνικιστής.

Τώρα ίσως περισσότερο (γέλια). Πρέπει να διαπραγματευτούμε καλύτερα την ιστορία μας, να καταλάβουμε ότι η μνήμη είναι η περιουσία μας. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα ελλιπούς γνώσης, ελλείμματος παιδείας, είναι πολύ σύνθετο ζήτημα. Δεν είναι και σημερινό, είναι από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους. Είναι προβλήματα τα οποία τα κουβαλάμε, τα βάζουμε κάτω από το χαλί, καμιά φορά εμφανίζονται πάλι…
«Υπάρχει μια ρήση του Γκαίτε που λέει να μη συγχέουμε το όραμα με την όραση. Η όραση έχει να κάνει με ό,τι ζει κανείς στην καθημερινότητά του. Το όραμα είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο»
Και πάμε πάλι στον Λορεντζάτο…

Και πάμε πάλι στον Λορεντζάτο. Αν μπορεί να αλλάξει κάτι, αυτό μπορεί να γίνει μόνο εάν ανέβει το επίπεδο της παιδείας. Είναι ένα κομμάτι μέσα στην Αρκαδία που το' χω βάλει υπαινικτικά λίγο, όπου λέει ότι οι ανασκαφές έπειτα από τέσσερα – πέντε χρόνια τελειώσανε. Σε όλο αυτό το διάστημα δουλέψανε πάρα πολλοί εθελοντές από τη Νορβηγία και κανείς νέος από την Τεγέα. Παρασκηνιακά είχα κινήσει πολλά ρεύματα για να πάει ένας μικρός αριθμός εθελοντών, νέων, να δουλέψει εκεί. Σκεφτόμουνα, δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να μάθεις σ΄έναν νέο την ιστορία του τόπου του από το να τον βάλεις να δουλέψει μέσα στις ανασκαφές, εκεί που πιάνεις με τα χέρια σου αυτό το κομμάτι της ιστορίας.

Επίσης, υπήρχαν χιλιάδες άλλα πλεονεκτήματα καθώς εκεί βρίσκονταν άλλοι 50 νέοι συνομήλικοί τους από τη Νορβηγία. Θα μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με μια νέα κουλτούρα, να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Πρόκειται για μια εμπειρία που δεν μπορείς να την έχεις αλλιώς, δεδομένου ότι στο συγκεκριμένο τόπο οι προηγούμενες ανασκαφές έγιναν πριν από 110 χρόνια. Δεν είναι κάτι το οποίο μπορείς να πεις «θα γίνει αύριο, άντε το χάσαμε σήμερα θα το ξαναβρούμε». Παρ’ όλα αυτά κανένας από αυτούς που θα μπορούσε να πάρει αυτή την απόφαση, γιατί ξέρετε σε μια μικρή κοινωνία φαίνεται ποιος κάνει τι, ποιος έχει την εξουσία, κανένας δεν το είδε σαν ευκαιρία όλο αυτό. Έτσι δεν πήγε κανένας νέος, φοιτητής ή τελειόφοιτος του λυκείου και επρόκειτο για μια εποχή όπου τα σχολεία ήταν κλειστά, ούτε εξετάσεις, ούτε τίποτα. Δυστυχώς. Και που ήταν αυτοί οι νέοι;

Αφού δεν έκαναν κατάληψη, υποθέτω στην καφετέρια.

Ακριβώς, δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Νομίζω ότι είναι μια μικρή ήττα για μια κοινωνία. Μα ούτε δύο παιδιά; Εάν τους συγκινούσε και τους έλεγε κάτι, τότε θα είχες ένα συνολικό όφελος στην κοινωνία, γιατί αυτοί, εάν το έκαναν, θα το έφεραν συνέχεια μέσα τους στη ζωή τους, θα το μετέδιδαν, ενώ στην αντίθετη περίπτωση βγαίνεις χαμένος. Να, αυτό το μικρό πράγμα που χρειάζεται να κάνουμε, το ένα μικρό βήμα παραπέρα από αυτό που είμαστε συνηθισμένοι να κάνουμε, αυτό είναι που μπορεί να ανοίξει έναν χώρο.

Ο ναός της Αλέας Αθηνάς είναι 300 μέτρα από το γυμνάσιο και το λύκειο της περιοχής, παρ΄ όλα αυτά κανένας καθηγητής δεν είχε την πρωτοβουλία να πάρει τα παιδιά και να τα πάει πάνω στα μάρμαρα για να καθίσουν να κάνουνε το μάθημα τους. Μια διαφορετική εμπειρία. Μα σε έναν, εάν του έλεγε κάτι όλη αυτή η ιστορία, έχεις ένα τεράστιο όφελος. Να τι καλούμαστε να κάνουμε λοιπόν, αυτό το κάτι περισσότερο, ο καθένας σε αυτό που κάνει.

Μου περιγράψατε αυτά τα χωρίς επίσημη μόρφωση γεροντάκια, που ήταν φύλακες ενός τεράστιου πολιτισμού και μουσικού πλούτου. Βλέπουμε την αρχιτεκτονική των νησιών, που επίσης φτιάχτηκαν από αντίστοιχους ανθρώπους του μόχθου και αυτό προτάσσουμε σήμερα σαν τουριστικό προϊόν, όσο χυδαία και αν ακούγεται η λέξη. Πώς γίνεται λοιπόν όλοι αυτοί στο παρελθόν που δεν ήξεραν γράμματα να έχουν γράψει υψηλή ποίηση και να έχουν φτιάξει αριστουργήματα, που αποκαλούμε σήμερα λαϊκό πολιτισμό, έργα διαχρονικής αξίας;

Όντως και αυτό που είπατε για τα νησιά, είναι έτσι φτιαγμένα οικιστικά που επιβεβαιώνουν μια παροιμία: «Σπίτι όσο χωρείς, χωράφι όσο μπορείς». Αν κοιτάξουμε τον κυκλαδικό πολιτισμό είναι ακριβώς αυτό το πράγμα. Τα σπίτια τους είναι πάρα πολύ μικρά και προσπαθούν μέσα από αυτή τη λίγη γη να αναπτύξουν όλα αυτά τα μέσα για να μπορέσουν να επιβιώσουν, αλλά μέσα από ένα πολιτισμό και μέσα από ένα μέτρο πολύ μεγάλο. Χάσαμε κάπου τα πράγματα, το μέτρο ή χρειαζόμασταν να έχουμε πολύ περισσότερη παιδεία. Δυστυχώς ούτε και αυτό τον φυσικό τόπο, που είναι και η αξία της Ελλάδας δεν μπορέσαμε να διαχειριστούμε με επάρκεια, όχι μοναχά την ιστορία μας.
 ***

O Φίλιππος Κουτσαφτής γεννήθηκε στη Ζαγορά Βόλου. Αρχικά σπούδασε μηχανολογία και στη συνέχεια κινηματογράφο στην Αθήνα. στη Σχολή Σταυράκου, τμήμα Διευθυντών Φωτογραφίας. Έχει εργασθεί, ως Διευθυντής Φωτογραφίας σε δεκαέξι ταινίες μεγάλου μήκους, πολλές από τις οποίες διακρίθηκαν σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού, σε ταινίες μικρού μήκους, καθώς και σε μεγάλο αριθμό προγραμμάτων για την Ελληνική Τηλεόραση. Εργάζεται επίσης ως σχεδιαστής φωτισμών σε θεατρικές, μουσικές και παραστάσεις χορού. Έχει κάνει την παραγωγή και τη σκηνοθεσία στις ακόλουθες ταινίες ντοκιμαντέρ:

ΣΕΜΝΩΝ ΘΕΩΝ - 1987

1ο Βραβείο Φεστιβάλ Δράμας 
Βραβείο αστικής αρχαιολογίας, Παρίσι 1989
ΑΓΕΛΑΣΤΟΣ ΠΕΤΡΑ - 2000
4 Βραβεία Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ/νίκης
ΤΟ.RΑ.ΚΕ. - 2007 
Βραβείο Φεστιβάλ Αρχαιολογικών Ταινιών ’’ΑΓΩΝ’’ 2010
ΑΡΚΑΔΙΑ ΧΑΙΡΕ - 2013
Ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους για την Αρκαδία


ΠΗΓΗ

'' Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ
Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πώς πάμε παρακάτω;
Η Huffington Post Greece ανοίγει την συζήτηση για την κρίση της ελληνικής ταυτότητας στην εποχή των μεγάλων αδιεξόδων '' 


Δημοσθένης Γκαβέας, Δημοσιογράφος 

25/3/2016


http://www.huffingtonpost.gr/2016/03/24/koutsaftis-sinedeyxi-elliniki-taytotia_n_9523530.html?1458817583