Γιώργος Γουναρόπουλος ...

 '' (...) Χρώματα μιας μεσογειακής δύσης-βαθυγάλανα, κιτρινοκόκκινα και ιώδη- με το λευκό διάφανο φως ελληνικής ανατολής που η εκροή του, από το εσωτερικό των μορφών προς τον εξωτερικό χώρο, γίνεται πηγή αέναης κίνησης προς το ονειρικό, το άυλο, το παραμυθικό. Γυναικείες μορφές, επαναλαμβανόμενες με μικρές παραλλαγές στις διάφορες φάσεις της δημιουργίας του, έχουν να αφηγηθούν τραγούδια λεπταίσθητων σειρήνων και θεοτήτων της θάλασσας, καθώς οι βράχοι, οι κυματισμοί των ρευμάτων της θάλασσας και οι αέρινοι πλόκαμοι των μαλλιών τους υποβάλλουν μυστηριακά τους σιωπηλούς ήχους του αθώου ερωτισμού τους. Αιθέρια κι εξωτικά πλάσματα, με χρώμα, μολύβι ή κάρβουνο, σαν με μονοκοντυλιά αποτυπωμένα, ψάρια και οστρακοειδή, γοργόνες και άγγελοι και δέντρα και λουλούδια, πέρα από τη φυσική, στη μεταφυσική τους ζωή και διάσταση, φλυαρούν με το νερό και το φως μέσα στην ποιητική ένταση των παλμών τους, συμβολικός αντίλαλος της εσωτερικής πάλης του ανθρώπου με τον εαυτό του, του καλλιτέχνη με την έμπνευσή του. (...) ''

                                 Γιώργος Γουναρόπουλος: Φως και νερό 
                                       – Η ζωή μιας εικαστικής μυθολογίας

Ο Γιώργος Γουναρόπουλος  γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου του 1890 στην Σωζόπολη, μικρή παραθαλάσσια πόλη στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας στην Βουλγαρία. Η πόλη στους αρχαίους χρόνους ήταν αποικία Μυλησίων και ονομαζόταν Απολλωνία, προς τιμή του Θεού του φωτός. Από την εποχή του Βυζαντίου μέχρι σήμερα κατοικείται αποκλειστικά από Έλληνες. Ο Γουναρόπουλος ήταν γιος της Άννας και του Ηλία και ήταν το έκτο και μικρότερο παιδί της οικογένειας.  Το 1904, υπό την πίεση της βουλγαρικής κυβέρνησης, η οικογένειά του, όπως και πολλές άλλες οικογένειες Ελλήνων από την Ανατολική Ρωμυλία, αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Ελλάδα.  Η οικογένεια περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη: στην Αθήνα, στην Ευξεινούπολη Μαγνησίας, την Ξάνθη και τη Θεσσαλονίκη.

Κατά το 1904  ο δεκαεπτάχρονος Γιώργος Γουναρόπουλος αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα, για να εργαστεί ως επιγραφοποιός και να βοηθήσει έτσι στην επιβίωση της οικογένειάς του. Επειδή είχε μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική, το 1907 έδωσε εξετάσεις και έγινε δεκτός στο Σχολείο Καλών Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας. Εκεί σπούδασε προοπτική και σκηνογραφία με δάσκαλο τον Βικέντιο Μποκατσιάμπη, και κατόπιν ζωγραφική, με δασκάλους τον Σπυρίδωνα Βικάτο, τον Γεώργιο Ροϊλό κ.ά. Η επίδραση αυτών των ακαδημαϊκών ζωγράφων της Σχολης του Μονάχου είναι εμφανής στα πρώτα έργα του καλλιτέχνη, τα οποία ο ίδιος αργότερα αποκήρυξε.

Από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε επανειλημμένα στον Ελληνικό Στρατό. Την περίοδο εκείνη φιλοτέχνησε προσωπογραφίες στρατιωτικών και πολεμικές σκηνές, όπως και πολλοί άλλοι ζωγράφοι της εποχής του.

Μόλις αποστρατεύθηκε το 1919, έλαβε υποτροφία από τον Αβερώφειο Διαγωνισμό του Πολυτεχνείου και πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του επί τέσσερα χρόνια στην Ακαδημία Ζυλιάν και κατόπιν για έναν χρόνο στην Ακαδημία της Γκραντ Σωμιέρ. Το 1924 άνοιξε δικό του ατελιέ στο Παρίσι, στο 95 της οδού Βοζιράρ (Rue Vaugirard), όπου ήταν και το σπίτι του.

Το 1925 συμμετείχε στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, ενώ από το 1926 άρχισε να συνεργάζεται με την παριζιάνικη Galerie Vavain Raspail, για να πραγματοποιήσει εκεί τις τρεις πρώτες ατομικές του εκθέσεις. Το 1928 πραγματοποίησε ατομική έκθεση στην Galerie Jaques Bernhein στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε το προσωπικό του ύφος με τις αχνές γραμμές και τα βαθυγάλανα, κίτρινα, κοκκινωπά και ιώδη χρώματα.

Το 1929, πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Ελλάδα, με 24 έργα που παρουσίασε στην Αίθουσα Τέχνης Στρατηγοπούλου στην Αθήνα. Η έκθεση είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά δίχασε το κοινό και τους κριτικούς. Οι πιο νέοι κριτικοί τον επαίνεσαν πάρα πολύ. Αντιθέτως, οι οπαδοί της Σχολής του Μονάχου, και κυρίως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τον κατηγόρησαν ότι αγνοούσε τους κανόνες της ζωγραφικής.

Το 1931 επέστρεψε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στα Άνω Ιλίσια. Ακολούθησε ο γάμος του με την μουσικοσυνθέτρια Μαρία Πρωίου και η γέννηση του μοναχογιού τους, του Ηλία, που έγινε αργότερα αρχιτέκτονας. Μόνιμος πλέον στην Αθήνα, ο Γουναρόπουλος συνέχισε να συμμετέχει σε εκθέσεις, ενώ άρχισε να εικονογραφεί βιβλία και να φιλοτεχνεί σκηνικά για θεατρικές παραστάσεις. Μεταξύ άλλων, το 1934 συμμετείχε στη Μπιενάλε της Βενετίας και το 1935 παρουσίασε έργα του μαζί με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Τόμπρο στην «Έκθεση των Τριών» στην Λέσχη Καλλιτεχνών Ατελιέ. Το 1937 ανέλαβε να διακοσμήσει την αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών. Η εκτέλεση του έργου αυτού κράτησε σχεδόν δύο έτη· το αποτέλεσμα ήταν μια μοναδική τοιχογραφία συνολικής επιφάνειας 113 m2 με θέματα παρμένα από την ιστορία της πόλης. 

Μετά το τέλος του Πολέμου, η φήμη του Γουναρόπουλου άρχισε να απλώνεται πολύ. Το 1947, συμμετείχε σε ομαδική έκθεση στη Στοκχόλμη μαζί με πολλούς άλλους έλληνες καλλιτέχνες. Την ίδια χρονιά έφυγε για τη Νέα Υόρκη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποίησε ατομική έκθεση στην αμερικανική μεγαλούπολη, στην γκαλερί Hugo του Αλέξανδρου Ιόλα. Το 1944 ο Γουναρόπουλος ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου, τον Απρίλιο του 1945 συμμετείχε στην επιτροπή που ανέλαβε την κατάταξη των καλλιτεχνών που συμμετείχαν στο επιμελητήριο και τελικά αποτέλεσε ένα από τα πέντε μέλη του συμβουλίου που σχετιζόταν με το τμήμα ζωγραφικής του ΚΕΕ. 

Με παραγγελία του βιομηχάνου Απόστολου Παπαγεωργίου, το 1951, ο Γουναρόπουλος ανέλαβε την αγιογράφηση του παρεκκλησιού της Αγίας Τριάδας στο Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο του Βόλου. Πρόκειται για έργο μοναδικό στο είδος του που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη παραδοσιακή (βυζαντινή) ή μη αγιογράφηση. 

Το 1955, συμμετείχε σε διεθνή ομαδική έκθεση στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας μαζί με άλλους γνωστούς Έλληνες ζωγράφους. Το 1958, παρουσίασε έργα του στην γκαλερί Ζυγός της Αθήνας και στον διεθνή διαγωνισμό Γκουγκενχάιμ (Guggenheim) σε αίθουσα της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών, όπου και έλαβε το αντίστοιχο ελληνικό βραβείο Γκουγκενχάιμ. Ακολούθησαν ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και πολλές συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις εκτός Ελλάδας: στο Άαχεν της Γερμανίας (1959), στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1959), στην Αμμόχωστο (1960), στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1963), στις Βρυξέλλες (1964) και στο Μπουένος Άιρες (1964).

Από το 1965, ο Γουναρόπουλος άρχισε να πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις στην αθηναϊκή γκαλερί Άστορ, σε μια συνεργασία που διήρκεσε μέχρι και τον θάνατο του. 

Το 1975, η Εθνική Πινακοθήκη τίμησε τον Γουναρόπουλο με μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την τιμή που του έγινε, ο ζωγράφος χάρισε στην Εθνική Πινακοθήκη δεκαπέντε μεγάλους πίνακες, αντιπροσωπευτικούς της εξηντάχρονης καλλιτεχνικής του πορείας.  Στο απόγειο πλέον της φήμης του, παρουσίασε έργα του σε μερικές ακόμα ομαδικές εκθέσεις, καθώς και σε μία ακόμα ατομική έκθεση στη γκαλερί Άστορ (Απρίλιος 1977), πριν φύγει για πάντα από τη ζωή.

Πέθανε στις 17 Αυγούστου του 1977 και κηδεύτηκε την μεθεπομένη στο Νεκροταφείο Ζωγράφου. Αν και πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό, η κηδεία του δεν έγινε με δημόσια δαπάνη. Το 1978, ο γιος του δώρισε το σπίτι του καλλιτέχνη, όπου ήταν και εργαστήριό του, στο Δήμο Ζωγράφου για να γίνει το Μουσείο Γιώργου Γουναρόπουλου.

Αυτοπροσωπογραφία, 1965


Το έργο του 

Ο Γουναρόπουλος υπήρξε μοναδικός στην τεχνοτροπία του. Η παρισινή εικαστική σκηνή των αρχών του 20ού αιώνα τον έκανε να απαρνηθεί την ακαδημαϊκή τεχνοτροπία, αλλά και τον ιμπρεσιονισμό και να δημιουργήσει ένα απολύτως προσωπικό ύφος, το οποίο δεν κατατάσσεται εύκολα σε κάποια κατηγορία. 

Οι πίνακές του έχουν έναν υπερβατικό χαρακτήρα: εξαϋλωμένες μορφές σχεδιασμένες με λίγες λιτές γραμμές που χάνονται μέσα σε ονειρώδη χρώματα βαθυγάλανα, κιτρινοκόκκινα έως ιώδη. Στα έργα του Γουναρόπουλου, γυναικείες μορφές, δένδρα, νεκρές φύσεις με ψάρια και όστρακα σμίγουν σε μυθώδη ποιητικά οράματα. Ακόμα και οι προσωπογραφίες του με κάρβουνο ή μολύβι έχουν χαρακτήρα φευγαλέου ονείρου.

Ωστόσο, γι' αυτή την εμμονή του στα ποιητικά και συμβολικά θέματα, στη «συμπαντική ζωγραφική» όπως έλεγε ο ίδιος, ορισμένοι κριτικοί τον επέκριναν για «κάπως περιορισμένη ή κάπως obsédée (σικ) φαντασία». 

Ως δημιουργός, ο Γουναρόπουλος ήταν παραγωγικότατος. Έργα του υπάρχουν στο Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Σημειώνεται ότι τα έργα του τα υπέγραφε με το ακρώνυμο G. Gounaro.













  





























  












(...)

Θέματα και σύμβολα

Η υφολογική ανάλυση του έργου του Γ. Γουναρόπουλου αναφέρεται διεξοδικά στο βιβλίο του Γ. Μουρέλου με τίτλο "Gounaro" που εξεδόθη από το Γαλλικό Ινστιτούτο το 1958 αποσπάσματα του οποίου ακολουθούν στην συνέχεια: Θα ήταν δύσκολο να κατατάξουμε τη ζωγραφική του Γουναρόπουλου σε μια από τις κατηγορίες εκείνες όπου κατατάσσουμε συνήθως τις εκδηλώσεις της σύγχρονης ζωγραφικής, γιατί δεν ανήκει σε καμιά από τις κατηγορίες αυτές. Το πολύ πολύ θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε μερικά ονόματα ζωγράφων των περασμένων αιώνων, όχι για να πιστοποιήσουμε μια πραγματική συγγένεια, μα για να συλλάβουμε κάποια ανάλογη διάθεση μέσα στην ιστορία της Τέχνης. Έτσι, λόγου χάρη, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον   Odilon Redon  για το   συμβολικό περιεχόμενο των έργων  , τον   Eugène Carrière  για τη   ρευστότητα των χρωματικών τόνων , τον   Turner για την   διαφάνεια και τα μυθολογικά θέματα , τον Rubens για την   μεστότητα των όγκων   , τον   Rembrandt για την   διάχυση του φωτός , χωρίς όμως οι συσχετισμοί αυτοί να εκφράζουν και την ελάχιστη επίδραση, γιατί η ζωγραφική του Γουναρόπουλου είναι μια ζωγραφική εντελώς πρωτότυπη, που δεν βρίσκουμε πουθενά το αντίστοιχό της. Αν θέλαμε να την χαρακτηρίσουμε κατά κάποιο τρόπο, θα έπρεπε να δανειστούμε έναν όρο από μια άλλη τέχνη και να την ονομάσουμε «ποιητική ζωγραφική». 

Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και έναν άλλο όρο και να την ονομάσουμε «ονειρική ζωγραφική». Η φαντασία του ζωγράφου, μετουσιωμένη σε φαντασία ποιητή, δίνει στο έργο όχι πια ένα βάρος ψυχολογικό, μα ένα βάρος λυρικό και στα σύμβολα που διαμορφώνει ένα κοσμολογικό νόημα, χωρίς να ασχολείται με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που τον έχουν οδηγήσει ως αυτά. Για να καταλάβουμε καλύτερα το νόημα των συμβόλων αυτών καθώς και τη θέση που κατέχουν στο έργο του, πρέπει να αναφερθούμε στον τόπο όπου γεννήθηκε και στο περιβάλλον όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Αυτό που χαρακτηρίζει τη ζωγραφική του Γουναρόπουλου είναι η βαθιά ηρεμία. 

Παρόλο το δυναμισμό των μορφών που ξεπηδούν από τα θαλασσινά τοπία- βράχοι, γυναίκες, πλοία, σπίτια, δέντρα, λουλούδια- το νερό, και μόνο με την παρουσία του, προσθέτει μια δική του διάσταση στο κάθε έργο, τη διάσταση ενός κόσμου που περιβάλλεται από άπειρο το οποίο χαρακτηρίζει μια απόλυτη ηρεμία και γαλήνη. Ο   Gaston Bachelard , στο κλασικό σήμερα πια βιβλίο του   ''Water and Dreams'' , έδειξε, με μια σειρά από χαρακτηριστικά παραδείγματα, πόσο η κλίση προς το όνειρο δημιουργεί υδάτινες παραστάσεις. Τίποτα δεν δείχνει περισσότερο την ενδοστρεφή φύση της έμπνευσης του καλλιτέχνη απ' όσο οι γυναικείες μορφές που παρουσιάζει. Χαρακτηριστικό στοιχείο του δυναμισμού και της πλαστικής εκφραστικότητας του καλλιτέχνη είναι ακόμα το πλήθος και η ποικιλία των λουλουδιών που έχει ζωγραφίσει τα είκοσι τελευταία χρόνια. Τα λουλούδια του Γουναρόπουλου, ακόμα και μόνα τους, συμβολίζουν όλη την ανθρώπινη περιπέτεια.

Ο ιδιότυπος χαρακτήρας της τέχνης του Γουναρόπουλου τον ώθησε, από τη στιγμή που αισθάνθηκε τον εαυτό του απόλυτο κύριο των εκφραστικών του μέσων, να δημιουργήσει έναν εικαστικό χώρο που να είναι κατάλληλος να δεχθεί τα οράματα της φαντασίας και του ονείρου. Στη μορφοποίηση ενός τέτοιου χώρου ο καλλιτέχνης αφιέρωσε μια ολόκληρη σειρά ετών.

Ο χώρος της φαντασίας και του ονείρου έπρεπε να είναι αναγκαστικά ένας χώρος ρευστότητας που να μπορεί να περιλάβει αντικείμενα χωρίς βάρος, ένας χώρος που οι γραμμές της προοπτικής να χρησιμοποιούνται πιο ελεύθερα σύμφωνα με το είδος των παραστάσεων που θα απεικονίσει ο ζωγράφος. Ο χώρος αυτός, για τον Γουναρόπουλο, έπρεπε να διαμορφωθεί έτσι ώστε να έχει δύο βασικές ιδιοτυπίες: Να είναι διαφανής ώστε να επιτρέπει να εισχωρούν τα αντικείμενα το ένα μέσα στο άλλο και να είναι ένας χώρος δυναμικός. Χώρος ρευστός όπου οι μορφές και τα σχήματα των αντικειμένων συμφύονται, όπου τα όρια που τα χωρίζουν εκμηδενίζονται, είναι ένας χώρος διάχυσης και αλληλοεισχώρησης. Όσο για το δεύτερο χαρακτηριστικό του εικαστικού χώρου του Γουναρόπουλου αυτός παρουσιάζεται σαν ένας χώρος ελαστικός, γεμάτος δυναμισμό που βρίσκεται ο ίδιος σε κίνηση σε σχέση με τα αντικείμενα που περιλαμβάνει. Η δημιουργία ενός χώρου αλληλοεισχώρησης και έντασης αποκαλύπτει, κατά κάποιον τρόπο, μια ενδοστρεφή τοποθέτηση απέναντι στον κόσμο της δημιουργίας, που στην περίπτωση αυτή μεταβάλλεται σε εικαστικό σύμπαν. Οι νόμοι της προοπτικής που κυβερνούν το ζωγραφικό του χώρο είναι τέτοιοι, οι όγκοι των αντικειμένων παρουσιάζονται με τρόπο τέτοιο, ώστε ενώ βγαίνουν ανάγλυφοι δεν αποκτούν το περίγραμμά τους παρά σε σχέση με κάποιο σύστημα αναφοράς που χρησιμεύει σαν βάθος και που ανήκει στην περιοχή του φανταστικού.Έτσι δημιουργείται στο θεατή η εντύπωση ότι οι μορφές, ενώ κρατούν τα κύρια χαρακτηριστικά τους, το περίγραμμα και τον όγκο τους, αντί να είναι τοποθετημένες στον εξωτερικό κόσμο που μας αποκαλύπτουν οι αισθήσεις μας, ανήκουν σ' ένα χώρο οραματικό.

Φως

Ο Γουναρόπουλος άρχισε από νωρίς να ασχολείται με τη διάταξη του φωτός επάνω σ' ένα ζωγραφικό πίνακα. Όταν έφθασε στο Παρίσι, μόλις κατόρθωσε να λυτρωθεί από την επίδραση της ακαδημαϊκής τεχνικής, έστρεψε όλη την προσοχή του στην οργάνωση του φωτεινού πεδίου ενός πίνακα. Μπορεί να πει κανείς ότι η πρωτοτυπία της ζωγραφικής του έγκειται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο κατανέμει το φως. Την ολοκληρωτική ταύτιση του αντικειμένου με το φως επιχειρεί να πραγματοποιήσει με το έργο του ο Γουναρόπουλος, με σκοπό να δημιουργήσει ένα ζωγραφικό χώρο τελείως ανεξάρτητο από το φυσικό. Για να το επιτύχει, διακόπτει, στο σημείο αυτό, κάθε δεσμό με την παραδοσιακή τεχνική. Αντί να φωτίζει τα αντικείμενά του από τα έξω, όπως συνέβαινε σχεδόν με όλους τους προκατόχους του, τα φωτίζει από τα μέσα. Το φως του, προερχόμενο από μια εστία υποθετική, τοποθετημένη κάπου στο εσωτερικό του αντικειμένου, σαν ένα μυστηριώδες κέντρο του οποίου η θέση παραμένει μυστική, επιτρέπει στο ζωγράφο να δημιουργεί την αίσθηση ότι τα αντικείμενά του ανήκουν σ' ένα περιβάλλον ονειρικό. 

Χρώμα

Ο Γουναρόπουλος, απόλυτα κάτοχος των δεδομένων της τέχνης του, ήξερε ότι θέτοντας ένα πρόβλημα φωτός έθετε μαζί και ένα πρόβλημα χρώματος και ότι, για να κατορθώσει να δημιουργήσει ένα ζωγραφικό χώρο όπως είναι ο δικός του, έπρεπε όχι μόνο να χρησιμοποιήσει ένα ιδιαίτερο φωτισμό, μα και ένα χρώμα που να βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία μαζί του. Πολλά χρόνια αναζητήσεων τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η ρευστότητα του ζωγραφικού πεδίου, για να δημιουργεί την εντύπωση ενός οραματικού χώρου, είναι δυνατό να επιτευχθεί με χρώματα των οποίων οι τόνοι να εισχωρούν αδιόρατα ο ένας μέσα στον άλλο, χωρίς καμιά αντιπαράθεση συμπαγών όγκων να διασπά την ενότητα της συνέχειάς τους. Έτσι, αν τα βασικά χρώματα που μεταχειρίζεται είναι το κίτρινο, το ανοιχτό κόκκινο, το βαθύ κόκκινο και το μπλε, δεν τα χρησιμοποιεί ποτέ μοναχά τους, αλλά παράγοντάς τα με τον ακόλουθο τρόπο:Το κίτρινο, με την πρόσμιξη του κίτρινου του καδμίου με την ώχρα.Το κόκκινο, με την πρόσμιξη του κόκκινου του καδμίου με το ανοιχτό ρουζανγκλέ.Το βαθύ κόκκινο, με το σκούρο ρουζανγκλέ και τη λάκα.Το μπλε με το μπλε του κοβαλτίου και το μπλε ούλτρα μάρε. Η χρωματική ύλη, καθώς είναι ρευστή, δε φέρνει καμιά αντίσταση στο φως, αλλά το αφήνει να κυκλοφορεί ελεύθερα μέσα από την ίδια του την κίνηση. Έτσι το χρώμα δονείται, ζωντανεύει, ενώνεται με το φως, αποκτώντας μιαν εξαιρετική διαφάνεια. 

Σχέδιο

Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει το σχέδιο του Γουναρόπουλου είναι η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της καμπύλης.Το σχέδιο διαγράφεται σαν μια μονοκονδυλιά, γιατί η γραμμή αναπτύσσεται από τον ίδιο το δυναμισμό της σαν μια μελωδία που δεν σταματά παρά μόνο όταν συμπληρωθεί το ηχητικό της θέμα. Ο δυναμισμός του ζωγραφικού χώρου του Γουναρόπουλου φανερώνεται ιδιαίτερα στα σχέδια του τα φτιαγμένα με μολύβι. Στα σχέδια του Γουναρόπουλου δεν υπάρχει ίχνος εγκεφαλικότητας, ούτε το ελάχιστο σημάδι μιας νοητικής κατασκευής. Η σύζευξη του σχεδίου με το φως γίνεται με τρόπο τόσο τέλειο, χάρη στην ίδια τη διαφάνεια του σχεδίου, ώστε και τα δυο μαζί να αποτελούν ένα σύνολο αδιάσπαστο.
Kαι επιγραμματικά ο Γ. Μουρέλος καταλήγει στα εξής: «Δεν διστάζω να υποστηρίξω ότι στη σύγχρονη ζωγραφική ο Γουναρόπουλος αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο. Είναι από τους λίγους ζωγράφους που μας θυμίζουν τις μεγάλες εκείνες εποχές της τέχνης, όπου ο αληθινός δημιουργός είχε να πει ένα μοναδικό πράγμα και αφιέρωνε σ' αυτό όλη του τη ζωή, απόλυτα συνεπής στη δική του αποκαλυπτική αλήθεια».



              ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΠΗΓΕΣ               



http://peritexnisologos.blogspot.gr/2014/06/ggounaro-1890-1977.html