Πέντε κείμενα περί ''Brexit''...


 1. Brexit: Το απατηλό δίλημμα της ολιγαρχίας προς τους πολίτες
Στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου οι Βρετανοί θα ψηφίσουν για την παραμονή ή έξοδο του κράτους τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι αξιωματούχοι της ΕΕ και η πλειοψηφία των ΜΜΕ της Ευρώπης προειδοποιούν αδιάκοπα ότι οι συνέπειες της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ θα είναι επιβλαβείς για την βρετανική και την ευρωπαϊκή οικονομία. Όμως κανείς δεν έχει απαντήσει μέχρι στιγμής στο ερώτημα εάν η έξοδος ενέχει ουσιαστικές αλλαγές για τους πολίτες της Βρετανίας ή της ΕΕ.

Το οπορτουνιστικό στοίχημα του Κάμερον που γύρισε μπούμερανγκ

Δύο χρόνια πριν από τις Βρετανικές εκλογές του 2015, ο Βρετανός πρωθυπουργός Κάμερον βρέθηκε αντιμέτωπος με την άνοδο του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) στις δημοσκοπήσεις. Η πλειοψηφία των υποστηρικτών του UKIP ήταν πρώην ψηφοφόροι των Συντηρητικών. Ο φόβος της ήττας στις επερχόμενες εκλογές εξώθησε τον Κάμερον να υποσχεθεί το 2013, παρόλο που υποστήριζε την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, ότι εάν επανεκλεγόταν, θα οργάνωνε μέχρι το 2017 δημοψήφισμα για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.
Η τακτική του Κάμερον αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι. Οι Συντηρητικοί κέρδισαν τις εκλογές του 2015, αλλά σήμερα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σχεδόν οι μισοί ψηφοφόροι είναι υπέρ της εξόδου από την ΕΕ.  Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν αναμενόμενη και η οικονομική ολιγαρχία της χώρας και της ΕΕ ανησυχεί, γιατί η πιθανότητα του Brexit επιδεινώνει μια κατάσταση που ήταν  ήδη επισφαλής λόγω της κρίσης.

Χρονοδιάγραμμα της (μη) εφαρμογής ενός ανεπιθύμητου αποτελέσματος

Το βασικό ερώτημα είναι τι μέλει γενέσθαι εάν οι Βρετανοί ψηφίσουν για έξοδο από την ΕΕ.
Πρώτον, τα αποτελέσματα δημοψηφισμάτων δεν είναι δεσμευτικά για την βρετανική κυβέρνηση: το Βρετανικό Κοινοβούλιο έχει την εξουσία να αποφασίζει για κάθε ζήτημα. Όμως, το Κοινοβούλιο δύσκολα θα μπορέσει να αγνοήσει το αποτέλεσμα, εκτός και αν η διαφορά των ψήφων υπέρ και κατά της παραμονής στην ΕΕ είναι μικρή, ή η αποχή είναι μεγάλη.
Δεύτερον, ένα επαναληπτικό δημοψήφισμα σε μερικά χρόνια δεν μπορεί να αποκλειστεί, παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο. Κάτι παρόμοιο συνέβη στην Ιρλανδία, όταν οι ψηφοφόροι απέρριψαν τη συνθήκη της Λισαβόνας στο πρώτο δημοψήφισμα του 2008 και την ενέκριναν στο δεύτερο του 2009.  Το δημοψήφισμα Brexit διαφέρει βέβαια από αυτό της Ιρλανδίας. Αλλά ακόμα και ένας από τους κύριους υποστηρικτές της εξόδου από την ΕΕ, ο Μπόρις Τζόνσον, δήμαρχος του Λονδίνου και υπουργός χωρίς χαρτοφυλάκιο στην κυβέρνηση Κάμερον, δεν έχει αποκλείσει την πιθανότητα ενός δεύτερου δημοψηφίσματος.
Τρίτον, θα πρέπει να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την μεθόδευση της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, οι οποίες, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες, θα διαρκέσουν περίπου 2 χρόνια. Όμως η διαδικασία εξόδου αντιστοιχεί σε πλεύση σε «αχαρτογράφητα ύδατα» με πιθανές αλλαγές στις συνθήκες, επικυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κοινοβούλια των κρατών-μελών. Η έξοδος της Βρετανίας ίσως να μην ολοκληρωθεί πριν το 2025-2027.  
Στην πολιτική μια βδομάδα είναι πολύς καιρός, είχε πει ο Γουίλσον, ένας Βρετανός πρωθυπουργός. Κατ’ επέκταση τα 9-11 χρόνια από σήμερα μέχρι το 2025-2027 αντιστοιχούν σε πολιτική αιωνιότητα.  Η φράση «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι» μάλλον αρμόζει στην περίπτωση. Εφόσον η μπάλα της εξόδου από την ΕΕ πεταχτεί στην εξέδρα των διαπραγματεύσεων και επικυρώσεων, θα υπάρχει άπλετος χρόνος για να χειραγωγηθούν κατάλληλα οι συνέπειες του δημοψηφίσματος.  Μερικές μικρές παραχωρήσεις από την ΕΕ (όπως έγινε με την Ιρλανδία το 2009) ίσως αρκέσουν για να δικαιολογηθεί η παραμονή της Βρετανίας στην Ένωση.

Τι διαφορά θα έχει για τους Ευρωπαίους πολίτες η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ;

Ένα δεύτερο ερώτημα είναι εάν η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ θα είναι επωφελής ή όχι για την ίδια και για τα άλλα κράτη της Ευρώπης. Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό απασχολούν πολλές στήλες καθημερινά στον βρετανικό και διεθνή τύπο, αλλά αφορούν κυρίως τις επιπτώσεις για τις τράπεζες, το εμπόριο και τη βιομηχανία.
Όμως θα υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές για τους πολίτες της ΕΕ και της Βρετανίας σε περίπτωση Brexit; Ή θα εξακολουθήσουν η ΕΕ και η Βρετανία να ακολουθούν παρόμοιες οικονομικές, εμπορικές, κοινωνικές και εξωτερικές πολιτικές;
Η οικονομική πολιτική που ασπάζονται εξίσου η Βρετανία και η ΕΕ στην ουσία βασίζεται σε μια απάτη που ονομάζεται λιτότητα, η οποία απαιτεί να επωμίζονται οι φορολογούμενοι τις οικονομικές ατασθαλίες και την απληστία της οικονομικής ελίτ.  Οι πολίτες οφείλουν «να ζουν μέσα στις δυνατότητες τους», ενώ η οικονομική ολιγαρχία δεν έχει κανένα ενδοιασμό να ζει πέρα από τις δικές της δυνατότητες, και επαφίεται σε κρατικά κονδύλια για την κάλυψη του αχαλίνωτου τζόγου των αγορών. Δηλαδή σε κονδύλια που, αντί να χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη της παραγωγικής οικονομίας, συντηρούν την πλασματική οικονομία. Μέχρι στιγμής, δεν έχει γίνει καμία νύξη για αλλαγή αυτής της πολιτικής σε περίπτωση εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ.
Οι εμπορικές σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ θα υποστούν αλλαγές, αλλά συμφωνίες όπως η TTIP και η TISA θα εξακολουθήσουν να προωθούνται, αλλά σε δύο ταμπλό. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Στίγκλιτζ επιχειρηματολογεί ότι η εφαρμογή της TTIP θα «έδενε τα χέρια» της βρετανικής κυβέρνησης, εννοώντας ότι η έξοδος της χώρας από την ΕΕ θα απομάκρυνε τον κίνδυνο της TTIP.  Όμως η πιθανότητα να μη συνάψει η Βρετανία παρόμοιες διακρατικές συμφωνίες με τις «αδελφικές» της ΗΠΑ αν βρεθεί εκτός ΕΕ, είναι μάλλον μηδαμινή.  Νέες συμφωνίες με την ΕΕ και τις ΗΠΑ θα αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες και ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας τους δεν πρόκειται να αλλάξει.
Σε θέματα κοινωνικής πολιτικής, οι κυβερνήσεις τόσο της Βρετανίας, όσο και των περισσοτέρων κρατών της ΕΕ, επιδεικνύουν θεσμικό ρατσισμό και ξενοφοβία. Όχι μόνο προς τους πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά και προς τις μειονότητες που ζουν μέσα στα σύνορα τους. Εάν το Brexit περιορίσει την μετανάστευση, η βρετανική ξενοφοβία δεν θα εξαλειφθεί, αλλά θα στραφεί κατά των εγχώριων μειονοτήτων.  Η μείωση της κοινωνικής πρόνοιας και η περιθωριοποίηση των ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων θα συνεχιστεί ακάθεκτη εκτός ή εντός της ΕΕ.
Σχετικά με την εξωτερική πολιτική, ένα επιχείρημα που χρησιμοποιείται για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ είναι η ειρήνη και ασφάλεια που παρέχει η ένταξη της χώρας στην Ευρώπη, καθότι δεν έχει γίνει πόλεμος στην Ευρώπη για 60 χρόνια.  Βέβαια παραβλέπεται το γεγονός ότι  η ΕΕ δεν αποτελεί στρατιωτικό συνασπισμό σαν το ΝΑΤΟ. Παραβλέπεται επίσης η συμμετοχή της ΕΕ στη στρατηγική του «διηνεκούς πόλεμου», του οποίου ηγούνται οι ΗΠΑ. Δηλαδή μιας σειράς πολέμων που διεξάγονται κυρίως μέσω πληρεξουσίων, από το Αφγανιστάν μέχρι τη Μέση Ανατολή.  Το Brexit δεν θα επηρεάσει την «ειρήνη» μέσα στην Ευρώπη, αλλά ταυτόχρονα δεν θα σταματήσει τους πολέμους που η Ευρώπη διεξάγει εκτός των συνόρων της.

Η πραγματική επιλογή 

Ο λόγος που γίνεται το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου αντανακλά την πραγματική επιλογή που έχουν οι Βρετανοί πολίτες: μια επιλογή ανάμεσα σε δύο απατηλές απόψεις, από τη μια του πρωθυπουργού Κάμερον και από την άλλη του αρχηγού του UKIP Νάιτζελ Φάρατζ. Δύο νεοφιλελεύθερων πολιτικών που χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα της «ανεξαρτησίας» της Βρετανίας από την ΕΕ και του περιορισμού της μετανάστευσης για καθαρά πολιτικούς σκοπούς. Επιχειρήματα που υποδεικνύουν ότι το δημοψήφισμα αποτελεί περισπασμό του βρετανικού και ευρωπαϊκού κοινού από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Ένα Brexit θα έχει επιπτώσεις  στις σχέσεις της Βρετανίας με τις άλλες χώρες της ΕΕ,  αλλά οι αλλαγές που θα προκύψουν δεν θα επηρεάσουν ουσιαστικά την καθημερινότητα των Ευρωπαίων πολιτών. Νέες, παρόμοιες, συμφωνίες και πολιτικές θα αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες. Η Βρετανία δεν θα ρισκάρει τα τουριστικά έσοδα της απαιτώντας από τους Ευρωπαίους επισκέπτες να βγάζουν βίζα πριν ταξιδέψουν.  Παρά τις εθνικιστικές κορώνες του τύπου «British jobs for British workers», η βρετανική κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι δεν υπάρχουν αρκετοί επαρκώς εκπαιδευμένοι Βρετανοί να αντικαταστήσουν τα σχεδόν δύο εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ που δουλεύουν εκεί σήμερα και τους οποίους έχει ανάγκη η οικονομία της χώρας.
Για τους Ευρωπαίους πολίτες, η ουσία του δημοψηφίσματος μπορεί να συνοψιστεί στον τίτλο του θεατρικού έργου του Σαίξπηρ: «Πολύ Κακό Για Το Τίποτα». Ή ίσως πολύ κακό για την επιβίωση του Κάμερον στην εξουσία.

10/3/2016
Μιχάλης Γιαννεσκής
http://tvxs.gr/news/eyropi-eop/brexit-apatilo-dilimma-tis-oligarxias-pros-toys-polites




 2.  Brexit: Το αόρατο παγόβουνο   

Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η δημόσια και η διεθνής συζήτηση για το βρετανικό δημοψήφισμα είναι αρκετά σουρεαλιστική. Για να χρησιμοποιήσω την περίφημη φράση του Κρίστοφερ Κλαρκ (για τα αίτια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου), θυμίζει «υπνοβάτες» οι οποίοι ασυνείδητα οδεύουν προς την καταστροφή.

Λίγοι εκτός Βρετανίας αντιλαμβάνονται τι ακριβώς θέλει η Βρετανία (αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού ελάχιστοι το αντιλαμβάνονται και εντός της Βρετανίας). Για την ακρίβεια, μέχρι πρόσφατα, λίγοι εκτός Βρετανίας γνώριζαν ότι πραγματοποιείται οποιουδήποτε είδους διαπραγμάτευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα της συνάντησης Κάμερον-Τουσκ, στα τέλη Ιανουαρίου, τα βρετανικά μέσα την παρουσίαζαν ως μια «κρίσιμη ημέρα» για τη σχέση Βρετανίας - Ε.Ε. Στα ευρωπαϊκά μέσα, πρώτη είδηση από τη Βρετανία ήταν ο θάνατος του θρυλικού παρουσιαστή της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου Terry Wogan, ενώ η είδηση της συνάντησης -όταν υπήρχε- ήταν κρυμμένη στις πίσω σελίδες των εφημερίδων και των ιστοσελίδων.

Το θέμα του δημοψηφίσματος τέθηκε από τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον ως μέρος μιας όχι ιδιαίτερα επιτυχημένης κίνησης υποτιθέμενης πολιτικής μαεστρίας (statesmanship), αλλά στην πραγματικότητα υψηλού ρίσκου και εγγυημένα χαμηλού κέρδους. Ο Κάμερον υποσχέθηκε δημοψήφισμα για να εξευμενίσει τα ευρωσκεπτιστικά τμήματα του κόμματός του και της κοινωνίας, χωρίς όμως να έχει υπάρξει κανένας σοβαρός σχεδιασμός στρατηγικής, οικονομικής ή άλλης δημόσιας πολιτικής για τις επιλογές που έχει η Βρετανία - το τι θέλει ακριβώς να πετύχει, το πού θέλει ή δεν θέλει να πάει. Επρόκειτο και εξακολουθεί να είναι ένα ντιμπέιτ που διεξάγεται με καθαρά ψυχολογικούς, συναισθηματικούς, όρους.

Δεν είναι τυχαίο ότι, καθ’ όλο το διάστημα πριν από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, οι δημοσκοπήσεις επικεντρώνονταν συνεχώς στην ερώτηση εάν ο Ντέιβιντ Κάμερον μπορεί να εξασφαλίσει «μια καλή συμφωνία» («a good deal») χωρίς κανείς -ούτε από τη μία πλευρά, ούτε από την άλλη- να έχει ξεκαθαρίσει γιατί πρέπει να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση, πόσω μάλλον το τι θα αποτελούσε «καλή συμφωνία». Επομένως είναι πολύ πιθανό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος να μην κριθεί από την ουσία -το γράμμα- της συμφωνίας, αλλά από το ποιος θα καταφέρει να «πακετάρει» το περιεχόμενό της με τον τρόπο που θα συμφέρει την πλευρά του Ναι ή του Οχι.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν δημοσιεύτηκαν τα σημεία της αρχικής συμφωνίας, κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν επρόκειτο απλώς για ένα «αμπαλάρισμα» υπαρχουσών διατάξεων και συμφωνιών ή εάν όντως σηματοδοτεί κάποια αλλαγή, η οποία όμως θα απαιτούσε και αλλαγή των συνθηκών, και επομένως ψηφοφορίες και δημοψηφίσματα σε όλη την Ευρώπη, κάτι που στο συγκεκριμένο πολιτικό περιβάλλον (προσφυγική κρίση, αβεβαιότητα για πρόγραμμα χρέους Ελλάδας κ.λπ.) μάλλον αποκλείεται.

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει κανείς το αποτέλεσμα. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με το δημοψήφισμα στη Σκωτία, η έκβαση του οποίου φαίνεται να ανετράπη λίγες ημέρες πριν διεξαχθεί.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός έχει αυτοπαγιδευτεί σε μια κακώς σχεδιασμένη στρατηγική, η οποία ξεκίνησε ως κατευνασμός των ακροδεξιών λαϊκιστών και κινδυνεύει να ανατρέψει το οικονομικό κατεστημένο και κοινοτικό κεκτημένο της Βρετανίας. Το κόμμα του είναι βαθιά διχασμένο ως προς το θέμα της Ευρώπης, ενώ και ο ίδιος κάνει απανωτά λάθη, όπως όταν επιτέθηκε με εντελώς ανοίκειο τρόπο στον αρχηγό των Εργατικών Τζ. Κόρμπιν, αποξενώνοντας ακόμη και υψηλόβαθμα στελέχη του. Η συζήτηση για το δημοψήφισμα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια εντελώς επαρχιώτικη και προσωποποιημένη μονομαχία ανάμεσα στον Κάμερον και τον δήμαρχο του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον για το μέλλον του κόμματός τους.

Ταυτόχρονα, η βάση της τωρινής επιχειρηματολογίας του Κάμερον κρύβει μια μεγάλη αντίφαση: τις τελευταίες ημέρες εμφανίζεται ως ο μεγαλύτερος θιασώτης της ενωμένης Ευρώπης και της εξάρτησης της Βρετανίας από την Ε.Ε. Σε καθημερινή βάση αναφέρει το πόσο υπαρξιακά επικίνδυνο θα ήταν για τη Βρετανία το να αποχωρήσει από την Ενωση. Εάν ισχύουν αυτά, τότε αναρωτιέται κανείς το γιατί ο Κάμερον έθεσε, από μόνος του και χωρίς πραγματική πίεση, θέμα εξόδου.

Η υπομονή πολλών μέσα στην Ε.Ε. -ειδικά κυβερνήσεων αλλά και πολιτών που υποστηρίζουν την εντατικοποίηση της ολοκλήρωσης- αρχίζει να τελειώνει. Μια Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων» ή ομόκεντρων κύκλων είναι μάλλον αναπόφευκτη και οι συνέπειες και οι προκλήσεις μιας τέτοιας εξέλιξης για την Ελλάδα θα ήταν σημαντικές. Το μέλλον της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα αόρατο παγόβουνο και η σύγκρουση μπορεί να συμπαρασύρει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως την ξέρουμε σήμερα.

  07.03.2016 

  Ρωμανός Γεροδήμος,
 αναπλ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth και πρόεδρος του τομέα Ελληνικής Πολιτικής της Βρετανικής Εταιρείας Πολιτικών Σπουδών.

http://www.kathimerini.gr/852229/article/epikairothta/kosmos/brexit-to-aorato-pagovoyno



      
 3.   Θα ωφεληθεί το βρετανικό εμπόριο από ενδεχέμενο Brexit;     

Υπάρχει μια ιδέα που κυκλοφορεί, και την πουλάνε αυτοί που θέλουν η Βρετανία να εγκαταλείψει την ΕΕ, ότι αυτή η κίνηση θα μας επιτρέψει να ανοίξουμε το εμπόριό μας με άλλα κράτη .

Το Brexit, λένε, θα απελευθέρωνε την Βρετανία να υπογράψει διμερείς συμφωνίες με τα ανερχόμενα αστέρια της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας, ή με την "αγγλό-σφαιρα” της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Βόρειας Αμερικής, χωρίς να πρέπει να έλθει σε συναίνεση με τα άλλα 27 μέλη της ΕΕ. Υποστηρίζουν πως   ο υπόλοιπος κόσμος προχωράει πιο γρήγορα από ό,τι η ΕΕ , προσφέροντας ευκαιρίες οι οποίες θα αποζημιώσουν για οποιοδήποτε διαφυγόν εμπόριο με την Ευρώπη. Και ως εκ τούτου, υποστηρίζουν, το Brexit θα τονώσει την βρετανική οικονομία μακροπρόθεσμα -ιδιαίτερα εάν έλθει κάποια απορρύυθμιση.

Αλλά αυτή η κοινή άποψη είναι λάθος, και υπάρχουν τρεις λόγοι γιατί.

Ο πρώτος είναι η απόσταση. Φανταστείτε εάν όλες οι εμπορικές συμφωνίες της Βρετανίας ξαφνικά διαγραφόταν από το ιστορικό, και έπρεπε να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις από την αρχή. Η πρώτη μας προτεραιότητα θα ήταν να μειώσουμε το κόστος του εμπορίου με μεγάλες, σε κοντινή απόσταση οικονομίες. 
Το εμπόριο περιορίζεται αρκετά γρήγορα με την απόσταση: το ήμισυ των εξαγωγών της Βρετανίας πηγαίνει στην ΕΕ, η οποία αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο της παγκόσμιας οικονομίας. Στο μεταξύ, τα μη ευρωπαϊκά μέλη του ΟΟΣΑ -αν και αντιστοιχούν στο ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας- αγοράζουν μόλις το ένα τέταρτο των εξαγωγών της Βρετανίας, διότι κατά μέσο όρο, είναι επτά φορές πιο μακριά.

Ο δεύτερος λόγος είναι πως το εμπόριο με "τον έξω κόσμο” δεν είναι καλό που φαντάζονται πολλοί οπαδοί του. Αφότου ήλθε στην εξουσία το 1978, οι φιλικές προς την αγορά μεταρρυθμίσεις του Den Xiaoping επέτρεψαν στην Κίνα να χρησιμοποιήσει το το συγκριτικό της πλεονέκτημα στην δημιουργία χαμηλού κόστους  . Ακολούθησαν άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες. Αυτή η διαδικασία εμπλούτισε τους καταναλωτές της Βρετανίας: ηλεκτρονικά αγαθά, παιχνίδια, ρούχα και χάλυβας, έγιναν πολύ φθηνότερα σε πραγματικούς όρους. Και με τον καιρό, η εργασία και το κεφάλαιο είχαν αναπτυχθεί σε πιο παραγωγικούς τομείς της βρετανικής οικονομίας, αυξάνοντας περισσότερο τα εισοδήματα. Μαζί, αυτές οι δύο επιδράσεις κατέστησαν στην Βρετανία πλουσιότερη κατά μέσο όρο.

Ωστόσο, αυτές οι δύο τελευταίες λέξεις -"κατά μέσο όρο”- έχουν σημασία. Το εμπόριο με φτωχότερες χώρες δεν έρχεται χωρίς κόστος. Τα σημάδια της αποβιομηχάνισης είναι ακόμη ορατά στην μη ισορροπημένη οικονομία της Βρετανίας, με υψηλότερους ρυθμούς ανεργίας και χαμηλότερη παραγωγικότητα, συνεχίζει να μαστίζει τις βόρειες πόλεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Καθώς εξαντλούνται η βιομηχανική παραγωγή και η εργασία, πολλοί εργάτες χαμηλής εξειδίκευσης μετακινήθηκαν σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Η ανάπτυξη της παραγωγικότητας σε αυτούς τους τομείς ήταν βραδύτερη από ό,τι στην μεταποίηση. Αυτές οι τάσεις έχουν συμβάλει στο να υποσκάψουν την αγορά εργασίας της χώρας , με το να δημιουργούνται περισσότερες θέσεις εργασίας με χαμηλές και υψηλές αμοιβές, σε σχέση με εκείνες που παρέχουν μεσαία κέρδη. 
Αυτό δεν σημαίνει ότι μια ανεξάρτητη Βρετανία θα πρέπει να αποφύγει μια εμπορική συμφωνία με την Κίνα, αλλά υποδηλώνει ότι οι συμφωνίες με πλουσιότερες χώρες θα πρέπει να είναι προτεραιότητά της.

Μετά το κραχ του 2008, η παραγωγικότητα της Βρετανίας υποχώρησε και στη συνέχεια βάλτωσε. συμβάδιζε με τα αμερικανικά επίπεδα κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά μετά από έξι χρόνια ασθενούς ανάπτυξης, η παραγωγή ανά εργαζόμενο του Ηνωμένου Βασιλείου είναι τώρα ένα τέταρτο χαμηλότερη από ό,τι των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου η εμπορική στρατηγική της Βρετανίας θα πρέπει να καταστήσει την ανάπτυξη της παραγωγικότητας, ως τον απώτερο στόχο της. Αυτό μας οδηγεί στον τρίτο λόγο για τον οποίο η Βρετανία χρειάζεται ανεμπόδιστο εμπόριο με την ΕΕ: εισαγωγές, ιδιαίτερα από πλούσιες χώρες, είναι πιο πολύτιμες από τις εξαγωγές, επειδή συμβάλλουν στην τόνωση της παραγωγικότητας. Και μακροπρόθεσμα, είναι η αύξηση της παραγωγικότητας που καθορίζει την οικονομική μας ανάπτυξη.

Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί αυτό είναι ότι οι εισαγωγές αυξάνουν τον ανταγωνισμό στην εγχώρια οικονομία, η οποία αυξάνει το κίνητρο για τις εγχώριες επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε επενδύσεις ενίσχυσης της παραγωγικότητας και να εφεύρουν νέες τεχνολογίες -στύβοντας τους εργαζόμενους και τα μηχανήματα για περισσότερη παραγωγή. Αυτές οι βελτιώσεις είναι γνωστές ως ως "δυναμικά κέρδη από το εμπόριο” . Ως εκ τούτου, η συνεχής πίεση του ανταγωνισμού από τις πιο παραγωγικές εταιρείες του εξωτερικού αυξάνει την ανάπτυξη της παραγωγικότητας.

Ναι, μια ελεύθερη Βρετανία θα μπορούσε μονομερώς και πλήρως να ανοίξει τις αγορές της στις ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία και ΕΕ, προκειμένου να επωφεληθεί από αυτά τα δυναμικά κέρδη. Αλλά δεν θα μπορούσε στην πραγματικότητα να επισκιάσει αυτά που έχει ήδη πάρει από την ΕΕ. Μια από τις μεγαλύτερες πηγές δυναμικών κερδών, είναι οι άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI). Η Βρετανία είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης FDI στην ΕΕ διότι παρέχει ένα τέλειο προγεφύρωμα για τις ευρωπαϊκές αγορές: συνδεδεμένη με την ελεύθερη ζώνη εμπορίου, αλλά με ένα εργατικό δυναμικό που μιλάει αγγλικά, με χαμηλούς φόρους και ρυθμιστικό κόστος. Το να φύγει από την ΕΕ θα έβαζε σε κίνδυνο αυτή την επένδυση διότι δεν θα ήμασταν σε θέση να ελέγξουμε τι είδους τέλη και άλλους περιορισμούς που θα μπορούσε να επιλέξει η ΕΕ να επιβάλλει. Ήδη η Nissan, της οποίας το εργοστάσιο στο Σάντερλαντ τώρα παράγει περισσότερα αυτοκίνητα ετησίως από ό,τι η Ιταλία, έχει εργοστάσια παντού στην ΕΕ και το υψηλότερο εμπορικό κόστος απλώς θα την οδηγούσε να επεκτείνει την παραγωγή της εντός της ενιαίας αγοράς.

Επομένως, στο υποτιθέμενο "έτος μηδέν” σενάριο, αυτοί οι κανόνες θα έδιναν στους διαπραγματευτές της Βρετανίας μια σαφή ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Πρώτον, να αναζητήσουν ανοιχτές αγορές με πιο παραγωγικές, πλούσιες χώρες. Δεύτερον, να επιδιώξουν να ανοίξουν αγορές με χώρες που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση. Τα μέτρα για την ενίσχυση των εξαγωγών με μακρινές αναδυόμενες οικονομίες έρχονται τρίτα.

Εάν η Βρετανία ψηφίσει να βγει από την ΕΕ, θα ήταν δυνατό διαπραγματευτεί να συνεχίσει την πρόσβαση στην αγορά με μια απαγόρευση οποιασδήποτε διάκρισης πίσω από τις γραμμές, έναντι βρετανικών επιχειρήσεων στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αλλά αυτό θα ήταν δύσκολο πολιτικά. Η ΕΕ θα απαιτούσε η Βρετανία να προσυπογράψει όλη τη νομοθεσία για την ενιαία αγορά -επομένως η βρετανική κυβέρνηση δεν θα της επιτρεπόταν να αποκρούσει το ανεπιθύμητο ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ. Και θα είχαμε λιγότερη κυριαρχία, όχι περισσότερη, διότι θα χάναμε την ψήφο μας για τους νέους κανόνες της ΕΕ. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα έπρεπε επίσης να συνεχίσει να πληρώνει συνεισφορές στον προϋπολογισμό και να αποδέχεται απεριόριστη μετανάστευση από την ΕΕ.

Από την στιγμή που οι όροι του διαζυγίου θα ήταν δύσκολοι για το Ηνωμένο Βασίλειο να τους αποδεχτεί, το Brexit θα ήταν πιθανό να εγείρει εμπορικά εμπόδια με την ΕΕ. ΘΑ είμαστε φτωχότεροι για αυτό.

7/3/2016
του John Springford
Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στην Telegraph


Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: 
http://www.cer.org.uk/in-the-press/idea-buccaneer-britain-trading-freely-outside-eu-fantasy





  4.  Brexit: Τι επιπτώσεις θα έχει στην Ευρώπη και τη Μεγάλη Βρετανία

Στις 23 Ιουνίου οι Βρετανοί πολίτες θα κληθούν να δώσουν μια πολύ σημαντική και κρίσιμη απάντηση στο ερώτημα του δημοψηφίσματος: αν επιθυμούν ή όχι την παραμονή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο πρωθυπουργός Κάμερον, ο οποίος πρώτος ήγειρε πέρυσι θέμα δημοψηφίσματος, τάσσεται υπέρ της παραμονής, καθώς θεωρεί πως η χώρα του αποκόμισε ουσιαστικά οφέλη στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής, όπου επαναδιαπραγματεύθηκε ορισμένα σημεία της συμφωνίας. Στο πλευρό του τάσσεται η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου, καθώς και η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας, το περιοδικό Economist, η Blackrock κ.α. Το κύριο επιχείρημα τους είναι ότι η ανοιχτή οικονομία και η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού στους κόλπους της ΕΕ έχει βοηθήσει τα μέγιστα τη Μεγάλη Βρετανία τις 4 τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα το εισόδημά της να υπερδιπλασιαστεί. Τυχόν αποχώρηση από την ενωμένη Ευρώπη θα επιφέρει σφοδρό χτύπημα στην οικονομία, το εμπόριο, το χρηματοοικονομικό τομέα και τη διπλωματική θέση της χώρας.
Από την άλλη μεριά, στο στρατόπεδο της εξόδου από την ΕΕ βρίσκονται ο Μπόρις Τζόνσον, δήμαρχος του Λονδίνου, κάποια πρωτοκλασάτα στελέχη των συντηρητικών, όπως ο υπ. Δικαιοσύνης της κυβέρνησης, οι ευρωσκεπτικιστές, ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες κ.αλ. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν είναι ότι εκτός ΕΕ θα επιτευχθεί περισσότερη ανεξαρτησία και ευελιξία, εξοικονόμηση πόρων, που σήμερα αποδίδονται στην ΕΕ, έλεγχος της μεταναστευτικής ροής, ενώ δε θα επηρεαστεί αρνητικά η οικονομική θέση της χώρας.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά τα επιχειρήματα 
και των 2 πλευρών:


Εξετάζοντας τα συν και τα πλην, παρατηρούμε ότι η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ εμπεριέχει υψηλούς κινδύνους, χωρίς να προσφέρει χειροπιαστά οφέλη. 
Ο αντίλογος όμως έρχεται μέσα από τη θετική πορεία της βρετανικής οικονομίας την περίοδο 2000-2014, παρότι δεν εντάχθηκε στη ζώνη του Ευρώ. Επέτυχε σωρευτικά υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης σε σύγκριση με την Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκτιμήσεις. Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, μέσα σε 15 χρόνια το εισόδημά της αυξήθηκε συνολικά κατά 32%, έναντι σχεδόν 20% της Γερμανίας.



Οι μέχρι στιγμής προβλέψεις δείχνουν ένα ελαφρύ προβάδισμα υπέρ της παραμονής στην Ευρώπη. Σε περίπτωση όμως που αποφασισθεί η απόσχιση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, αναμφίβολα αυτό θα αποτελέσει βαρύ πλήγμα για την ενωμένη Ευρώπη. Εν μέσω μάλιστα μιας περιόδου ιδιαίτερα ρευστής, όπου:
• οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες παραμένουν εύθραυστες μετά την κρίση του 2008
• το προσφυγικό πρόβλημα είναι σε έξαρση
• παρατηρείται άνοδος των ακροδεξιών, αντιευρωπαϊκών δυνάμεων 
• είναι εμφανή τα αντικρουόμενα συμφέροντα και η έλλειψη συνοχής εντός των γραφειοκρατικών κύκλων των Βρυξελλών.


Η Ευρώπη θα πρέπει τότε να δείξει αντανακλαστικά ενότητας και ένστικτο επιβίωσης αν θέλει να ξεπεράσει αναίμακτα αυτό το σκόπελο. Θα πρέπει προπάντων να διορθώσει χρόνιες αδυναμίες και να δώσει περισσότερη έμφαση στην αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών της. Σε διαφορετική περίπτωση ο κόσμος στον οποίο ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες ίσως να μην είναι ποτέ πια ο ίδιος.

 08/03/2016  
Δημήτριος Γκιόκας, οικονομικός αναλυτής

http://www.huffingtonpost.gr/dimitrios-giokas/brexit-_b_9400610.html?utm_hp_ref=greece






 5.    Τι μπορεί να μας διδάξει η διαπραγμάτευση του κ. Κάμερον; 
(ή Πόσο καλύτερος διαπραγματευτής ήταν ο Κάμερον από τον Τσίπρα)

Η πρόσφατη θετική έκβαση της διαπραγμάτευσης της Βρετανίας με την Ε.Ε. έκανε πολλούς να σκεφτούν πως οι Βρετανοί διαπραγματευτές ήταν πολύ πιο αποτελεσματικοί απ'  ό,τι οι Έλληνες συνάδελφοί τους το περασμένο καλοκαίρι. Αυτή η κριτική δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Η αλήθεια είναι ότι κατά τη ελληνική διαπραγμάτευση του Ιουλίου η δύναμη των Ελλήνων αποδείχτηκε να είναι σαφώς ασθενέστερη από αυτή των Ευρωπαίων. Είναι όμως η αρχική διαπραγματευτική θέση το μόνο που μετρά σε μια διαπραγμάτευση; 

Η ανάλυση πάσης φύσεως διαπραγματεύσεων απασχολεί ιδιαιτέρως την Οικονομική Επιστήμη και διερευνάται συνήθως με βασικό εργαλείο τη «Θεωρία Παιγνίων». Πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο στην τελική έκβαση μιας διαπραγμάτευσης. Ο κυριότερος δεν είναι η διαπραγματευτική δύναμη καθεαυτή αλλά η υποκειμενική εκτίμηση κάθε πλευράς για τη δική της διαπραγματευτική δύναμη σε σχέση με αυτή της αντιπάλου.

Στη διαπραγμάτευση μεταξύ Ελλάδας και Ένωσης η διαπραγματευτική ισχύς της χώρας μας ήταν λίγο-πολύ προβλέψιμη από όλους. «Η Ελλάδα είχε πολύ περισσότερα να χάσει αν δεν επιτυγχάνονταν συμφωνία από ότι να κερδίσει αν η Ένωση υποχωρούσε». Είναι σημαντικό να καταλάβει κανείς πως δεν έχει διόλου σημασία αν η προηγούμενη πρόταση ίσχυε στην πραγματικότητα. Αυτό που καθόρισε την έκβαση της διαπραγμάτευσης ήταν πως η πρόταση αυτή αποτέλεσε «κοινή πίστη», ότι δηλαδή, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την αποδέχτηκαν ως αληθή και τα δύο διαπραγματευόμενα μέρη.

Τα πράγματα ήταν αρκετά πιο περίπλοκα όσον αφορά τη διαπραγματευτική ισχύ που διέθετε η Ένωση γιατί εκεί υπήρχε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «ασύμμετρη πίστη». Οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές δήλωναν πως είχαν πλέον προφυλαχθεί από το νομισματικό ντόμινο που ενδεχομένως θα προκαλούσε ένα Grexit. Η Ελλάδα, αντιθέτως, θεωρούσε πως αν η Ευρώπη επέλεγε να την αποπέμψει από το Ευρώ, οι συνέπειες για τη νομισματική ένωση θα ήταν ολέθριες.

Στην πραγματικότητα, η κατάσταση με τη διαπραγματευτική θέση της Ένωσης ήταν ακόμη λίγο πιο σύνθετη. Το ταλέντο ενός διαπραγματευτή έγκειται στο να εκτιμήσει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά την πραγματική πίστη της αντιπάλου πλευράς και όχι απλώς να αποδεχθεί ως απαραιτήτως αληθή τη θέση που ο αντίπαλος ανακοινώνει. Εκεί ακριβώς έγινε το πρώτο ολέθριο λάθος στους ελληνικούς χειρισμούς.

Η εκτίμηση της πραγματικής θέσης του αντιπάλου μπορεί να εξελιχθεί σε ιδιαιτέρως δύσκολο εγχείρημα αν ο αντίπαλος έχει κίνητρο να δηλώσει ψευδώς την πίστη του και δεν υπάρχουν αξιόπιστες διαρροές. Σε μερικές ιδιάζουσες καταστάσεις, όμως, η εκτίμηση της θέσης του αντιπάλου μπορεί και να αποδειχτεί τετριμμένη υπόθεση. Στην περίπτωση της δικής μας διαπραγμάτευσης συνέβη το δεύτερο.

Όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο πρωθυπουργός σε συνέντευξή του μετά την επίτευξη της συμφωνίας, ο κ. Σόιμπλε, με μια πολύ έξυπνη και δραστική στρατηγική κίνηση, κατάφερε να εγκλωβίσει την ελληνική διαπραγματευτική ομάδα από τον Απρίλιο κιόλας του 2015. Ο Γερμανός υπουργός εφάρμοσε αυτό που στη θεωρία παιγνίων ονομάζεται «αξιόπιστη δέσμευση». Για να δείξει πως η αληθινή του πίστη ήταν πως το Grexit δεν θα προκαλούσε μεγάλο πρόβλημα στην Ένωση, δεσμεύτηκε ακόμη και να «βοηθήσει» την Ελλάδα σε περίπτωση που από μόνη της επέλεγε να αποχωρήσει από το κοινό νόμισμα. Αυτή ήταν η κίνηση που έγειρε αποφασιστικά τη ζυγαριά προς το μέρος της Γερμανίας.

Ο κ. Βαρουφάκης είχε σαφώς υποτιμήσει τον τότε ομόλογό του και είχε δομήσει την διαπραγματευτική τακτική της χώρας πάνω στην απειλή διάλυσης της Ευρωζώνης αν η Ελλάδα αποχωρούσε από το Ευρώ. Το πρόβλημα με τις στρατηγικές απειλές, όμως, είναι πως αν ο αντίπαλος συναινέσει στην απειλή σου, ο μόνος δρόμος που σου απομένει είναι να την πραγματοποιήσεις. Ο κ. Τσίπρας δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει αυτή την απειλή κι όπως ήταν αναμενόμενο υποχώρησε. Λογικό – δεν μπορείς να κερδίσεις κάτι σε μια διαπραγμάτευση αν πρώτα δεν είσαι διατεθειμένος να το χάσεις.

Ο κ. Κάμερον από την άλλη, βρέθηκε στην αντιδιαμετρική θέση από αυτήν που έβαλε τον εαυτό του ο Έλληνας πρωθυπουργός. Με την ίδια στρατηγική της «απειλής» έπεισε την κ. Μέρκελ πως θα συστήσει στους ψηφοφόρους του την έξοδο από την Ένωση αν δεν πάρει τη συμφωνία που ζητά. Η καγκελάριος γρήγορα κατάλαβε πως ο Άγγλος πρωθυπουργός κανένα πρόβλημα δεν θα είχε να υλοποιήσει την απειλή του. Κάπου εκεί η κ. Μέρκελ υποχώρησε και η διαπραγμάτευση τελείωσε με συνοπτικές διαδικασίες.

Μια δεύτερη καθοριστική διαφορά ανάμεσα στην Ελληνική και τη Βρετανική διαπραγμάτευση ήταν ο θόρυβος που δημιουργήθηκε γύρω από την ίδια τη διαδικασία. Οι Βρετανοί κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με διακριτικότητα. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς πρώιμες θριαμβολογίες, χωρίς «όραμα να αλλάξουν ολόκληρη την Ευρώπη», προσηλώθηκαν σε αυτά που ήθελαν να πάρουν. Μόλις τα πήραν γύρισαν ήσυχα στη χώρα τους και τα έθεσαν ενώπιον των συμπολιτών τους.

Στην ελληνική περίπτωση τα πράγματα έγιναν με τον αντίθετο τρόπο. Η δική μας διαπραγματευτική ομάδα πριν καν ακόμη πάει στη διαπραγμάτευση – πριν καν ακόμη εκλεγεί στην κυβέρνηση– έκανε τα πάντα για να ανεβάσει τους τόνους. Αυτό κέρδισε μεν ψήφους στο εσωτερικό αλλά υποθήκευσε το μέλλον της διαπραγμάτευσης.

Με όποιους οιωνούς κι αν ξεκινούν οι συνομιλίες, το έργο ενός διαπραγματευτή μπορεί να γίνει ασύγκριτα δυσκολότερο αν γνωρίζει πως το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης στο τέλος θα ερμηνευθεί είτε ως θρίαμβος είτε ως εξευτελισμός. Ο τρόπος που χειρίστηκε το ζήτημα η ελληνική πλευρά, επηρέασε τους αντίπαλους διαπραγματευτές καθιστώντας τους πιο προσκολλημένους στις αρχικές θέσεις τους. Αυτό έπρεπε να είναι αναμενόμενο. Ο βαθμός αδιαλλαξίας που θα επιδείξει η αντίπαλη πλευρά και τα ρίσκα που θα αναλάβει εξαρτώνται άμεσα από τον χαρακτήρα που θα δοθεί  στο αποτέλεσμα.  Το τελευταίο που επιθυμεί ένας συνετός διαπραγματευτής είναι να κάνει τον αντίπαλό του να πιστέψει ότι σε περίπτωση που υποχωρήσει θα εξευτελιστεί. Ο θόρυβος που προκάλεσε η κυβέρνηση γύρω από την έκβαση της διαπραγμάτευσης στην ουσία μείωσε τις όποιες πιθανότητες επιτυχίας είχε αρχικά.

Είχε όμως η Ελλάδα τα περιθώρια να πετύχει κάτι καλύτερο το περασμένο καλοκαίρι; Προσωπικά πιστεύω πως τα είχε. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε τον περασμένο Ιούλιο δεν συνήφθη με κριτήριο να βοηθήσει τη χώρα να βρει διέξοδο από την κρίση αλλά σχεδιάστηκε με κύριο γνώμονα την αποτροπή όσων περίμεναν πίσω από την Ελλάδα για να προσέλθουν στο τραπέζι του ευρωπαϊκού διαλόγου με παρόμοια αλαζονική λογική. Πιθανότατα, μια πιο συνετή διαπραγματευτική γραμμή από την αρχή θα είχε οδηγήσει τη χώρα σε ευνοϊκότερο αποτέλεσμα.

 08 Μαρτίου 2016  
 Κοσμάς Μαρινάκης ,
επίκουρος καθηγητής Οικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Μόσχας (Higher School of Economics).

http://www.naftemporiki.gr/story/1077477/ti-mporei-na-mas-didaksei-i-diapragmateusi-tou-k-kameron