Αγοράζουμε και εξάγουμε ελληνικά προϊόντα


Το ελληνικό επιχειρηματικό μοντέλο δεν είναι παρωχημένο, αλλά έχει εξουδετερωθεί από τις κυβερνήσεις – αφού οι μικρομεσαίοι πληρώνουν τους λογαριασμούς της πολιτικής διαφθοράς, ενώ ευρίσκονται υπό διωγμό.   
Προφανώς η επίλυση μίας σειράς μεγάλων προβλημάτων της οικονομίας της πατρίδας μας είναι θέμα της εκάστοτε κυβέρνησης που εμείς επιλέγουμε – ενώ φυσικά η ευθύνη της επιλογής είναι δική μας, αφού εμείς πληρώνουμε το λογαριασμό των λαθών ή έχουμε την ωφέλεια των σωστών αποφάσεων της. Εν τούτοις, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να λύσει μόνη της τα προβλήματα, χωρίς την ενεργητική συμμετοχή των Πολιτών στην όλη διαδικασία – κάτι που δυστυχώς δεν έχουν κατανοήσει πολλοί από εμάς, στηρίζοντας όλες τους τις ελπίδες στα πολιτικά κόμματα.
Στα πλαίσια αυτά, μία από τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις μας είναι η στήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων, των προϊόντων, καθώς επίσης των υπηρεσιών που παράγει η χώρα μας – αφού έτσι διενεργούνται επενδύσεις, ακολουθεί η ανάπτυξη, μειώνονται οι φόροι, δημιουργούνται θέσεις εργασίας και ευημερεί ένα κράτος. Ειδικά όσον αφορά το «αγοράζουμε ελληνικά», ένας εκ των συνεργατών μας έχει συγγράψει μία σειρά άρθρων (πηγή), τα οποία φωτίζουν όλες τις πτυχές του θέματος – ενώ γίνεται μνεία σε μία αξιόλογη πρωτοβουλία των ελληνικών επιχειρήσεων (ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ), η οποία ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια της κρίσης.
Δεν είναι όμως λίγοι αυτοί που δεν ενισχύουν τις συγκεκριμένες προσπάθειες, κυρίως με τον ισχυρισμό ότι, τα ελληνικά προϊόντα είναι ακριβότερα από τα αντίστοιχα ξένα. Αν και δεν ισχύει βέβαια πολλές φορές, όπως έχει τεκμηριωθεί (άρθρο), δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει συνολικά – όπου όμως οφείλει να γίνει κατανοητό το ότι, οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα αυξημένου κόστους, λόγω των διαχρονικών δυσλειτουργιών της χώρας μας (γραφειοκρατία, διαπλοκή, ασταθές φορολογικό πλαίσιο, πολιτική διαφθορά, υπερβολικοί φόροι κοκ.).
Με απλά λόγια, το κόστος παραγωγής και λειτουργίας τους, το οποίο επιβαρύνεται επί πλέον από τις δυσκολίες χρηματοδότησης τους, από τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, από τις μεγαλύτερες πιστώσεις που είναι αναγκασμένες να παρέχουν, καθώς επίσης από τις αυξημένες επισφάλειες των χρόνων της κρίσης (πιστωτικές ζημίες), είναι δυσανάλογα υψηλό – όπως διαπιστώνεται σε σχέση με το δανεισμό τους από το γράφημα που ακολουθεί για την Ισπανία και την Ιταλία, συγκριτικά με τη Γερμανία, ενώ τα ελληνικά επιτόκια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ακόμη πιο υψηλά.

Εν τούτοις, οι ελληνικές επιχειρήσεις παραμένουν αρκετά ανταγωνιστικές – ειδικά όταν συγκρίνει κανείς τα προϊόντα τους με τα ξένα της ίδιας ποιότητας. Ταυτόχρονα, θα μπορούσαν να προσφέρουν ακόμη φθηνότερες τιμές, εάν αυξανόταν ο τζίρος τους – κάτι που θα συνέβαινε, εάν οι Έλληνες καταναλωτές αγόραζαν περισσότερα προϊόντα της πατρίδας τους.
Δυστυχώς βέβαια, οι Έλληνες συχνά παραπλανιόνται από τις διαφημίσεις, καθώς επίσης από τα τεχνάσματα των ξένων πολυεθνικών, οι οποίες χρησιμοποιούν ελληνικά ονόματα για ορισμένα προϊόντα τους – όπως στο παράδειγμα της μπύρας, όπου αφενός μεν δυσφημίζονται επαίσχυντα οι μικρές ελληνικές ζυθοποιίες από τις ξένες μεγάλες, αφετέρου προβάλλουν ονόματα που δεν «προδίδουν» την προέλευση τους (μπύρα Άλφα κλπ.).
Από την άλλη πλευρά, απαιτούνται αυξημένες εξαγωγές για να τονωθεί ο τζίρος των ελληνικών επιχειρήσεων –αφού η ζήτηση στο εσωτερικό μειώνεται, λόγω των μέτρων που επιβάλλονται από τους δανειστές. Εν προκειμένω θα μπορούσαν να βοηθήσουν εκείνες οι χώρες, οι οποίες δεν διακρίνονται μόνο για τις μεγάλες εξαγωγές τους αλλά, επίσης, για τις εισαγωγές, όπως η Γερμανία.
Δυστυχώς όμως, δεν είναι καθόλου διατεθειμένες να το κάνουν, επιλέγοντας να εισάγουν προϊόντα με βάση τις τιμές και όχι την ποιότητα τους – γεγονός που αποδεικνύεται από τα φρούτα που πωλούνται στη γερμανική αγορά, τα οποία μόνο φρούτα δεν θυμίζουν.
Επομένως, χρειάζονται αυξημένες προσπάθειες από τους Έλληνες εξαγωγείς, οι οποίες θα μπορούσαν να στηριχθούν από τον εγχώριο τουρισμό – γεγονός που σημαίνει ότι, όλα τα ξενοδοχεία, καθώς επίσης τα ελληνικά εστιατόρια θα έπρεπε να πουλούν μόνο ελληνικά επώνυμα προϊόντα, έτσι ώστε οι πελάτες τους να τα αναζητούν, όταν επιστρέφουν στις πατρίδες τους, υποχρεώνοντας έμμεσα τα σούπερ μάρκετ να τα εισάγουν.
Η σπονδυλική στήλη της οικονομίας μας
Περαιτέρω υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι αναρωτιούνται εάν το επιχειρηματικό μοντέλο της χώρας μας, το οποίο στηρίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι πλέον παρωχημένο – με την έννοια πως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ίσως μόνο οι πολύ μεγάλες εταιρείες μπορούν να επιβιώσουν.
Στα πλαίσια αυτά, γνωρίζοντας πως η γερμανική οικονομία στηρίζεται επίσης στις μικρομεσαίες παραγωγικές επιχειρήσεις, διαψεύδονται εκ των πραγμάτων – αρκεί βέβαια οι εταιρείες αυτού του μεγέθους να επικεντρώνονται στα βασικά ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα, τα οποία είναι η ποιότητα, ο νεωτερισμός, η ευελιξία, η καλύτερη εξυπηρέτηση κοκ.
Ειδικότερα, ως μικρομεσαία επιχείρηση στη Γερμανία και στην Αυστρία, θεωρείται εκείνη που εκπληρώνει αφενός μεν ένα ποσοτικό κριτήριο, το οποίο έχει σχέση με τον ετήσιο τζίρο και με το εργατικό προσωπικό της, αφετέρου ένα ποιοτικό που αφορά τη μετοχική της διάσταση. Αναλυτικότερα τα εξής:
(α) Ποσοτικά κριτήρια: Αφορούν τις επιχειρήσεις όλων των κλάδων και των ελευθέρων επαγγελματιών που δεν υπερβαίνουν ένα ορισμένο μέγεθος – όσον αφορά τον ετήσιο τζίρο, τον αριθμό των εργαζομένων, καθώς επίσης το σύνολο του ισολογισμού τους. Σύμφωνα με την Κομισιόν, μικρομεσαίες σε σχέση με τα παραπάνω κριτήρια θεωρούνται όσες επιχειρήσεις απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζομένους (κάτω από 500 κατά το γερμανικό ινστιτούτο IfM), με τζίρο χαμηλότερο των 50 εκ. € ετησίως και με σύνολο ισολογισμού κάτω των 43 εκ. €.
(β)  Ποιοτικά κριτήρια: Εδώ έχουν σημασία η ιδιοκτησία, η διεύθυνση, η νομική ευθύνη, η απόφαση και το ρίσκο, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται από τους ιδιοκτήτες της εταιρίας – οπότε πρόκειται ουσιαστικά για οικογενειακές επιχειρήσεις.
Συνεχίζοντας, ως μικρές επιχειρήσεις στη Γερμανία θεωρούνται αυτές που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζομένους, με τζίρο χαμηλότερο των 10 εκ. € – ενώ ως πολύ μικρές αυτές με λιγότερους από 10 εργαζομένους και με τζίρο κάτω των 2 εκ. €.
Με βάση τα συγκεκριμένα κριτήρια, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη Γερμανία το 2013 κατά την IfMαποτελούσαν το 99,7% του συνόλου – απασχολώντας το 70,6% των εργαζομένων, με τζίρο το 37,5% και με κέρδη το 47,2% του συνολικού της χώρας (πηγή). Ειδικά όσον αφορά το Βερολίνο, το 99% των επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες, το 93,1% απασχολούν λιγότερους από 10 εργαζομένους, το 5,4% από 10 έως 49, ενώ μόλις το 1,2% από 50 έως 250 εργαζομένους.
Συμπερασματικά λοιπόν, η σπονδυλική στήλη της γερμανικής οικονομίας είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς επίσης οι μικρές – οι οποίες στηρίζονται με κάθε είδους τρόπο από την εκάστοτε κυβέρνηση, αφού όλες γνωρίζουν πόσο σημαντικές είναι για τη χώρα, ειδικά όσον αφορά τις θέσεις εργασίας, το νεωτερισμό, την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα κοκ.
Ως εκ τούτου, το ελληνικό επιχειρηματικό μοντέλο δεν είναι παρωχημένο, αλλά έχει απλά εξουθενωθεί και εξουδετερωθεί από τις κυβερνήσεις της χώρας μας – αφού οι επιχειρήσεις είναι αυτές που πληρώνουν κυρίως τους υπέρογκους λογαριασμούς της πολιτικής διαφθοράς, της διαπλοκής, της γραφειοκρατίας, των υπερβολικών φόρων κοκ., ενώ ήταν ανέκαθεν και συνεχίζουν να είναι υπό διωγμό.
Η εξωστρέφεια
Περαιτέρω, όταν οι επιχειρήσεις μίας χώρας δεν μπορούν να παράγουν ανταγωνιστικά στο εσωτερικό της,αναγκάζονται να μεταφέρουν τις παραγωγικές διαδικασίες τους σε άλλα κράτη – επιλέγοντας προφανώς εκείνα που έχουν χαμηλότερο κόστος εργασίας, φθηνότερη ενέργεια, μικρότερους φόρους κοκ. Εάν δεν το κάνουν, τότε είναι σαν να αυτοκτονούν – αφού δεν μπορούν πλέον να επιβιώσουν λόγω του διεθνούς ανταγωνισμό.
Μία από αυτές τις επιχειρήσεις είναι αναμφίβολα η Chipita η οποία, ναι μεν έχει μεταφέρει την έδρα της στην Ελλάδα από την Κύπρο που βρισκόταν ως εταιρεία του ομίλου της MIG έως το 2010, αλλά παράγει κυρίως σε άλλες χώρες – είτε με δικά της εργοστάσια (Ινδία, Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Ρωσία), είτε συνεργαζόμενη με τοπικά (Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, Γκάνα, Μεξικό).
Όπως είναι γνωστό η εταιρεία ιδρύθηκε το 1973, εισήχθη στο ελληνικό χρηματιστήριο το 1994, συγχωνεύθηκε με τη Δέλτα το 2006 (Vivartia) και πωλήθηκε το 2010 σε μία κυπριακή, καθώς επίσης στον ιδρυτή της (Ufib Limited) –όπου τελικά η κυπριακή απορροφήθηκα από την ελληνική το 2014.
Όσον αφορά δε τα βασικά οικονομικά μεγέθη της Chipita AE, με ημερομηνία 30.06.14, το μετοχικό της κεφάλαιο ήταν 136 εκ. €, το σύνολο του ισολογισμού της 327,8 εκ. €, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων 54,6 εκ. €, τα χρέη της 273,2 εκ. € και ο τζίρος της υπολογιζόταν στα 500 εκ. € (πηγή).
Συνεχίζοντας, πρόκειται ασφαλώς για μία μεγάλη εταιρεία, με βάση τα στοιχεία του ισολογισμού της – γεγονός που της επέτρεψε να είναι σε τέτοιο βαθμό εξωστρεφής, παράγοντος το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων της σε άλλες χώρες, στις οποίες ουσιαστικά εξήγαγε θέσεις εργασίας, κεφάλαια, γνώσεις κοκ.
Αντίθετα όμως με αυτού του μεγέθους τις εταιρείες, οι μικρότερες δεν έχουν τη δυνατότητα τέτοιων κινήσεων – ούτε φυσικά την πολυτέλεια της εξοικονόμησης φόρων, μέσω των γνωστών μεθόδων (άρθρο). Ως εκ τούτου, είναι αυτές που πληρώνουν κυρίως το βαρύ τίμημα της πολιτικής ανεπάρκειας, καθώς επίσης της κρίσης, με αποτέλεσμα να κλείνουν συνεχώς – παρά το ότι έχουν ήδη χρεοκοπήσει χιλιάδες στο παρελθόν.
Επίλογος
Εάν η χώρα μας θέλει πραγματικά να ξεφύγει από την κρίση, τότε πρέπει να στηριχθούν με κάθε τρόπο αυτές ακριβώς οι επιχειρήσεις, τουλάχιστον όσες απέμειναν – κάτι που δεν αφορά βέβαια μόνο το κράτος, από το οποίο δεν περιμένουμε σχεδόν τίποτα αλλά, κυρίως, όλους εμάς, με την έννοια της αγοράς, καθώς επίσης της προώθησης αποκλειστικά και μόνο εγχωρίων προϊόντων και υπηρεσιών.
Πόσο μάλλον όταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας συνεχίζει να είναι αρνητικό ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (γράφημα) – γεγονός που σημαίνει ότι, παρά τις προσπάθειες και την εσωτερική υποτίμηση που μας επιβλήθηκε, συνεχίζουμε να παράγουμε χρέος, επί πλέον αυτού του ελλειμματικού προϋπολογισμού μας.

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας σημαίνει με τη σειρά του πως εάν υποχρεωνόμασταν να βγούμε από την Ευρωζώνη, θα έπρεπε να ληφθούν άμεσα μέτρα ανάλογου ύψους (1,8%) – δηλαδή περί τα 3,15 δις €, σε ένα ΑΕΠ περίπου 175 δις €.
Με δεδομένο δε το ότι, η καλυτέρευση του ελλείμματος από το 14,9% στο 1,8% δεν ήταν ορθολογική, αφού οφείλεται κυρίως στη μείωση των εισοδημάτων μας, λόγω της οποίας περιορίσθηκαν οι δυνατότητες αγοράς ξένων προϊόντων και όχι στην αύξηση των εξαγωγών μας, όπως θα έπρεπε, η ανάγκη της στήριξης των εγχωρίων προϊόντων και υπηρεσιών είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Ολοκληρώνοντας, η Ελλάδα ευρίσκεται αναμφίβολα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης – οπότε απαιτείται η συλλογική προσπάθεια όλων μας, για να αποφευχθεί η πλήρης καταστροφή, με τη μετατροπή της σε μίααποτυχημένη χώρα. Εάν δεν το κάνουμε αμέσως, ο καθένας με τα μέσα που διαθέτει, τότε δεν πρόκειται τίποτα να μας σώσει – προφανώς ούτε το εθνικό νόμισμα, ούτε κάποιο άλλο μαγικό ραβδί.
18/4/2016