Φόρος στους φορολογικούς παραδείσους.Ποια πρέπει να είναι η αντίδραση στα έγγραφα του Παναμά



 Φόρος στους φορολογικούς παραδείσους.
Ποια πρέπει να είναι η αντίδραση στα έγγραφα του Παναμά 

Τα έγγραφα του Παναμά, μια κρύπτη 11,5 εκατ. εγγράφων που ανήκουν στο δικηγορικό γραφείο Mossack Fonseca στον Παναμά [6] και διέρρευσαν, έχει εμπλέξει δεκάδες παγκόσμιους ηγέτες και διασημότητες σε υπεράκτια τραπεζική και φοροδιαφυγή. Και όμως, αυτές οι αποκαλύψεις είναι μικρές σε σύγκριση με το πραγματικό μέγεθος του παγκόσμιου οικονομικού εγκλήματος. Ο Παναμάς, στο κάτω-κάτω, είναι μόνο μια από περισσότερες από 90 δικαιοδοσίες οικονομικού απόρρητου σε όλο τον κόσμο σήμερα, σε σύγκριση με μόνο μια δωδεκάδα ή περίπου τόσες στις αρχές του 1970. Όλες μαζί, το 2015, κατείχαν τουλάχιστον από 24 μέχρι 36 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ανώνυμο ιδιωτικό οικονομικό πλούτο, ο περισσότερος εκ του οποίου ανήκει στο κορυφαίο 0,1% των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη.

Αυτά τα «νησιά του θησαυρού» [7] δεν περιορίζονται σε αποπνικτικούς τροπικούς παραδείσους όπως οι Μπαχάμες, η Ανγκουίλα, η Αρούμπα, τα Μπαρμπάντος, το Μπελίζ, οι Βερμούδες, τα BVI (British Virgin Islands), οι Νήσοι Κέιμαν, ο Παναμάς, η Αγία Λουκία, ο Άγιος Χριστόφορος και ο Άγιος Βικέντιος. Περιλαμβάνουν επίσης πολύ παλαιότερους παραδοσιακούς ευρωπαϊκούς παραδείσους, συμπεριλαμβανομένων της Ανδόρας, των νησιών της Μάγχης, της Κύπρου, του Γιβραλτάρ, της Νήσου του Μαν, του Τζέρσεϋ, του Guernsey, του Λιχτενστάιν, της Μάλτας και του Μονακό. Υπάρχουν επίσης πολλά άλλα νεότερα, ακόμα πιο απομακρυσμένα καταφύγια, συμπεριλαμβανομένων και των Νήσων Κουκ, του Μαυρίκιου, των Νήσων Μάρσαλ, του Ναούρου, των Σεϋχέλλων και του Βανουάτου. Για ορισμένους σκοπούς, αρκετές αξιόπιστες δικαιοδοσίες «onshore» απορρήτου -το City του Λονδίνου, η Ελβετία, το Delaware, η Νεβάδα, το Λουξεμβούργο, το Ντουμπάι, η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία και το Χονγκ Κονγκ- έχουν γίνει επίσης σημαντικά μέλη της ομάδας.

Ο βασικός ρόλος των εν λόγω «νησιών του θησαυρού» είναι να νοικιάζουν την κυριαρχία τους σε πλούσιους αλλοδαπούς. Παρέχουν ανωνυμία για οικονομικό και εταιρικό κεφάλαιο, πνευματική ιδιοκτησία, και μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, βοηθώντας να τεθεί ο υπεράκτιος ιδιωτικός πλούτος των αλλοδαπών [8] έξω από την πρόσβαση της φορολογίας, των κανονισμών και της επιβολής του νόμου.

Αλλά εδώ είναι η παγίδα: Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου δεν είναι στην πραγματικότητα επενδεδυμένο στα ίδια τα «νησιά του θησαυρού». Ο λόγος είναι απλός: Τα ίδια τα πράγματα που καθιστούν τα νησιά καλές τοποθεσίες για να κρυφτούν χρήματα, τα καθιστούν επίσης επικίνδυνα μέρη για κάτι τέτοιο. Έχουν γενικά μικρές κεφαλαιαγορές και χαλαρούς δημοσιονομικούς κανονισμούς˙ είναι οι τόποι που οι ρυθμιστικές Αρχές, η αστυνομία και οι δικαστές δεν είναι τόσο αδιαπέραστοι από επιρροές «της πίσω πόρτας» σε σύγκριση με τις Αρχές επιβολής του νόμου στον Πρώτο Κόσμο. Έτσι, οι υπεράκτιοι επενδυτές είναι γενικά απρόθυμοι να εμπιστευθούν μεγάλα ποσά του οικονομικού τους πλούτου σε τέτοιους χώρους. Όπως και οι συνήθεις εγχώριοι επενδυτές, οι φοροφυγάδες [9] θέλουν να είναι σε θέση να βασίζονται σε αξιόπιστα νομικά πλαίσια και σε κράτος δικαίου, όταν πρόκειται για την προστασία των επενδύσεών τους. Επίσης, προτιμούν να επενδύουν σε περιοχές με αγορές που έχουν ρευστότητα, πρόσβαση σε κορυφαίους διαχειριστές επενδύσεων, και οικονομική και πολιτική σταθερότητα.

Τα περισσότερα από αυτά τα οφέλη είναι άμεσα διαθέσιμα μόνο στις πιο προηγμένες αγορές κεφαλαίου στον κόσμο. Και αυτό εξηγεί γιατί ο περισσότερος υπεράκτιος πλούτος καταλήγει να κατευθύνεται μέσω των «νησιών θησαυρού» στους τελικούς παραδείσους -οικονομικά κέντρα του Πρώτου Κόσμου όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, η Ζυρίχη, η Γενεύη, η Φρανκφούρτη, και, σε μικρότερο βαθμό, η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και το Ντουμπάι. Αυτοί είναι οι απόλυτοι παράδεισοι (και όχι το αρχιπέλαγος των υπεράκτιων αγωγών ή των νησιών του θησαυρού) που αποτελούν τον τελικό προορισμό για το μεγαλύτερο μέρος του λεγόμενου υπεράκτιου ιδιωτικού πλούτου.

Επιπλέον, οι αρχιτέκτονες και οι ελεγκτές της κυκλοφορίας του δικτύου που διαμορφώνουν την ανάδυση της παγκόσμιας βιομηχανίας [οικονομικών] καταφυγίων ήταν οι μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες του κόσμου –γιγάντια επώνυμα ιδρύματα, όπως η HSBC, η UBS, η Credit Suisse, η Citigroup, η Bank of America, η RBS, η Barclays, τα Lloyds, η Standard Chartered, η JPMorgan Chase, η Wells Fargo, η Santander, η Credit Agricole, η ING, η Deutsche Bank, η BNP Paribas, η Morgan Stanley και η Goldman Sachs. Από την δεκαετία του 1970, οι τράπεζες αυτές έχουν διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην προσέλκυση πλούσιων επενδυτών και ανώτερων στελεχών ως πελάτες, βοηθώντας τους να μετακινήσουν τον πλούτο τους στο εξωτερικό και να τον επενδύσουν αφορολόγητα υπό την κάλυψη υπεράκτιων αμοιβαίων κεφαλαίων και εταιρειών, παρέχοντας υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, αλλά και βοηθώντας τους να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα πλούτη τους από μακριά.

Το website της νομικής εταιρείας Mossack Fonseca, στις 4 Απριλίου 2016. REINHARD KRAUSE / REUTERS

Οι top 50 βασικοί παίκτες της διεθνούς ιδιωτικής τραπεζικής βιομηχανίας αντιπροσωπεύουν σήμερα τουλάχιστον το ήμισυ του συνόλου των διασυνοριακού ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού πλούτου (τουλάχιστον 12 με 14 τρισεκατομμύρια δολάρια από τα 24 ως 36 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2015). Και οι κορυφαίες δώδεκα τράπεζες από μόνες τους αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ όλων αυτών των υπεράκτιων (offshore) ιδιωτικών τραπεζικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

Η συγκέντρωση όλων αυτών των σκοτεινών χρημάτων σε μια σχετικά μικρή χούφτα κορυφαίων (blue-chip) τραπεζών, hedge funds, ασφαλιστικών εταιρειών και των θυγατρικών τους διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων είναι ειρωνική. Φυσικά, τα ιδρύματα αυτά θα σας πουν ότι αυτό απλώς αντανακλά την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών τους. Αλλά οι πραγματικοί λόγοι είναι ακόμα πιο απλοί. Η απόδειξη είναι ότι πολλοί πλούσιοι υπεράκτιοι επενδυτές αποστρέφονται εκπληκτικά πολύ το ρίσκο όταν πρόκειται για την διαχείριση του υπεράκτιου πλούτου τους, τον οποίο έχουν την τάση να θεωρούν ως ένα κομπόδεμα στο οποίο θα βασιστούν εάν οι βασικές επιχειρήσεις τους χρεοκοπήσουν. Για να είναι προσεκτικοί, ως εκ τούτου, τείνουν να ευνοούν τα μεγαλύτερα, πιο καθιερωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στα οποία συνήθως μπορούν –αλλά όχι πάντα- να υπολογίζουν για να διασφαλίζουν τον πλούτο τους, ακόμη και από μεγάλες αποστάσεις. Με άλλα λόγια, βλέπουν προς τις τράπεζες που είναι πολύ μεγάλες για να αποτύχουν.

Εν ολίγοις, μια χούφτα από τις βασικές πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ από τις οποίες προέρχονται οι περισσότερες από αυτές τις γιγαντιαίες τράπεζες -οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελβετία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο- είναι τελικά οι πραγματικοί παράδεισοι, όταν πρόκειται για το πού καταλήγει η περισσότερη φυγή κεφαλαίων από τις αναπτυσσόμενες χώρες.

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΑΚΤΙΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν δημόσιες εκτιμήσεις της αξίας όλου του υπεράκτιου ιδιωτικού πλούτο που είναι κρυμμένος σε καταφύγια, είναι δυνατόν να εκτιμηθεί έμμεσα. Οι μέθοδοί μας, που περιγράφονται λεπτομερώς σε μια ξεχωριστή έκθεση Δικτύου Φορολογικής Δικαιοσύνης (Tax Justice Network report) [10], προσεγγίζουν το πρόβλημα σαν την εκτίμηση του μεγέθους μιας μαύρης τρύπας με τον τριγωνισμό δεδομένων από άλλες πηγές. Αυτές περιλαμβάνουν στοιχεία από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών για τις διασυνοριακές τραπεζικές καταθέσεις από «μη τράπεζες», εκ των οποίων σχεδόν όλες είναι από εταιρείες-κελύφη, τραστ και άτομα˙ αποκλίσεις στα στοιχεία «πηγών και χρήσεων» για τις ροές ξένων κεφαλαίων που δημοσιεύονται από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και από κεντρικές τράπεζες˙ άμεσες εκτιμήσεις για διασυνοριακά περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση, μη διαχειριζόμενες καταθέσεις και αποθετήρια διαπραγματευόμενων περιουσιακών στοιχείων για τις 50 κορυφαίες διεθνείς ιδιωτικές τράπεζες, που προέρχονται από τις οικονομικές καταστάσεις των ίδιων των εν λόγω τραπεζών και από δελτία Τύπου˙ και στοιχεία σχετικά με συνάλλαγμα μεγάλης αξίας τα οποία [στοιχεία] εκκρεμούν για μεγάλα διεθνή αποθεματικά νομίσματα, που περιλαμβάνουν το δολάριο ΗΠΑ, το ελβετικό φράγκο και το ευρώ.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το παγκόσμιο απόθεμα του μη καταγεγραμμένου ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού καθαρού ενεργητικού –συμπεριλαμβανομένων του συναλλάγματος, των τραπεζικών καταθέσεων, των μετοχών και των ομολόγων, και άλλων εμπορεύσιμων χρεόγραφων- που επενδύεται σε ή μέσω υπεράκτιων παραδείσων ήδη ανήλθε σε 21 με 32 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το τέλος του 2010, περίπου το 10%-15% του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού πλούτου. Και αυτό το «ελλείπον» κεφάλαιο πλούτου συνέχισε να αυξάνεται έκτοτε. Πράγματι, από το 2004 μέχρι το 2015, ακριβώς εν μέσω της οικονομικής κρίσης, αυξήθηκε με ονομαστικό μέσο ετήσιο ρυθμό σχεδόν 16%. Από το 2015, αυτό το «ελλείπον» κεφάλαιο του υπεράκτιου ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού πλούτου άξιζε τουλάχιστον 24 τρισεκατομμύρια με 36 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Επιπλέον, η αξία του μη χρηματοπιστωτικού καθαρού διασυνοριακού πλούτου -ακίνητα, χρυσός και άλλα πολύτιμα μέταλλα, πολύτιμοι λίθοι, τέχνη, σπάνια βιβλία, αυτοκίνητα, θρησκευτικές εικόνες, φωτογραφίες, άλλα συλλεκτικά αντικείμενα, θαλαμηγοί, πλοία, υποβρύχια, ιδιωτικά τζετ, αγροκτήματα, ορυχεία, δάση και κοιτάσματα πετρελαίου- που κατέχονται μέσω ανώνυμων εταιρειών σε [οικονομικά] καταφύγια, καταπιστεύματα, ιδρύματα και ιδιωτικά θησαυροφυλάκια τώρα αξίζουν τουλάχιστον ακόμα 5 έως 10 τρισ. δολάρια.

Από την άποψη της φορολογικής δικαιοσύνης, το βασικό γεγονός για όλον αυτόν τον ελάχιστα δημοσιοποιημένο πλούτο είναι ότι ανήκει σε πολύ λίγους ανθρώπους. Περισσότερο από το 85% - 90% ανήκει σε λιγότερα από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους, μόλις το 0,014% του παγκόσμιου πληθυσμού. Και οι κορυφαίες 100.000 οικογένειες στον πλανήτη, καθεμιά από τις οποίες έχει μια καθαρή αξία τουλάχιστον 30 εκατομμυρίων δολαρίων, κατέχουν τουλάχιστον το ένα τρίτο από αυτό.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟ;

Η τιθάσευση τέτοιων καταχρήσεων θα απαιτήσει πολλές πρωτοβουλίες -όχι μόνο μέτρα όπως η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών και οι ευεργετικές καταγραφές της ιδιοκτησίας, αλλά και την προληπτική, προβλεπτική ρύθμιση των βασικών παικτών στην παγκόσμια βιομηχανία καταφυγίων˙ αυστηρότερες ποινές για τους φοροφυγάδες, τους κλεπτοκράτες και τους διευκολυντές τους˙ υποχρεωτική αποκάλυψη του υπεράκτιου πλούτου για τους δημόσιους λειτουργούς˙ και ισχυρότερη προστασία για τους οικονομικούς πληροφοριοδότες.

Αλλά η εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων θα απαιτήσει χρόνο. Και δεν θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι μόνο με την άσκηση πίεσης για τεχνικές τροποποιήσεις στο υπάρχον συνονθύλευμα του διεθνούς φορολογικού συστήματος που θα μπορούσε να επιτύχει να μεταρρυθμίσει το σύστημα αυτό κάποια ωραία μέρα. Όπως έχουμε υποστηρίξει, τρισεκατομμύρια σε ανώνυμο, σε μεγάλο βαθμό αφορολόγητο και σε πολλές περιπτώσεις σχετιζόμενο με εγκλήματα ιδιωτικό πλούτο, απλά κάθονται εκεί, επενδεδυμένα σε σχετικά χαμηλής απόδοσης υπεράκτιες επενδύσεις. Αν μπορούμε να καταλάβουμε το πώς να επιβάλλουμε έναν μικρό παγκόσμιο φόρο έναντί του, ή τουλάχιστον να ενθαρρύνουμε να επιστρέψει στην επιφάνεια όπου μπορεί να επενδυθεί περισσότερο παραγωγικά, όλος αυτός ο πλούτος θα μπορούσε τουλάχιστον να αρχίσει να συμβάλει ενώ θα περιμένουμε για μια πιο συνολική μεταρρύθμιση.

Η πρότασή μας περιλαμβάνει την επιβολή ενός διακρατικού Φόρου Ανώνυμης Περιουσίας (Anonymous Wealth Tax, AWT) σε ένα μικρό ετήσιο ποσοστό 0,5%. Αν εφαρμοστεί προσεκτικά από μια αποφασισμένη συμμαχία πλούσιων χωρών και βασικών αναπτυσσόμενων χωρών, ακόμη και αυτό το μικρό ποσοστό θα μπορούσε να αποφέρει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο -50 με 60 δισεκατομμύρια δολάρια, το πολύ το 10% του ετήσιου εισοδήματος που κερδίζεται από αυτά τα κρυμμένα σε offshore περιουσιακά στοιχεία- σε απόλυτα αναγκαία άμεσα έσοδα, είτε απευθείας, είτε μέσω της παροχής κινήτρων στον ανώνυμο πλούτο για να επαναπατριστεί, εκεί όπου θα μπορεί να επενδυθεί και να φορολογηθεί από τις τοπικές Αρχές.

Ούτε τα οποιαδήποτε νέα έσοδα που θα προκύπτουν από τον Φόρο Ανώνυμης Περιουσίας (AWT) θα εξαφανίζονται απλά μέσα στον απέραντο ωκεανό των γενικών κρατικών δαπανών. Στο πλαίσιο του σχεδίου μας, που αντικατοπτρίζει την πραγματική παγκόσμια προέλευση του ανώνυμου πλούτου, οποιαδήποτε επιπρόσθετα έσοδα θα είναι αφιερωμένα στις πιο πιεστικές ανάγκες της παγκόσμιας κοινότητας -βοήθεια στις φτωχές χώρες να πληρώσουν για το κόστος της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή˙ ανάκαμψη από φυσικές καταστροφές˙ διαχείριση επιδημιών˙ παροχή καθαρού νερού και ασφαλούς τροφής˙ και ένα τέλος στην συρρίκνωση του προϋπολογισμού εξωτερικής βοήθειας από τον Πρώτο Κόσμο. Ένα νέο διεθνές Ταμείο θα πρέπει να δημιουργηθεί για να διοχετεύσει τα έσοδα από τον AWT σε κρίσιμα έργα και να τα κρατήσει απαλλαγμένα από διαφθορά.

Η εισφορά πλούτου (όχι εισοδήματος) θα εφαρμοστεί σε μια παγκόσμια βάση περιουσιακών στοιχείων από τις εθνικές κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες τα κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές πλούτου έχουν την εταιρική έδρα τους και τις μεγάλες δουλειές τους. Περίπου όπως ένας φόρος προστιθέμενης αξίας ή ένας φόρος στον άνθρακα, θα μπορούσε να επιβληθεί σε αναλογική βάση επί των ίδιων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με βάση τα παγκόσμια μεγέθη των τριμηνιαίων περιουσιακών στοιχείων των υπό διαχείριση πελατών. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τότε θα είναι ελεύθερα να επιμερίζουν αυτές τις επιβαρύνσεις σε μεμονωμένους πελάτες ή στους εξουσιοδοτημένους κατόχους λογαριασμών. Ένα δέλεαρ της εν λόγω εισφοράς έκτακτης ανάγκης, ως εκ τούτου, είναι ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε ακριβώς ποιος είναι ο ιδιοκτήτης τυχόν συγκεκριμένων λογαριασμών ή περιουσιακών στοιχείων, και ότι ο φόρος θα αγγίξει τα 10 με 15 εκατομμύρια ή τους περίπου τόσους επενδυτές υψηλής καθαρής αξίας που κατέχουν όλον αυτόν τον πλούτο και είναι διάσπαρτοι σε όλο τον κόσμο.

Δεδομένου ότι τα περισσότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι μεγάλοι παίκτες στην ιδιωτική τραπεζική ήδη οφείλουν να δημοσιοποιήσουν την αξία των περισσότερων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων τα οποία έχουν υπό διαχείριση, το κόστος αναφοράς τέτοιων συνολικών αξιών περιουσιακών στοιχείων δεν πρέπει να είναι υπερβολικά υψηλό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε σύγκριση με το κόστος της εισπράξεως του φόρου Tobin, ενός φόρου επί κυριολεκτικά δισεκατομμυρίων συναλλαγών στην αγορά κεφαλαίου ή την αγορά συναλλάγματος που προτάθηκε για πρώτη φορά το 1972 από τον βραβευμένο με Νόμπελ οικονομολόγο James Tobin. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να μπορούν να απαλλάσσουν τους κατόχους μικρών λογαριασμών από το αναλογικό ποσοστό τους επί της εν λόγω εισφοράς. Ο AWT δεν θα επιχειρήσει να επιβάλλει φόρο στην αξία του λιγότερο ρευστού offshore πλούτου, ο οποίος εγείρει πιο περίπλοκα ερωτήματα αποτίμησης, και είναι επίσης ήδη συχνά υποκείμενος σε τοπικούς φόρους ιδιοκτησίας.

Με βάση την εμπειρία, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η συμμόρφωση θα είναι ατελής. Πράγματι, υπάρχουν διαβόητες περιπτώσεις όπου κορυφαίες τράπεζες όπως η HSBC, η Credit Suisse και η Wegelin το έχουν πάει εξαιρετικά μακριά για να κινήσουν περιουσιακά στοιχεία εκτός λογαριασμών με την χρήση εργαλείων όπως τα θησαυροφυλάκια, οι συλλογικοί λογαριασμοί τραστ, οι ανεξάρτητοι διαχειριστές, ιδρύματα, και άλλα τεχνάσματα συγκεκριμένα για να αποφύγουν νέες ρυθμίσεις που έχουν σχεδιαστεί για να πιάσουν φοροφυγάδες. Εν αναμονή του σοβαρού κινδύνου θεσμικής μη συμμόρφωσης, μέρος αυτής της πρωτοβουλίας θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν κλάδο ειδικής παρακολούθησης και επιβολής, με επαρκείς πόρους για να διερευνά και να παρακολουθεί τις εκθέσεις των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών και να προτείνει τις κατάλληλες κυρώσεις -συμπεριλαμβανομένου πιθανού χρόνου φυλάκισης για οποιουσδήποτε τραπεζίτες και ανώτερα στελέχη εμπλέκονται.

Διαδηλωτές κρατούν πλακάτ στην διάρκεια μιας διαμαρτυρίας έξω από την Downing Street στο Whitehall, στο κεντρικό Λονδίνο, στις 9 Απριλίου 2016. NEIL HALL / REUTERS 

Παρά τις προκλήσεις, αυτή η συγκεκριμένη παρακράτηση δεν θα πρέπει να είναι πιο δύσκολο να εφαρμοστεί στις μεγάλες τράπεζες, τα λογιστικά και τα δικηγορικά γραφεία από κάθε άλλη υπάρχουσα νομοθεσία και κανονισμό. Πράγματι, από το 2014, στην περίπτωση του πρόσφατα επιβληθέντα νόμου της 2ας Μαρτίου, «US Foreign Account Tax Compliance Act (2010)» (Νόμος των ΗΠΑ για την Φορολογική Συμμόρφωση των Λογαριασμών Εξωτερικού), περισσότερα από 100.000 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καταπιστεύματα και εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ υποχρεούνται να καταγραφούν, προκειμένου να αναφέρουν οποιαδήποτε ξένα περιουσιακά στοιχεία πολιτών των ΗΠΑ, καθώς και οποιοδήποτε εισόδημα καταβλήθηκε στο εξωτερικό σε αυτούς ή σε εταιρείες που ελέγχουν, και δυνητικά να παρακρατήσουν έως και 30% των πληρωμών αυτών. Οι απαιτήσεις ενός φόρου AWT είναι πολύ λιγότερο επαχθείς.

Οι εθνικές Αρχές μπορούν να αποφασίσουν να επιτρέψουν σε συγκεκριμένους φορολογούμενους να διεκδικήσουν ένα μέρος των παρακρατηθέντων επιβαρύνσεων που εισπράττονται στο πλαίσιο του παρόντος προγράμματος, εάν δείξουν ότι έχουν καταβάλλει όλους τους εγχώριους φόρους που οφείλονται στις χώρες καταγωγής τους. Αυτό θα περιορίσει αποτελεσματικά τον φόρο αυτόν σε έναν «φόρο επί της ανωνυμίας», κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει να εξισωθεί η διαφορά μεταξύ της offshore και της onshore φορολογίας.

Φυσικά, για να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο, θα πρέπει να έχουμε ένα πρωτοφανές επίπεδο πολυμερούς συνεργασίας. Μέχρι στιγμής, τα περισσότερα άλλα αντίστοιχα πολυμερή συστήματα φορολόγησης, όπως ο φόρος Τόμπιν, έχει αποδειχθεί ότι είναι δύσκολο να κερδίσουν υποστήριξη. Η διαφορά τώρα μπορεί να είναι, όχι μόνο πως καταλαβαίνουμε όλο και περισσότερο ότι όλος αυτός ο εγκληματικός πλούτος διαφεύγει της φορολογίας, αλλά ότι κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες, ο κόσμος θα γίνει όλο και πιο απελπισμένος για παγκόσμια φορολογικά έσοδα για να αντιμετωπίσει επείγοντα προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή.

Επιπλέον, μια ενιαία παγκόσμια εισφορά επί του offshore πλούτου, εφόσον υιοθετηθεί και εφαρμοστεί ευρέως, δεν θα βάλει σε μειονεκτική θέση κανένα συγκεκριμένο κέντρο offshore. Έτσι, οι αμερικανικές, οι βρετανικές και ακόμη και οι ελβετικές τράπεζες θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ανταγωνίζονται αποτελεσματικά για τα κεφάλαια των πλούσιων αλλοδαπών.

Όσον αφορά την απόκτηση της υποστήριξης των άλλων φορολογικών παραδείσων, ο βασικός στόχος δεν είναι οι ίδιες οι μεμονωμένες δικαιοδοσίες, αλλά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα λογιστικά και τα δικηγορικά γραφεία που βρίσκονται πίσω τους. Αν συσσωρευθεί ισχυρή ηγεσία στις βασικές πρωτεύουσες του κόσμου, αυτοί οι αγωγοί των [offshore] δικαιοδοσιών θα μπουν στην θέση τους.

Στο τέλος, όμως, καμία εισφορά δεν είναι αλάνθαστη. Η σωστή ερώτηση δεν είναι «Είναι αυτό πολύπλοκο και δύσκολο;». Ούτε «Είναι αυτή μια τέλεια φορολογία;». Η σωστή ερώτηση είναι του οικονομολόγου: «Σε σύγκριση με τι;». Από αυτή την οπτική γωνία, σε σύγκριση με άλλες εναλλακτικές λύσεις για την φορολόγηση της ελίτ του κόσμου, ετούτη εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι αυτός ο πλούτος δεν είναι ευρέως διαδεδομένος σε όλον τον πλανήτη, αλλά συγκεντρώνεται σε μια συγκριτικά μικρή ομάδα κορυφαίων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Οι υπεράκτιες ελίτ του κόσμου θα διασπαρθούν στα πέρατα της γης ως αντίδραση σε έναν τέτοιο μικρό φόρο περιουσίας; [11] Τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο -τα οποία έχουν ήδη επωφεληθεί τόσο πολύ από τις κυβερνητικές ρυθμίσεις, τις διασώσεις, τα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, και τις επιδοτήσεις, και που επίσης τυχαίνει να είναι μεγάλοι επενδυτές σε έργα και σε ασφαλιστικές εταιρείες που κινδυνεύουν να ζημιωθούν από την κλιματική αλλαγή- θα τους βοηθήσουν να το κάνουν; Ίσως να το δοκιμάσουν. Αλλά σε κάποιο σημείο νομίζω ότι είναι πιο πιθανό να πουν, «Έι, μιλάμε για 100 δισ. δολάρια το χρόνο από 24 με 36 τρισεκατομμύρια δολάρια εδώ. Αυτό είναι μόλις 0,5% το χρόνο. Αν δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς να ενισχύσουμε τις αποδόσεις των επενδύσεών μας κατά 0,5% σε αυτό τον υπέροχο μεγάλο κόσμο, δεν θα πρέπει να είμαστε διαχειριστές επενδύσεων».

Κάτι τέτοιο μου ακούγεται δίκαιο.

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: 
Σύνδεσμοι: