Τα 5 βασικά μέτρα για την καταπολέμηση της αδυναμίας πληρωμών και η λύση της χρεοκοπίας
Όταν μία χώρα υπερχρεωθεί, έχει στη διάθεση της πέντε βασικά μέτρα για να επιβιώσει. Το πρώτο είναι τα συναλλαγματικά της αποθέματα, καθώς επίσης όλα εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία που έχει συγκεντρώσει σε καλές εποχές – όπως είναι οι αποταμιεύσεις για τα νοικοκυριά, οι οποίες τα βοηθούν έως ότου καλυτερεύσουν ξανά οι συνθήκες. Δυστυχώς όμως, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προετοιμάσθηκαν ποτέ για ένα τέτοιο ενδεχόμενο – οπότε όλα τα ταμεία της χώρας είναι άδεια.
Το δεύτερο είναι η δανειοδότηση της είτε από το εσωτερικό, με την έκδοση εθνικών ομολόγων, είτε από το εξωτερικό – έτσι ώστε να εξυπηρετήσει βραχυπρόθεσμα τις υποχρεώσεις της, για να εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο για τη λήψη μέτρων που θα καλυτερεύσουν τα οικονομικά της. Εν τούτοις, οι κυβερνήσεις της Ελλάδας δεν είχαν ποτέ την απαιτούμενη αξιοπιστία – ενώ έκαψαν ανεύθυνα το χαρτί του εσωτερικού δανεισμού, του εξωτερικού επίσης, όταν κούρεψαν τα κρατικά ομόλογα με τη διαδικασία του PSI.
Το τρίτο είναι η άμεση λήψη μέτρων, όλων μαζί το πρώτο χρονικό διάστημα, όπως είναι η μείωση των δαπανών ή/και η αύξηση των φόρων – κάτι που επίσης δεν κατάφεραν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, καθυστερώντας λόγω της εξάρτησης τους από το πελατειακό κράτος. Έτσι πέρασαν ανεκμετάλλευτα τα τρία πρώτα χρόνια, εντός των οποίων είτε αντιμετωπίζεται με επιτυχία το πρόβλημα μίας χώρας, είτε δεν υπάρχει πλέον καμία προοπτική επίλυσης του. Σε όσους θεωρούν πως η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει καμία ευθύνη, υπενθυμίζουμε πως ο βασικός κορμός των στελεχών της, καθώς επίσης οι ψηφοφόροι της, προέρχονται από το κόμμα που οδήγησε την πατρίδα μας στο γκρεμό το 2010 – παρά το ότι η ηγεσία του είναι διαφορετική.
Το τέταρτο είναι η υιοθέτηση στρατηγικών, μέσω των οποίων αυξάνεται ο ρυθμός ανάπτυξης – έτσι ώστε να ακολουθήσουν ανοδική πορεία τα έσοδα του κράτους, χωρίς να αυξηθούν οι φόροι που συνήθως μειώνουν το ΑΕΠ, οπότε να εξυπηρετηθούν τα ληξιπρόθεσμα χρέη. Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές, επειδή απαιτείται πολύ χρόνος για να αποδώσουν – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως δεν πρέπει να δρομολογούνται, αφού μία χώρα δεν οφείλει να έχει μόνο βραχυπρόθεσμους ή μεσοπρόθεσμους στόχους αλλά, επίσης, μακροπρόθεσμους.
Εάν τώρα δεν συμβεί τίποτα από όλα αυτά, υπάρχει μία ακόμη επιλογή – η πέμπτη και τελευταία. Σύμφωνα με αυτήν, υποτιμάται σε μεγάλο βαθμό το νόμισμα της χώρας, με αποτέλεσμα να μειώνονται έμμεσα οι πραγματικές δαπάνες του δημοσίου (αφαιρουμένου του πληθωρισμού), όπως οι μισθοί και οι συντάξεις, καθώς επίσης να αυξάνονται οι εξαγωγές, οπότε τα έσοδα του κράτους.
Στην περίπτωση όμως που σε ένα κράτος δεν υιοθετηθεί, καθυστερήσει υπερβολικά ή δεν αποδώσει κανένα από τα παραπάνω μέτρα, πόσο μάλλον εάν εφαρμοσθούν λανθασμένα όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας και των μνημονίων (ανάλυση), τότε η μοναδική λύση που του απομένει είναι η επίσημη δήλωση στάσης πληρωμών από την κυβέρνηση του, με στόχο τη διαγραφή μέρους του χρέους – αφού διαφορετικά η πολιτική λιτότητας που συνήθως απαιτούν οι δανειστές του στραγγαλίζει τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας του, ενώ οδηγεί στη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας του, σε εξευτελιστικές τιμές που δεν του επιτρέπουν πλέον καμία ελπίδα για το μέλλον.
Εάν τώρα η κυβέρνηση του αθεράπευτα υπερχρεωμένου κράτους παγιδευτεί σε μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές του, κατά τη διάρκεια των οποίων όλοι προσποιούνται πως τα πάντα λειτουργούν σωστά, ελπίζοντας σε μία μαγική λύση, η οποία ασφαλώς δεν είναι πλέον η επομήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των χρεών, τότε επιδεινώνονται όχι μόνο οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές του αλλά, επίσης, οι μακροπρόθεσμες – αφού χρεοκοπούν οι εναπομείναντες επιχειρήσεις και ο τραπεζικός του τομέας, ενώ δεν εισρέουν νέα κεφάλαια για τη διενέργεια επενδύσεων.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται δυστυχώς σήμερα η Ελλάδα, επειδή η κυβέρνηση δεν έχει το θάρρος να κάνει αυτό που πρέπει – ενώ η αντιπολίτευση είτε διακατέχεται από ψευδαισθήσεις, είτε περιμένει απλά να πάρει την οδυνηρή πρωτοβουλία της χρεοκοπίας ο πρωθυπουργός, έτσι ώστε να καεί μία για πάντα.