Η τουρκική διείσδυση στην υποσαχάρια Αφρική
Στις 16 Δεκεμβρίου 2015, δια στόματος του Τούρκου πρέσβη στο Κατάρ, Αχμέτ Ντεμιρόκ, η Τουρκία ανακοίνωσε την κατασκευή μεγάλης στρατιωτικής βάσης στο εμιράτο, που (σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας, Ισμέτ Γιλμάζ) υπολογίζεται πως θα είναι έτοιμη στα μέσα του 2018. Η βάση, η οποία θα αποτελέσει την πρώτη τουρκική στρατιωτική εγκατάσταση στη Μέση Ανατολή, θα φιλοξενεί περίπου 3.000 στρατιωτικούς (μεταξύ αυτών εκπαιδευτές και άνδρες των ειδικών δυνάμεων) και δεν θα περιορίζεται μόνο σε δυνάμεις εδάφους αλλά θα περιλαμβάνει, τόσο αεροπορικές (περί τα οκτώ μαχητικά αεροσκάφη F-16C/D), όσο και ναυτικές μονάδες (μια φρεγάτα, μια πυραυλάκατο καθώς και περιπολικά σκάφη).
Σχεδόν ένα μήνα αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου 2016, ανακοινώθηκε η κατασκευή τουρκικής βάσης και στη Σομαλία, που θα αποσκοπεί στην εκπαίδευση του Σομαλικού Στρατού (ο οποίος μάχεται κατά της ισλαμιστικής οργάνωσης Αλ Σαμπάμπ), ενώ σχεδιάζεται και η ίδρυση Στρατιωτικής Ακαδημίας για την εκπαίδευση των αξιωματικών του Στρατού της Αφρικανικής χώρας. Η βάση θα κατασκευαστεί στο Μογκαντίσου και σε αυτή θα εκπαιδευτούν πάνω από 1500 Σομαλοί στρατιώτες από 200 Τούρκους εκπαιδευτές. Μολοντούτο, σύμφωνα με δηλώσεις αξιωματούχων του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, τουρκική επιδίωξη είναι αυτό το στρατιωτικό κέντρο να παράσχει εκπαίδευση σε όλες τις Αφρικανικές χώρες.
Δεδομένου πως οι κοινές επιδιώξεις της Τουρκίας και του Κατάρ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι γνωστές (όπως γνωστοί είναι και οι βαθύτατοι ιστορικοί δεσμοί τους -εδραιωμένοι στα τέλη του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο της τότε Αγγλο-Οθωμανικής αντιπαλότητας- οι οποίοι συσφίχθηκαν ιδιαίτερα μετά το 2002, με την άνοδο του AKP στην εξουσία) θα εστιάσουμε την προσοχή μας στη σχέση Τουρκίας-Σομαλίας, ώστε να εξετάσουμε τις απώτερες επιδιώξεις της Τουρκίας στο στρατηγικό κέρας της Αφρικής.
Ας ξεκινήσουμε από τα προφανή: Μια ματιά στο παραπάνω πληροφοριακό γράφημα καταδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο πως ο τουρκικός σχεδιασμός κατάκτησης της Αφρικής ανήκει στον Ερντογάν. Προηγουμένως, έπρεπε να αντιστρέψει την αρνητική αντίληψη που είχε η τουρκική κοινωνία για την υποσαχάρια Αφρική.
Η Βόρεια Αφρική είναι οικεία στην τουρκική κοινωνία για δύο λόγους: πρώτον, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί των βορειοαφρικανικών κρατών και οι στενοί ιστορικοί τους δεσμοί με τους Οθωμανούς εμπέδωσαν την αντίληψη πως η Βόρεια Αφρική αποτελεί μέρος της τουρκικής περιφέρειας. Η ανάπτυξη πολιτικών και οικονομικών σχέσεων μαζί της δεν τέθηκε ποτέ υπό αμφισβήτηση˙ τουναντίον, θεωρήθηκε ως απαραίτητο κομμάτι της επέκτασης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Δεύτερον, η Βόρεια Αφρική θεωρείται μέρος της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, περιοχή με την οποία η τουρκική κοινωνία νιώθει κοντά.
Η υποσαχάρια Αφρική, όμως, είναι άλλη περίπτωση: αποτελεί γεωγραφική περιοχή που ανέκαθεν θεωρούνταν πολύ μακρινή, γεμάτη προβλήματα, πείνα, αρρώστιες και εμφύλιους πολέμους. Πρωταρχικός στόχος του Ερντογάν, να υπερκεράσει την παραπάνω αντίληψη και να δημιουργήσει μια νέα και ενωμένη εικόνα της Αφρικής στην τουρκική κοινωνία. Παρά τις αρχικά έντονες αντιδράσεις διακεκριμένων αρθρογράφων αλλά και πρώην διπλωματών, τελικά τα κατάφερε.
Όμως, πού αποσκοπεί;
Στο (γειτονικό στη Σομαλία) μικροσκοπικό Τζιμπουτί -αδιαφιλονίκητο κέντρο Διοικητικής Μέριμνας των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων της περιοχής στον αγώνα για την καταπολέμηση του ισλαμικού εξτρεμισμού και της σομαλικής πειρατείας- συνωστίζονται 4.200 αμερικανοί στρατιωτικοί (εκ των οποίων 300 των ειδικών δυνάμεων, ενώ σταθμεύουν 20 αεροσκάφη F-15 καθώς και drones), 1.900 γάλλοι και 7 αεροσκάφη Mirage 2000, 600 μέλη της Ναυτικής Δύναμης Αυτοάμυνας της Ιαπωνίας, 300 Ιταλοί στρατιώτες, ενώ αναμένονται τόσο Κινέζοι, όσο και Σαουδάραβες, προς εξασφάλιση του ναυτιλιακού στενού του Μπαμπ ελ Μαντάμπ, που αποτελεί βασικό κόμβο για τον Κόλπο του Άντεν και το κανάλι του Σουέζ. Η παραπάνω εμπορική διαδρομή είναι ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια οικονομία, καθώς 25.000 πλοία και το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών περνά μέσα από αυτή σε ετήσια βάση. Επιπρόσθετα, διαμέσου του Μπαμπ ελ Μαντάμπ, διακινούνται 3,8 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως.
Η Τουρκία δεν ασχολήθηκε καθόλου με το Τζιμπουτί. Ακολουθώντας τον «ανεξάρτητο» και μοναχικό δρόμο που επιτάσσει ο νεοοθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός του Ερντογάν, πήρε το ρίσκο να επενδύσει στην ασταθή και χαοτική Σομαλία. Αν επισκεφθεί κάποιος το Μογκαντίσου θα αντικρίσει περισσότερες τουρκικές παρά σομαλικές σημαίες, ενώ θα διαπιστώσει πως πολλά από τα αγόρια ακούν στο όνομα Ερντογάν και τα κορίτσια στο Ιστανμπούλ. Αυτό δεν το κατάφεραν μόνο τα χρήματα και τα έργα˙ οι Σομαλοί θυμούνται ακόμη τον Τούρκο Πρόεδρο, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Μογκαντίσου, το 2011, να περπατάει δίχως αλεξίσφαιρο στους δρόμους του και να παίρνει αγκαλιά το πρώτο βρώμικο και πεινασμένο παιδί που βρήκε στο διάβα του, πετυχαίνοντας το μαλακό συναισθηματικό τους υπογάστριο. Μια λερωμένη αγκαλιά και μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, βέβαια, δεν φτάνουν για να βγει αυτό το τουρκικό ρίσκο: όχι όσο λυμαίνεται τη χώρα η ισλαμιστική εξτρεμιστική οργάνωση Αλ Σαμπάμπ. Εκεί ακριβώς στοχεύει η τουρκική βάση στρατιωτικής εκπαίδευσης. Αν οι Τούρκοι καταφέρουν να καθαρίσουν τη χώρα από την τρομοκρατία και να την καταστήσουν σταθερή, τότε τα γεωστρατηγικά τους οφέλη θα είναι πολλαπλά και ο ρόλος τους στον νέο παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων αναβαθμισμένος, συμπεριλαμβανομένης και μιας νέας σχέσης με τις ΗΠΑ˙ οι αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, άλλωστε, στοχεύουν από 30ετιας στο πολλά υποσχόμενο, σε αποθέματα πετρελαίου, υπέδαφος της Σομαλίας όταν η χώρα ειρηνεύσει (βλέπε την στενότατη σχέση της Conoco με την Αμερικανική εμπλοκή στη Σομαλία, το 1993).
Αυτό δεν σημαίνει πως θα παραδώσουν τη Σομαλία στο πιάτο – ξένοι διπλωμάτες στη Σομαλία αναφέρουν πως οι Τούρκοι δεν συνεννοούνται και δεν συνεργάζονται με κανέναν ξένο στο Μογκαντίσου, φέρονται λες και αποτελεί το τσιφλίκι τους. Η νεοοθωμανική Τουρκία του Ερντογάν δεν θα παραιτηθεί του δικαιώματός της να διατηρήσει αυξημένη στρατιωτική παρουσία σε μια περιοχή όπου διεκδικούν πρόσβαση τόσο οι παγκόσμιες όσο και οι περιφερειακές δυνάμεις. Από την τελετή καθέλκυσης της F-511 Heybeliada τον Σεπτέμβρη του 2008, μέχρι την πρόσφατη ομιλία του, στις 30 Απριλίου του 2016, στα Ναυπηγεία SEDEF Gemi Isaati AS στην Τούζλα με την ευκαιρία της έναρξης κατασκευής του πρώτου τουρκικού ελικοπτεροφόρου, ο Ερντογάν διαδηλώνει συνεχώς πως η Τουρκία οφείλει να κάνει την παρουσία της πιο έντονη στο διεθνές περιβάλλον, πως πρέπει να γίνει πιο ορατή στη διεθνή αρένα και πως θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά της επί των φυσικών πόρων στις θάλασσες, τα οποία ξεκινούν από τη Διώρυγα του Σουέζ και απλώνονται μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό. Ο Ινδικός Ωκεανός αποτελεί για τον Ερντογάν ιδέα: η κεντρικότητα του Ισλάμ συνδυασμένη με την παγκόσμια ενεργειακή πολιτική.
Παράλληλα, υπάρχει και το τουρκικό οικονομικό άνοιγμα στην Αφρικανική ήπειρο: από τα $5.47 δις όγκου εμπορικών συναλλαγών το 2003, το 2014 έφτασε τα $23.4 δις. Οι τουρκικές εξαγωγές από $2.13 δις ανήλθαν σε $13.7, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν από $3.34 σε $9.6 εκατ. Στα τέλη του 2014 οι άμεσες επενδύσεις στην περιοχή ξεπέρασαν τα $6 δις, ενώ η τουρκική αναπτυξιακή βοήθεια στις αφρικανικές χώρες ανήλθε στα $772 εκατ. το 2012, στα $783 εκατ. το 2013 και στα $383.3 εκατ. το 2014.
Τα νούμερα δείχνουν εντυπωσιακά, μολαταύτα πρέπει να συνυπολογίσουμε πως αυτός ο όγκος εμπορικών συναλλαγών μοιράζεται σε 49 αφρικανικές χώρες. Επιπλέον, το τουρκικό οικονομικό άνοιγμα φαίνεται να στενεύει καθώς το 2015 οι συναλλαγές συρρικνώθηκαν κατά $6 δις, πέφτοντας στα $17.5 δις. Οι οιωνοί δεν μοιάζουν καλοί: η αφρικανική αγορά βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, οι άνθρωποί της είναι φτωχοί, με ελάχιστη αγοραστική ικανότητα. Και, σαν μην έφταναν όλα αυτά, η Κίνα καταφθάνει πάση δυνάμει, να κατακλύσει την ήπειρο με τα ακαταμάχητα φθηνά αγαθά της.
12 Μαΐου 2016
ΠΗΓΗ