Σωτήρης Σόρογκας
Θαλάσσια Ξύλα 2010-2016:
Μια ιδιαίτερη τοπιογραφία της Ελλάδας μέσα από τους πίνακες του Σωτήρη Σόρογκα
Η νέα πάμφωτη δουλειά του διακεκριμένου ζωγράφου Σωτήρη Σόρογκα θα παρουσιαστεί στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη την Τετάρτη, 25 Μαΐου και ώρα 20.00, με τίτλο «Σωτήρης Σόρογκας. Θαλάσσια Ξύλα 2010-2016». Τριάντα και πλέον πίνακες, μνημειακών διαστάσεων, κάρβουνο και ακριλικό σε μουσαμά, αποκαλύπτουν τη δύναμη και τη συνοχή του οραματικού του κόσμου φανερώνοντας την ιδιότυπη τοπιογραφία της δικής του Ελλάδας.
Ο Σόρογκας χαρακτηριστικά γράφει στον ομότιτλο κατάλογο της έκθεσης:
«Η ιστορία κάθε τόπου στην Ελλάδα συνυφαίνεται τις περισσότερες φορές τόσο με έναν αρχαίο μύθο που τον περιβάλλει, όσο και με την ύπαρξη ενός μυστηριώδους στις νοηματοδοτήσεις του απαστράπτοντος φωτός, που τον προσδιορίζει. Τελικά, όπως άλλωστε έχει αναφερθεί, αυτή η θεοφόρος συνάφεια φωτός, μύθου, ιστορίας και τόπου συγκροτεί τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά όλων των εκφάνσεων της ελληνικής τέχνης από τον Όμηρο και την Αρχαία Τραγωδία μέχρι σήμερα. Ο Σεφέρης με έναν λόγο σχεδόν μεταφυσικό γράφει: «Υπάρχει ένα δράμα του αίματος πολύ πιο βαθύ, πολύ πιο οργανικό (σώμα και ψυχή) που ίσως αρχίζει να βλέπει όποιος νιώθει ότι πίσω από το γκρίζο και το χρυσό υφάδι του αττικού καλοκαιριού υπάρχει ένα τρομαχτικό μαύρο πως όλοι μας είμαστε παιχνίδια αυτού του μαύρου». Και αλλού: «Αβάστακτη, οδυνηρή σιωπή», «Η μαύρη και αγγελική αττική μέρα».
Ενώ, ο επιμελητής της έκθεσης και διευθυντής του εικαστικού προγράμματος του Ιδρύματος Β & Μ Θεοχαράκη, Τάκης Μαυρωτάς, τονίζει μεταξύ των άλλων:
«Ο Σόρογκας είναι ένας σημαντικός εκφραστής της σύγχρονης τέχνης και της ελληνικής ιδιαιτερότητας, που με το πολύτροπο έργο του τις διασώζει, τις αναδεικνύει και τις προεκτείνει. Η τέχνη του έχει πάντα νοηματικό και συναισθηματικό υπόβαθρο αποκαλύπτοντας τη νηφαλιότητα και τον φιλοσοφικό του στοχασμό. Ο ζωγράφος πλούσιος σε κατακτημένες εικαστικές εμπειρίες, δουλεύει με αισθήσεις και εικόνες μνήμης, παρεμβάσεις, μεταμορφώσεις ή αφαιρέσεις, αρνούμενος πεισματικά την υποταγή του στην αντιγραφή της πραγματικότητας. Στο έργο του αποφεύγει κάθε είδους επιτήδευση, δίνοντας έμφαση στην απλότητα, την ισορροπία, το οξύ σχέδιο και την αρμονία. Η χειρονομία της κάθε του πινελιάς είναι λεπτή και αντισυμβατική με αναγνωρίσιμο το προσωπικό του ύφος. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η λειτουργία της ζωγραφικής ως αδιαίρετου όλου, οδηγώντας μας στην αισθητική του θεώρηση, στη δική του απόλυτη ομορφιά, στην προσωπική του μορφική σύλληψη. Τα έργα του έχουν ρυθμό, αρμονία, συνθετική ισορροπία, δύναμη και εκφραστική ελευθερία. Όπως τα Καΐκια του, της τελευταίας του δουλειάς, τα οποία ακινητοποιημένα πάνω στη γη και άλλοτε σε μια ακαθόριστη λευκή επιφάνεια, δίνουν την εντύπωση πλεύσης αποκαλύπτοντας την επιθυμία του δικού του νόστου, του δικού του ατέλειωτου ταξιδιού. Οι βάρκες και τα καΐκια του κουβαλούν το όνειρο και την ψυχή των λαών της Μεσογείου...».
Ο Σωτήρης Σόρογκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Σπούδασε με κρατική υποτροφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε το 1961. Το 1972 έλαβε ετήσια προσωπική χορηγία του Ιδρύματος Φόρντ. Έχει πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και σε διεθνείς εκδηλώσεις οργανωμένες από το Υπουργείο Πολιτισμού, την Εθνική Πινακοθήκη, την Πινακοθήκη Πιερίδη και ιδιωτικές αίθουσες τέχνης (Τόκιο, Βρυξέλλες, Δουβλίνο, Σάο Πάολο, Νέα Υόρκη, Παρίσι, Ρώμη, Βασιλεία κ.ά.). Δίδαξε σχέδιο και χρώμα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ. Πολυτεχνείου από το 1964 έως το 2003. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής του Ε.Μ.Π. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, στο Μουσείο Βορρέ, στο Τελλόγλειο Μουσείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Γουλανδρή στην Άνδρο, στα Υπουργεία Πολιτισμού και Εξωτερικών, σε Δήμους, Κοινότητες, Τράπεζες, Οργανισμούς και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 2004 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο της καλλιτεχνικής του προσφοράς.
Την έκθεση συνοδεύει πολυσέλιδος ομότιτλος κατάλογος, με όλα τα εκτιθέμενα έργα, και κείμενα των Κικής Δημουλά, Ιουλίτας Ηλιοπούλου, Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα, Τάκη Μαυρωτά και Τατιάνα Σπινάρη.
Επιμέλεια Έκθεσης: Τάκης Μαυρωτάς
Διάρκεια έκθεσης: 25 Μαΐου – 25 Σεπτεμβρίου 2016
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή: 10:00-18:00
17/05/2016
http://www.huffingtonpost.gr/2016/05/17/thalassa-culture-thalassia-ksyla-2010-2016-ekthesi-sotiri-sorogka_n_9993256.html?utm_hp_ref=greece
Μνήμη και τέχνη στη ζωγραφική
Τη ζωγραφική τέχνη του Σωτήρη Σόρογκα την έχουν τιμήσει έγκυροι κριτικοί με αναλύσεις που άγγιξαν το στοχαστικό της βάθος. Ανατρέχοντας σ' αυτές τις κριτικές, αναρωτιέσαι ποια αθέατη πλευρά του έργου του μπορεί ακόμη να εξερευνήσει ένα άλλο βλέμμα. Σχεδόν αποθαρρύνεσαι. Δεν σου απομένει άλλη επιλογή από το να ξαναζήσεις τη συνάντηση με το έργο, ριψοκινδυνεύοντας μια επανάληψη ή μια κοινοτοπία.
Η ζωγραφική του Σωτήρη Σόρογκα ανθεί μέσα στο κλίμα που δημιούργησαν στη δεκαετία του '70 δύο συγκλίνοντα ρεύματα: η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το σχέδιο και το μινιμαλιστικό κίνημα, που αναπτύσσεται ως αντίδραση προς τις ασωτίες και τις υπερβολές της ποπ-αρτ. Το σχέδιο από την ίδια του τη φύση τείνει προς τη λιτότητα και τη μονοχρωμία. Ο μινιμαλισμός (η τέχνη του ελάχιστου) το ευνοεί και το κατευθύνει προς θεματικές εμμονές, αποκλείοντας τη διασπορά και την ποικιλία.
Ο Σόρογκας βρίσκει μέσα σ' αυτό το ιστορικό κλίμα το άλλοθι των δικών του εξερευνήσεων ή καλύτερα, για να ακριβολογούμε, των δικών του καταδύσεων. Γιατί οι εικόνες που μας προτείνει ο ζωγράφος είναι πολύ περισσότερο εσωτερικές. Αντικατοπτρισμοί μιας πραγματικότητας που την ψηλαφεί ένα στοχαστικό βλέμμα και τη μετουσιώνει σε καθαρό πνεύμα.
Μιλήσαμε πιο πάνω για θεματικές εμμονές. Πράγματι, ο Σωτήρης Σόρογκας από την αρχή της δημιουργίας του εστιάζει την προσοχή του σε ελάχιστα μοτίβα που επανέρχονται με παραλλαγές σε σειρές από έργα: πέτρες, μάρμαρα, ξερολιθιές, παλιά αποσαθρωμένα ξύλα, που κάποτε στήριξαν στέγες, γκρεμισμένες τώρα, παλιά σκουριασμένα σιδερικά από άχρηστα πια εργαλεία και μηχανές, γυναικείες μορφές από παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες.
Ποιο μυστικό νήμα διαπλέκει αθέατους δεσμούς ανάμεσα σ' αυτά τα μοτίβα; Ολα τα θέματα, κάθε μορφή ύλης πέτρα, ξύλο, σίδερο , φέρουν έκτυπα τ' αχνάρια του ανθρώπινου μόχθου, που κάποτε τα σύνταξε για να υπηρετήσουν τους σκοπούς της ζωής: ένας φράχτης, μια ξερολιθιά, ένας τοίχος, ένα δοκάρι, μια στέγη, ένα αλέτρι, μια μηχανή, μια φωτογραφία που κράτησε αμάραντη τη νιότη μιας όμορφης κόρης. Και ύστερα ήρθε ο χρόνος, ο πανδαμάτωρ, ο αμείλικτος. Γκρέμισε τοίχους και ξερολιθιές, άνοιξε μαύρα απειλητικά ρήγματα, έριξε κάτω στέγες και δοκάρια, ροκάνισε τα σίδερα με τη σκουριά, κιτρίνισε τις παλιές φωτογραφίες.
Ο χρόνος, «γλύπτης των ανθρώπων παράφορος», όπως τον είδε ο Ελύτης, είναι ο πρωταγωνιστής σ' αυτή τη ζωγραφική. Ο χρόνος και ο τελεσίδικος σκοπός του: η φθορά, ο θάνατος. Η σιωπή είναι το οικείο κλίμα της παρακμής, το οικείο κλίμα της ζωγραφικής του Σόρογκα. Μια σιωπή που λειτουργεί ως αναγκαία συνθήκη για τη βίωση της εικόνας από τον θεατή. Μια σιωπή που μας αιχμαλωτίζει με πανουργία στη δίνη της, στην ανήκουστη ηχώ της, οδηγώντας μας μπροστά στο αίνιγμα της ίδιας μας της ύπαρξης.
Ποιο είναι το αντίδοτο στον χρόνο, στη φθορά, στον θάνατο; Η μνήμη και η τέχνη, η τέχνη ως κιβωτός της μνήμης. Η ζωγραφική του Σόρογκα αντιτάσσει στη φθορά, στον θάνατο, αυτό το διπλό και δοκιμασμένο ξόρκι.
Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μήνυμα που ψιθυρίζει χαμηλόφωνα η τέχνη του Σόρογκα. Ανάλογοι είναι και οι πλαστικοί κώδικες που το υποβάλλουν. Ο ζωγράφος κατάφερε να δημιουργήσει ένα είδος ζωγραφικού σχεδίου, μια σχεδόν αχειροποίητη ασκητική γραφή που μοιάζει περισσότερο με μνημονική ανάκληση της εικόνας παρά με μιμητική αποτύπωση της ορατής πραγματικότητας.
Είναι επίσης αξιοθαύμαστο πώς ο καλλιτέχνης κατόρθωσε να διατηρήσει σ' αυτές τις αβρές μονοχρωμίες την απτική ποιότητα της ύλης, τα ίχνη της αλλοτινής χρήσης των πραγμάτων. Και αυτό το οφείλει στην επιδέξια, στην τόσο ευαίσθητη ερμηνεία του φωτός. Οι απτικές ποιότητες (οι tactile values του Berenson) μεταφράζουν την τοπογραφία του φωτός πάνω σε μια επιφάνεια. Οι κουρασμένες, γερασμένες, ρυτιδωμένες από τη χρήση και τον χρόνο επιφάνειες των πραγμάτων που επιλέγει ο Σόρογκας προκαλούν το φως να τις χαϊδέψει, να αναδείξει μέσα από τα επεισόδια της φθοράς, με ίσκιους και μεσόφωτα, την υλική τους υπόσταση, την ιδιαίτερη σχέση τους με τον χρόνο. Αυτό το φως, το ανελέητο, είναι φως ελληνικό. Φως που ξορκίζει τα φαντάσματα και τον φόβο του θανάτου. Κάτω απ' αυτό το φως ακόμη και η εικόνα της φθοράς μεταστοιχειώνεται σε θεοφάνεια.
4/11/2001
Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα
* * *
«Ζωγραφίζω τον κόσμο τον θνήσκοντα από αγάπη για ζωή»
«Εμείς οι Ηπειρώτες ζούμε με τις αντιθέσεις μας. Θα έχετε ακούσει για τα περίφημα μοιρολόγια στους γάμους», μου λέει ο Σωτήρης Σόρογκας αμέσως μόλις γνωριζόμαστε και ταυτοποιούμε την κοινή μας καταγωγή. Με αυτήν τη φράση δεν ανακαλύπτουμε μόνο την ηπειρώτικη φλέβα, αλλά μου δίνει και τη λέξη-κλειδί που αποκωδικοποιεί το αίσθημα που είχα όλη την ώρα κοιτάζοντας την έκθεσή του σε αυτό το υπέροχο ποιητικό νησί του Αργοσαρωνικού. Τον δεύτερο μήνα του καλοκαιριού απέναντι από τη θάλασσα που ο ποιητής έγραψε την «Κίχλη» του, εκεί που οι νέοι κρατιούνται χέρι χέρι και τα παιδιά τρέχουν ξέφρενα με τα ποδήλατά τους, μια έκθεση στην γκαλερί Citronne μεταφέρει υπόγεια, μυστικά την ανθρώπινη μοίρα. Μέσα από τα μικρά και μεγάλα ξύλα, τα καΐκια και τις βαρκούλες, ο Σωτήρης Σόρογκας σαν ένας άλλος Ιωσήφ συνδέει, προστατεύει, ξορκίζει αλλά και πραγματεύεται τη φθορά, την εγκατάλειψη και τη σήψη, μαζί με τη χαρά της ζωής, που χωρίς αυτή η φθορά δεν θα είχε την αξία της.
Το υδάτινο στοιχείο. «Εκεί στη Θεσπρωτία μου άρεσε να ψαρεύω από μικρό παιδί. Είχα μια βαθιά σχέση με το νερό. Το διαπιστώνω στον εαυτό μου όσο μεγαλώνω. Οταν βρέχει, κάτι ενεργοποιείται μέσα μου βαθύ και τρυφερό μαζί».
Ο τρόπος που ενώνονται τα ξύλα στα έργα του. «Το σίδερο, τα καρφιά είναι όλα αυτά κρυμμένα, πιθανότατα υπαγορεύονται από έναν κόσμο μυστικό και αδιευκρίνιστο, ο οποίος αναδύεται ορισμένες φορές χωρίς να το γνωρίζουμε. Λέμε πράγματα ή αισθανόμαστε κάτι το οποίο δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί. Και διατυπώνεται μέσω της ζωγραφικής με ένα χρώμα, με ένα καρφάκι. Νομίζω ότι η ζωγραφική είναι κάτι εξαιρετικά σπουδαίο και τρυφερό για τον άνθρωπο και λυπάμαι βαθύτατα που τώρα πια οι νέοι δεν ζωγραφίζουν. Εχουμε γίνει πλέον οι κυνηγοί του εντυπωσιακού. Και το φτιάχνεις επί τούτω για να πεις κάτι και αυτό το κάτι εξαντλείται μόλις ειπωθεί γιατί καθίσταται μονοδιάστατο. Ενώ μπορείς με τον ελάχιστο χώρο, με ένα χρώμα, με ένα απλό σχέδιο να κάνεις τον άλλον να συγκινηθεί βαθύτατα. Η ζωγραφική όπως και η καλή ποίηση έχει κάτι το πολυδιάστατο και πολυσήμαντο. Και μεταφράζεται με μια αμφισημία».
Οι αντιθέσεις: «Φέρνω αυτά τα έργα στην γκαλερί Citronne εξαιτίας ενός πολύ τρυφερού ανθρώπου όπως είναι η ιδιοκτήτρια της γκαλερί κ. Σπινάρη. Την εκτιμώ βαθύτατα. Είναι από τους σπάνιους ανθρώπους που κυκλοφορούν στον χώρο. Το ότι έχει δημιουργήσει εδώ στον Πόρο έναν πυρήνα καλλιτεχνικό και πολιτιστικό μαζί είναι σπουδαίο. Και έχω πάντα την τάση σε ό,τι καλό γίνεται να θέλω να συμμετέχω. Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι ολόκληρη η ζωγραφική μου από τα πρώτα σπουδαστικά μου χρόνια, μέχρι σήμερα –και το συνειδητοποίησα στην τελευταία μου έκθεση στο μουσείο Μπενάκη– ήταν τα ρημαγμένα, σάπια ξύλα, οι έρημοι τόποι. Λίγο λίγο κορυφώνεται με αυτά τα ξύλα που μονάζουν σε μια ερημιά του χρόνου. Αυτόν τον κόσμο τον θνήσκοντα ζωγραφίζω και αναρωτιόμουν πάντα “γιατί έχω τέτοιες ροπές;”. Ακόμα και σήμερα παραμένει αδιευκρίνιστο το ερώτημα. Αλλά όσο περνάει ο καιρός τόσο καταλαβαίνω ότι αυτό είναι ένα είδος υπεραγάπης για τη ζωή που με κάνει να τρέμω στη σκέψη της αναχώρησης. Και για αυτό τον λόγο ίσως η Κική Δημουλά έχει γράψει για τα έργα μου, ότι «χαϊδεύω τη φθορά μήπως και καταφέρω να επιβιώσει και άλλο».
Η σχέση του με την κόρη του – η νεότητα απέναντι στη φθορά: «Αυτή η σχέση είναι πολύ παρήγορη για μένα. Η αγάπη που έχω για την κόρη μου είναι τόσο μεγάλη που ακόμα και η σκέψη του θανάτου με παρηγορεί, διότι είναι σαν να συνεχίζεται η ζωή και η δική μου μέσω αυτού του προσώπου. Η έννοια της συνέχειας. Ισως αυτό να επηρεάζει και ολόκληρη την ανθρωπότητα και απλά γίνεται συνειδητά στα δικά μας κοντινά πρόσωπα».
Συμβολισμοί του ξύλου: «Αγαπώ το ξύλο. Στάθηκε αρωγός στη ζωή μου διότι έτυχε να έχω δύο θείους μαραγκούς. Επιαναν από παιδί τα χέρια μου, σκάλιζα πράγματα και όταν έφτιαξα ένα εξοχικό σπίτι, έφτιαξα μέσα ένα μαραγκούδικο για να διορθώνω τραπεζάκια. Μέσα μου το ξύλο έχει ταυτιστεί με πολλά άγια πράγματα, τα καΐκια, οι εικόνες της Ορθοδοξίας, τα παραθυρόφυλλα των παλιών σπιτιών... Κάποια στιγμή είχα πάει στο χωριό του πατέρα μου για να τον δω έναν χρόνο πριν πεθάνει, εγώ ήμουν περασμένα πενήντα, και με πήγε σε έναν μαχαλά να μου δείξει πού ήταν το παλιό σπίτι. Και πράγματι ήταν πεσμένες πέτρες, ρημάδια, ένα παραθυράκι και πιο κει ένα σάπιο ξύλο. Μόλις το είδα, πήγα και το σήκωσα, με παρέπεμψε σε αμφίπλευρη βυζαντινή εικόνα. Το πήρα μαζί μου και πραγματικά έχω ένα από τα πιο τρυφερά έργα. Δεν το έχω εκθέσει, παρά μόνο το 1985 το έφερα στην Πινακοθήκη Πιερίδη μαζί με άλλα ξύλα και αυτό, το αληθινό ξύλο, το οποίο μάζεψα από κάτω και διατήρησα από τη φθορά του χρόνου σε λινό ύφασμα».
(...)
13/7/2014
ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
* * *
ΠΗΓΕΣ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ