Το κλείσιμο της αξιολόγησης.
Σκίτσο του Β.ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η πρώτη και κρίσιμη πολιτική προτεραιότητα για το μέγαρο Μαξίμου τους τελευταίους μήνες ήταν η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης. Ο Τσίπρας και το επιτελείο του είχαν συνείδηση πως από την έκβαση αυτής της υπόθεσης κρινόταν η επιβίωση της κυβέρνησης. Εάν για τον οποιοδήποτε λόγο η αξιολόγηση παρατεινόταν μέχρι το καλοκαίρι, η Αθήνα θα βρισκόταν με τη θηλιά στον λαιμό. Ή θα έπρεπε να παραδοθεί άνευ όρων, αποδεχόμενη απολύτως τις απαιτήσεις των δανειστών, ή θα έπρεπε να θέσει τη χώρα σε τροχιά χρεοκοπίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Επειδή δεν ήθελε ούτε το ένα ούτε το άλλο, είχε αποφασίσει πως εάν δεν έκλεινε εγκαίρως η αξιολόγηση θα έστηνε κάλπες, έχοντας επίγνωση πως κατά πάσα πιθανότητα θα τις έχανε. Παρά το γεγονός ότι η ΝΔ δεν δείχνει σημάδια ισχυρής πολιτικοεκλογικής ανάκαμψης, η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ είναι αναμφισβήτητη και τον έχει φέρει στη δεύτερη θέση. Την καταγράφουν και οι μυστικές δημοσκοπήσεις που πραγματοποιεί για λογαριασμό της η Κουμουνδούρου. Με άλλα λόγια, η προκήρυξη πρόωρων εκλογών θα ήταν ουσιαστικά επιλογή αποχώρησης από την εξουσία.
Αυτό, όμως, ήταν το σχέδιο Β. Ο Τσίπρας το είχε συζητούσε ως τέτοιο, αλλά ήταν αποφασισμένος να εξαντλήσει όλα τα όρια για να μη χρειασθεί να φθάσει εκεί. Η εντολή του προς τους υπουργούς που διαπραγματεύονταν όλο το προηγούμενο διάστημα με το Κουαρτέτο ήταν να αγωνισθούν για τον καλύτερο συμβιβασμό, αλλά να μην διακινδυνεύσουν ναυάγιο.
Η απώλεια της εξουσίας είναι πικρή για όλους και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν είναι μόνο ο Τσίπρας και οι υπουργοί του που θέλουν να παραμείνουν στις καρέκλες τους. Ένας ολόκληρος κομματικός μικρόκοσμος έχει καλομάθει πλέον στους ρόλους και στα μεγαλύτερα ή μικρότερα προνόμια που παρέχει μία θέση στην πυραμίδα της εξουσίας.
Ούτε και η Ευρωζώνη, όμως, επεδίωκε την αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης. Ναι μεν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων πίεσε για περισσότερα μέτρα λιτότητας, αλλά δεν ήθελε να τραβήξει το σκοινί μέχρι το όριο θραύσης. Η κύρια αιτία ήταν πως δεν ήθελε να προσθέσει στα πολλά ανοικτά μέτωπα και το ελληνικό πρόβλημα. Για την ακρίβεια, δεν ήθελε η Ελλάδα να βρίσκεται καν στην ευρωπαϊκή ατζέντα όταν η προεκλογική μάχη για το βρετανικό δημοψήφισμα θα εισερχόταν στην τελική ευθεία.
Το κλίμα, άλλωστε, δεν είναι αυτό που ήταν πριν ένα χρόνο. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Αθήνα παρέμενε σε μειονεκτική θέση, αλλά και η διαπραγματευτική ισχύς του ευρωιερατείου είχε σχετικά περιορισθεί. Οι εκλογές στην Πορτογαλία και στην Ισπανία αμφισβήτησαν εμπράκτως το κυρίαρχο δόγμα της λιτότητας και διαφοροποίησαν τους πολιτικούς συσχετισμούς. Έστειλαν το μήνυμα ότι η Ευρωζώνη δεν μπορεί να συνεχίσει όπως μέχρι τώρα.
Τα δύο αυτά βαρυσήμαντα γεγονότα στον ευρωπαϊκό Νότο δίνουν το πολιτικό περιθώριο στον Ιταλό πρωθυπουργό Ρέντσι να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Από τη θεωρητική κριτική στο δόγμα της λιτότητας να θέσει θέμα τουλάχιστον χαλάρωσής του. Οι εξελίξεις στην Ιβηρική δημιουργούν εκ των πραγμάτων μία ισχυρή βάση στήριξης για μία τέτοια πολιτική πρωτοβουλία.
Το Βερολίνο δεν έχει τα πολιτικά περιθώρια να καταστείλει με εκβιασμούς στραγγαλισμού τις διογκούμενες τάσεις αμφισβήτησης της λιτότητας που εκδηλώνονται στον ευρωπαϊκό Νότο. Αυτή τη φορά απέναντι δεν έχει την απομονωμένη, άπειρη και γεμάτη ιδεοληψίες και αυταπάτες κυβέρνηση Τσίπρα, όπως συνέβαινε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Δυνητικά έχει απέναντι ένα άτυπο μέτωπο, το οποίο δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει με τους εκβιασμούς που αντιμετώπισε την Αθήνα.
Το κλίμα είναι πολύ διαφορετικό απ’ ότι ήταν πριν ένα χρόνο και λόγω του προσφυγικού-μεταναστευτικού κύματος, το οποίο κλυδώνισε την ΕΕ και αποδυνάμωσε τη Μέρκελ. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την αγωνιώδη προσπάθεια του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ντράγκι να σπάσει τον φαύλο κύκλο της στασιμότητας και του αποπληθωρισμού, έχοντας ταυτοχρόνως να αντιμετωπίσει τις τρικλοποδιές του Σόιμπλε.
Σ’ αυτό το πολιτικό περιβάλλον που ωθούσε προς την κατεύθυνση ενός (ετεροβαρούς) συμβιβασμού με την Αθήνα πρέπει να προστεθεί και ένας ακόμα παράγοντας. Στους κόλπους του ευρωιερατείου επικρατούσε η εκτίμηση ότι είναι πολιτικά προτιμότερο να περάσει τα μέτρα η κυβέρνηση Τσίπρα:
Πρώτον, επειδή δεν ήθελαν να έχουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση να φωνάζει.
Δεύτερον, επειδή θεωρούσαν πως είχε τις πολιτικές προϋποθέσεις για να περάσει το πακέτο των επώδυνων μέτρων, χωρίς ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις.
Τρίτον, επειδή έτσι εδραιωνόταν το δόγμα ότι το Μνημόνιο είναι μονόδρομος.
Τέταρτον, επειδή η στάση του Μητσοτάκη το τελευταίο διάστημα έχει προκαλέσει δεύτερες σκέψεις στο ευρωιερατείο για το ενδεχόμενο να τον έσπρωχναν άμεσα προς την εξουσία.
Όσο, λοιπόν, η κυβέρνηση Τσίπρα παραμένει στις ράγες του 3ου Μνημονίου δεν έχουν συμφέρον να της τραβήξουν το χαλί και να την αποσταθεροποιήσουν. Το μήνυμα αυτό είχαν φροντίσει να το στείλουν και στα κόμματα της αντιπολίτευσης και σε κοινωνικές οργανώσεις, με τις οποίες είχαν σχετικές επαφές. Δεν είναι τυχαία η δήλωση του προέδρου του ΣΕΒ Φέσσα υπέρ της ανάγκης να ψηφισθούν τα προαπαιτούμενα για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Μέσα από αυτές τις εκατέρωθεν πολιτικές σκοπιμότητες φθάνουμε στο κλείσιμο της αξιολόγησης. Όλα δείχνουν ότι σήμερα το βράδυ οι 153 θα υπερψηφίσουν το νομοσχέδιο-μαμούθ και ότι οι συμφωνημένες υποχρεώσεις θα εκπληρωθούν. Αυτό σημαίνει ότι την Τρίτη το Eurogroup θα ανάψει το πράσινο φως για την εκταμίευση της δόσης.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τις υπάρχουσες πληροφορίες, το ποσό που θα εκταμιευθεί δεν θα είναι 5,7 δισ, αλλά 9-11 δισ, προκειμένου να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας μέχρι το τέλος του 2016. Ένας λόγος που μάλλον θα συμβεί αυτό είναι ότι η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της 1ης αξιολόγησης συμπαρασύρει χρονικά και τη 2η αξιολόγηση. Το ευρωιερατείο κατανοεί ότι μετά από τον “βομβαρδισμό” της κοινωνίας με όλα αυτά τα πακέτα επώδυνων μέτρων, είναι και αναπόφευκτο και σκόπιμο η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης να μετατεθεί για το τέλος του 2016 ή πιθανότερα για τις αρχές του 2017.
Η απουσία της Λαγκάρντ από τη σύνοδο του Eurogroup ερμηνεύθηκε σαν ένδειξη ότι την Τρίτη δεν θα υπάρξει και επισήμως συμφωνία. Κοινοτική πηγή το διαψεύδει. Αποδίδει την απουσία της στο γεγονός ότι το ΔΝΤ τηρεί αποστάσεις από τη συμφωνία. Όπως είναι γνωστό, το Ταμείο όχι μόνο ήθελε νομοθέτηση συγκεκριμένων εφεδρικών μέτρων ύψους 3,6 δισ, αλλά και απαιτεί γενναία μείωση του ελληνικού χρέους.
Η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης θα συρρικνώσει δραστικά το κλίμα αβεβαιότητας που δηλητηριάζει και καθηλώνει την οικονομία. Θα επανέλθει η φθηνή χρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από την ΕΚΤ, η οποία θα ξαναδέχεται ως εγγύηση τα ελληνικά ομόλογα. Τέλος θα ανοίξει ο δρόμος για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης που σημαίνει χρηματοδότηση μερικών δισ ευρώ.
Στο μέγαρο Μαξίμου τρέφουν υπέρμετρη αισιοδοξία για την πορεία της οικονομίας. Αντιλαμβάνονται ότι τα μέτρα που ψήφισαν έχουν υφεσιακή επίδραση, αλλά εκτιμούν πως μετά από τόσα χρόνια ύφεσης, η οικονομία μοιάζει με συμπιεσμένο ελατήριο που είναι έτοιμο να εκτιναχθεί. Εκτιμούν, επίσης, ότι με τη συρρίκνωση της αβεβαιότητας, με το πακέτο Γιούνκερ και με άλλες κινήσεις θα απελευθερωθεί μία αναπτυξιακή δυναμική, η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει σε πολιτικοεκλογική ανάκαμψη.
Πέρα από τις παραπάνω προσδοκίες, η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης θα έχει βαρυσήμαντες επιπτώσεις στο πολιτικό επίπεδο. Τερματίζει τη φιλολογία για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σταθεροποιείται. Για την ακρίβεια αγοράζει πολιτικό χρόνο. Δεν μπορεί να υπολογισθεί πόσο χρόνο αγοράζει, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχουν στον ορίζοντα εκλογικά εμπόδια. Δεν υπάρχουν ούτε ευρωεκλογές, ούτε τοπικές εκλογές, ούτε εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας.
Αναμφίβολα, όταν ο λογαριασμός (από τα μέτρα που νομοθετήθηκαν για να ολοκληρωθεί η 1η αξιολόγηση) θα πάει στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, η κοινωνική δυσαρέσκεια θα εκτοξευθεί ακόμα πιο ψηλά. Αυτό θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να σημειώσει νέα πτώση στις δημοσκοπήσεις.
Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν είναι ικανό από μόνο του να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153 έχει επιδείξει αντοχή. Υπερψήφισαν τις επώδυνες αλλαγές στο Ασφαλιστικό και όλα δείχνουν πως θα υπερψηφίσουν και σήμερα το βράδυ το τωρινό επώδυνο πακέτο μέτρων, χωρίς να σπάσει ούτε ένας κρίκος στην αλυσίδα της συμπολίτευσης.
Εάν πριν 2-3 χρόνια έλεγε κάποιος στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ότι θα ψήφιζαν τέτοια μέτρα θα τον θεωρούσαν παράφρονα. Αναμφίβολα, αποφασιστικό ρόλο για την τωρινή στάση τους παίζουν αφενός τα προνόμια του αξιώματος, αφετέρου το “σύνδρομο της αγέλης”.
Για τη σημασία που του να είσαι βουλευτής ειδικά σήμερα δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα. Ειδικά όταν πρόκειται για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία κατά κανόνα δεν είναι εύποροι, ούτε έχουν δυνατότητα ενός αντίστοιχου εισοδήματος από την επαγγελματική τους δραστηριότητα.
Όσον αφορά το “σύνδρομο της αγέλης” έχει μείνει ιστορική η σχετική ατάκα του Αβέρωφ: «όποιο πρόβατο φεύγει από το μαντρί το τρώνε οι λύκοι». Η ισχύς αυτού του δόγματος έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά στα μεγάλα κόμματα της Δεξιάς και της Κεντροαριστεράς. Στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου φάνηκε να επιβεβαιώνεται και στον χώρο της Αριστεράς με τον αποκλεισμό της ΛΑΕ από τη Βουλή.
Δεν είναι, όμως, μόνο τα βουλευτικά προνόμια και το “σύνδρομο της αγέλης” που διατηρούν τη συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές έχουν πείσει τον εαυτό τους πως τα πράγματα το έφεραν έτσι που πρέπει αυτοί να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Πως μόνο εάν πιούν το πικρό ποτήρι θα μπορέσουν να ξαναστήσουν τη χώρα στα πόδια της.
Η έννοια του “σωτήρα”, άλλωστε, είναι στο πολιτικό γονίδιο της Αριστεράς. Θεωρεί πως είναι ταγμένη από την ιστορία να σώσει τον λαό. Η αίσθηση αυτής της υψηλής αποστολής οδήγησε στο παρελθόν σε εκδηλώσεις θαυμαστής ανιδιοτέλειας, ακόμα και σε προσωπικές θυσίες. Ταυτοχρόνως, όμως, τροφοδότησε και ένα είδος αλαζονείας. «Εμείς γνωρίζουμε την αλήθεια, εμείς ξέρουμε το συμφέρον του λαού, εμείς θα τον σώσουμε».
Η αίσθηση ότι είναι «οι εκλεκτοί της ιστορίας» τους ωθεί και στο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Στον ΣΥΡΙΖΑ ομολογούν ότι είχαν υποτιμήσει τις δυσκολίες, ότι άλλα επαγγέλονταν πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και άλλα κάνουν. Επικαλούνται τη διαπραγμάτευση του 2015 για να αποδείξουν τις αριστερές προθέσεις τους. Κυρίως, όμως, οχυρώνονται πίσω από το γεγονός ότι τους πολεμάει το πολυπλόκαμο κατεστημένο σύστημα εξουσίας.
Πιστεύουν ότι η «για πρώτη φορά Αριστερά» πρέπει να επιβιώσει για να καταπολεμήσει τη διαπλοκή/διαφθορά και ευρύτερα για να επιτελέσει τον ιστορικό ρόλο της. Κατ’ επέκτασιν, αντιμετωπίζουν τις επίμαχες κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες σαν ένα είδος προσωπικής δοκιμασίας.
Νοιώθουν πως εάν υποκύψουν στην αριστερή προσωπική ευαισθησία τους και καταψηφίσουν το νομοσχέδιο ουσιαστικά θα παίξουν το παιχνίδι των αντιπάλων τους, οι οποίοι επιδιώκουν την ανατροπή της κυβέρνησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβιβάζουν το προσωπικό μικροσυμφέρον με την ανάγκη τους να νοιώθουν ότι επιτελούν υψηλή πολιτική αποστολή.
Λόγω ιδεολογίας, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θα καταστούν ευάλωτοι μόνο εάν βρεθούν απέναντι σε μία μείζονος σημασίας κοινωνική αναταραχή. Όταν απέναντί τους βρεθούν μαζικά και δικοί τους αγανακτισμένοι ψηφοφόροι, το ιδεολογικό σχήμα που σήμερα τους κρατάει σε ισορροπία θα καταρρεύσει.
Όταν προ μηνών η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με τις κινητοποιήσεις των κοινωνικών ομάδων, το κλίμα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ βαρύ και οι ρωγμές εμφανείς. Λόγω της υποχώρησης των κοινωνικών αντιδράσεων, το κλίμα βελτιώθηκε σημαντικά και οι ρωγμές έκλεισαν.
Είναι πιθανή μία τέτοια κοινωνική αναταραχή; Προς το παρόν δεν υπάρχει κανένα σημάδι. Η ιστορία, όμως, μας διδάσκει πως όταν το κοινωνικό-οικονομικό τοπίο είναι εύφλεκτο, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, ένα σχετικά ασήμαντο γεγονός ενδέχεται να προκαλέσει κοινωνική ανάφλεξη.
Σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, σήμερα υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά. Από το 2012 μέχρι το 2015, παρότι εφαρμόσθηκαν επώδυνα μέτρα, δεν εκδηλώθηκαν αξιόλογες κοινωνικές αντιδράσεις. Τότε, όμως, μικρομεσαία στρώματα που είχαν πέσει στον γκρεμό ή ήταν πολύ κοντά στο να πέσουν, ήλπιζαν πως στις επόμενες εκλογές θα έφερναν με την ψήφο τους τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ήλπιζαν πως ο Τσίπρας θα τερμάτιζε τις μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό και έκαναν υπομονή, προσδοκώντας να λύσουν το πρόβλημά τους με την ψήφο τους.
Ο Τσίπρας έγινε πράγματι πρωθυπουργός και μέσα από τη γνωστή διαδρομή τώρα εφαρμόζει το 3ο Μνημόνιο. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η ελπίδα για μία δημοκρατική διέξοδο από το μνημονιακό τούνελ διαψεύσθηκε. Χωρίς αυτή την ελπίδα, τα μικρομεσαία στρώματα που δεν μπορούν, ή δυσκολεύονται πολύ να επιβιώσουν καθίστανται δυνάμει εκρηκτική κοινωνική ύλη. Όσο αυθαίρετη είναι η πρόβλεψη πως σίγουρα θα προκύψει κοινωνική ανάφλεξη, άλλο τόσο αυθαίρετο είναι και να αποκλείει κάποιος μία τέτοια εξέλιξη.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο είναι αναγκαίο να αναφέρουμε την πολιτική επίπτωση που ενδέχεται να έχει ο εγκλωβισμός στην Ελλάδα ενός τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων-μεταναστών. Αριθμός που πιθανόν να γίνει πολύ μεγαλύτερος εάν, όπως δείχνουν τα πράγματα, καταρρεύσει η ευρωτουρκική συμφωνία του περασμένου Μαρτίου.
Η εκδήλωση κοινωνικών παρενεργειών και προβλημάτων δημόσιας ασφάλειας υποχρεώνει την ελληνική κοινή γνώμη να συνειδητοποιήσει ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό πρόβλημα. Έχει και μία άλλη πολύ δυσάρεστη όψη. Όσο αυτή η άλλη όψη έρχεται σε πρώτο πλάνο τόσο καθίσταται πιθανότερη η εκδήλωση αντιδράσεων εκ μέρους του ντόπιου πληθυσμού.
Εάν το κλίμα οξυνθεί, το πολιτικό κόστος θα το πληρώσει ατόφιο η κυβέρνηση. Σε αντίθεση με την οικονομική κρίση και τα Μνημόνια που τα κληρονόμησε, το προσφυγικό-μεταναστευτικό κύμα είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα της δικής της πολιτικής. Όχι μόνο αρχικά, όταν άνοιξε τα σύνορα, αλλά και αργότερα, όταν απέφυγε να θέσει και να επιβάλει κανόνες σ’ όσους έχουν εγκλωβισθεί στην ελληνική επικράτεια.
Λυγερός Σταύρος
http://www.anixneuseis.gr/?p=145046
23/5/16