Τι σημαίνει η επίσκεψη Τσίπρα στην Κίνα
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Κίνα διέλυσε τα σύννεφα που είχαν προκληθεί από τον πρόσφατο χειρισμό του υπουργού Ναυτιλίας Δρίτσα όσον αφορά τον ΟΛΠ και επιβεβαίωσε την αμοιβαία επιλογή για στρατηγική συνεργασία. Για τους Κινέζους η Ελλάδα έχει μεγάλη γεωοικονομική αξία λόγω της γεωγραφικής θέσης της και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είναι μέλος της ΕΕ.
Η κινέζικη πλευρά θεωρεί τον Πειραιά την απόληξη του θαλάσσιου “δρόμου του μεταξιού” και την ιδανική πύλη για το εξαγωγικό εμπόριό της προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Πύλη που αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία μετά τη διεύρυνση της διώρυγας του Σουέζ. Ειδικά για τα κοντέινερ με περιεχόμενο εμπορευμάτων αξίας πάνω από 300.000 ευρώ ο Πειραιάς συμφέρει πάρα πολύ σε σύγκριση με την εκφόρτωση στα μεγάλα λιμάνια του Ρότερνταμ και του Αμβούργου. Αφενός ρίχνει σημαντικά το κόστος, αφετέρου μειώνει περίπου κατά 10 ημέρες τον χρόνο παράδοσης των εμπορευμάτων.
Προϋπόθεση είναι, βεβαίως, να εκσυγχρονισθεί η σιδηροδρομική σύνδεση του Πειραιά με τη Βουδαπέστη μέσω Σκοπίων και Σερβίας. Αλλά και έτσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα, το λιμάνι του Πειραιά αναδεικνύεται σε διαμάντι για την Cosco. Ας σημειωθεί ότι ο όμιλος αντλεί το 35% των συνολικών εσόδων του από την εδώ δραστηριότητά του. Το ποσοστό αυτό θα εκτιναχθεί με τη νέα συμφωνία.
Στη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο επικεφαλής της Cosco Χου Λιρόνγκ ανακοίνωσε πως η εταιρεία του θα πραγματοποιήσει επενδύσεις πολύ μεγαλύτερου ύψους από όσο προβλέπει η σύμβαση (350 εκατομμύρια ευρώ). Στόχος του κινέζικου κολοσσού είναι να μετατρέψει τον Πειραιά σε βάση για μεγάλες εταιρείες κρουαζιέρας.
Επίσης, θα πραγματοποιήσει επενδύσεις για την αναβάθμιση των υποδομών αποθήκευσης και διακίνησης κοντέινερ που θα μετατρέψουν τον Πειραιά στο κορυφαίο λιμάνι του είδους στη Μεσόγειο. Επενδύσεις θα γίνουν και στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη που βρίσκεται στον χώρο του λιμανιού, αλλά και για την επέκταση του car terminal με στόχο η χωρητικότητα να ανέλθει στα 20.000 οχήματα. Στον χώρο του λιμανιού προγραμματίζεται να κατασκευαστούν εκθεσιακό κέντρο και πολυτελές ξενοδοχείο.
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, βρέθηκαν στο τραπέζι ο διαγωνισμός για το Θριάσιο πεδίο και τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Οι Κινέζοι δημιουργούν στο λιμάνι του Πειραιά το δικό τους εμπορευματικό κέντρο και τη δική τους ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Θεωρούν, ωστόσο, το Θριάσιο συνέχεια του λιμανιού και με αυτή την έννοια ενδιαφέρονται. Για την ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στο Πέραμα και για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά προς το παρόν τουλάχιστον εκδηλώνουν θεωρητικό και μελλοντικό ενδιαφέρον.
Η ελληνική πλευρά θα ήθελε να δημιουργηθεί στο Θριάσιο και γραμμή παραγωγής για τη συναρμολόγηση κινέζικων προϊόντων. Το κίνητρο για τις κινέζικες εταιρείες είναι ότι μπορούν τα προϊόντα τους να αποκτήσουν το υψηλής αξίας brand name “made in EU” εάν η προστιθέμενη αξία στην Ελλάδα είναι από 20-40% (ανάλογα με το προϊόν), ή τουλάχιστον “assembled in EU”.
Συναρμολογώντας τα προϊόντα τους στην Ελλάδα μεγάλες κινέζικες εταιρείες μπορούν να τα διοχετεύουν ευκολότερα και γρηγορότερα στις ευρωπαϊκές αγορές και βεβαίως να περιορίζουν το κόστος μεταφοράς και αποθήκευσης. Αυτό αντιστοιχεί σε εξοικονόμηση εκατοντάδων εκατομμυρίων τον χρόνο.
Αυτός είναι ο λόγος που οι Κινέζοι ενδιαφέρονται για το Θριάσιο. Ενδιαφέρονται, όμως, με τους δικούς τους όρους. Ουσιαστικά θέλουν να εγκαταστήσουν εκεί μία ειδική οικονομική ζώνη με ειδικό φορολογικό καθεστώς και με ειδικό εργασιακό καθεστώς. Παράγοντας της αγοράς που γνωρίζει από πρώτο χέρι τους Κινέζους μας είπε ότι «είναι σκληροί εργοδότες», ότι «τα θέλουν όλα και πως κάθε σύμβαση είναι σκαλοπάτι για να διεκδικήσουν περισσότερα». Η ιστορία της Cosco στον Πειραιά το επιβεβαιώνει. Το ίδιο και η αναφορά του προέδρου της στον Τσίπρα για τον περιορισμό των απεργιών.
Στη συνομιλίες που είχε με τον Κινέζο ομόλογό του, ο Τσίπρας ζήτησε τη συμμετοχή κινέζικων εταιρειών στον διαγωνισμό για το αεροδρόμιο στο Καστέλι της Κρήτης, αύξηση των ελληνικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων στην Κίνα, επενδύσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, επενδύσεις σε τουριστικά ακίνητα, καθώς και δημιουργία κέντρου Έρευνας και Ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με παράγοντα της αγοράς η Αθήνα πρέπει να βάλει δυναμικά στο τραπέζι τη διοχέτευση κινεζικού τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα και μάλιστα από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο που οι ελληνικές τουριστικές υποδομές υπολειτουργούν ή κλείνουν. Αυτό είναι δυνατόν, επειδή για τους Κινέζους η Ελλάδα είναι ελκυστικός προορισμός κυρίως για την ιστορία και τα μνημεία της.
Τόσο οι Αμερικανοί όσο και το ευρωιερατείο δεν βλέπουν με καλό μάτι την κινέζικη οικονομική διείσδυση. Στο πλαίσιο αυτό δεν βλέπουν με καλό μάτι και την προοπτική η ελληνοκινέζικη οικονομική συνεργασία να αποκτήσει στρατηγικό χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορούν να εγείρουν εμπόδια.
Αν και οι Κινέζοι κάνουν ό,τι μπορούν για να δείξουν πως κινούνται αποκλειστικά με οικονομικά κριτήρια και πως δεν έχουν βλέψεις πολιτικής επιρροής στην Ευρώπη, αυτό δεν ισχύει. Πιστεύουν βαθιά ότι είναι η ανερχόμενη υπερδύναμη και ενδιαφέρονται πολύ να αποκτήσουν ερείσματα. Επειδή, όμως, είναι μακροπρόθεσμοι παίκτες, δεν βιάζονται και πολύ περισσότερο δεν κάνουν άγαρμπες κινήσεις για να μην προκαλέσουν αντιδράσεις. Έχουν συνείδηση πως η Ευρώπη δεν είναι Αφρική, όπου έχουν βάλει πολύ γερά το πόδι τους, εξασφαλίζοντας μακροπρόθεσμες συμβάσεις και για την αγορά πρώτων υλών και για την προμήθεια αγροτικών προϊόντων που παράγονται ειδικά γι’ αυτούς.
Η Αθήνα, η οποία βρίσκεται αλυσοδεμένη με τα διαδοχικά Μνημόνια, δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί από την ενίσχυση της κινεζικής οικονομικής παρουσίας στην Ελλάδα. Όχι μόνο, επειδή έχει ζωτική ανάγκη από ξένες επενδύσεις, αλλά και επειδή θεωρεί θετικό οτιδήποτε μπορεί έστω και λίγο να περιορίσει την εξάρτησή της από το ευρωιερατείο.
Με την ίδια λογική και η κυβέρνηση Καραμανλή και η κυβέρνηση Τσίπρα είχαν εκδηλώσει την προθυμία τους να συμπράξουν στην κατασκευή του νότιου αγωγού για τη διοχέτευση ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Για τη Μόσχα η κατασκευή αυτού του αγωγού είναι ζωτικής σημασίας. Η ουκρανική κρίση έχει καταστήσει την παραδοσιακή οδό μεταφοράς του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη ιδιαιτέρως προβληματική.
Σήμερα, η Ρωσία διοχετεύει στην Ευρώπη περίπου 63 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, εισπράττοντας περίπου 20 δισ. Για τη Μόσχα τα 20 δισ. είναι ένα ζωτικής σημασίας έσοδο, όπως ζωτικής σημασίας είναι και για την Ευρώπη η ακώλυτη προμήθεια ρωσικού αερίου για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της. Το αμοιβαίο αυτό συμφέρον είναι που διατηρεί αλώβητη την ευρωρωσική ενεργειακή σχέση παρά την εμφανή πολιτική αντιπαλότητα, την οποία η ουκρανική κρίση επανέφερε με ένταση στην επιφάνεια.
Παρά τα σχέδια για διοχέτευση ρωσικού αερίου στην κινέζικη αγορά, η σημασία των ευρωπαϊκών αγορών δεν θα υποβαθμισθεί. Μέχρι το 2019, οπότε αναμένεται να κλείσουν οι χερσαίοι αγωγοί (μέσω Ουκρανίας), πρέπει να λειτουργεί παραλλήλως με το Nordstream (υποθαλάσσιος αγωγός από Ρωσία σε Γερμανία που στέλνει 30 δισ. κυβικά μέτρα αερίου ετησίως) και ο νότιος αγωγός.
Μετά τη ρήξη Μόσχας-Άγκυρας το 2015, όμως, το σχέδιο για το νότιο αγωγό πάγωσε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δρομολογηθεί σχέδιο για την κατασκευή και δεύτερου υποθαλάσσιου βόρειου αγωγού από τη Ρωσία στη Γερμανία. Η προοπτική το Βερολίνο ελέγχει αποκλειστικά την εισαγωγή του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη δεν αρέσει ούτε στη Μόσχα, ούτε στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ούτε στην Ουάσιγκτον.
Οι Αμερικανοί δεν έχουν κρύψει την πρόθεσή τους συρρικνώσουν τις εισαγωγές ρωσικού αερίου στην Ευρώπη, ισχυριζόμενοι ότι η ενεργειακή εξάρτηση οδηγεί και σε πολιτική εξάρτηση. Ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει επιβεβαιωθεί στην πράξη.
Αυτό, όμως, δεν τους εμποδίζει να κάνουν ό,τι μπορούν για να εξασφαλίσουν εναλλακτικές πηγές ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, θέλουν η Ευρώπη να σταματήσει να αγοράζει ρωσικό αέριο, με σκοπό η Ρωσία να γονατίσει οικονομικά και κατ’ επέκτασιν να υποβαθμισθεί γεωπολιτικά.
Αυτό, όμως, δεν τους εμποδίζει να κάνουν ό,τι μπορούν για να εξασφαλίσουν εναλλακτικές πηγές ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, θέλουν η Ευρώπη να σταματήσει να αγοράζει ρωσικό αέριο, με σκοπό η Ρωσία να γονατίσει οικονομικά και κατ’ επέκτασιν να υποβαθμισθεί γεωπολιτικά.
Με αυτή τη λογική η Ουάσιγκτον και οι ευρωπαϊκοί κύκλοι που συμμερίζονται την αμερικανική στρατηγική πίεσαν προ ετών την κυβέρνηση Μπορίσοφ στη Βουλγαρία και κατάφεραν να τορπιλίσουν το παλαιότερο σχέδιο για την κατασκευή του αγωγού Southstream. Ο αγωγός αυτός θα έφθανε υποθαλάσσια από τη Ρωσία στη Βουλγαρία, από εκεί χερσαία στην Ελλάδα και στη συνέχεια θα κατευθυνόταν στη δυτική Ευρώπη.
Στην προσπάθειά της να βρει εναλλακτική λύση για τη νότια οδό, η Μόσχα εξασφάλισε τη συμφωνία της Άγκυρας για την κατασκευή ενός υποθαλάσσιου αγωγού που θα μεταφέρει ρωσικό αέριο στο ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας. Από εκεί χερσαία στην Ελλάδα και στη συνέχεια στα Σκόπια, στη Σερβία και στην κεντρική Ευρώπη.
Ο Πούτιν θεωρούσε ότι η κυβέρνηση Τσίπρα αντιπροσωπεύει μία ευκαιρία και σ’ αυτό το επίπεδο, όπως επίσης και για την προσπάθειά του να ρηγματώσει την ευρωπαϊκή ενότητα όσον αφορά τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας για το Ουκρανικό. Αφενός η ρωσοτουρκική ρήξη, αφετέρου η μνημονιακή στροφή της κυβέρνησης Τσίπρα, όμως, συρρίκνωσαν τις αρχικές προσδοκίες του. Γι’ αυτό και η πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα ήταν φτωχή σε αποτελέσματα.
Η επαναπροσέγγιση, όμως, της Μόσχας με την Άγκυρα εκ των πραγμάτων θα επαναφέρει στο τραπέζι το σχέδιο για το νότιο αγωγό. Αυτό σημαίνει πως οι Ρώσοι έχουν κίνητρο να ξαναδούν με ενδιαφέρον την Ελλάδα. Αυτό με τη σειρά του εξ αντιδιαστολής αναζωπυρώνει και το αμερικανικό ενδιαφέρον. Ενώ η ελληνοκινέζικη συνεργασία έχει γεωοικονομικό χαρακτήρα, η ελληνορωσική έχει εκ των πραγμάτων και έντονη γεωπολιτική διάσταση.
Αν και η κυβέρνηση Τσίπρα δηλώνει ότι θεωρεί αντιπαραγωγικές τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τη Δύση στη Ρωσία, αποφεύγει να σπάσει την ευρωπαϊκή ενότητα. Περιορίζεται σε παρεμβάσεις για την άμβλυνση των κυρώσεων και την καλλιέργεια κλίματος επαναπροσέγγισης με τη Μόσχα στο όνομα ενός συστήματος συλλογικής ασφαλείας. Ο Κοτζιάς έχει επανειλημμένως προειδοποιήσει τους Ευρωπαίους ομολόγους του ότι με την πολιτική των κυρώσεων απομονώνουν τη Ρωσία και την σπρώχνουν στην αγκαλιά της Κίνας και όχι σε μία εταιρική σχέση με τη Δύση.
Ο Τσίπρας και ο Κοτζιάς δεν επιδιώκουν να ανατρέψουν τις παραδοσιακές ισορροπίες. Γι’ αυτό και φροντίζουν να διατηρούν τους στενούς δεσμούς με την Ουάσιγκτον. Προσπαθούν, όμως, να εφαρμόσουν μία πιο ενεργητική εξωτερική πολιτική, αξιοποιώντας τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας, παρότι η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς ομηρίας.
Η Γερμανία έχει την τάση να μην επιτρέπει στις μικρότερες χώρες-μέλη αυτό που επιτρέπει στον εαυτό της. Επιδιώκει να έχει κατά το δυνατόν το μονοπώλιο των ειδικών σχέσεων και της διαπραγμάτευσης με τη Ρωσία και την Κίνα. Από τις μικρότερες χώρες-μέλη απαιτεί να βρίσκονται κάτω από τη δική της ομπρέλα στο όνομα μίας πολύ ιδιοτελούς αντίληψης για την ευρωπαϊκή ενότητα. Γι’ αυτό και προσπαθεί να διαπραγματευθεί για λογαριασμό τους κυρίως με την Κίνα, αλλά και με τη Ρωσία.
Τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο δεν επιδιώκουν να αποσπάσουν την Ελλάδα από το δυτικό στρατόπεδο. Την θέλουν μέλος της ΕΕ. Τους ενδιαφέρει η Αθήνα, λόγω και των συμφερόντων της, να λειτουργεί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ως παράγοντας που προωθεί τη συνεργασία κι όχι τον ανταγωνισμό τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Κίνα. Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει μπει σ’ αυτό τον ρόλο, ο οποίος, άλλωστε, αποτελεί μάλλον κοινό παρονομαστή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.
του Σταύρου Λυγερού
''Πρώτο Θέμα''